Η ζωή και το έργο του Ντίλαν Τόμας είναι γεμάτα από αντιφάσεις και μύθους που συνεχίζουν να τον περιβάλλουν, δημιουργώντας μια μυθολογία που αναδεικνύει την πολύπλοκη φύση του ως καλλιτέχνη και ανθρώπου. Ο παιδικός του φίλος, αναφερόμενος στον θάνατό του, είχε πει ότι ο Τόμας “πέθανε τη στιγμή που γεννήθηκε”, μια φράση που μπορεί να φαίνεται υπερβολική, αλλά αποτυπώνει την αίσθηση της προδιαγεγραμμένης μοίρας που τον ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ίσως αυτή η δήλωση να είναι απλώς ένα ακόμη κομμάτι της υπερβολικής μυθολογίας που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον ποιητή, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους πιο φρενήρεις και εμβληματικούς εκπροσώπους της αγγλόφωνης ποίησης, μετά τον Βύρωνα.

Ο Τόμας, με την μικροκαμωμένη σιλουέτα του, τα σγουρά μαλλιά και τα γουρλωτά μάτια, όπως τον έχει αποθανατίσει ο μποέμ ζωγράφος Ογκάστους Τζον, ήταν μια αινιγματική φιγούρα. Η εικόνα του με το στενό τουΐντ σακάκι και μια μπίρα στο χέρι αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της εποχής του, ενώ οι ανεκδοτολογικές ιστορίες για τις νευρικές κρίσεις του και τις καταστροφές που προκαλούσε σε κοινωνικές εκδηλώσεις προσθέτουν μια διάσταση τρέλας στη δημόσια αντίληψη για εκείνον. Η φήμη του ως καλλιτέχνη που έκοβε τις γραβάτες των φίλων του ή που προκαλούσε χάος στα δείπνα προς τιμήν του είναι ενδεικτική μιας προσωπικότητας που βρισκόταν συνεχώς σε σύγκρουση με τον κόσμο γύρω της.

Η ζωή του Τόμας δεν ήταν μόνο μια σειρά από εξωφρενικές συμπεριφορές. Ήταν επίσης ένας άνθρωπος που βίωνε την εσωτερική πάλη ανάμεσα στη δημιουργικότητα και την αυτοκαταστροφή. Η ικανότητά του να συνδυάζει τη λυρική ποίηση με τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης αντικατοπτρίζει την ρομαντική του φύση, καθώς η σκέψη του θανάτου τον διακατείχε σχεδόν σαν μια μορφή λύτρωσης από τη φθορά και την παρακμή. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην επιθυμία για ζωή και την έλξη προς τον θάνατο είναι κεντρική στο έργο του και αναδεικνύει την ανθρώπινη κατάσταση με έναν μοναδικό τρόπο.

Ο Ντίλαν Τόμας υπήρξε μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, η οποία, μέσα από τις αντιφάσεις της, συνεχίζει να εμπνέει και να προκαλεί σκέψεις σχετικά με τη φύση της τέχνης, της ζωής και της θνητότητας. Η κληρονομιά του δεν περιορίζεται μόνο στην ποίηση αλλά επεκτείνεται σε μια βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπινων συναισθημάτων και των κοινωνικών σχέσεων, καθιστώντας τον ένα από τους πιο σημαντικούς ποιητές του 20ού αιώνα.

Σε όλη τη διάρκεια της συντετμημένης από τις καταχρήσεις ζωής του (1914-1953) ο Ντίλαν Μαρλέ Τόμας, γιος ενός δασκάλου της αγγλικής, από το Σουόνζι της νοτιοδυτικής Ουαλίας, δεν έπαψε να κόβει βόλτες στο λυτρωτικό πράσινο της παιδικής του ηλικίας. Τότε που άκουσε τα πρώτα του νανουρίσματα, αυτά που τον ενέπνευσαν ήδη από τα εννέα του χρόνια να γίνει ποιητής.

«Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν παιδικά τραγουδάκια… Το τι σήμαιναν οι λέξεις, η θέση τους και ο συμβολισμός τους ήταν δευτερεύουσας σημασίας για μένα, αυτό που μετρούσε ήταν απλώς ο ήχος τους καθώς τις άκουγα για πρώτη φορά από τα χείλη των απόμακρων και εντελώς ακατάληπτων ενηλίκων που για κάποιον λόγο υπήρχαν στον κόσμο μου. Και αυτές οι λέξεις ήταν για μένα όπως είναι ο ήχος της καμπάνας, τα μουσικά όργανα, ο άνεμος, η βροχή, το κροτάλισμα από τα κάρα που έφερναν το γάλα, ο θόρυβος από τα πέταλα των αλόγων στο πλακόστρωτο, το χάιδεμα των φύλλων στο παντζούρι για έναν εκ γενετής κωφό που ως εκ θαύματος βρήκε την ακοή του».

Την αθωότητα αυτής της ηλικίας, χαμένης για πάντα μέσα στον χρόνο και συνυφασμένης με τη φύση της Ουαλίας, θα αναπολήσει και θα εξυμνήσει σε αυτοβιογραφικά ποιήματά του, όπως το “Φερν Χιλ” και το “Ποίημα για τον Οκτώβρη”.

Στην πραγματική του ζωή την αθωότητα αυτή την αναζητούσε μέσα σε γαλόνια ουίσκι. Η σχέση του με το αλκοόλ ήταν ασφυκτική και ισόβια, ίσως ο μοναδικός απτός τρόπος, όπως τουλάχιστον εξομολογήθηκε ο ίδιος τύφλα ένα βράδυ σε έναν φίλο και συμπότη, που είχε ποτέ στη διάθεσή του προκειμένου να συμφιλιώσει το εξωτερικό χάος με την εσώτερη τάξη.

Περνούσε τις ημέρες του μέσα σε ανήλιαγες παμπ, κατεβάζοντας αχόρταγα το ουίσκι και τη λυσίπονη λάγκερ, αφήνοντας το συκώτι του να ρουφήξει αχόρταγα, να λιώσει σιγά σιγά μαζί με όλα εκείνα που δεν τον άφηναν να ζήσει ελεύθερος. Σύμφωνα με τη σύζυγό του Κέιτλιν ΜακΝαμάρα (την οποία, σημειωτέων, γνώρισε την άνοιξη του 1936 μέσα στη λονδρέζικη παμπ The Wheatsheaf και της δήλωσε μέσα σε λίγες ώρες ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του και ότι αργά ή γρήγορα θα την παντρευόταν), στην πραγματικότητα αυτό που τον διέγειρε ήταν ο κόσμος του πότη – όχι το ίδιο το αλκοόλ. Εκείνες τις ώρες της μέθης μπορούσε να δραπετεύσει από την «ιδιοφυία» του, να καταδυθεί με το πάσο του στη χυδαιολογία, να ρευτεί δυνατά, να πει σεξιστικά αστεία, να αρχίσει να ξερνάει εδώ και εκεί σαν ένας τυχαίος αλητήριος, να οικοδομεί γουλιά γουλιά το προφίλ του αυτοκαταστροφικού ποιητή που προκαλεί χαιρέκακα το δέος και τον οίκτο. Του άρεσε τόσο να απαγγέλλει ποιήματά του με τα μάτια πρησμένα και το βλέμμα θολό, αφήνοντας τους παρευρισκόμενους να τρέμουν για την επικείμενη κατάρρευσή του… Την πρακτική αυτή εφάρμοσε κατά κόρον σε όλη τη διάρκεια των περιοδειών του στην Αμερική – μάλιστα σε μια πρόβα τού “Κάτω από το Γαλατόδασος” (του γνωστού του «έργου για φωνές») στη Νέα Υόρκη, του ήταν εντελώς αδύνατο να σταθεί όρθιος από τους εμετούς. Το οινόπνευμα είχε γίνει το αγαπημένο του άλλοθι, αυτό που, σύμφωνα με τη σύζυγό του, θα χρησιμοποιούσε για να επισπεύσει τον θάνατό του. Δεν παρέλειψε βέβαια χαριτολογώντας να αφήσει πίσω του τον δικό του ορισμό του αλκοολικού: «Κάποιος που δεν συμπαθείς και πίνει όσο και εσύ».

Για όσους τον γνώριζαν ολόκληρη η ζωή του Τόμας ήταν ένα γκροτέσκο πείραμα του ως πού μπορούσε να φτάσει προκαλώντας την ανοχή των άλλων.

Ο Τρούμαν Κάποτε τον περιέγραψε ως «ένα υπερ-ανεπτυγμένο μωρό που κατέστρεφε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό».

Ο βιογράφος του Πολ Φέρις παραθέτει ένα λίαν ενδεικτικό περιστατικό. Ο Τόμας καλείται για δείπνο στο σπίτι ενός ψυχιάτρου, τον οποίο δεν γνωρίζει προσωπικώς- η πρόσκληση έχει γίνει από έναν κοινό φίλο. Φτάνοντας στο σπίτι ζητά από την οικοδέσποινα να του επιτρέψει να φρεσκαριστεί λίγο και εκείνη τον οδηγεί στον επάνω όροφο. Όταν λίγα λεπτά αργότερα κατεβαίνει καμαρωτός τις σκάλες, φορά το κοστούμι, τη γραβάτα, τις κάλτσες και τα παπούτσια του οικοδεσπότη. Οι προσκεκλημένοι παίρνουν άφωνοι τη θέση τους στο τραπέζι, ενώ ο ψυχίατρος κόβει με τρεμάμενα τα χέρια το ζουμερό ροσμπίφ. Κανείς δεν κάνει το παραμικρό σχόλιο.

Ενδεικτικό και το πλήγμα που κατάφερε στον φίλο του ποιητή Βέρνον Γουότκινς όταν απλώς… παρέλειψε να παρευρεθεί ως κουμπάρος στον γάμο του, στο Λονδίνο, στις 2 Οκτωβρίου του 1944.

Έναν μήνα αργότερα ο Βέρνον έλαβε ένα φάκελο με δύο δεόντως απολογητικά γράμματα. Στο δεύτερο ο Τόμας ζητούσε συγγνώμη που δεν κατάφερε να στείλει εγκαίρως το πρώτο. Στο πρώτο, που είχε τον τίτλο «Για τη μη εμφάνισή μου ως κουμπάρος στον γάμο του καλύτερου μου φίλου» και το οποίο, σύμφωνα με την εν εξάλλω καταστάσει σύζυγο τού Βέρνον, ήταν επί τούτου τσαλακωμένο και κιτρινισμένο για να δείχνει πολυκαιρισμένο, διατεινόταν οτι έχασε το τρένο και πάνω στον πανικό του ξέχασε το όνομα της εκκλησίας. Ο Βέρνον έσφιξε τις γροθιές του και είπε: «Για μένα ο Ντίλαν τελείωσε». Λίγες ημέρες αργότερα του είχε ήδη δώσει άφεση αμαρτιών.

Οι ερωμένες του αγάπησαν τη μοναξιά και την απελπισία του. Στην τελευταία εξ’ αυτών είπε λίγες ημέρες προτού πεθάνει: «Σ ’αγαπώ αλλά είμαι μόνος».

Ιδιαίτερα εκτενής η ανεκδοτολογία από τα χρόνια του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί που καλλιέργησε τεχνηέντως το προφίλ του αδηφάγου ερωτύλου, κάτι βέβαια που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη σταθερότητα του (πολυτάραχου βεβαίως) γάμου του με την εκπάγλου καλλονής ΜακΝαμάρα, που διήρκεσε ως τον θάνατό του. Γνώριζε άλλωστε οτι αυτός ήταν ένας σίγουρος τρόπος να τροφοδοτεί τη μυθολογία του στα μπλοκ σημειώσεων των δημοσιογράφων. Διόλου τυχαίο οτι λίγο προτού μπει στο υπερωκεάνιο δήλωσε απερίφραστα οτι ο λόγος που επισκέπτεται την Αμερική είναι για να εντοπίσει γυμνές γυναίκες κάτω από βρεγμένα αδιάβροχα.

Αναζητούσε την αθωότητα μέσα σε γαλόνια ουίσκι. Η σχέση του Τόμας με το αλκοόλ ήταν ασφυκτική και ισόβια.

Φτάνοντας εκεί πήρε ένα μαρτίνι και αποτόλμησε ένα γερό μακροβούτι σε αυτή την παράδοξη κουλτούρα με τους «φαλλικούς πύργους» (όπως περιέγραφε τους ουρανοξύστες). Η ηθοποιός Σέλεϊ Γουίντερς δεν θα ξεχάσει ποτέ τη συνάντησή της με τον αλλοπρόσαλλο Ουαλό στη διάρκεια ενός δείπνου με διανοούμενους, καλλιτέχνες και απλούς κοσμικούς. Στην ερώτησή της γιατί είχε έρθει στο Χόλυγουντ, η απάντηση τού ήδη σκνίπα στο μεθύσι Τόμας ήταν: «Για να πιάσω τα βυζάκια μιας όμορφης ξανθής στάρλετ και για να γνωρίσω τον Τσάρλι Τσάπλιν». Καθ’ ότι λίγα λεπτά αργότερα η ίδια η Γουίντερς είχε κάνει την πρώτη του ευχή πραγματικότητα, αναφώνησε ικανοποιημένος: «Δεν νομίζω ότι είναι τελικά απαραίτητο να γνωρίσω τον Τσάπλιν». Κάμποσα μπουκάλια μπίρας αργότερα, είχε «σκοντάψει» με το αυτοκίνητο πάνω στο γήπεδο του τένις που διατηρούσε στην έπαυλή του ο βρετανός κωμικός.

Πέθανε στις  9 Νοεμβρίου 1953 την ώρα που τον έπλενε μια νοσοκόμα, νωρίς όπως το επεδίωκε, σε ηλικία 39 ετών. Ένας γνήσιος βυρωνικός θάνατος στο νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο «Τσέλσι», προϊόν της κατάχρησης και της αυτοκαταστροφής, αλλά και αυτής της ενορατικής σύλληψης που πρόλαβε αν μη η άλλο να ενσταλάξει στην ποίησή του, ότι η ζωή, η φύση και ο θάνατος αποτελούν κομμάτια ενός σκληρού και μεγαλειώδους παζλ.

 

 

➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.