Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πως υπάρχει ένα είδος διπλωματίας: η «κανονική» διπλωματία που γίνεται με πρεσβευτές ανα τον κόσμο, προξενεία και επαφές μεταξύ διπλωματικών αντιπροσώπων και κυβερνητικών αξιωματούχων.
Και όμως, ακριβώς μισόν αιώνα πίσω, οι ΗΠΑ έβαζαν στο γεωπολιτικό χάρτη κι ένα ακόμη είδος διπλωματίας: τη «τζαζ» διπλωματία, ενσαρκωμένη από τον μεγάλο μουσικό Duke Ellington, ο οποίος, για λογαριασμό του Στειτ Ντιπάρτμεντ, έκανε το 1963 μια περιοδεία στη Μέση Ανατολή και την ΝΑ Ασία.
Συνοδευόμενος από τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας στη περιοχή, πρέσβη Γουίλιαμ Μπρούερ, ο Ελινγκτον ξεκίνησε την State Department Tour, όπως ονομάστηκε χαρακτηριστικά, στις 6 Σεπτεμβρίου 1963 στη Συρία δίνοντας μια συναυλία στη πρωτεύουσα Δαμασκό. Κατόπιν η περιοδεία συνεχίστηκε με συναυλίες του «Δούκα» στην Ιορδανία, το Λίβανο, το Αφγανιστάν, την Ινδία, την Σρι Λάνκα, το Πακιστάν, το Ιράν και το Ιράκ.
Η περιοδεία του 65χρονου τζαζίστα, ο οποίος τότε βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του, έλαβε τέλος στην Τουρκία, στις 22 Νοεμβρίου, όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τη δολοφονία του αμερικανού προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι και η ομάδα των διπλωματών και μουσικών επέστρεψε εσπευσμένα στις ΗΠΑ.
O Φαϊζ Καϊρζάντα, ο διοργανωτής της συναυλίας του Ελινγκτον στην Καμπούλ, διηγήθηκε προ μερικών ετών στο βρετανικό δίκτυο BBC την εμπειρία του από τη συνάντηση του με τον σπουδαίο μουσικό.
«Ήταν εξαιρετικά συναρπαστικό να τον έχω φιλοξενούμενο στην Καμπούλ», λεει ο Καϊρζάντα, ο οποίος τότε ήταν ο νεαρός επικεφαλής της οργάνωσης πολιτιστικών δραστηριοτήτων του Αφγανιστάν καθώς κι ο άνθρωπος που ανέλαβε τη μεταφορά του «Δούκα» προς κι από το αεροδρόμιο της Καμπούλ μέχρι το στάδιο Γκάζι, όπου διεξήχθη η συναυλία.
Όπως θυμάται ο Καϊρζάντα, «μιλήσαμε για τζαζ, για τον [επίσης σπουδαίο τζαζίστα] Λουις Άρμστρονγκ κι όταν του εξέφρασα την επιθυμία μου να σκηνοθετήσω κάποια στιγμή μια κινηματογραφική ταινία, εκείνος μου απάντησε «κάνε εσύ την ταινία, κι εγώ θα σου γράψω τη μουσική γι’ αυτήν»».
Η είσοδος για τη συναυλία ήταν δωρεάν για το κοινό, το οποίο σε κάποιο σημείο της αποχώρησε… σύσσωμο από το στάδιο, εκπλήσσοντας τον Ελινγκτον, που αναρωτήθηκε τι συνέβη. Ο Καϊρζάντα του ειπε πως ήταν η ωρα για την απογευματινή προσευχή και πως σε λίγη ωρα και οι 5.000 θεατές θα επέστρεφαν στις θέσεις τους, πράγμα που όντως έγινε.
Ένα ακόμη από τα αξιομνημόνευτα της βραδιάς ήταν το γεγονός πως ο βασιλιάς Ζαχίρ και όλη η βασιλική οικογένεια έσπευσε κατόπιν να συγχαρεί και να σφίξει το χέρι του Ελινγκτον και των υπολοίπων μελών της μπάντας του.
«Θυμάμαι που μετά τη συναυλία τον πήγα βόλτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στα καφέ της Καμπούλ και έμεινε ενθουσιασμένος από την αφγανική μουσική», καταλήγει ο Καϊρζάντα.
Ποιος ήταν ο Duke Ellington
Ο Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy “Duke” Ellington, 29 Απριλίου 1899 – 24 Μαΐου 1974), γνωστός περισσότερο ως Ντιουκ Έλινγκτον, ήταν Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας της τζαζ μουσικής. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Έλινγκτον γεννήθηκε το 1899 στην Ουάσινγκτον, γιος του Τζέημς Έντουαρντ Έλινγκτον και της Ντέηζι Κένεντι Έλινγκτον. Ο πατέρας του εργαζόταν ως σερβιτόρος στον Λευκό Οίκο. Οι γονείς του, αν και δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί, είχαν κατάρτιση στο πιάνο και από την ηλικία των επτά ετών, άρχισε μαθήματα και ο ίδιος, παρά το γεγονός πως δεν πίστευε ότι διέθετε ιδιαίτερη κλίση.
Αργότερα, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών άρχισε να παρακολουθεί κρυφά συναυλίες, απέκτησε μεγαλύτερο σεβασμό στη μουσική και αντιμετώπισε τα μαθήματα πιάνου με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εγκατέλειψε το σχολείο τρεις μήνες πριν την αποφοίτησή του, το 1917, με στόχο να ακολουθήσει επαγγελματική σταδιοδρομία στη μουσική και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστας σε μαγαζιά της Ουάσινγκτον.
Στα τέλη του 1917, σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke’s Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει.
Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση.
Το καλοκαίρι του 1933, περιόδευσε με την ορχήστρα του, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Πραγματοποίησε συναυλίες, αρχικά στη Βρετανία και αργότερα στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η υποδοχή του στην Αγγλία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, λαμβάνοντας επίσης σημαντική κάλυψη από τον τύπο της εποχής. Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε να πραγματοποιεί ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Το 1935, πέθανε η μητέρα του ενώ δύο χρόνια αργότερα σημειώθηκε και ο θάνατος του πατέρα του.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες εκ των καλύτερων μουσικών συνθέσεών του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρ’ όλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το συγκρότημά του υπέστη αρκετές ανακατατάξεις, καθώς αρκετά μέλη του αποχώρησαν, γεγονός που επέδρασε τόσο στο ύφος του όσο και στη δημοτικότητά του, η οποία υποχώρησε. Η εμφάνιση του Έλινγκτον στο τζαζ φεστιβάλ του Νιούπορτ, στις 7 Ιουλίου του 1956, συνέβαλε καθοριστικά στην “αναγέννηση” του, ενώ το περιοδικό Time την αποκάλεσε ως “σημείο καμπής” της καριέρας του.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Έλινγκτον παρέμεινε μουσικά ενεργός. Το 1962, ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους καθώς και με τον Κόλμαν Χόκινς, με τους οποίους συμμετείχε σε ηχογραφήσεις. Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ.
Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.
Το 1969, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία από τις ανώτερες τιμές προς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη συνολική συνεισφορά του στη μουσική. Το 1973, τιμήθηκε επιπλέον με τη Λεγεώνα της Τιμής, από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του.
Πέθανε από καρκίνο, στις 24 Μαΐου του 1974.