«Berlin ist allein ich auch».
Δηλαδή, ελληνιστί, «Το Bερολίνο είναι μόνο του και εγώ το ίδιο».
Αυτό υπήρξε το μότο, το σύνθημα και, ταυτόχρονα, το modus vivendi και operandi του Θόδωρου Παπαδόπουλου και του «παιδιού» του, του μπαρ «Berlin», από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής του, το μακρινότατο 1979, μέχρι και σήμερα.
Πάνω από 43 χρόνια στην ίδια θέση, πάνω από 43 χρόνια στο ίδιο σημείο, πάνω από 43 χρόνια το «Βερολίνο» που ήρθε στην Θεσσαλονίκη διαμέσου της γερμανικής πόλης Μίνστερ, να θέτει τους δικούς του κανόνες στην «σαλούγκικη» νύχτα, να την ορίζει και ταυτόχρονα να την καθορίζει, βάζοντας τις δικές του νόρμες και συνισταμένες περί διασκέδασης και ξεδόματος σε μια πόλη που, φύσει και θέσει, διψούσε, διψάει και θα συνεχίσει να διψάει – περισσότερο ίσως και απ’ ότι η Αθήνα – για το «διαφορετικό» και το «εναλλακτικό».
Εξού και το προσωνύμιο «Το Μάντσεστερ της Ελλάδας» που κόλλησαν (ίσως δικαίως, ενδεχομένως και λίγο καθ’ υπερβολήν) κάποτε, από τις post punk αρχές έως τα stoneroses-ικά τέλη της δεκαετίας του ’80, στην Θεσσαλονίκη.
Το παρατσούκλι αυτό κόλλησε ΚΑΙ ελέω Θόδωρου Παπαδόπουλου, ο οποίος συνεχίζει και καθοδηγεί, ως Γιάννης Αγιάννης και επιθεωρητής Ιαβέρης ταυτόχρονα, ως μίστερ Τζέκιλ και δόκτωρ Χάιντ, ως μέρα και νύχτα παράλληλα και ως φωτεινός σηματοδότης και σκοτεινός φάρος, τα απολωλότα πρόβατα και τους πάσης φύσεως «Αθλίους» της θεσσαλονικιώτικης νύχτας μπρος και πίσω στο αδιαμφισβήτητο «μαντρί» τους: το «Berlin».
«Πώς είπαμε ότι λέγεται ξανά το μέσο που δουλεύεις;», με ρωτάει όταν τον παίρνω τηλέφωνο. «Ola Fuck είπες; Ε, ναι, τότε να την κάνουμε την συνέντευξη, ούτως ή άλλως, όλα fuck είμαι και εγώ», μού απαντάει αυτομάτως με άψογη αίσθηση γνήσιου και υγιούς αυτοσαρκασμού.
Ο Θόδωρος γεννήθηκε στην Πτολεμαϊδα και όσο ήταν μικρός πηγαινοερχόταν στο χωριό Ασβεστόπετρα, εκεί όπου ο παππούς του διατηρούσε ένα μκρό καφέ με ένα γραμμόφωνο στο εσωτερικό του. Ο μικρός Θόδωρος έμαθε από μικρός να ακούει τα λαϊκά τραγούδια της εποχής του, από Στέλιο Καζαντζίδη μέχρι Μίκη Θεοδωράκη.
Τα απογεύματά του τα περνούσε έξω ή μέσα σε ένα δισκάδικο της Πτολεμαϊδας που, ουσιαστικά, πουλούσε… ηλεκτρικές συσκευές και μετά, όταν ο Θόδωρος μετακόμισε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στη Σταυρούπολη, στο σπίτι της θείας του, κάπου εκεί στα μέσα προς τέλη των ’60s, εκεί καταλαβαίνει ότι το μικρόβιο του βινυλίου τον έχει κυριεύσει κανονικά. Κάθεται για ώρες μέσα στα δισκάδικα της εποχής, στο Ρopseven ας πούμε, και αγοράζει μανιωδώς τα πρώτα του βινύλια και δίσκους εισαγωγής.
«Η ιστορία με τα βινύλια είναι ένα μεγάλο κόλλημα που το είχα από μικρός. Θυμάμαι τον εαυτό μου, πιτσιρικά, να πηγαίνει στα δισκάδικα, να χαζεύει τα εξώφυλλα των δίσκων στις βιτρίνες και να ακούει τα τραγούδια χαζεύοντάς τα. Με τα πρώτα λεφτά που πήρα, αγόρασα κάτι μικρά 45άρια: το πρώτο που πήρα ήταν το «Cuore Matto» [σ.σ: τραγούδι του Little Tony από το 1967 που ακούστηκε για πρώτη φορά στο 17ο Sanremo Music Festival]. Eκείνο το μπάσο που είχε στην αρχή ακόμα το ακούω στα αυτιά μου. Μετά ψώνισα Troggs και Electric Prunes και από τότε άρχισε μια ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ και δεν θα τελειώσει και ποτέ, βασικά».
Αλήθεια λέει. Τι να πει, ψέματα; Κοντά 85.000 βινύλια διαθέτει ο Θόδωρος στο σπίτι του – είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πιο «ταγμένους» συλλέκτες δίσκων στην Ελλάδα.
Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο
Ο Θόδωρος φτάνει και «καβαλάει» τα 20 του χρόνια και από εκείνη την στιγμή «ξεχνάει πού ακριβώς θέλει να πάει». Το σίγουρο είναι ότι ανεβαίνει πάνω στο, κατά Τρύπες, «Magic Bus» των επιθυμιών του και εκεί αρχίζει ένα τεράστιο ταξίδι προσωπικής και πνευματικής αναζήτησης στην μισή Ευρώπη και την άλλη τόση υφήλιο.
Από την Βρετανία και το Λονδίνο πετάγεται μέχρι τη Σουηδία και τη Νορβηγία και από εκεί στην Ινδία και το Νεπάλ και από το Κατμαντού βρίσκεται ξαφνικά στο Άμστερνταμ και κατόπιν στην αγαπημένη του Γερμανία, αρχικά στην πόλη Μίνστερ, εκεί όπου με έναν συγγενή του προσπαθούν να στήσουν ένα μπαρ που να φέρνει γνωστά συγκροτήματα από την Ολλανδία, μια χώρα που τότε ήταν πολύ «στα πάνω της», μουσικά, με μπάντες όπως οι Focus και οι Golden Earring.
Και μετά το, γειτονικό στο Μίνστερ, Όσναμπρικ, βρίσκει ένα σπίτι στο Βερολίνο, στην, κατά Lou Reed, «άγρια πλευρά της πόλης» και συμπλέκεται με το γερμανικό γκέτο. Κάπου ενδιάμεσα βλέπει τους νεοϋορκέζους Suicide στο Ντίσελντορφ και τους Dead Kennedys και παθαίνει πλάκα.
Και, ξαφνικά, όλα αλλάζουν γι’ αυτόν. Ξαφνικά νιώθει ότι αρχίζει και βρίσκει, σιγά σιγά, το νόημα της ζωής του, το πού ακριβώς θέλει να πάει. Ήταν «καιρός να δει την δικιά του ζωή» και σ’ αυτό το ταξίδι που ξεκινούσε τότε, κάπου εκεί γύρω στο 1978-79, δεν ήταν διατεθειμένος να περιμένει απολύτως κανέναν.
«Το “Berlin” έγινε σε μια περίοδο της ζωής μου που ήμουν πολύ μπερδεμένος με διάφορα, όταν με είχαν διώξει από την Γερμανία – γιατί μην ξεχνάς ότι ήμουν με άδεια παραμονής εκεί – και δεν είχα κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, ούτε στόχο για να φτιάξω κάτι. Όταν ζούσα στην Γερμανία ήμουν πολύ “ψωνισμένος” με την rock φάση και ειδικά με το ανεξάρτητο rock που τότε ξεκινούσε. Πήγαινα σε ένα κλαμπ στο Όσναμπρικ – ουσιαστικά μιλάμε για μια φάρμα ονόματι Hyde Park έξω απο την πόλη που ήταν κάτι σαν κοινόβιο, όπου έπαιζαν διάφοροι μπλουζίστες και πολλά ανεξάρτητα γκρουπ της πανκ και του new wave», μου λέει και προσθέτει:
«Μετά πήγα στο Άμστερνταμ και είδα στα “ορθάδικα” μπαρ του όλα εκείνα τα γκρουπ που έπαιζαν, μερικά ήταν και γκέι μπαρ, γενικά μου άρεσε όλη αυτή η φάση. Από μουσική τότε εγώ προτιμούσα το νεοϋρκέζικο στιλ, π.χ. τους Velvet Underground, τον Lou Reed, την Patti Smith. Αυτή την κατάσταση απολάμβανα στο μυαλό μου και ήθελα να στήσω και να έχω όταν έκανα το “Berlin”», λέει ο ίδιος στο Olafaq.
Χρυσοστόμου Σμύρνης 10
Ο Θόδωρος επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και αφού κάνει τις γύρες του στα εγχώρια κοινόβια, τύπου Μάταλα και Βάι στην Κρήτη, μια μέρα, λίγο καιρό μετά από τον μεγάλο σεισμό του Ιουνίου του ’78, που ισοπέδωσε την μισή πόλη, το παίρνει απόφαση:να κάνει το δικό του μπαρ στην Θεσσαλονίκη.
Βρίσκει ένα μαγαζί που νοικιαζόταν στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης με νοίκι, τότε, 9.000 δραχμές. Δίνει το «καπάρο» και τρία νοίκια μπροστά, που λέμε, και τού δίνει το ένα και μοναδικό όνομα που τριγύριζε μέσα στο μυαλό του.
«Το όνομα “Berlin” το έβγαλα κατά το μισό από τον ομώνυμο δίσκο του Lou Reed και κατά το υπόλοιπο μισό επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα του Βερολίνου όπου έμεινα για τρεις μήνες ζώντας σε μια underground κατάσταση, ειδικά δε εκεί που έμενα, στο προάστιο του Κreuzberg όπου ζούσαν όλοι οι τύπου “παρακμιακοί” καλλιτέχνες», μου υπερτονίζει.
Στα τέλη του 1979 ανοίγει για πρώτη φορά την πόρτα του «Berlin» και από την παρθενική του ημέρα λειτουργίας, φέρνει την επανάσταση στην σαλονικιώτικη νύχτα.
«Το μαγαζί, ουσιαστικά, ήρθε και με βρήκε αυτό από μόνο του. Είμαι περήφανος γι’ αυτό, γιατί ήταν το πρώτο “ορθάδικο” της πόλης και γιατί ήμουν ο πρώτος που έβαλε πικάπ και dj, σε αντίθεση με τα άλλα μπαρ της εποχής που έπαιζαν με κασετόφωνο», μου επισημαίνει.
Οι θαμώνες, στην αρχή, δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν όλο αυτό το όρθιο κλίμα της διασκέδασης. Αλλά, σιγά σιγά κατάφεραν και αυτοί και εξοικειώθηκαν με τον βερολινέζικο και ολλανδικό «αέρα» του «Berlin».
Βοήθησε, φυσικά, σε αυτή την κατεύθυνση και η ρητή εντολή του ίδιου του Θόδωρου προς τους dj του: «θα παίζετε μόνο καινούργια πράγματα», δηλαδή πανκ, new wave, post punk και κατόπιν Nεο-Ρομαντικούς και goth. Όποιος έβαζε «παλαιακούρες» να ακουστούν στα ηχεία του μαγαζιού, έπιπτε… ράβδος προς γνώση και συμμόρφωση. Όσοι δεν συμμορφώνονταν, αναγκάζονταν να βλέπουν σε κάτι μεγάλες οθόνες τα βίντεο των Residents όπως το «Third Reich ‘n’ Roll» (μια από τις επίσης αγαπημένες μπάντες του Θόδωρου) που έπαιζαν την ώρα του προγράμματος του dj.
Στο «Berlin» συρρέουν όλες οι «φυλές της νύχτας», από κυριλέ ΔΑΠίτισσες μέχρι αναρχικούς, από μεταμελημένους «Ρηγάδες» μέχρι πρεζάκια, από τον closeted gay πληθυσμό της πόλης μέχρι τις πρώτες τρανς που έκαναν την εμφάνισή τους στην πόλη.
Όλοι τους στέκονται απέναντι από τον dj, όρθιοι, κοιτώντας την θρυλική αφίσα του Τζέιμς Ντιν και χορεύοντας. Αρχικά ήρεμα, μετά λιγότερο ήρεμα. Και στο τέλος αγριεμένα, μανιασμένα, κατά τα ειωθότα μιας εκ των αγαπημένων μπαντών του Θόδωρου, των Cramps.
Στο κέντρο της πίστας του μαγαζιού κάθε βράδυ «έπεφταν κορμιά».
«Κάποια εποχή ο Γιάννης ο Αγγελάκας ήταν μπάρμαν και μετά dj, ενώ στο μαγαζί δούλεψαν κατά καιρούς και μερικοί από τους ηθοποιούς που έπαιζαν σε ταινίες του Νίκου Νικολαϊδη, όπως την “Γλυκιά Συμμορία” ή το “Ο χαμένος τα παίρνει όλα”», λέει ο Θόδωρος και κατόπιν θυμάται όλα εκείνα τα σκηνικά που έκαναν το «Berlin» αυτό που είναι, με μια φήμη που προηγούταν του ονόματός του, που λένε και οι Αγγλοσάξονες, και που ήταν το στέκι όλων των ξένων συγκροτημάτων που επισκέπτονταν την Θεσσαλονίκη για συναυλίες και live, από τους Savage Republic μέχρι τους Ramones.
«Έρχονταν όλα τα ξένα γκρουπ που έπαιζαν στην Θεσσαλονίκη στο μαγαζί και παρτάραμε όλοι μαζί. Ένα βράδυ, να ήταν 1985 ή 1986, κάναμε ένα πάρτυ προς τιμήν των Cramps με μια τούρτα με το όνομά τους -ήταν και αυτοί εκεί, φυσικά. Οι Echo and the Bunnymen ήταν αυτοί που έκαναν τις πολύ μεγάλες φασαρίες στο μαγαζί και εκείνο το βράδυ έπεσε πολύ ξύλο, ήρθε η αστυνομία και μάζευε κόσμο και το επόμενο βράδυ ήρθε πάλι ο Ian McCulloch και έκανε τα ίδια και χειρότερα, ενώ οι Γερμανοί Einstürzende Neubauten έγιναν λιώμα από το αλκοόλ και πετούσαν τα σκαμπό στον αέρα», λέει στο Olafaq.
Η νύχτα πλέον έχει αγριέψει για τα καλά και το νέο μαγαζί απειλεί την «καθεστηκύια τάξη».
«Με το “Berlin” όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ζήσει πολλές καταστάσεις με συνεχόμενα up και down και έχουμε φάει πολύ κυνήγι από την αστυνομία -εγώ έχω πάει αμέτρητες φορές στο αυτόφωρο. Μια εποχή, οι κλούβες της ΕΛ.ΑΣ. περίμεναν έξω από το μαγαζί και από μια ώρα και μετά “φόρτωναν” κόσμο, δηλαδή ήμασταν κυριολεκτικά “μια ωραία ατμόσφαιρα”», μου συνοψίζει, ενθυμούμενος τις διαβόητες «Επιχειρήσεις Αρετή», την εποχή του ΠΑΣΟΚ και τα χρόνια επί υπουργίας Στέλιου Παπαθεμελή προκειμένου να (συγ)κρατηθεί πάση θυσία το πολυπόθητο «κυρ-παντελέικο» ωράριο λειτουργίας.
Πράγμα το οποίο ουδέποτε συνέβη: αντιθέτως, το «Berlin» από τις 2-3 τα ξημερώματα, σταδιακά αρχίζει να κλείνει στις έξι, μετά στις επτά το πρωί, ενώ έρχεται και η εποχή που ειδικά τα Σάββατα και τις Κυριακές η μουσική έκλεινε στις 11 το πρωί και τις Πρωτοχρονιές στις 2 ή 3 το επόμενο μεσημέρι!
Ήταν τέτοια πλέον η φήμη του ως «αφτεράδικου» που ο Θόδωρος θυμάται μέχρι σήμερα να μπαίνουν στο μπαρ άνθρωποι στις 6 και τις 7 τα ξημερώματα.
Όταν αποχώρησαν απηυδησμένοι οι Tindersticks
Η προσφορά του μαγαζιού και του ίδιου του Θόδωρου στην σαλονικιώτικη νύχτα είναι εκπεφρασμένη παντοιοτρόπως όλα αυτά τα χρόνια. Το «Berlin» έδινε χώρο και βάθρο προκειμένου πολλές εγχώριες μπάντες να κάνουν εκεί μέσα ένα από τα πρώτα τους live.
Last Drive, Yell-O-Yell, Villa 21, Τρύπες, South of No North, Mushrooms, Εκτός Ελέγχου, όλα αυτά τα σημαντικά ελληνικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80 και του ’90 έριξαν κάποια στιγμή τον ιδρώτα τους πάνω στην κεντρική πίστα του μαγαζιού.
Λίγο νωρίτερα, οι οπαδοί των Βauhaus στήνουν μέσα στο «Berlin» τα πρώτα «θεματικά» gothic πάρτι τους και επί 8-9 ώρες όλοι κυκλοφορούν με μαύρη μάσκαρα στα μάτια και καίγοντας… λιβάνι.
Όχι ότι το μπαρ άρεσε σε όλους όσοι το επισκέφτηκαν: «Οι μόνοι που δεν γούσταραν ήταν οι Tintersticks, οι οποίοι μετά από λίγη ώρα έφυγαν από το μπαρ γιατί παίζαμε πολύ δυνατά την μουσική από τα ηχεία μας», παραδέχεται ο Θόδωρος, που πλέον σήμερα δηλώνει ότι περνάει περισσότερο χρόνο με τα βινύλιά του παρά με οτιδήποτε άλλο.
«Οι συλλογές μου σε βινύλια είναι όντως πολύ μεγάλες, έχω συλλογές από τζαζ, δίσκους χειροποίητους, ζωγραφιστούς του Sun Ra, τον οποίο έχω παρακολουθήσει σε πολλές συναυλίες του, ειδικά στην Ιταλία, από την Σικελία μέχρι το Πράτο. Η συλλογή μου με τους δίσκους μου αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητάς μου: ακούω μουσική και “ταξιδεύω”», τονίζει με νόημα ο ίδιος, καταλήγοντας ότι «προκειμένου να ακούσω όλα αυτά που έχω μαζέψει, θα χρειαστώ άλλα τόσα χρόνια ζωής».
Την ίδια στιγμή, το «Berlin» συνεχίζει να χτίζει, εξίσου δυνατά, μέρα με την ημέρα, βράδυ με το βράδυ, τον μύθο του. Να ανοίγει γύρω στα μεσάνυχτα και να λειτουργεί ως το ξυπνητήρι διασκέδασης (για πολλούς) αλλά και αφύπνισης (για άλλους, ξενύχτηδες ή μη).
Γιατί, όντως, το «Bερολίνο» είναι μόνο του. Και ο Θόδωρος Παπαδόπουλος το ίδιο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος περάσει, έστω για μια φορά, τις πόρτες του, θα νιώσει σαν να παίζει στο «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι ή στο βιντεοκλίπ του «Strange Days» των Doors.
Γιατί αν ζούσε ο Τζιμ Μόρισον και είχε περάσει μια νύχτα μέσα στο «Berlin», το επόμενο πρωί θα αναφωνούσε: «As we run from the day / To a strange night of stone».
*Berlin, Χρυσοστόμου Σμύρνης 10, Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2310221223.