Τόπος: Βουδαπέστη. Χρονολογία: Ιανουάριος του 1974.
Ο Ούγγρος Erno Rubik, ένα ευρωπαϊκό alter ego του Τζον Νας, παθιασμένος με την γεωμετρία, υποβάλλει αίτηση πατενταρίσματος ενός κύβου που ο ίδιος είχε κατασκευάσει μερικούς μήνες πριν. Πενήντα χρόνια μετά, το όνομα «Rubik» και ο ομώνυμος κύβος του, βρίσκεται σε περίπου 350 εκατομμύρια ζευγάρια χέρια ανά την υφήλιο, καθιστώντας το αυτομάτως το πιο cult παιχνίδι όλων των εποχών.
Ο καθηγητής Ερνο Ρούμπικ δίδασκε στο Τμήμα Εσωτερικής Διακόσμησης της Ακαδημίας Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βουδαπέστης. Μετά το πέρας των μαθημάτων, ο Ερνο καταπιανόταν με την μελέτη τρισδιάστατων μορφών προσπαθώντας να βρει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ ύλης και μορφής όχι μόνο στη θεωρία αλλά κυρίως στην πράξη. Έφτιαχνε μόνος του σχήματα από χαρτί, χαρτόνι, ξύλο και πλαστικό κι έβαζε τους φοιτητές του να εξασκούν την δημιουργική τους φαντασία πάνω στις κατασκευές αυτές. Ο ίδιος βέβαια, στο σπίτι του με τα ίδια ακριβώς σχήματα, ξεσάλωνε κι άφηνε να βγει προς τα έξω όλη η καλπαζουσα φαντασία που διέθετε σε καντάρια.
Κι επειδή για τίποτα δεν υπάρχει παρθενογένεση, ο Rubik συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής ενός τρισδιάστατου αντικειμένου με πλούσιο χρωματισμό, υψηλή αισθητική ομορφιά και ικανό να… εξολοθρεύσει μια σεβαστή ποσότητα φαιάς ουσίας σε αυτόν που θα επιχειρούσε να του αφιερώσει χρόνο, γοητευμένος από κλασικά παιχνίδια όπως το κινεζικό Τάνγκραμ, το Pentomino του εφευρέτη Σόλομον Γκόλομπ και το «πρώτο ξαδελφάκι» του δικού του κύβου: το παιχνίδι Soma Cube του Ολλανδού Πιέτ Χάιν από το 1933.
Ο Δούναβης αποτέλεσε το δικό του… Νευτώνειο Μήλο: ένα πρωί, καθισμένος στις όχθες του, o Rubik πήρε στα χέρια του κάποια στρογγυλεμένα βότσαλα και τα έτριψε το ένα πάνω στο άλλο. Αυτό ήταν! Ένα κυλινδρικό σχήμα θα λειτουργούσε ιδανικά ως μηχανισμός περιστροφής του κύβου του και θα έκανε την κίνηση του όχι μόνο πιο εύκολη αλλά κυρίως πιο γοητευτική στο μάτι. Η περιστροφή αυτή θα γινόταν σε τρεις άξονες πάνω σε μια επιφάνεια 3x3x3, δηλαδή σύνολο 54 εξωτερικές επιφάνειες με διαφορετική χρωματική επίστρωση η καθεμιά.
Όταν ο κύβος ήταν έτοιμος, ο Rubik θέλησε να πάρει πρώτα μια άποψη από τους ίδιους τους μαθητές του. Ο μύθος λέει ότι τον άφησε πάνω στο γραφείο του και γυρνώντας από το διάλειμμα τους βρήκε να κάθονται όλοι μαζί στο προαύλιο της σχολής και να πασχίζουν να βρουν την λύση. Τότε ήταν που μπήκε η ιδέα στο νου του να το παράξει και να το βγάλει στην αγορά, κάτι το οποίο στην τότε Κομμουνιστική Ουγγαρία φάνταζε εξαιρετικά ουτοπικό. Τότε είναι που μπαίνουν στο παιχνίδι δυο ιθύνοντες της Βιομηχανίας Παιχνιδιών Politechnika, ο πρόεδρος Λέχελ Τάκας και ο αρχιμηχανικός Φέρεντς Μάντσουρ, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της κατασκευής του σε βιομηχανική κλίμακα. Οι ρυθμοί εργασίας, ωστόσο, αποδείχτηκαν πιο αργοί και από την καθυστέρηση την ίδια και έφτασε ο Νοέμβριος του 1977 μέχρι οι πρώτοι Κύβοι του Rubik να δουν το φως του ήλιου στα ράφια των μαγαζιών της ουγγρικής πρωτεύουσας.
Σε μια χώρα που ζούσε υπό ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα «Μη-Διαφήμισης και Μη-Προβολής» πάσης φύσεως καταναλωτικών αγαθών, η μόνη ατραπός επικοινωνίας προς το αγοραστικό κοινό είναι, εύλογα, από στόμα σε στόμα. Ο μαρκετινίστικος όρος “Word of mouth” βρήκε την πεμπτουσία του στην περίπτωση του κύβου και στις αρχές του 1979 σχεδόν τα 2/3 των ουγγρικών νοικοκυριών έπαιζαν με την εφεύρεση του καθηγητή Rubik. Ο Dr Τίμπορ Λάκζι, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης γερμανικής εταιρείας ηλεκτρονικών υπολογιστών, το έφερε στην Παγκόσμια Έκθεση Παιχνιδιών της Νυρεμβέργης του 1979 με την προοπτική να πουλήσει τα δικαιώματα κατασκευής και διάθεσης του κύβου σε κάποιον οξυδερκή Γερμανό.
Ο Γερμανός αυτός ήταν ο Τομ Κρέμερ, ένας κατασκευαστής παιχνιδιών που διηύθυνε την αγγλική εταιρεία Seven Towns Ltd. Η συμφωνία επετεύχθη αλλά τα νέα ήταν άσχημα: αρκετές βιομηχανίες αρνήθηκαν να μπουν στο ρίσκο της μαζικής του κατασκευής με την δικαιολογία ότι το έβρισκαν είτε πολύ δύσκολο να «πιάσει», είτε αρκετά πολύπλοκο ώστε να στηριχτεί επάνω του μια ολόκληρη διαφημιστική καμπάνια, είτε πολύ αφηρημένο, ήτοι απευθυνόμενο περισσότερο σε πανεπιστημιακούς κύκλους παρά σε ένα τάργκετ γκρουπ μικρής ηλικίας.
O Κύβος του Rubik γίνεται cult σε όλη την Δύση
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κατόπιν πολλών πιέσεων η εταιρεία παιχνιδιών Ideal Toys ανέλαβε να συστήσει τον Μαγικό Κύβο στο δυτικό κοινό. Ο Kremer είχε καταφέρει να πείσει τον αντιπρόεδρο της εταιρείας, τον Στιούαρτ Σιμς για τις δυνατότητες του νέου παιχνιδιού, το οποίο – ειρήσθω εν παρόδω – στην πατρίδα του σημείωνε ρεκόρ πωλήσεων και συγκέντρωνε έναν διαρκώς αυξανόμενο πυρήνα φανατικών οπαδών γύρω από τις έξι του πλευρές.
Στις πλατείες, μέσα στα τραμ και τα λεωφορεία, στις καφετέριες και στα εστιατόρια, παντού θα έβλεπες κάποιον να ιδρώνει τις παλάμες του πάνω από τον Μαγικό Κύβο –όπως επικράτησε να αποκαλείται στην Βουδαπέστη. Η συμφωνία προέβλεπε την κατασκευή και διάθεση ενός εκατομμυρίου κομματιών αλλά τελικά η καλύτερη διαφήμιση δεν έγινε από την εταιρεία αλλά από έναν άγγλο μαθηματικό, τον Ντέιβιντ Σίγκμαστερ, ο οποίος γοητευμένος από τα θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα που ανάγειρε ο Κύβος δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1979 ένα εκτενές άρθρο στην εφημερίδα Guardian προσπαθώντας να μεταλαμπαδεύσει και σε άλλους την εμπειρία του από τον Κύβο. Ακολούθησε ένα άλλο άρθρο ενός εκ των διαπρεπέστερων μαθηματικών της εποχής, του Ντάγκλας Χότσταντερ στο περιοδικό Scientific American και οι εξελίξεις πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας.
Το 1980 ο Κύβος ήταν το κυριότερο έκθεμα στις Παγκόσμιες Εκθέσεις Παιχνιδιών της Νυρεμβέργης, του Λονδίνου, του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, με τον ίδιο τον Ερνο Ρούμπικ να στέκεται περήφανος πάνω από το «παιδί» του και να το καμαρώνει. Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα: τα ένα εκατομμύριο κομμάτια εξαντλήθηκαν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο!
Το μάρκετινγκ επαναβάφτισε τον Κύβο σε Κύβο του Ρούμπικ – παρόλο που το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να πάρει το «πιασάρικο» όνομα «Γόρδιος Δεσμός» – και κάτω από την πίεση των περιστάσεων η πολιτιστική, γλωσσική και οικονομική απόσταση Νέας Υόρκης–Βουδαπέστης γεφυρώθηκε πιο σύντομα από το αναμενόμενο. Τον Μάιο του 1980 ο πρώτος Κύβος του Ρούμπικ έδινε το διαβατήριο του στα Ουγγρικά σύνορα και η Ουγγρικής καταγωγής ηθοποιός Ζα Ζα Γκαμπόρ ήταν η οικοδέσποινα του Χολιγουντιανού πάρτι που ακολούθησε την παρουσίαση του Κύβου στην αμερικανική αγορά στις 5 Μαΐου του 1980.
Οι απανταχού μαρκετίστες θα έσκιζαν τα πτυχία τους βλέποντας την ολοένα κι αυξανόμενη απαίτηση του αγοραστικού κοινού για το νέο παιχνίδι. Το ένα εκατομμύριο κομμάτια δεν έφταναν ούτε για ένα μήνα. Το πρόβλημα πια δεν ήταν η πώληση, αλλά η παραγωγή του. Νέα εργοστάσια παραγωγής του κατασκευάστηκαν στο Χονγκ Κονγκ, στην Ταϊβάν, στην Βραζιλία και στην Κόστα Ρίκα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις αγοραστικές ανάγκες της εκάστοτε ηπείρου. Η χρονιά του 1981 απέβη η πιο σημαντική στην ιστορία του κύβου: 5 εκατομμύρια πουλήθηκαν παγκοσμίως μόνο τον Απρίλιο του έτους αυτού.
Οι ιθύνοντες της εταιρείας είχαν σταματήσει να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση και παρέμεναν με την κάτω σιαγόνα τους να αιωρείται βλέποντας ανθρώπους κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας να πιάνουν στα χέρια τους έστω από περιέργεια τον Κύβο, ακόμη κι αν δεν σκόπευαν ποτέ τους να ξοδέψουν παραπάνω από ένα δεκάλεπτο για την λύση του και αμέσως μετά να το αφήνουν κάτω εκνευρισμένοι – για να του ξαναδώσουν μια δεύτερη ευκαιρία την επόμενη μέρα.
Ο κύβος βέβαια βρήκε απήχηση κυρίως στην φοιτητιώσα νεολαία, ιδίως στις Πολυτεχνικές και τις σχολές θετικής κατεύθυνσης, όπου ιδρύθηκαν και τα πρώτα κλαμπ αφιερωμένα στον Κύβο του Ρούμπικ και διοργανώνονταν κάθε εβδομάδα διαγωνισμοί επίλυσης του μέχρι τελικής πτώσεως. Το 1981 εισήχθη ως έκθεμα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και την επόμενη κέρδισε το δικό του λήμμα «Rubik’s Cube» στο Oxford English Dictionary.
Τα 100 από τα 350 εκατομμύρια κομμάτια που έχει πουλήσει παγκοσμίως ο Κύβος πουλήθηκαν την διετία 1980-82. Από το 1983 και μετά, η διάθεση Κύβων σταδιακά μειώθηκε, το 1985 η Ideal Toy Corp. πουλήθηκε στην CBS, η οποία με την σειρά της αποσύρθηκε από την βιομηχανία παιχνιδιών την ίδια χρονιά. Η βιομηχανία έστρεψε αλλού το ενδιαφέρον της, όχι όμως κι ο Tom Kremer, ο οποίος αγόρασε τα δικαιώματα του Κύβου εκ μέρους της εταιρείας του και μετά από ένα διάλειμμα έξι χρόνων, τον επανεισήγαγε στην αγορά το 1991.
Το 1996 όμως η αμερικανική εταιρεία Oddzon εξαγόρασε τα δικαιώματα διάθεσής του και στηριζόμενη σε μια εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια κατάφερε να δημιουργήσει ένα νέο κλίμα ενδιαφέροντος για τον Κύβο. Η δεύτερη ενσάρκωση του Κύβου από το 1997 και έπειτα πουλάει κατά μέσο όρο 100-150.000 κομμάτια ετησίως μόνο στις ΗΠΑ και στην Μεγάλη Βρετανία.
Η πολυπλοκότητα του Κύβου του Ρούμπικ έχει οδηγήσει στην συγγραφή άνω των 100 βιβλίων με θέμα τον τρόπο και τις τεχνικές επίλυσης του και άλλων τόσων site στο Διαδίκτυο που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό. Το φαινόμενο έχει αποκτήσει… ενδημικές διαστάσεις και ο ίδιος ο Ερνο Ρούμπικ ακόμη και σήμερα αδυνατεί να συλλάβει την σπουδαιότητα της εφεύρεσής του.
Ο Ούγγρος εφευρέτης του πιο cult παιχνιδιού όλων των εποχών συνεχίζει να ζει, στα 79 του χρόνια, στην Βουδαπέστη, εξακολουθεί να πηγαίνει βόλτες στις όχθες του Δούναβη και να μαζεύει βότσαλα και δεν έχει κόψει την συνήθεια του να κατασκευάζει σχήματα από διάφορα υλικά μετατρέποντας τα σε παιχνίδια–σπαζοκεφαλιές…
Τόπος: Βουδαπέστη. Χρονολογία: Ιανουάριος του 1974.
Ο Ούγγρος Erno Rubik, ένα ευρωπαϊκό alter ego του Τζον Νας, παθιασμένος με την γεωμετρία, υποβάλλει αίτηση πατενταρίσματος ενός κύβου που ο ίδιος είχε κατασκευάσει μερικούς μήνες πριν. Πενήντα χρόνια μετά, το όνομα «Rubik» και ο ομώνυμος κύβος του, βρίσκεται σε περίπου 350 εκατομμύρια ζευγάρια χέρια ανά την υφήλιο, καθιστώντας το αυτομάτως το πιο cult παιχνίδι όλων των εποχών.
Ο καθηγητής Ερνο Ρούμπικ δίδασκε στο Τμήμα Εσωτερικής Διακόσμησης της Ακαδημίας Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βουδαπέστης. Μετά το πέρας των μαθημάτων, ο Ερνο καταπιανόταν με την μελέτη τρισδιάστατων μορφών προσπαθώντας να βρει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ ύλης και μορφής όχι μόνο στη θεωρία αλλά κυρίως στην πράξη. Έφτιαχνε μόνος του σχήματα από χαρτί, χαρτόνι, ξύλο και πλαστικό κι έβαζε τους φοιτητές του να εξασκούν την δημιουργική τους φαντασία πάνω στις κατασκευές αυτές. Ο ίδιος βέβαια, στο σπίτι του με τα ίδια ακριβώς σχήματα, ξεσάλωνε κι άφηνε να βγει προς τα έξω όλη η καλπαζουσα φαντασία που διέθετε σε καντάρια.
Κι επειδή για τίποτα δεν υπάρχει παρθενογένεση, ο Rubik συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής ενός τρισδιάστατου αντικειμένου με πλούσιο χρωματισμό, υψηλή αισθητική ομορφιά και ικανό να… εξολοθρεύσει μια σεβαστή ποσότητα φαιάς ουσίας σε αυτόν που θα επιχειρούσε να του αφιερώσει χρόνο, γοητευμένος από κλασικά παιχνίδια όπως το κινεζικό Τάνγκραμ, το Pentomino του εφευρέτη Σόλομον Γκόλομπ και το «πρώτο ξαδελφάκι» του δικού του κύβου: το παιχνίδι Soma Cube του Ολλανδού Πιέτ Χάιν από το 1933.
Ο Δούναβης αποτέλεσε το δικό του… Νευτώνειο Μήλο: ένα πρωί, καθισμένος στις όχθες του, o Rubik πήρε στα χέρια του κάποια στρογγυλεμένα βότσαλα και τα έτριψε το ένα πάνω στο άλλο. Αυτό ήταν! Ένα κυλινδρικό σχήμα θα λειτουργούσε ιδανικά ως μηχανισμός περιστροφής του κύβου του και θα έκανε την κίνηση του όχι μόνο πιο εύκολη αλλά κυρίως πιο γοητευτική στο μάτι. Η περιστροφή αυτή θα γινόταν σε τρεις άξονες πάνω σε μια επιφάνεια 3x3x3, δηλαδή σύνολο 54 εξωτερικές επιφάνειες με διαφορετική χρωματική επίστρωση η καθεμιά.
Όταν ο κύβος ήταν έτοιμος, ο Rubik θέλησε να πάρει πρώτα μια άποψη από τους ίδιους τους μαθητές του. Ο μύθος λέει ότι τον άφησε πάνω στο γραφείο του και γυρνώντας από το διάλειμμα τους βρήκε να κάθονται όλοι μαζί στο προαύλιο της σχολής και να πασχίζουν να βρουν την λύση. Τότε ήταν που μπήκε η ιδέα στο νου του να το παράξει και να το βγάλει στην αγορά, κάτι το οποίο στην τότε Κομμουνιστική Ουγγαρία φάνταζε εξαιρετικά ουτοπικό. Τότε είναι που μπαίνουν στο παιχνίδι δυο ιθύνοντες της Βιομηχανίας Παιχνιδιών Politechnika, ο πρόεδρος Λέχελ Τάκας και ο αρχιμηχανικός Φέρεντς Μάντσουρ, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της κατασκευής του σε βιομηχανική κλίμακα. Οι ρυθμοί εργασίας, ωστόσο, αποδείχτηκαν πιο αργοί και από την καθυστέρηση την ίδια και έφτασε ο Νοέμβριος του 1977 μέχρι οι πρώτοι Κύβοι του Rubik να δουν το φως του ήλιου στα ράφια των μαγαζιών της ουγγρικής πρωτεύουσας.
Σε μια χώρα που ζούσε υπό ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα «Μη-Διαφήμισης και Μη-Προβολής» πάσης φύσεως καταναλωτικών αγαθών, η μόνη ατραπός επικοινωνίας προς το αγοραστικό κοινό είναι, εύλογα, από στόμα σε στόμα. Ο μαρκετινίστικος όρος “Word of mouth” βρήκε την πεμπτουσία του στην περίπτωση του κύβου και στις αρχές του 1979 σχεδόν τα 2/3 των ουγγρικών νοικοκυριών έπαιζαν με την εφεύρεση του καθηγητή Rubik. Ο Dr Τίμπορ Λάκζι, διευθυντικό στέλεχος μιας μεγάλης γερμανικής εταιρείας ηλεκτρονικών υπολογιστών, το έφερε στην Παγκόσμια Έκθεση Παιχνιδιών της Νυρεμβέργης του 1979 με την προοπτική να πουλήσει τα δικαιώματα κατασκευής και διάθεσης του κύβου σε κάποιον οξυδερκή Γερμανό.
Ο Γερμανός αυτός ήταν ο Τομ Κρέμερ, ένας κατασκευαστής παιχνιδιών που διηύθυνε την αγγλική εταιρεία Seven Towns Ltd. Η συμφωνία επετεύχθη αλλά τα νέα ήταν άσχημα: αρκετές βιομηχανίες αρνήθηκαν να μπουν στο ρίσκο της μαζικής του κατασκευής με την δικαιολογία ότι το έβρισκαν είτε πολύ δύσκολο να «πιάσει», είτε αρκετά πολύπλοκο ώστε να στηριχτεί επάνω του μια ολόκληρη διαφημιστική καμπάνια, είτε πολύ αφηρημένο, ήτοι απευθυνόμενο περισσότερο σε πανεπιστημιακούς κύκλους παρά σε ένα τάργκετ γκρουπ μικρής ηλικίας.
O Κύβος του Rubik γίνεται cult σε όλη την Δύση
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κατόπιν πολλών πιέσεων η εταιρεία παιχνιδιών Ideal Toys ανέλαβε να συστήσει τον Μαγικό Κύβο στο δυτικό κοινό. Ο Kremer είχε καταφέρει να πείσει τον αντιπρόεδρο της εταιρείας, τον Στιούαρτ Σιμς για τις δυνατότητες του νέου παιχνιδιού, το οποίο – ειρήσθω εν παρόδω – στην πατρίδα του σημείωνε ρεκόρ πωλήσεων και συγκέντρωνε έναν διαρκώς αυξανόμενο πυρήνα φανατικών οπαδών γύρω από τις έξι του πλευρές.
Στις πλατείες, μέσα στα τραμ και τα λεωφορεία, στις καφετέριες και στα εστιατόρια, παντού θα έβλεπες κάποιον να ιδρώνει τις παλάμες του πάνω από τον Μαγικό Κύβο –όπως επικράτησε να αποκαλείται στην Βουδαπέστη. Η συμφωνία προέβλεπε την κατασκευή και διάθεση ενός εκατομμυρίου κομματιών αλλά τελικά η καλύτερη διαφήμιση δεν έγινε από την εταιρεία αλλά από έναν άγγλο μαθηματικό, τον Ντέιβιντ Σίγκμαστερ, ο οποίος γοητευμένος από τα θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα που ανάγειρε ο Κύβος δημοσίευσε τον Ιούνιο του 1979 ένα εκτενές άρθρο στην εφημερίδα Guardian προσπαθώντας να μεταλαμπαδεύσει και σε άλλους την εμπειρία του από τον Κύβο. Ακολούθησε ένα άλλο άρθρο ενός εκ των διαπρεπέστερων μαθηματικών της εποχής, του Ντάγκλας Χότσταντερ στο περιοδικό Scientific American και οι εξελίξεις πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας.
Το 1980 ο Κύβος ήταν το κυριότερο έκθεμα στις Παγκόσμιες Εκθέσεις Παιχνιδιών της Νυρεμβέργης, του Λονδίνου, του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, με τον ίδιο τον Ερνο Ρούμπικ να στέκεται περήφανος πάνω από το «παιδί» του και να το καμαρώνει. Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα: τα ένα εκατομμύριο κομμάτια εξαντλήθηκαν μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο!
Το μάρκετινγκ επαναβάφτισε τον Κύβο σε Κύβο του Ρούμπικ – παρόλο που το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να πάρει το «πιασάρικο» όνομα «Γόρδιος Δεσμός» – και κάτω από την πίεση των περιστάσεων η πολιτιστική, γλωσσική και οικονομική απόσταση Νέας Υόρκης–Βουδαπέστης γεφυρώθηκε πιο σύντομα από το αναμενόμενο. Τον Μάιο του 1980 ο πρώτος Κύβος του Ρούμπικ έδινε το διαβατήριο του στα Ουγγρικά σύνορα και η Ουγγρικής καταγωγής ηθοποιός Ζα Ζα Γκαμπόρ ήταν η οικοδέσποινα του Χολιγουντιανού πάρτι που ακολούθησε την παρουσίαση του Κύβου στην αμερικανική αγορά στις 5 Μαΐου του 1980.
Οι απανταχού μαρκετίστες θα έσκιζαν τα πτυχία τους βλέποντας την ολοένα κι αυξανόμενη απαίτηση του αγοραστικού κοινού για το νέο παιχνίδι. Το ένα εκατομμύριο κομμάτια δεν έφταναν ούτε για ένα μήνα. Το πρόβλημα πια δεν ήταν η πώληση, αλλά η παραγωγή του. Νέα εργοστάσια παραγωγής του κατασκευάστηκαν στο Χονγκ Κονγκ, στην Ταϊβάν, στην Βραζιλία και στην Κόστα Ρίκα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις αγοραστικές ανάγκες της εκάστοτε ηπείρου. Η χρονιά του 1981 απέβη η πιο σημαντική στην ιστορία του κύβου: 5 εκατομμύρια πουλήθηκαν παγκοσμίως μόνο τον Απρίλιο του έτους αυτού.
Οι ιθύνοντες της εταιρείας είχαν σταματήσει να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση και παρέμεναν με την κάτω σιαγόνα τους να αιωρείται βλέποντας ανθρώπους κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας να πιάνουν στα χέρια τους έστω από περιέργεια τον Κύβο, ακόμη κι αν δεν σκόπευαν ποτέ τους να ξοδέψουν παραπάνω από ένα δεκάλεπτο για την λύση του και αμέσως μετά να το αφήνουν κάτω εκνευρισμένοι – για να του ξαναδώσουν μια δεύτερη ευκαιρία την επόμενη μέρα.
Ο κύβος βέβαια βρήκε απήχηση κυρίως στην φοιτητιώσα νεολαία, ιδίως στις Πολυτεχνικές και τις σχολές θετικής κατεύθυνσης, όπου ιδρύθηκαν και τα πρώτα κλαμπ αφιερωμένα στον Κύβο του Ρούμπικ και διοργανώνονταν κάθε εβδομάδα διαγωνισμοί επίλυσης του μέχρι τελικής πτώσεως. Το 1981 εισήχθη ως έκθεμα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και την επόμενη κέρδισε το δικό του λήμμα «Rubik’s Cube» στο Oxford English Dictionary.
Τα 100 από τα 350 εκατομμύρια κομμάτια που έχει πουλήσει παγκοσμίως ο Κύβος πουλήθηκαν την διετία 1980-82. Από το 1983 και μετά, η διάθεση Κύβων σταδιακά μειώθηκε, το 1985 η Ideal Toy Corp. πουλήθηκε στην CBS, η οποία με την σειρά της αποσύρθηκε από την βιομηχανία παιχνιδιών την ίδια χρονιά. Η βιομηχανία έστρεψε αλλού το ενδιαφέρον της, όχι όμως κι ο Tom Kremer, ο οποίος αγόρασε τα δικαιώματα του Κύβου εκ μέρους της εταιρείας του και μετά από ένα διάλειμμα έξι χρόνων, τον επανεισήγαγε στην αγορά το 1991.
Το 1996 όμως η αμερικανική εταιρεία Oddzon εξαγόρασε τα δικαιώματα διάθεσής του και στηριζόμενη σε μια εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια κατάφερε να δημιουργήσει ένα νέο κλίμα ενδιαφέροντος για τον Κύβο. Η δεύτερη ενσάρκωση του Κύβου από το 1997 και έπειτα πουλάει κατά μέσο όρο 100-150.000 κομμάτια ετησίως μόνο στις ΗΠΑ και στην Μεγάλη Βρετανία.
Η πολυπλοκότητα του Κύβου του Ρούμπικ έχει οδηγήσει στην συγγραφή άνω των 100 βιβλίων με θέμα τον τρόπο και τις τεχνικές επίλυσης του και άλλων τόσων site στο Διαδίκτυο που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό. Το φαινόμενο έχει αποκτήσει… ενδημικές διαστάσεις και ο ίδιος ο Ερνο Ρούμπικ ακόμη και σήμερα αδυνατεί να συλλάβει την σπουδαιότητα της εφεύρεσής του.
Ο Ούγγρος εφευρέτης του πιο cult παιχνιδιού όλων των εποχών συνεχίζει να ζει, στα 79 του χρόνια, στην Βουδαπέστη, εξακολουθεί να πηγαίνει βόλτες στις όχθες του Δούναβη και να μαζεύει βότσαλα και δεν έχει κόψει την συνήθεια του να κατασκευάζει σχήματα από διάφορα υλικά μετατρέποντας τα σε παιχνίδια–σπαζοκεφαλιές…