8 Ιανουαρίου, 1968. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Harold Wilson, ανακοινώνει την έναρξη της πατριωτικής εκστρατείας “I’m Backing Britain” με σκοπό οι πολίτες – κυρίως οι εργαζόμενοι της χώρας με απλήρωτες υπερωρίες που νόμιμα δεν θα πληρωνόντουσαν – να «βάλουν πλάτη» προκειμένου η οικονομία να σταθεί στα πόδια της.
Από το 1967, η βρετανική οικονομία ήταν ένα βυθιζόμενο πλοίο και είχε το μεγαλύτερο έλλειμα στη μεταπολεμική ιστορία της. Την προηγούμενη χρονιά, συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1966, η κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε ένα νέο πρόγραμμα φορολογικών αυξήσεων αλλά αυτό δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Η οικονομική κρίση ήταν έντονη και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα πάλευαν να βρουν μια σανίδα σωτηρίας, ειδικά μετά την υποτίμηση της στερλίνας από τα 2,80 δολάρια στα 2,40.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Wilson θεώρησε πως αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία για να αυξηθούν οι εξαγωγές της χώρας και με το “I’m Backing Britain” να τρέχει ταυτόχρονα, ήλπιζε να μπει λίγο χρώμα στο βρετανικό κοινωνικό γκρίζο. Όμως η πατριωτική καμπάνια που προέτρεπε τους Βρετανούς να αγοράζουν ντόπια προϊόντα βρέθηκε σύντομα να χλευάζεται, καθώς τα χιλιάδες λευκά μπλουζάκια στα οποία είχε τυπωθεί το σύνθημα “I’m Backing Britain” κατασκευάζονταν στην Πορτογαλία.
Η εφημερίδα Morning Star είχε τότε αναφέρει χαρακτηριστικά, πως η εκστρατεία του Wilson ήταν «μη πολιτική και ανούσια», η New Stateman καθιέρωσε μία νέα μόνιμη στήλη στην οποία δημοσίευε αποκόμματα από τον Τύπο που αναδείκνυαν παράλογες πτυχές της εκστρατείας, ο κόσμος ξεκίνησε τις διαμαρτυρίες στους δρόμους, ενώ ο Paul McCartney έγραψε ένα τραγούδι-παρωδία με τίτλο “I’m Backing the UK”, το οποίο τελικά έγινε “Back in the U.S.S.R.” στον δίσκο “White Album” [1968, Apple].
Παρ΄όλα αυτά, όσο η Βρετανία βούλιαζε οικονομικά, άλλο τόσο άνθιζε πολιτιστικά. Οι Beatles, οι Rolling Stones, οι The Yardbirds, οι Animals, και άλλα σημαντικά συγκροτήματα της εποχής που αρχικά βασίστηκαν στο rhythm & blues και αργότερα, σταδιακά, ανέπτυξαν το δικό τους ευρωπαϊκό (ή και λονδρέζικο) στυλ παίζοντας rock στις διάφορες μορφές του – είτε με πιο folk και pop προσέγγιση είτε πιο ψυχεδελική.
Οι Βρετανοί είχαν μάθει πλέον τον Muddy Waters, τον Sonny Boy Williamson, τον Elmore James, τον Freddie King και άλλους τιτάνες της κιθάρας, τους είχαν λατρέψει σαν σύγχρονα μουσικά Τοτέμ, αλλά παράλληλα, γι’ αυτούς ήταν «παρελθόν». Οι ορίζοντες είχαν ανοίξει από Αμερική μέχρι Ινδία και μόνοι οι «σκληροπυρηνικοί» συνέχιζαν να πειραματίζονται με τον ωμό, ευθύ και αυθεντικό «κώδικα» των blues.
Ένας απ’ αυτούς, ήταν και ο Peter Green.
Γεννημένος στο Bethal Green του Λονδίνου το 1946, έμαθε τις πρώτες του συγχορδίες από τον αδερφό του και σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε να παίζει μόνος του. Στα 15 του άρχισε να παίζει επαγγελματικά ενώ στους Bobby Dennis and the Dominoes για πρώτη φορά έπαιξε μπάσο.
Το 1965, ήταν ο βασικός κιθαρίστας των Peter B’s Looners του Peter Bardens και έτσι γνώρισε τον ντράμερ Mick Fleetwood. Μαζί με τον Bardens, τον Fleetwood και τον Rod Stewart, λίγο αργότερα, έφτιαξαν τους Shotgun Express, αλλά το σχήμα δεν ευδοκίμησε. Ο Green αποχώρησε – όχι κάτι τόσο ασυνήθιστο για τους μουσικούς της εποχής, να μπαινοβγαίνουν σε συγκροτήματα – και όντας πλέον φίλος με τον Fleetwood, αποφάσισαν να στήσουν μια νέα μπάντα που θα παίζει blues. Θα χρειαζόντουσαν όμως ακόμα ένα μέλος, έναν μπασίστα.
Μπορεί λοιπόν η συνάντησή του με τον Fleetwood να ήταν καθοριστική σημασίας, αυτή με τον John McVie ήταν που του έδωσε την δυνατότητα να στήσει ένα blues συγκρότημα όπως το οραματιζόταν ο ίδιος.
Ο McVie έπαιζε μπάσο στους Blues Breakers του John Mayall την περίοδο που συμμετείχε και ο Eric Clapton. Η τριάδα αυτή, μαζί με τον ντράμερ Hughie Flint, είχαν κυκλοφορήσει τον δίσκο-ορόσημο “Blues Breakers with Eric Clapton” [1966, Decca], αλλά η πορεία τους δεν αποδείχθηκε κοινή. Ο Clapton αποφάσισε να φύγει και την θέση του πήρε ο Green – αρχικά, για κάποια live. Όπως μου είχε δηλώσει ο John Mayall σε συνέντευξη που του είχα πάρει για το Playboy Greece:
«Ο Eric είχε αποφασίσει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα της ζωής του στην Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζει πόσο θα διαρκούσε αυτό. Του είχα πει πριν φύγει πως η θέση στους Blues Breakers θα ήταν ανοιχτή γι’ αυτόν αν αποφάσιζε να επιστρέψει. Εκείνη την περίοδο είχα γνωρίσει και άλλους κιθαρίστες εκτός από τον Peter Green πριν καταλήξω σ’ αυτόν. Την υπόσχεση που είχα δώσει στον Eric την γνώριζε ο Peter».
Ο Green ξεπέρασε τις προσδοκίες του Mayall και, αφού ο Clapton δέχθηκε την πρόσκληση του ντράμερ Ginger Baker να μπει στους νεοσύστατους Cream, μαζί ηχογράφησαν τον δίσκο “A Hard Road” [1967, Decca]. Το δεύτερο άλμπουμ των Blues Brakers ήταν εξίσου εξαιρετικό όπως και το ντεμπούτο τους – αν και όχι τόσο εμβληματικό, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η «μαγιά χάλασε» με τον Green να αποχωρεί για να στήσει πλέον το δικό του πρότζεκτ.
Παίρνοντας μαζί του τους Mick Fleetwood και John McVie από τους Blues Brakers, και καλώντας επίσης τον δυναμικό κιθαρίστα Jeremy Spencer, δημιουργεί τους Fleetwood Mac – το όνομα προέκυψε από το επίθετο του Fleetwood και το «Mac» από το McVie.
Η ιστορία των Fleetwood Mac, θα μπορούσαμε να πούμε πως, είναι τουλάχιστον περίπλοκη – πολύ περισσότερο από την παραπάνω ιστορία – και θα αποτελούσε εύκολα σενάριο μιας οποιαδήποτε σαπουνόπερας (θα μπορούσε να είχε τον τίτλο “Rumours”), καθώς όλα τα μέλη του συγκροτήματος, ειδικά με την αποχώρηση του Green (φυσικά θα συνέβαινε κι αυτό), ανέπτυξαν σχέσεις μεταξύ τους και “καταδικάστηκαν” – ευτυχώς για εμάς – σε ερωτικές διαμάχες και δράματα που είχαν ως αποτέλεσμα να γραφτούν μέσα σε λίγα χρόνια μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Όμως οι Fleetwood Mac με τον Peter Green στα φωνητικά, στην ηλεκτρική κιθάρα και την φυσαρμόνικα, ήταν ένα πολύ διαφορετικό συγκρότημα απ’ αυτό που κλήθηκε να διαχειριστεί ο Fleetwood αργότερα. Έπαιξαν blues τόσο καλά όσο κανένα άλλο συγκρότημα από λευκούς σε οποιαδήποτε ήπειρο αυτού του πλανήτη, υπηρέτησαν το rhythm & blues μοτίβο αξιοσημείωτα με έναν δικό τους μοναδικό τρόπο και, ίσως, με το πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ – υπάρχει ακόμα ένας “Fleetwood Mac” δίσκος [1975, Reprise] – που κυκλοφόρησε σαν σήμερα, το 1968 από την Blue Horizon, έβαλαν γερές βάσεις για την εξάπλωση του blues rock από το οποίο λίγο αργότερα ξεπήδησε το hard rock, με συγκροτήματα όπως Led Zeppelin, Deep Purple κ.α. ως κύριους εκφραστές του.
Η επίδραση του Peter Green στους κιθαρίστες ήταν μεγάλη και πολλοί υπηρέτησαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το στυλ του, τοποθετώντας τον με αυτόν τον τρόπο στο πάνθεον της ηλεκτρικής κιθάρας. Μπορεί όχι απαραίτητα στην πρώτη θέση – σε αυτό παίζουν καθαρά υποκειμενικά κριτήρια – αλλά αντικειμενικά, ο Carlos Santana και ο Gary Moore ήταν, μεταξύ άλλων, αυτοί που βάδισαν στον δρόμο που χάραξε ο Green στην ταστιέρα και στους μαγνήτες της Gibson Les Paul κιθάρας του.
fun fact: Ο Gary Moore αγόρασε κάποια στιγμή την Gibson του Green και με αυτήν ηχογράφησε το άλμπουμ “Blues for Greeny” [1995, Charisma], έναν δίσκο φόρο τιμής στον αγαπημένο του ήρωα, διασκευάζοντας συνθέσεις του. Αργότερα η Gibson του Green κατέληξε στα χέρια του Kirk Hammett των Metallica, ο οποίος την αγόρασε κάτι λιγότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια.
Ο Peter Green ήταν ένας υπερήρωας των blues, που δεν ακολούθησε το καλειδοσκοπικό των swinging sixties, αλλά έπαιξε «βρώμικα» με την ηλεκτρική κιθάρα του για την βρετανική κοινωνική «βρωμιά» της χαμηλής τάξης, χωρίς ποτέ να πάρει τον ρόλο του εκφραστή κάποιας κοινωνικής συνθήκης – άλλωστε, είχε τόσα προβλήματα ψυχικής υγείας να διαχειριστεί, που το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι κολλήσει το όπλο του στο κεφάλι του λογιστή David Simmons το 1977.