Τον γνώρισα πριν από δέκα χρόνια στην ταβέρνα «Ο Πειναλέων». Όταν μας σύστησε ο Μακάριος Αβδελιώδης, εξυπηρετώντας το ανήσυχο πνεύμα της νεαρής του φίλης, ενθουσιάστηκα.
Με τον «Παλιάτσο» και το «Πρωινό Τσιγάρο» είχα μεγαλώσει. Στα φοιτητικά χρόνια, έμαθα και το «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια» και το τραγουδούσα στα πάλκα. Η τελευταία φορά που ιδωθήκαμε με το Νότη είναι σημαδεμένη από αυτό το τραγούδι. Το τραγούδησα με τον Βασίλη Νταλλή και τον Νικόλα Σκαφίδα (τους μόνιμους μουσικούς του Πειναλέοντα) κοιτάζοντας τον Μαυρουδή, ο οποίος χαμογελούσε. Μετά βγάλαμε μια φωτογραφία-πρώτη και τελευταία φορά.
Δεν ξέρω αν τον είχα συναντήσει ποτέ σε άλλο μέρος εκτός της συγκεκριμένης ταβέρνας. Τον διάβαζα, βεβαίως, στο Ίντερνετ. Ανήκα σε εκείνες κι εκείνους που έστελνε τα περίφημα «σχολιάκια» του-σύντομα κείμενα που σχολιάζουν με νηφάλιο και οξυδερκή τρόπο την επικαιρότητα.
Συμφωνούσα, σε μεγάλο βαθμό, με τις απόψεις του. Ένας άνθρωπος αριστερός, όχι με παρωπίδες, ούτε με διαθέσεις στέρφας νοσταλγίας ή αναχωρητισμού.
Είχε συνεργαστεί με τις εφημερίδες Νέα, 24 Ώρες, Ριζοσπάστης, Ελευθεροτυπία, Έθνος, ΦΛΥΑρία του Χαλανδρίου και με αρκετά ραδιόφωνα, είχε κάνει εισηγήσεις σε συνέδρια, είχε επιμεληθεί ένθετα σε δίσκους. Πάντοτε σκεφτόταν, έγραφε, δρούσε. Εξ ου και κυκλοφορούν βιβλία του, και όχι μόνο σχετικά με την μουσική.
Έγραψε κάποια στιγμή σχετικά με την δημοσίευση κειμένων και σκέψεών του: «Έτσι, ίσως γλιτώσω από την εικόνα του μοναχικού κιθαριστή και του τραγουδοποιού μελωδικών μπαλαντών… από την (μακρινή;) εποχή του Νέου Κύματος του ’60…»
Καθόλου μοναχικός, πάντα ψυχή της παρέας. Και όχι απλώς κιθαριστής ή τραγουδοποιός: Καλλιτέχνης και Δάσκαλος.
Αυτό βλέπω να το γράφουν όλες και όλοι σήμερα στα χρονολόγιά τους και κάνουν πολύ καλά. Από διάσημοι καλλιτέχνες, μουσικοί, τραγουδίστριες, ηθοποιοί, μέχρι ακροατές, φίλοι, αναγνώστες.
Τελευταία, κυκλοφόρησε από το ogdoo μια ακόμα σπουδαία δουλειά του Νότη Μαυρουδή, οι «Οχτώ Κρυφές Μπαλάντες» σε στίχους Μάγδας Κατσάκου και ερμηνείες των Γιάννη Κότσιρα, Μαρίζας Κωχ και Αναστασίας Μουτσάτσου. Ακούστε, αν θέλετε.
Ο ίδιος είχε δηλώσει για αυτό το project: «Το υλικό των οκτώ τραγουδιών μου, σε στίχους της πρωτοεμφανιζόμενης δισκογραφικά Μάγδας Κατσάκου, ευελπιστεί να εκτεθεί στο κοινό με το Όγδοο ως οδηγό. Να βρεθεί ανάμεσα και σε άλλες παραγωγές για να γίνει… λίπασμα· για ένα ύφος που θεωρώ πως έχει αρχίσει να απουσιάζει από τις ραδιοφωνικές ακροάσεις και την ισότιμη διάδοση. Ελπίζω πως οι «Οχτώ κρυφές μπαλάντες», θα μπορέσουν να είναι ένα βήμα, μαζί με άλλα, για να συναντήσουν το ευρύτερο κοινό…».
Μέριμνα του Νότη Μαυρουδή ήταν αυτό που νιώθω πως κοντεύει να χαθεί: η επικοινωνία, η ουσιαστική επικοινωνία, ως πρωταρχική μέριμνά του για την τέχνη του. Πάντοτε ανοιχτός στους νέους, με τον τρόπο των χορτασμένων, σημαντικών ανθρώπων, ανοιχτά θαυμαστικός, αλλά πάντοτε συνετός και σκεπτικός, ποτέ πρόσκαιρα ενθουσιώδης ή διάχυτος.
Τον χρειάστηκα μια φορά κάτι. Ένας φίλος είχε μια ιδέα για επανεκτέλεση του Εθνικού Ύμνου και ήθελε να τον περιλάβει. Με ζεστασιά και ανοιχτωσιά, ως συνήθως, είχε υποδεχθεί την ιδέα, συναντήθηκε με τον φίλο, κάτι είπαν, κάτι άφησαν ως εκκρεμότητα, ήρθαν οι καραντίνες και τώρα…το τέλος.
Δημιουργικός καθώς ήταν, είχε αφήσει εκκρεμότητες πίσω του. Συνεργασίες με μουσικές σκηνές, με εκδοτικούς οίκους, με καλλιτέχνες. Με τους φίλους του, για ένα κρασάκι ακόμα, για ένα τσούγκρισμα ακόμα, για μια συμβουλή ακόμα. Με τα νέα παιδιά, για να τους πει επιτέλους την γνώμη του για την δουλειά τους. Και τόσα άλλα.
Με τίμησε με την φιλία του, αυτή την φιλία των μεγαλύτερων με τους μικρότερους, χωρίς ίχνος διδακτισμού ή μεντοριλικίου. Θα τον θυμάμαι πάντα στον Πειναλέοντα, στην παρέα του καπετάνιου, να σιγοτραγουδά, να συμμετέχει, να γελά, σαν μικρό παιδί. Λίγο σοφότερο από τα υπόλοιπα, ίσως και πιο ευαίσθητο.
Νότη Μαυρουδή, θα μας λείψεις, θα μου λείψεις, θα λείψεις.