Πάνω κάτω η Πατησίων και σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι.

Μου αρέσει πολύ να γράφω αισιόδοξα κείμενα. Να εντοπίζω τα όμορφα στην πόλη και να τα αναφέρω, να τα αναδεικνύω. Αλλά, κάποιες μέρες είναι αβάσταχτες.

Με τον τρόπο των γνήσια δυστυχισμένων ή τον τρόπο εκείνων που συνήθισαν να ευτυχούν και τώρα βιώνουν την σφαγή ή την πτώση. Τα βρίσκετε ποιητικά αυτά που λέω; Κοιτάξτε λίγο καλύτερα δίπλα σας. Τα βλέμματα των απελπισμένων, κατάκοπων συνεπιβατών στο μετρό, με τον μισθό να εξαντλείται ήδη στις υποχρεώσεις από την πρώτη εβδομάδα του μήνα, με τις όποιες πιθανότητες διαφυγής από την ρουτίνα να φαντάζουν μακρινές και ανέφικτες.

Παλιά, νόμιζα πως όλα είναι θέμα επιλογών. Πως αν δεν θες, δεν σε παίρνει η κάτω βόλτα. Πως είναι το φάντασμα του καπιταλισμού που σε κάνει να μοιάζεις δυστυχής στην στάση ενός λεωφορείου που αργεί, κι όλο αργεί. Δηλαδή θα ήσουν πιο ευτυχισμένη σε ένα αυτοκίνητο;

Τα σκυθρωπά πρόσωπα της πόλης δεν είναι αυτά ανθρώπων που συμβιβάστηκαν. Είναι αυτά ανθρώπων που πίστεψαν ότι, σε εκείνους, θα λειτουργήσει αλλιώς. Θα τα καταφέρουν να μείνουν για πάντα μαζί με τον άνθρωπο που ερωτεύτηκαν. Θα τα καταφέρουν να αγαπούν την δουλειά τους κάθε μέρα. Να διαβάζουν μερικές σελίδες κάθε εβδομάδα, από κάποιο βιβλίο. Να μην αλλοτριωθούν, να μην σηκώσουν ψηλά τα χέρια.

Μα τα πράγματα είναι ρευστά, είναι κρουστά, είναι απρόβλεπτα. Σκάνε θέματα υγείας, σκάνε έξοδα από το πουθενά, οι μαύροι κύκλοι δε γιατρεύονται με την κρέμα και τις μάσκες, τα μαλλιά δεν μακραίνουν, η ομορφιά μοιάζει κλεμμένη ηλιαχτίδα ινσταγκραμική, πολύ γαλάζια, πολύ μακρινή. H ποίηση δεν μένει πια εδώ. Από εκείνην κάποτε, μπορούσα να πιαστώ.

Πάνω κάτω η Πατησίων, με καθυστερημένα λεωφορεία και βροχερές στάσεις.

Ο έρωτας μοιάζει να μας χλευάζει. Πώς να ερωτευτούμε κάτω από την ομπρέλα της μπόχας, πλάι σε ξέχειλους κάδους, αντιμέτωπες καθημερινά με δυστυχισμένους συμπολίτες μας που ξεπέζεψαν από το άρμα της κανονικότητας και βούτηξαν στα ναρκωτικά, στην παρανομία, στην παρακμή; Τι μας χωρίζει, στ’ αλήθεια, από εκείνους; Πόσο εύθραυστη είναι η νορμαλιτέ μας;

Ποιος να μας ερωτευτεί; Κι αν μας ερωτευτεί, τι θα συμβεί μετά;

Βραδιάζει, είναι Απρίλης, κάνει μελαγχολία, αυτήν την ώρα δεν θέλω να δω τίποτα ως θετικό, ως «εμπόδιο για καλό». Νιώθω μοναδική και μόνη. Κάπως, κρυώνω. Κάτι περιμένω. Όχι απλώς το λεωφορείο.

Μες στην βουή της Πατησίων, αναδύονται μες στα εγκεφαλικά μου κύτταρα οι παρακάτω στίχοι της Γώγου. Κι ούτε να δακρύσω, τώρα, δεν μπορώ. «Μεγάλωσα»;

Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.