Σαν σήμερα, στις 9 Μαΐου 2012, ο εμβληματικός κομμωτής Vidal Sassoon που άλλαξε τα πάντα στην κουλτούρα της εμφάνισης παντρεύοντας τη γεωμετρία με την αισθητική σε καμβάδες φτιαγμένους από τρίχες, πέρασε στην αθανασία. Σαν σήμερα θυμόμαστε την εφηβεία του, όταν ο εβραϊκής καταγωγής Sassoon πολεμούσε τους φασίστες στους δρόμους του Λονδίνου έχοντας στα χέρια του τις κοφτερές λεπίδες των αιχμηρών ψαλιδιών που τον δικαίωσαν. Φίλος του Jules Konopinski, ενός εβραίου πρόσφυγα που κατάφερε να γλιτώσει από τους Ναζί φτάνοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο σε ηλικία μόλις 9 ετών, ο κομμωτής που έφερε επανάσταση στο γυναικείο χτένισμα στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 με τα γεωμετρικά του σχήματα και τις αρχιτεκτονικές του φόρμες, ο άνθρωπος που “άλλαξε τον κόσμο με ένα ψαλίδι” απελευθερώνοντας τις γυναίκες από τη λακαρισμένη “τυραννία των κομμωτηρίων” προτού κατακτήσει αστέρες του Χόλιγουντ και το έκλυτο αλλά ισχυρό διεθνές τζετ σετ, πολεμούσε τον φασισμό με τις γροθιές, τις μπότες και τα χέρια του.
Ο Vidal Sassoon δεν θα άφηνε τη γειτονιά του να πέσει στα δόντια των νέων φασιστών που ήθελαν να αναβιώσουν το τέρας στους δρόμους του Λονδίνου. “Όταν ήμουν παιδί, μας έκαναν να νιώθουμε λες και ήμασταν ξένοι στη χώρα όπου είχαμε γεννηθεί. Έπρεπε να επιβληθείς στο φόβο σου προτού καταφέρεις να επιβληθείς στους φασίστες” θα πει. Αποφασισμένος να υπερασπιστεί τις γειτονιές του ο Sassoon προσχώρησε στην Ομάδα 43 -μια αντάρτικη, antifa οργάνωση που δημιουργήθηκε από Βρετανοεβραίους πρώην στρατιωτικούς, ορκισμένη να δώσει μάχη κατά της ακροδεξιάς μετά τον πόλεμο- και εκεί το εβραιόπουλο έμαθε πώς να μάχεται βρόμικα, άγρια, ως αληθινός αντιστασιακός του άστεως ενάντια στο φασισμό. “Ο εχθρός δεν είχε φύγει”, έλεγαν για τα χρόνια που πολεμούσαν σε Λονδίνο, Μάντσεστερ και Λίβερπουλ, τα αγόρια της Ομάδας 43, αποφασισμένα να παλέψουν με όσα μέσα είχαν τους νοσταλγούς του φασισμού που είχαν επιρροή στη Βρετανία ακόμη και αν ο Χίτλερ είχε ηττηθεί, αυτούς που απολάμβαναν την προστασία των αστυνομικών δυνάμεων αλλά κανείς δεν μιλούσε ποτέ για αυτό. Η Ομάδα 43 που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1946 στο Maccabi House, ένα εβραϊκό αθλητικό σωματείο στο Hampstead του βόρειου Λονδίνου, μετρούσε περισσότερους από 1.000 νέους αντάρτες των πόλεων και ο Sassoon ήταν ανάμεσα τους.“We Fight Fascists: The 43 Group and their Forgotten Battle for Post-war Britain”, για την ομάδα των ανταρτών που έγιναν αναχώματα στην άνοδο του φασισμού στη Βρετανία μετά το τέλος του πολέμου.“Είχαν δει πόσο βίαιος είναι ο φασισμός όταν του επιτρέπεται να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας. Έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, τις γειτονιές και την κοινότητα τους”. Μεταξύ των στόχων της Ομάδας ήταν οι κυριακάτικες βραδινές συγκεντρώσεις στην αγορά Ridley Road, στο ανατολικό Λονδίνο, όπου εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τον Oswald Mosley, τον τάχα μου έκπτωτο πρώην πολιτικό που ήθελε να αναβιώσει την προπολεμική Βρετανική Ένωση Φασιστών μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο φίλος του Sassoon και ουσιαστικά ο άνθρωπος που τον μύησε στην Ομάδα 43, ο Konopinski έγινε αντίφα αντάρτης σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι τότε είχε χάσει εννέα θείους και θείες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. “Βλέπαμε την αναβίωση του φασισμού στη Βρετανία, βλέπαμε ότι αυτό που νομίζαμε ότι είχαμε σκοτώσει στον πόλεμο υπήρχε ακόμη”, θα πει στον The Guardian αυτός ο νέος που αναδείχθηκε σε έναν από τους “κομάντος” της Ομάδας 43, διαθέσιμος όλο το εικοσιτετράωρο για να αναχαιτίσει συγκεντρώσεις και να πολεμήσει τους φασίστες στο Λονδίνο.
“Ήταν βίαιοι και ριζοσπαστικοί”, γράφει ο Daniel Sonabend, συγγραφέας του βιβλίουΙδιαίτερα το καλοκαίρι του 1947, οι συγκρούσεις ήταν βίαιες και τότε η Ομάδα 43 έδινε διπλή μάχη. Η μία ήταν στους δρόμους του Λονδίνου και των άλλων πόλεων που οι φασίστες προσπαθούσαν να αναβιώσουν το τέρας. Η άλλη ήταν στα αφηγήματα που τους ήθελαν να είναι Κόκκινοι, εργαλείο των κομμουνιστών. “Δεν συνδεόμαστε με καμία πολιτική οργάνωση και δεν παίρνουμε χρήματα από καμία πολιτική οργάνωση. Είμαστε το δικό μας θηρίο. Είμαστε αντιφασίστες και ο αντιφασισμός είναι για όλους. Δεν έχει σημασία ποιος είσαι ή σε τι πιστεύεις” φώναζαν προτού ξεχυθούν στους δρόμους πολεμώντας νεοναζί. “Αυτή η νέα στάση μαχητικότητας άρεσε σε πολλούς νέου Εβραίους, όπως ο τότε μαθητευόμενος κομμωτής Vidal Sassoon που ζούσε και εργαζόταν στην εργατική γειτονιά του East End του Λονδίνου”, διευκρινίζει στο αφιερωματικό για τη δράση της Ο43 miniseries podcast “Working Class History” ο Sonabend. “Σύμφωνα με τον ίδιο το όπλο της επιλογής του ήταν ένα ψαλίδι, το οποίο μπορούσε να έχει επάνω του χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσει το γιατί. Αλλά δεν γλύτωσε από τις συλλήψεις και τους ξυλοδαρμούς από την αστυνομία που αντί να προστατεύει τους αντιφασίστες τους πολεμούσε βρίζοντας τους από βαθιά φρικτές, αντισημιτικές ύβρεις”, λέει. “Συνήθιζα να πηγαίνω στο κομμωτήριο με κοψίματα στα χέρια μου από τους καβγάδες. Ήταν το τέλος του πολέμου -ο Sir Oswald Mosley ήταν αιχμάλωτος στο ίδιο του το σπίτι, αλλά οι υποστηρικτές του συνέχιζαν να παρελαύνουν. Ερχόμουν στο κομμωτήριο με τρομερές μελανιές στο μάγουλο και έλεγα στις πελάτισσες: ‘Κυρία μου, συγγνώμη για την εμφάνιση αλλά σκόνταψα σε μια φουρκέτα”, θα πει ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του.