Ο Τζόρτζιο Αρμάνι, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, υπήρξε ο πρώτος σχεδιαστής μετά την Κοκό Σανέλ που έφερε μια διαρκή αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι ντύνονται. Γεννημένος σε μια προπολεμική εποχή άκαμπτων παραδόσεων και στυλ, οι δημιουργίες του ακολούθησαν –και βοήθησαν να καταστεί δυνατή– τη σταδιακή κοινωνική ρευστότητα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Κυρίως, θα μείνει στη μνήμη για την επανεφεύρεση του κοστουμιού – κάνοντας το πιο “θηλυκό” για τους άνδρες και εκλαϊκεύοντάς το για τις γυναίκες.

Ο Αρμάνι κατάργησε τους περιορισμούς και τα δεσμά των άκαμπτων στυλ που προηγήθηκαν – κάνοντας τους άνδρες να νιώθουν εκλεπτυσμένοι και τις γυναίκες δυναμωμένες στον χώρο εργασίας. Ο Τύπος τον αποκάλεσε «πρώτο μεταμοντέρνο σχεδιαστή». Με πολλούς τρόπους, υπήρξε επαναστάτης.

Ο Τζόρτζιο Αρμάνι γεννήθηκε στην Πιατσέντσα, στη βόρεια Ιταλία, στις 11 Ιουλίου 1934. Η άνετη μεσοαστική ζωή της οικογένειάς του καταστράφηκε από τον πόλεμο και, με την έλλειψη τροφής, η πρώτη του ανάμνηση ήταν η πείνα. Έπαιζε με αδέσποτα βλήματα στους δρόμους, ώσπου ένα εξερράγη. Τραυματίστηκε σοβαρά και ένας στενός του φίλος σκοτώθηκε. «Ο πόλεμος», είπε αργότερα, «μου έμαθε πως δεν είναι όλα λαμπερά».

Το 1956 ξεκίνησε σπουδές Ιατρικής, αλλά εγκατέλειψε έπειτα από τρία χρόνια και κατατάχθηκε στον στρατό. Γρήγορα κουράστηκε από τη στρατιωτική ζωή και βρήκε δουλειά ως διακοσμητής βιτρινών στο πολυκατάστημα La Rinascente στο Μιλάνο – όπου ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία. Οι περισσότεροι σχεδιαστές μαθαίνουν την τέχνη τους ως μαθητευόμενοι ή σε σχολές μόδας – αλλά η εκπαίδευση του Αρμάνι έγινε στο πάτωμα του καταστήματος. Έμαθε ποια υφάσματα προτιμούσαν οι πελάτες και πήγαινε ο ίδιος στα υφαντουργεία για να τα αγοράσει. Έγινε ειδικός στη δομή του υφάσματος και αξιοποίησε τις γνώσεις του για να τελειοποιήσει την κοπή.

Σύντομα δούλευε για τον Νίνο Τσερούτι – έναν επιδραστικό δημιουργό υψηλής ραπτικής. Μέσα σε λίγους μήνες, ο Τσερούτι τού ζήτησε να αναδιαρθρώσει την προσέγγιση της εταιρείας.
Η μεσαία τάξη της δεκαετίας του 1960 δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά την υψηλή ραπτική, αλλά διψούσε για ένα κομψό, ξεχωριστό στυλ.
Με την τεχνογνωσία του στα υφάσματα, ο Αρμάνι έδωσε τη λύση. Τα εκλεκτά του υλικά κατέστησαν δυνατή μια σειρά ανδρικών ενδυμάτων με καθαρές, ακριβείς γραμμές που μπορούσαν να παραχθούν σε μεγάλη κλίμακα. Το διακριτικό ιταλικό του ύφος άρχισε να επηρεάζει τον τρόπο που ντύνονταν οι καλοντυμένοι.

Το 1966 γνώρισε τον Σέρτζιο Γκαλεότι, έναν νεαρό μαθητευόμενο αρχιτέκτονα. Ο Γκαλεότι εγκατέλειψε σύντομα τη δική του καριέρα και άρχισε να δουλεύει στο πλευρό του συντρόφου του.
Με τεράστια πίστη στην ικανότητα του Τζόρτζιο, τον ενθάρρυνε να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία. Ο Γκαλεότι ανέλαβε την επιχειρηματική πλευρά – και πούλησε το αυτοκίνητό του, ένα Volkswagen, για να συγκεντρώσει το αρχικό κεφάλαιο. Ξεκίνησαν σε μικρή κλίμακα – το πρώτο τους γραφείο ήταν τόσο σκοτεινό που ο Αρμάνι έβγαλε τα καπέλα από τις λάμπες για να μπορεί να βλέπει τα υφάσματα. Αλλά η δουλειά τους ήταν τίποτα λιγότερο από επανάσταση στη μόδα. Αυτό αντανακλούσε μια αλλαγή στον τρόπο που οι άνδρες έβλεπαν τον εαυτό τους τη δεκαετία του 1960, αλλαγή που ωστόσο δεν είχε ακόμη αποτυπωθεί στη μόδα.

Και με ολοένα περισσότερες γυναίκες να μπαίνουν στον χώρο εργασίας, ο Αρμάνι διέκρινε μια ευκαιρία. «Κατάλαβα ότι χρειάζονταν έναν τρόπο να ντύνονται αντίστοιχο με αυτόν των ανδρών», είπε. «Κάτι που θα τους έδινε αξιοπρέπεια στην επαγγελματική τους ζωή». Με τα κομψά, καλοραμμένα “power suits” του Αρμάνι, οι γυναίκες απέκτησαν μια εναλλακτική απέναντι στα άκαμπτα και αποπνικτικά φορέματα που φορούσαν οι μητέρες τους στη δουλειά. Εξέπεμπαν θηλυκότητα, αλλά ταυτόχρονα δήλωναν με δύναμη την ισότητα.

Το 1978, η εταιρεία υπέγραψε συμφωνία με την εταιρεία ενδυμάτων GFT – γεγονός που της έδωσε τη δυνατότητα να παράγει πολυτελή prêt-à-porter σε μεγάλη κλίμακα. Την ίδια στιγμή, ο Αρμάνι πέτυχε ένα τεράστιο διαφημιστικό «χτύπημα». Κέρδισε το συμβόλαιο να ντύσει τον Ρίτσαρντ Γκιρ στην ταινία American Gigolo. Σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας του 1980, η γοητευτική φιγούρα του Γκιρ εμφανίζεται από την κορυφή ως τα νύχια με δημιουργίες Armani. Ήταν το όραμα του Αρμάνι μέσα από τη δύναμη του Χόλιγουντ – και μια διαφήμιση που κανένα ποσό δεν θα μπορούσε να αγοράσει.

Στη συνέχεια έντυσε αστέρες στο κόκκινο χαλί της βραδιάς των Όσκαρ και σχεδίασε κοστούμια για δεκάδες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές: χαρακτηριστικά για τους Αδιάφθαρτους και τη σειρά εγκλήματος των ’80s Miami Vice. Μέσα σε μια δεκαετία είχε γίνει ο Ευρωπαίος σχεδιαστής με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα, το Μιλάνο αναδείχθηκε σε σοβαρή εμπορική και δημιουργική δύναμη στον παγκόσμιο χώρο της μόδας – δεύτερη μόνο μετά το Παρίσι. Επέκτεινε το εμπορικό του σήμα. Λάνσαρε τόσο τα Armani Jeans όσο και τα Emporio Armani – και μια συμφωνία με τη L’Oreal πρόσθεσε αρώματα στη συλλογή του.

Στη συνέχεια παρουσίασε γυαλιά, αθλητικά ρούχα, καλλυντικά και αξεσουάρ. Πλέον, υπήρχε ένας ολόκληρος τρόπος ζωής – κάτω από μία ετικέτα – στον οποίο μπορούσαν να φιλοδοξούν να ενταχθούν οι καλοντυμένοι. Το περιοδικό GQ το περιέγραψε ως το «ολικό στυλ».

Το 2000, το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη φιλοξένησε μια έκθεση με το έργο του. Η έκθεση αναγνώριζε την ισχυρή επιρροή του Αρμάνι στην κοινωνική αλλαγή του προηγούμενου αιώνα – και διακήρυττε με τόλμη ότι «ο σχεδιασμός μπορεί να είναι τέχνη». Σταμάτησε να χρησιμοποιεί μοντέλα με χαμηλό δείκτη μάζας σώματος όταν ένα από αυτά –η Άνα Καρολίνα Ρέστον– πέθανε από νευρική ανορεξία.

Ο σχεδιασμός ξενοδοχείων προστέθηκε στο χαρτοφυλάκιό του με το άνοιγμα του Burj Khalifa στο Ντουμπάι το 2010. Ο ίδιος ο Αρμάνι σχεδίασε τα εσωτερικά. Μεγάλος φίλος του αθλητισμού, σχεδίασε κοστούμια για την Τσέλσι και την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αγγλίας – ενώ επιμελήθηκε και τις στολές της ιταλικής ολυμπιακής ομάδας το 2012.

Είχε μια πολύ δημόσια ρήξη με την αρχισυντάκτρια της αμερικανικής Vogue, Άννα Γουίντουρ, όταν εκείνη δεν παρευρέθηκε στην παρουσίαση της νέας του συλλογής το 2014. Η ίδια επικαλέστηκε «σύγκρουση στο πρόγραμμά της», αλλά φημολογούνταν ότι είχε σχολιάσει: «Η εποχή του Αρμάνι τελείωσε».

Κι όμως, η «εποχή του Αρμάνι» δεν τελείωσε ποτέ πραγματικά. Έμεινε χαραγμένη όχι μόνο στις πασαρέλες, αλλά στον τρόπο που οι άνθρωποι έμαθαν να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τα ρούχα τους. Από τα κοστούμια που απάλυνε για τους άνδρες μέχρι τα «power suits» που χάρισαν αξιοπρέπεια και δύναμη στις γυναίκες, ο Αρμάνι διαμόρφωσε μια νέα γλώσσα κομψότητας: λιτή, ακριβής, διαχρονική.

Το όνομά του έγινε συνώνυμο μιας ολόκληρης αισθητικής, μιας αντίληψης για τη ζωή όπου η μόδα δεν ήταν επιτήδευση αλλά στάση, μια σιωπηλή δήλωση ελευθερίας και ισότητας. Όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, άφησε πίσω του κάτι παραπάνω από ρούχα∙ άφησε μια κληρονομιά που συνεχίζει να ντύνει τις επιθυμίες μας.

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.