«Ο λόγος που τελικά θα αφεθώ ελεύθερος είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο νομίζεις ότι είμαι καταδικασμένος: γιατί βοηθάω κάποιους από τους πιο αχρείους, σαδιστές ανθρώπους εκεί έξω που αυτοαποκαλούνται “ηγέτες” σήμερα. Αλλά κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι εχθροί των εχθρών σου. Και για όσο καιρό ο μεγαλύτερος έμπορος όπλων είναι το αφεντικό σου, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που πουλάει πιο πολλά σε μια μέρα απ’ ότι πουλάω εγώ σε ένα χρόνο, μερικές φορές είναι επικίνδυνο να έχει τα αποτυπώματα του στα όπλα. Μερικές φορές αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται “ελεύθερους επαγγελματίες” σαν και εμένα προκειμένου να υποστηρίξει δυνάμεις που δεν πρέπει να φανεί ότι υποστηρίζει. Οπότε, εσύ πες με κακό, αλλά δυστυχώς για εσένα, είμαι το απολύτως αναγκαίο κακό».
Με αυτά τα (κυνικά, αλλά απολύτως αληθινά, μέχρι κεραίας) λόγια τελειώνει η ταινία «Lord Of War» του 2005, σε σενάριο και σκηνοθεσία του σπουδαίου Αντριου Νίκολ, δημιουργού του εξίσου σημαντικού «Gattaca».
Tα συγκεκριμένα λόγια τα απευθύνει ο ίδιος ο «Άρχοντας του Πολέμου» του τίτλου της ταινίας [σ.σ: στα ελληνικά προβλήθηκε με τον τίτλο «Ο Κυρίαρχος Του Παιχνιδιού»], ο μεγαλέμπορος όπλων Γιούρι Όρλοφ, ένας Ουκρανός μετανάστης στις ΗΠΑ που τον υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ στον, ίσως τελευταίο σπουδαίο και απολύτως πειστικό του ρόλο, μέχρι σήμερα τουλάχιστον.
Τα λόγια αυτά τα απευθύνει με στόμφο στον Τζακ Βάλεντάιν [τον υποδύεται εξαίσια ο Ιθαν Χοκ], ειδικό πράκτορα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ο οποίος τον κυνηγάει προκειμένου να τον συλλάβει.
Και του λέει κατάμουτρα την απόλυτη αλήθεια, την οποία φυσικά και ο ίδιος ο Βάλεντάιν την γνωρίζει, αλλά την κάνει αβαβά και δεν λέει κουβέντα, ακριβώς επειδή «κρατάει κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα»: ο πρόεδρος των ΗΠΑ (και της Ρωσίας, της Γαλλίας και πολλών ακόμη κρατών που κάνουν μπίζνες με οπλικά συστήματα) είναι οι πραγματικοί μεγαλέμποροι όπλων. Οι πραγματικοί «Άρχοντες του Πολέμου».
Και όχι ο μικρούλης και ασήμαντος – σε σύγκριση με κοτζάμ POTUS – Γιούρι Ορλόφ, ο χαρακτήρας του οποίου είναι 100% βασισμένος στον πραγματικό έμπορο όπλων Βίκτορ Μπουτ που από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο μεγαλύτερος έμπορος όπλων στο κόσμο. Παρότι, όταν γυρίζονταν η ταινία, το 2004, ο Μπουτ ήταν ακόμα καταζητούμενος, ο Νίκολ βάσισε το σενάριο στις μέχρι τότε γνωστές ιστορίες του, όπως δήλωσε αργότερα σε συνέντευξή του.
Ποιος όμως είναι αυτός ο περιβόητος Βίκτορ Μπουτ, ο οποίος αυτές τις ημέρες βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα καθώς η Μόσχα επιδιώκει τον επαναπατρισμό του εδώ και 11 χρόνια, από την στιγμή που κρίθηκε ένοχος από αμερικανικό δικαστήριο, το 2011;
Ο Μπουτ αυτή την στιγμή βρίσκεται στις φυλακές του Μάριον, στο Ιλινόι, σε μια ειδική μονάδα που αποκαλείται «Μικρό Γκουαντάναμο», εκτίοντας ποινή κάθειρξης 25 ετών, και έχοντας πρώτα χτίσει μία αυτοκρατορία λαθρεμπορίου όπλων που σταδιακά επεκτάθηκε σε όλο τον πλανήτη – γι’ αυτό και κατηγορείται ότι τα όπλα από τα οποία έχει γίνει πλούσιος, έχουν προκαλέσει πολέμους στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ασία.
Πριν μερικά 24ωρα, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ πρότειναν στη Ρωσία «μια ουσιαστική προσφορά» για να εξασφαλίσουν την απελευθέρωση δύο Αμερικανών που κρατούνται στη Μόσχα, της μπασκετμπολίστριας του WNBA, Μπρίτνεϊ Γκρίνερ και του συμβούλου ασφαλείας Πολ Γουίλαν.
Ρώσοι αξιωματούχοι άφησαν να εννοηθεί ότι αναμένουν ανταλλαγή κρατουμένων. Και πρώτος στη λίστα είναι ο Βίκτορ Μπουτ, που συνελήφθη το 2008 στην Ταϊλάνδη.
Ο Steve Zissou [σ.σ: απλή, αν και σχεδόν… τερατώδης, συνωνυμία με τον χαρακτήρα της ταινίας «The Life Aquatic» του Γουές Αντερσον], ο δικηγόρος του Μπουτ, προειδοποίησε αυτόν τον μήνα ότι «κανένας Αμερικανός δεν θα ανταλλάσσεται αν ο Μπουτ δεν σταλεί σπίτι του».
Τι επιμονή και αυτή του Κρεμλίνου όμως ε; Να επιδιώκει τόσο απεγνωσμένα την επιστροφή του μεγαλέμπορου όπλων στην Μόσχα. Κάτι περίεργα πράγματα που συμβαίνουν εκεί έξω…
«Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές πιστεύουν ότι η επιμονή αυτή της Ρωσίας δεν συνδέεται με την ουσία της υπόθεσης, αλλά μάλλον με τους δεσμούς του Μπουτ με τη ρωσική στρατιωτική αντικατασκοπεία», όπως αναφέρει σε ανάλυσή του ο αρθογράφος της Washington Post Άνταμ Τέιλορ.
«Είναι σαφές ότι ο Μπουτ έχει σημαντικούς δεσμούς με ρωσικούς κυβερνητικούς κύκλους», δήλωσε ο Lee Wolosky, στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας στην κυβέρνηση Κλίντον που ηγήθηκε των πρώτων προσπαθειών για την αντιμετώπιση του δικτύου του Μπουτ.
Ο Wolosky εννοεί τον Ιγκόρ Σετσίν, πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Ρωσίας και σύμμαχο του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι δυο τους υπηρέτησαν στον σοβιετικό στρατό στην Αφρική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.
«Η απελευθέρωση του Μπουτ θα έστελνε ένα μήνυμα σε άλλους που μπορεί να βρεθούν στη θέση του ότι η “πατρίδα δεν θα σας ξεχάσει”», δήλωσε ο Mark Galeotti, ειδικός σε ζητήματα Ρωσοαμερικανικών σχέσεων, προσθέτοντας εμφατικά ότι «η επιστροφή του στην Ρωσία θα θεωρούνταν θρίαμβος. Και, ας το παραδεχτούμε, αυτή τη στιγμή το Κρεμλίνο αναζητά θριάμβους».
Βίος και πολιτεία ενός «άρχοντα»
Ο Μπουτ, ο οποίος έχει πει σε συνεντεύξεις του ότι γεννήθηκε στο Τατζικιστάν το 1967, σπούδασε γλώσσες στο Σοβιετικό Στρατιωτικό Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών στη Μόσχα. Είπε ότι τον πίεσαν να σπουδάσει πορτογαλικά και αργότερα τον έστειλαν στην Αγκόλα για να εργαστεί ως μεταφραστής στη σοβιετική αεροπορία.
Λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Μπουτ, όπως πολλοί άλλοι που είδαν την ευκαιρία να επωφεληθούν μέσα στο χάος, έγινε επιχειρηματίας. Χρησιμοποίησε έναν μικρό στόλο αεροπλάνων Antonov An-8 σοβιετικής κατασκευής για να δημιουργήσει μια αεροπορική επιχείρηση μεταφοράς εμπορευμάτων και ήταν προφανώς διατεθειμένος να αναλάβει κινδύνους που άλλοι δεν θα αναλάμβαναν, πετώντας σε εμπόλεμες ζώνες και σε αποτυχημένες πολιτείες.
Ο 55χρονος έμπορος πιστεύεται επίσης ότι έχει πρόσβαση σε κάτι πιο πολύτιμο από τα αεροπλάνα: γνωρίζει το σημείο εκείνο όπου έχουν καταλήξει τα τεράστια αποθέματα όπλων της Σοβιετικής Ένωσης.
«Μεταφέρει όπλα για μια δεκαετία, από μέρη όπως η Ουκρανία», είπε ο Ντάγκλας Φάραχ, πρόεδρος της εταιρείας εθνικής ασφάλειας IBI Consultants και συν-συγγραφέας ενός βιβλίου για τον Μπουτ.
Μέχρι το 2000, ο Μπουτ ήταν ένας από τους πιο διαβόητους διακινητές όπλων στον κόσμο. Ονομάστηκε «ο κορυφαίος έμπορος του θανάτου» στο βρετανικό κοινοβούλιο και κατονομάστηκε στις εκθέσεις του ΟΗΕ για την προμήθεια βαρέως οπλισμού σε αντάρτικο κίνημα στην Αγκόλα καθώς και στον Τσαρλς Τέιλορ της Λιβερίας, ενώ υποστήριξε τότε έναν θανατηφόρο εμφύλιο πόλεμο στη γειτονική Σιέρα Λεόνε.
Όλα αυτά έχουν καταγραφεί με συγκλονιστικό τρόπο στην ταινία «Lord Of War».
Τελικά, ο Μπουτ συνελήφθη στην Ταϊλάνδη τρία χρόνια μετά την προβολή της ανεπίσημης κινηματογραφικής «βιογραφίας» του, το 2008, όπου είχε καταγραφεί κρυφά από την αμερικανική κυβέρνηση να οργανώνει την αγορά 100 πυραύλων εδάφους-αέρος, 20.000 τυφεκίων AK-47, 20.000 χειροβομβίδες θραυσμάτων, 740 όλμους, 350 τουφέκια ελεύθερου σκοπευτή, πέντε τόνους C- 4 εκρηκτικά και 10 εκατομμύρια φυσίγγια για ανθρώπους που νόμιζε ότι ήταν πράκτορες των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC), μιας ανταρτικής ομάδας.
Στην συνέχεια, εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2010 και από το 2011, οπότε και καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη, η Μόσχα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τον φέρει πίσω στη Ρωσία. Σε λίγες ημέρες θα γνωρίζουμε αν τελικά τα κατάφερε.