Ο Γιώργος Σεφέρης και η Μαρίκα Ζάννου-Λιόντου, Μαρώ όπως συνήθιζε να τη φωνάζει, γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του 1935 στο Σούνιο. Το ίδιο καλοκαίρι συναντιούνται ξανά στην Αίγινα. Η σχέση τους υπήρξε θυελλώδης. Δοκιμάζονται αλλά ούτε στιγμή δεν αντέχει ο ένας μακριά από τον άλλον. Η Ζάννου εκείνη την περίοδο συναναστρεφόταν με τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Στρατή Μυριβήλη. Όταν γνώρισε το Σεφέρη ήταν παντρεμένη με τον ναύαρχο Ανδρέα Λιόντο και είχε δύο κόρες. Ο Γιώργος Σεφέρης υπηρετούσε στη διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Μόλις, μαθεύτηκε ο παράνομος δεσμός τους όλος ο φιλολογικός κόσμος της εποχής αντέδρασε. Εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να της δώσει διαζύγιο εκείνη πέφτει σε κατάθλιψη. Φεύγοντας ο Σεφέρης από την Ελλάδα, λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Μαρώ τον παντρεύτηκε και τον ακολούθησε αφήνοντας προσωρινά τα παιδιά της στην φίλη της Πηνελόπη Δέλτα.
Γράφει ο ποιητής στις 29 Σεπτεμβρίου 1940: «… Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό μου, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα…».
Παρακάτω θα διαβάσετε αποσπάσματα από τις ερωτικές επιστολές που έστελνε στην αγαπημένη του Μαρώ!
… Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…
… Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Αυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει …
… Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω…
… Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου. Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα…
… Κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως, αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο…
… Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ότι έχεις κι ότι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δε γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς, να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει…
… Όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρει τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…
… μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…