«Τα τυφλά άτομα αντιμετωπίζουμε τον κόσμο από τα μέσα προς τα έξω. Δεν κρίνουμε από την εξωτερική εμφάνιση-χωρίς να θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι απαραιτήτως κακό, ο καθένας όπως βολεύεται. Όποιος όμως δεν μπορεί να δει, δεν έχει επιλογή, χρησιμοποιεί τις άλλες αισθήσεις για να καταλάβει. Ακούει την φωνή, νιώθει την αφή, όλα αυτά…»
Κάπως έτσι ξεκινάει η συζήτησή μας με τον Γιώργο Παπαδογιάννη, στον δρόμο από το Μετρό Πανόρμου μέχρι τα γραφεία του Olafaq. Πέντε λεπτά υπόθεση. Εκτός και αν έχεις προβλήματα όρασης, αν είσαι τυφλή ή τυφλός. Κάνοντας την διαδρομή αυτή με τον Γιώργο, βεβαιώθηκα για το ότι η Αθήνα είναι μια αβίωτη πόλη. Ένα άτομο με αναπηρία δεν μπορεί να κινηθεί εύκολα (ή και καθόλου) στην πόλη, και μιλώ για τα κεντρικά της σημεία, όχι για γειτονιές όπως η Νέα Σμύρνη ή η Κηφισιά, με τις πλατείες, τα πάρκα και τους δρόμους τους. Από το μετρό μέχρι την Ερυθρού Σταυρού, δυσκολευτήκαμε να περάσουμε από στενά πεζοδρόμια, με αμάξια καβαλημένα άτσαλα, κατεστραμμένες πλάκες στον δρόμο που εύκολα σκοντάφτει κανείς, κόσμο βιαστικό που δεν μπορεί ή δεν θέλει πάνω στην φούρια του να υπολογίσει ότι ο άνθρωπος που περπατά κάπως πιο αργά από το υπόλοιπο πλήθος μπορεί-και-να-μην-βλέπει.
«Γεννήθηκα με μια σπάνια πάθηση στον αμφιβληστροειδή που τον αφήνει ανενεργό. Ανίατη πάθηση. Δεν είναι το ίδιο με το να σου συμβεί στην πορεία, αυτό είναι πιο δύσκολο να το διαχειριστείς. Όταν άρχισα να πηγαίνω στο νήπιο με την μητέρα μου, στο ΚΕΑΤ, που πηγαίνουν συνήθως τα περισσότερα παιδιά με προβλήματα όρασης, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι μπορεί να σημαίνει για την κοινωνία το να είσαι τυφλός. Οι άνθρωποι στέκουν αμήχανοι, συχνά, γιατί στην Ελλάδα δεν συνηθίζεις να βλέπεις τυφλά άτομα μες στην καθημερινότητά σου. Όμως, η μητέρα μου φρόντισε να μου δώσει τις σωστές διαστάσεις της κατάστασής μου, με έκανε να νιώθω σημαντικός, πολύτιμος. Σα να έλεγε, ας πούμε, ότι δεν κυκλοφορεί με ένα τυφλό παιδί, αλλά με ένα μοναδικό παιδί που έχει αυτή την σπάνια πάθηση, άρα είναι σπάνιο κι αυτό.»
– Γιώργο, πώς αντιλαμβάνεσαι έννοιες και ”εικόνες” όπως το χρώμα κόκκινο, την θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα;
Είναι συνυφασμένες με πράγματα που ακούμε συχνά. Το κόκκινο είναι συνυφασμένο με την φωτιά, το αίμα. Έτσι, αντιλαμβάνομαι συνδυαστικά κάποιες έννοιες, τις καταλαβαίνω σαν κομμάτια μιας ενότητας.
Ο Γιώργος έχει απίστευτο χιούμορ -δεν χάνω ποστ του από το Facebook. Ο ίδιος με παροτρύνει να τον ρωτήσω ό,τι θέλω, να εκφράσω ό,τι απορία μπορεί να έχω, μου κάνει την ζωή πολύ εύκολη, αποσύροντας κάθε ίχνος πιθανής άβολης αίσθησης σε σχέση με την διαχείρισή μου πάνω στο θέμα της τυφλότητας γενικώς και του Γιώργου ειδικώς. Θυμάμαι τη γνωριμία μας ως συμφοιτητών στη Νομική Σχολή πριν από περίπου εννιά χρόνια και, αναπόφευκτα, στρέφω την συζήτησή μας και προς τα εκεί.
«Δημοτικό πήγα στο Μοσχάτο, στο έκτο Δημοτικό κάποιες τάξεις, αλλά αρχικά ήμουν στο ΚΕΑΤ-εκεί, σε αυτό το ειδικό σχολείο, είχα κάποιες δυσκολίες. Ξέρεις, δεν είμαι υπέρ του ειδικού σχολείου, γιατί θεωρώ ότι γκετοποιούνται τα παιδιά, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες που κάποιοι άνθρωποι επιχειρούν εκεί μέσα. Το ειδικό σχολείο, ως έννοια, μου προσιδιάζει με αυτήν του ιδρύματος, δεν προετοιμάζει σωστά τα παιδιά για να βγουν έξω, στην κοινωνία, και όταν τελικά βγαίνουν, τους έρχεται λίγο ο ουρανός σφοντύλι, καλούνται να διαχειριστούν τελείως άλλες καταστάσεις. Γι’ αυτό, βέβαια, υπάρχουν και τα προγράμματα ένταξης, που είναι σημαντικά. Μέσω ενός τέτοιου προγράμματος ήρθα στο Μοσχάτο, όπως πολλά παιδά της δικής μου γενιάς τότε. Έχουμε να το λέμε. Όταν τελείωσα την έκτη τάξη, οι γονείς μου άρχισαν να συζητούν μαζί μου για το τι θέλω: να συνεχίσω στο ΚΕΑΤ ή να πάω στο σχολείο της γειτονιάς μου, στο Μπραχάμι; Επέλεξα την γειτονιά. Πήγα γυμνάσιο στο Μπραχάμι και λύκειο στο περιβόητο ”στρογγυλό” που λέμε εμείς εκεί. Στην εκπαιδευτική διαδικασία, με βοηθούσαν δάσκαλοι ειδικής αγωγής, ειδικά σε μαθήματα πιο δύσκολα στην παρακολούθηση, τι γράφεται στον πίνακα, σχήματα ή γραμμές. Είχα βιβλία από το ΚΕΑΤ, αλλά ο δάσκαλος πάντα χρειαζόταν. Με την Αθανασία την Μυλωνά, μια δασκάλα που με βοήθησε πολύ στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, όντας εκείνη ένα 23χρονο κορίτσι, την έχω στην καρδιά μου πάντα. Πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια γενικώς εκείνη την περίοδο. Αν ήταν στο χέρι μου, θα ξαναγύρναγα πάλι. Παίζει να ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά που περίμενα να τελειώσουν οι διακοπές, περνούσα καλά στο σχολείο. Ο πρώτος καλύτερος φίλος της ζωής μου ήταν ο ξάδερφός μου και κουμπάρος μου, πλέον, μιας που τον πάντρεψα. Γεννηθήκαμε σχεδόν μαζί και μεγαλώσαμε μαζί. Έχω ωραίες αναμνήσεις από παιδιά και του λυκείου, όμως δεν είναι ότι κάνουμε παρέα. Έχουμε προσπαθήσει για λυκειακό reunion και δεν μας βγαίνει μέχρι στιγμής, ο ένας είναι στη Δύση, ο άλλος στην Ανατολή. Μεγαλώσαμε, αποκτήσαμε υποχρεώσεις, διαφορετικές ο καθένας…
Δεν ένιωσα ποτέ μειονεκτικά. Είμαι μεγάλο ψώνιο, και το λέω μεταξύ αστείου, αλλά και σοβαρού. Μου αρέσω, νιώθω ότι είμαι καλός σε αυτό που κάνω και έχω αυτοπεποίθηση. Δεν αφήνω κανέναν να με κάνει να νιώσω μειονεκτικά, ξέρω ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω. Εργάζομαι στο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης στον Σκλαβενίτη, μια δουλειά που με ικανοποιεί απολύτως και οι συνάδελφοί μου, καμιά φορά, μου λένε ότι είμαι αλαζόνας! (γέλια)».
– Πώς αποφάσισες να σπουδάσεις Νομική; Όταν σε συνάντησα στο μετρό πριν λίγο καιρό και μου είπες για τον Σκλαβενίτη, εξεπλάγην. Σε θυμάμαι να σου αρέσουν τα νομικά…
Στην αρχή ήθελα να σπουδάσω Ιστορικό-Αρχαιολογικό, αλλά έβλεπα ότι δεν είχε επαγγελματική προοπτική που να βόλευε ένα άτομο με απώλεια όρασης κι έτσι, επειδή έβγαζα και υψηλή βαθμολογία, είπα Νομική. Σήμερα, στα 33 μου, πιστεύω ότι ένα παιδί στα 18 του δεν είναι έτοιμο και ψωμωμένο ώστε να επιλέξει την πορεία τους στην ζωή, στο τι δουλειά θα επιλέξουν. Μπήκα στη Νομική μέσω μιας μεγάλης χορηγίας από τον τότε πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος δώρισε χαρτί για να εκτυπωθούν τα συγγράμματα στην γραφή Μπράιγ, που δεν την γνωρίζουν βέβαια όλα τα τυφλά άτομα, φυσικά-και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότερα την γνωρίζουν. Είχα πρόσβαση λοιπόν, ευτυχώς, στα βιβλία, αλλά πέρασα μεγάλες διδικασίες. Ο τομέας προσβασιμότητας, ας πούμε, βρισκόταν στου Ζωγράφου, είχα μετακινήσεις. Ένα βιβλίο που εσύ μπορεί αν το έπαιρνες το Νοέμβριο, εγώ μπορεί να το έπαιρνα τον Γενάρη, καθυστερούσε η διαδικασία μελέτης. Κανένας καθηγητής δεν με ευνόησε λόγω της τυφλότητας. Αν ήθελε κάποιος να σε τσεκουρώσει, το έκανε. Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, ας πούμε, δυσκολεύτηκα. Δεν το συμπάθησα ποτέ το Ποινικό, κιόλας!
Ποτέ δεν με έψηνε ιδιαίτερα να γίνω δικηγόρος ή οτιδήποτε τέτοιο. Από το δεύτερο έτος, άρχισα, λίγο πολύ, να αναρωτιέμαι τι έκανα εκεί μέσα, αν είναι αυτό που θέλω πραγματικά και όλο αυτό που πιάνει διάφορους φοιτητές κάθε σχολής, σε σχέση με το μέλλον και το αντικείμενο σπουδών τους. Όταν τελείωσα τις σπουδές, επιχείρησα να δικηγορήσω και εργάστηκα περιστασιακά ως δικηγόρος μικροδουλειές, συμβόλαια, ας πούμε και τέτοια. Αμέσως, όμως, στράφηκα στην αποκατάσταση μέσω του δικαστικού. Να γίνω δικαστής, δηλαδή. Εκεί απογοητεύτηκα πολύ. Αν για όλους είναι αδιανόητα δύσκολο, για ένα τυφλό άτομο είναι ακατόρθωτο. Αυτή είναι η άποψή μου. Ένα άτομο με απώλεια όρασης δεν μπορεί να μπει στο δικαστικό, πράγμα που βρίσκω άδικο. Δεν χρειάζεται οπτική κατάρτιση για να κρίνεις αν κάποιος είναι αθώος ή ένοχος. Ίσα ίσα, η όραση μπορεί να σε προδώσει, να σε οδηγήσει σε στερεοτυπική και ίσως εσφαλμένη σκέψη για τους ανθρώπους που καλείσαι να κρίνεις.
Βάζουμε μια κούπα τσάι ακόμα και αδράττω την ευκαιρία να ζητήσω από τον Γιώργο να μου δείξει πώς χειρίζεται το κινητό του. Έχει ένα ασύρματο πληκτρολόγιο, έχει ακουστικό που συνδέεται με bluetooth και κάθε γραπτό μήνυμα που του έρχεται στο messenger ας πούμε το ακούει από μια σχεδόν ρομποτική, γυναικεία φωνή, της οποίας την ταχύτητα μπορεί να ρυθμίσει. Είναι σίγουρα καλύτερο να του στέλνει κανείς απευθείας ηχητικό μήνυμα, να το ακούει με την φωνή του εκάστοτε φίλου ή φίλης του!
«Για να συνεχίσουμε, η διαδικασία εύρεσης εργασίας για ένα τυφλό άτομο, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Εντάξει, υπάρχει το βοήθημα αναπηρίας, ως μαξιλάρι, κοντά στα 700 ευρώ. Αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω. Η δουλειά μου στο σούπερ μάρκετ είναι κάτι που με κάνει χαρούμενο και με κρατά ψυχικά υγιή, πράγμα πολύ σημαντικό. Στην δικηγορία απέτυχα: έψαξα για ΑΣΕΠ, έψαξα για θέσεις στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, τίποτα. Απαιτούσαν φροντιστήρια με μεγάλο κόστος και η θέση μου ήταν επισφαλής, γιατί η επιτροπή μπορούσε να κρίνει, σε κάθε περίπτωση, ότι λόγω του προβλήματος όρασης, δεν είμαι κατάλληλος. Στο σούπερ μάρκετ δούλευε η μητέρα μου και το ψάξαμε μαζί, με καλούν για συνέντευξη και συναντώ ένα περιβάλλον που δεν έχω ξανασυναντήσει στην ζωή μου, οι άνθρωποι φιλικοί, ειλικρινείς, ζεστοί, συνεργάσιμοι. Νόμιζα ήμουν σε άλλη χώρα. Ξεκίνησα δουλειά εκεί με πολλή όρεξη. Η Νομική είναι ένα κεφάλαιο που το έχω αφήσει τελείως πίσω μου, πια. Χαίρομαι που έχω το πτυχίο, αλλά δεν κοιτάζω καθόλου να εργαστώ σε αυτόν τον τομέα πια. Στο σούπερ μάρκετ, σηκώνω τηλέφωνα και επικοινωνώ με ανθρώπους, ακούω τα παράπονά τους, κάθε τι παράλογο ή λογικό που χρειάζονται να εκφράσουν. Έχω καλή σχέση με τους συναδέλφους, κάνουμε χιούμορ, συχνά ακούμε μουσικές στο γραφείο, καμιά φορά βγαίνουμε έξω.
Δεν έχω κάνει ποτέ ψυχοθεραπεία μέχρι στιγμής, αλλά θέλω. Όλοι μας κουβαλάμε πράγματα, τραύματα, απωθημένα. Ακόμα και μια ασήμαντη γρατσουνιά, αν δεν την προσέξεις, δεν θα σταματήσει να αιμορραγεί και είναι κρίμα να πληγώνουμε, εξαιτίας της, τους εαυτούς μας και τους άλλους. Η σχέση μου με την οικογένειά μου είναι σημαντική για μένα, και δεν είναι ότι ήταν πάντα όλα τέλεια, όπως επίσης και με το άλλο φύλο. Είχα σχέσεις, ερωτικές, σεξουαλικές, και συνεχίζω. Το σεξ είναι ένας τομέας που θεωρώ σημαντικό για την ζωή κάθε ατόμου και, εκεί, δεν μου αρέσουν τα ταμπού. Έχω πάει με άτομα που έχουν απώλεια όρασης και με άτομα που βλέπουν. Καμία διαφορά. Η αίσθηση, η χημεία είναι αυτό που μετράει. Δεν μπορώ να πω σε κάποια ότι την είδα και μ’ άρεσε, μπορώ να της πω ότι μου άρεσε το άρωμά της ή η φωνή της. Το φλερτ δεν διαφέρει και πολύ, μη νομίζεις.
Το κόνσεπτ είναι απλό: Οι τυφλοί άνθρωποι ζουν, περπατούν, κοινωνικοποιούνται, μερακλώνουν, φλερτάρουν, κάνουν έρωτα. Η ζωή και η καθημερινότητα είναι δύσκολη, ναι. Ναι, η προσβασιμότητα κάθε είδους, φυσική και ψηφιακή, είναι δύσκολη. Επικρατεί μια έλλειψη γνώσης από τον κόσμο, όχι όμως πάντοτε και έλλειψη ενσυναίσθησης. Τώρα που περίμενα για το ραντεβού μας στο μετρό, πολλοί μου πρότειναν να με βοηθήσουν και το ζω αυτό όλα αυτά τα χρόνια. Ο περισσότερος κόσμος νιώθω πως θέλει να βοηθήσει. Συχνά, τα τυφλά ή γενικώς τα ανάπηρα άτομα γίνονται πολύ επικριτικά με την κοινωνία, ή περισσότερο εγωκεντρικά από όσο θα έπρεπε. Καμιά φορά, καταδικάζουμε την πρόθεση αυτού που θέλει να μας βοηθήσει, νομίζοντας ίσως ότι μας λυπάται ή κάτι τέτοιο, ενώ δεν είναι συνήθως έτσι. Γινόμαστε ξεροκέφαλοι, σφιγγόμαστε. Πιστεύω ότι καθένας από μεριάς μας πρέπει να ζει την ζωή του. Με την κλάψα και την μιζέρια δεν προχωράει κανείς μπροστά, τυφλός ή μη.
Κι έχω κι εγώ περάσει δύσκολα. Αλλά αυτό δεν αφορούσε το θέμα της όρασής μου. Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα, πίστεψέ με, πολύ πιο σοβαρά.»
«Τα τυφλά άτομα αντιμετωπίζουμε τον κόσμο από τα μέσα προς τα έξω. Δεν κρίνουμε από την εξωτερική εμφάνιση-χωρίς να θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι απαραιτήτως κακό, ο καθένας όπως βολεύεται. Όποιος όμως δεν μπορεί να δει, δεν έχει επιλογή, χρησιμοποιεί τις άλλες αισθήσεις για να καταλάβει. Ακούει την φωνή, νιώθει την αφή, όλα αυτά…»
Κάπως έτσι ξεκινάει η συζήτησή μας με τον Γιώργο Παπαδογιάννη, στον δρόμο από το Μετρό Πανόρμου μέχρι τα γραφεία του Olafaq. Πέντε λεπτά υπόθεση. Εκτός και αν έχεις προβλήματα όρασης, αν είσαι τυφλή ή τυφλός. Κάνοντας την διαδρομή αυτή με τον Γιώργο, βεβαιώθηκα για το ότι η Αθήνα είναι μια αβίωτη πόλη. Ένα άτομο με αναπηρία δεν μπορεί να κινηθεί εύκολα (ή και καθόλου) στην πόλη, και μιλώ για τα κεντρικά της σημεία, όχι για γειτονιές όπως η Νέα Σμύρνη ή η Κηφισιά, με τις πλατείες, τα πάρκα και τους δρόμους τους. Από το μετρό μέχρι την Ερυθρού Σταυρού, δυσκολευτήκαμε να περάσουμε από στενά πεζοδρόμια, με αμάξια καβαλημένα άτσαλα, κατεστραμμένες πλάκες στον δρόμο που εύκολα σκοντάφτει κανείς, κόσμο βιαστικό που δεν μπορεί ή δεν θέλει πάνω στην φούρια του να υπολογίσει ότι ο άνθρωπος που περπατά κάπως πιο αργά από το υπόλοιπο πλήθος μπορεί-και-να-μην-βλέπει.
«Γεννήθηκα με μια σπάνια πάθηση στον αμφιβληστροειδή που τον αφήνει ανενεργό. Ανίατη πάθηση. Δεν είναι το ίδιο με το να σου συμβεί στην πορεία, αυτό είναι πιο δύσκολο να το διαχειριστείς. Όταν άρχισα να πηγαίνω στο νήπιο με την μητέρα μου, στο ΚΕΑΤ, που πηγαίνουν συνήθως τα περισσότερα παιδιά με προβλήματα όρασης, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι μπορεί να σημαίνει για την κοινωνία το να είσαι τυφλός. Οι άνθρωποι στέκουν αμήχανοι, συχνά, γιατί στην Ελλάδα δεν συνηθίζεις να βλέπεις τυφλά άτομα μες στην καθημερινότητά σου. Όμως, η μητέρα μου φρόντισε να μου δώσει τις σωστές διαστάσεις της κατάστασής μου, με έκανε να νιώθω σημαντικός, πολύτιμος. Σα να έλεγε, ας πούμε, ότι δεν κυκλοφορεί με ένα τυφλό παιδί, αλλά με ένα μοναδικό παιδί που έχει αυτή την σπάνια πάθηση, άρα είναι σπάνιο κι αυτό.»
– Γιώργο, πώς αντιλαμβάνεσαι έννοιες και ”εικόνες” όπως το χρώμα κόκκινο, την θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα;
Είναι συνυφασμένες με πράγματα που ακούμε συχνά. Το κόκκινο είναι συνυφασμένο με την φωτιά, το αίμα. Έτσι, αντιλαμβάνομαι συνδυαστικά κάποιες έννοιες, τις καταλαβαίνω σαν κομμάτια μιας ενότητας.
Ο Γιώργος έχει απίστευτο χιούμορ -δεν χάνω ποστ του από το Facebook. Ο ίδιος με παροτρύνει να τον ρωτήσω ό,τι θέλω, να εκφράσω ό,τι απορία μπορεί να έχω, μου κάνει την ζωή πολύ εύκολη, αποσύροντας κάθε ίχνος πιθανής άβολης αίσθησης σε σχέση με την διαχείρισή μου πάνω στο θέμα της τυφλότητας γενικώς και του Γιώργου ειδικώς. Θυμάμαι τη γνωριμία μας ως συμφοιτητών στη Νομική Σχολή πριν από περίπου εννιά χρόνια και, αναπόφευκτα, στρέφω την συζήτησή μας και προς τα εκεί.
«Δημοτικό πήγα στο Μοσχάτο, στο έκτο Δημοτικό κάποιες τάξεις, αλλά αρχικά ήμουν στο ΚΕΑΤ-εκεί, σε αυτό το ειδικό σχολείο, είχα κάποιες δυσκολίες. Ξέρεις, δεν είμαι υπέρ του ειδικού σχολείου, γιατί θεωρώ ότι γκετοποιούνται τα παιδιά, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες που κάποιοι άνθρωποι επιχειρούν εκεί μέσα. Το ειδικό σχολείο, ως έννοια, μου προσιδιάζει με αυτήν του ιδρύματος, δεν προετοιμάζει σωστά τα παιδιά για να βγουν έξω, στην κοινωνία, και όταν τελικά βγαίνουν, τους έρχεται λίγο ο ουρανός σφοντύλι, καλούνται να διαχειριστούν τελείως άλλες καταστάσεις. Γι’ αυτό, βέβαια, υπάρχουν και τα προγράμματα ένταξης, που είναι σημαντικά. Μέσω ενός τέτοιου προγράμματος ήρθα στο Μοσχάτο, όπως πολλά παιδά της δικής μου γενιάς τότε. Έχουμε να το λέμε. Όταν τελείωσα την έκτη τάξη, οι γονείς μου άρχισαν να συζητούν μαζί μου για το τι θέλω: να συνεχίσω στο ΚΕΑΤ ή να πάω στο σχολείο της γειτονιάς μου, στο Μπραχάμι; Επέλεξα την γειτονιά. Πήγα γυμνάσιο στο Μπραχάμι και λύκειο στο περιβόητο ”στρογγυλό” που λέμε εμείς εκεί. Στην εκπαιδευτική διαδικασία, με βοηθούσαν δάσκαλοι ειδικής αγωγής, ειδικά σε μαθήματα πιο δύσκολα στην παρακολούθηση, τι γράφεται στον πίνακα, σχήματα ή γραμμές. Είχα βιβλία από το ΚΕΑΤ, αλλά ο δάσκαλος πάντα χρειαζόταν. Με την Αθανασία την Μυλωνά, μια δασκάλα που με βοήθησε πολύ στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, όντας εκείνη ένα 23χρονο κορίτσι, την έχω στην καρδιά μου πάντα. Πέρασα τα καλύτερά μου χρόνια γενικώς εκείνη την περίοδο. Αν ήταν στο χέρι μου, θα ξαναγύρναγα πάλι. Παίζει να ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά που περίμενα να τελειώσουν οι διακοπές, περνούσα καλά στο σχολείο. Ο πρώτος καλύτερος φίλος της ζωής μου ήταν ο ξάδερφός μου και κουμπάρος μου, πλέον, μιας που τον πάντρεψα. Γεννηθήκαμε σχεδόν μαζί και μεγαλώσαμε μαζί. Έχω ωραίες αναμνήσεις από παιδιά και του λυκείου, όμως δεν είναι ότι κάνουμε παρέα. Έχουμε προσπαθήσει για λυκειακό reunion και δεν μας βγαίνει μέχρι στιγμής, ο ένας είναι στη Δύση, ο άλλος στην Ανατολή. Μεγαλώσαμε, αποκτήσαμε υποχρεώσεις, διαφορετικές ο καθένας…
Δεν ένιωσα ποτέ μειονεκτικά. Είμαι μεγάλο ψώνιο, και το λέω μεταξύ αστείου, αλλά και σοβαρού. Μου αρέσω, νιώθω ότι είμαι καλός σε αυτό που κάνω και έχω αυτοπεποίθηση. Δεν αφήνω κανέναν να με κάνει να νιώσω μειονεκτικά, ξέρω ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω. Εργάζομαι στο τμήμα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης στον Σκλαβενίτη, μια δουλειά που με ικανοποιεί απολύτως και οι συνάδελφοί μου, καμιά φορά, μου λένε ότι είμαι αλαζόνας! (γέλια)».
– Πώς αποφάσισες να σπουδάσεις Νομική; Όταν σε συνάντησα στο μετρό πριν λίγο καιρό και μου είπες για τον Σκλαβενίτη, εξεπλάγην. Σε θυμάμαι να σου αρέσουν τα νομικά…
Στην αρχή ήθελα να σπουδάσω Ιστορικό-Αρχαιολογικό, αλλά έβλεπα ότι δεν είχε επαγγελματική προοπτική που να βόλευε ένα άτομο με απώλεια όρασης κι έτσι, επειδή έβγαζα και υψηλή βαθμολογία, είπα Νομική. Σήμερα, στα 33 μου, πιστεύω ότι ένα παιδί στα 18 του δεν είναι έτοιμο και ψωμωμένο ώστε να επιλέξει την πορεία τους στην ζωή, στο τι δουλειά θα επιλέξουν. Μπήκα στη Νομική μέσω μιας μεγάλης χορηγίας από τον τότε πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος δώρισε χαρτί για να εκτυπωθούν τα συγγράμματα στην γραφή Μπράιγ, που δεν την γνωρίζουν βέβαια όλα τα τυφλά άτομα, φυσικά-και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότερα την γνωρίζουν. Είχα πρόσβαση λοιπόν, ευτυχώς, στα βιβλία, αλλά πέρασα μεγάλες διδικασίες. Ο τομέας προσβασιμότητας, ας πούμε, βρισκόταν στου Ζωγράφου, είχα μετακινήσεις. Ένα βιβλίο που εσύ μπορεί αν το έπαιρνες το Νοέμβριο, εγώ μπορεί να το έπαιρνα τον Γενάρη, καθυστερούσε η διαδικασία μελέτης. Κανένας καθηγητής δεν με ευνόησε λόγω της τυφλότητας. Αν ήθελε κάποιος να σε τσεκουρώσει, το έκανε. Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, ας πούμε, δυσκολεύτηκα. Δεν το συμπάθησα ποτέ το Ποινικό, κιόλας!
Ποτέ δεν με έψηνε ιδιαίτερα να γίνω δικηγόρος ή οτιδήποτε τέτοιο. Από το δεύτερο έτος, άρχισα, λίγο πολύ, να αναρωτιέμαι τι έκανα εκεί μέσα, αν είναι αυτό που θέλω πραγματικά και όλο αυτό που πιάνει διάφορους φοιτητές κάθε σχολής, σε σχέση με το μέλλον και το αντικείμενο σπουδών τους. Όταν τελείωσα τις σπουδές, επιχείρησα να δικηγορήσω και εργάστηκα περιστασιακά ως δικηγόρος μικροδουλειές, συμβόλαια, ας πούμε και τέτοια. Αμέσως, όμως, στράφηκα στην αποκατάσταση μέσω του δικαστικού. Να γίνω δικαστής, δηλαδή. Εκεί απογοητεύτηκα πολύ. Αν για όλους είναι αδιανόητα δύσκολο, για ένα τυφλό άτομο είναι ακατόρθωτο. Αυτή είναι η άποψή μου. Ένα άτομο με απώλεια όρασης δεν μπορεί να μπει στο δικαστικό, πράγμα που βρίσκω άδικο. Δεν χρειάζεται οπτική κατάρτιση για να κρίνεις αν κάποιος είναι αθώος ή ένοχος. Ίσα ίσα, η όραση μπορεί να σε προδώσει, να σε οδηγήσει σε στερεοτυπική και ίσως εσφαλμένη σκέψη για τους ανθρώπους που καλείσαι να κρίνεις.
Βάζουμε μια κούπα τσάι ακόμα και αδράττω την ευκαιρία να ζητήσω από τον Γιώργο να μου δείξει πώς χειρίζεται το κινητό του. Έχει ένα ασύρματο πληκτρολόγιο, έχει ακουστικό που συνδέεται με bluetooth και κάθε γραπτό μήνυμα που του έρχεται στο messenger ας πούμε το ακούει από μια σχεδόν ρομποτική, γυναικεία φωνή, της οποίας την ταχύτητα μπορεί να ρυθμίσει. Είναι σίγουρα καλύτερο να του στέλνει κανείς απευθείας ηχητικό μήνυμα, να το ακούει με την φωνή του εκάστοτε φίλου ή φίλης του!
«Για να συνεχίσουμε, η διαδικασία εύρεσης εργασίας για ένα τυφλό άτομο, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Εντάξει, υπάρχει το βοήθημα αναπηρίας, ως μαξιλάρι, κοντά στα 700 ευρώ. Αλλά εγώ ήθελα να δουλέψω. Η δουλειά μου στο σούπερ μάρκετ είναι κάτι που με κάνει χαρούμενο και με κρατά ψυχικά υγιή, πράγμα πολύ σημαντικό. Στην δικηγορία απέτυχα: έψαξα για ΑΣΕΠ, έψαξα για θέσεις στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, τίποτα. Απαιτούσαν φροντιστήρια με μεγάλο κόστος και η θέση μου ήταν επισφαλής, γιατί η επιτροπή μπορούσε να κρίνει, σε κάθε περίπτωση, ότι λόγω του προβλήματος όρασης, δεν είμαι κατάλληλος. Στο σούπερ μάρκετ δούλευε η μητέρα μου και το ψάξαμε μαζί, με καλούν για συνέντευξη και συναντώ ένα περιβάλλον που δεν έχω ξανασυναντήσει στην ζωή μου, οι άνθρωποι φιλικοί, ειλικρινείς, ζεστοί, συνεργάσιμοι. Νόμιζα ήμουν σε άλλη χώρα. Ξεκίνησα δουλειά εκεί με πολλή όρεξη. Η Νομική είναι ένα κεφάλαιο που το έχω αφήσει τελείως πίσω μου, πια. Χαίρομαι που έχω το πτυχίο, αλλά δεν κοιτάζω καθόλου να εργαστώ σε αυτόν τον τομέα πια. Στο σούπερ μάρκετ, σηκώνω τηλέφωνα και επικοινωνώ με ανθρώπους, ακούω τα παράπονά τους, κάθε τι παράλογο ή λογικό που χρειάζονται να εκφράσουν. Έχω καλή σχέση με τους συναδέλφους, κάνουμε χιούμορ, συχνά ακούμε μουσικές στο γραφείο, καμιά φορά βγαίνουμε έξω.
Δεν έχω κάνει ποτέ ψυχοθεραπεία μέχρι στιγμής, αλλά θέλω. Όλοι μας κουβαλάμε πράγματα, τραύματα, απωθημένα. Ακόμα και μια ασήμαντη γρατσουνιά, αν δεν την προσέξεις, δεν θα σταματήσει να αιμορραγεί και είναι κρίμα να πληγώνουμε, εξαιτίας της, τους εαυτούς μας και τους άλλους. Η σχέση μου με την οικογένειά μου είναι σημαντική για μένα, και δεν είναι ότι ήταν πάντα όλα τέλεια, όπως επίσης και με το άλλο φύλο. Είχα σχέσεις, ερωτικές, σεξουαλικές, και συνεχίζω. Το σεξ είναι ένας τομέας που θεωρώ σημαντικό για την ζωή κάθε ατόμου και, εκεί, δεν μου αρέσουν τα ταμπού. Έχω πάει με άτομα που έχουν απώλεια όρασης και με άτομα που βλέπουν. Καμία διαφορά. Η αίσθηση, η χημεία είναι αυτό που μετράει. Δεν μπορώ να πω σε κάποια ότι την είδα και μ’ άρεσε, μπορώ να της πω ότι μου άρεσε το άρωμά της ή η φωνή της. Το φλερτ δεν διαφέρει και πολύ, μη νομίζεις.
Το κόνσεπτ είναι απλό: Οι τυφλοί άνθρωποι ζουν, περπατούν, κοινωνικοποιούνται, μερακλώνουν, φλερτάρουν, κάνουν έρωτα. Η ζωή και η καθημερινότητα είναι δύσκολη, ναι. Ναι, η προσβασιμότητα κάθε είδους, φυσική και ψηφιακή, είναι δύσκολη. Επικρατεί μια έλλειψη γνώσης από τον κόσμο, όχι όμως πάντοτε και έλλειψη ενσυναίσθησης. Τώρα που περίμενα για το ραντεβού μας στο μετρό, πολλοί μου πρότειναν να με βοηθήσουν και το ζω αυτό όλα αυτά τα χρόνια. Ο περισσότερος κόσμος νιώθω πως θέλει να βοηθήσει. Συχνά, τα τυφλά ή γενικώς τα ανάπηρα άτομα γίνονται πολύ επικριτικά με την κοινωνία, ή περισσότερο εγωκεντρικά από όσο θα έπρεπε. Καμιά φορά, καταδικάζουμε την πρόθεση αυτού που θέλει να μας βοηθήσει, νομίζοντας ίσως ότι μας λυπάται ή κάτι τέτοιο, ενώ δεν είναι συνήθως έτσι. Γινόμαστε ξεροκέφαλοι, σφιγγόμαστε. Πιστεύω ότι καθένας από μεριάς μας πρέπει να ζει την ζωή του. Με την κλάψα και την μιζέρια δεν προχωράει κανείς μπροστά, τυφλός ή μη.
Κι έχω κι εγώ περάσει δύσκολα. Αλλά αυτό δεν αφορούσε το θέμα της όρασής μου. Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα, πίστεψέ με, πολύ πιο σοβαρά.»