“Ονομάζομαι Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το “Άσιμος” με γιώτα. Ουχί Ασίμος, ουδεμίαν σχέσιν έχω με τον Ισαάκ Ασίμωφ. Τώρα θα μου πεις, γιατί το “Άσιμος” με γιώτα. Γιατί, όταν λέμε “ο τάδε είναι άσημος τραγουδιστής”, η λέξη “άσημος” παίζει το ρόλο επιθετικού προσδιορισμού στη λέξη “τραγουδιστής” και γράφεται με ήτα. Ενώ το “Άσιμος” είναι όνομα ή καλύτερα επώνυμο και ουχί επιθετικός προσδιορισμός του εαυτού μου”.

Έτσι παρουσίαζε ο Νικόλας Άσιμος τον εαυτό του και έτσι το έκανε και ο Λεωνίδας Κακούρης, ως Άσιμος, στην θρυλική παράστασή του για τον τραγουδοποιό των Εξαρχείων, που άλλαξε πολλούς τίτλους και ταξίδεψε ανά την Αθήνα και την Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος ηθοποιός αποπειράθηκε να ”γίνει” ένα υπαρκτό πρόσωπο. Στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοια κουλτούρα, σε αντίθεση με το εξωτερικό. Σπανιότατα ηθοποιοί ενσαρκώνουν αληθινούς ανθρώπους, κι αν το κάνουν, αυτό συνήθως συμβαίνει σε πνεύμα κωμωδίας ή σάτυρας.

Ο Λεωνίδας Κακούρης ακούει όλα αυτά τα χρόνια το αίτημα εκατοντάδων θεατών να επαναφέρει τον Άσιμο επί σκηνής, με αυτόν τον μαγικό, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο με τον οποίο το πέτυχε. Και το σκέφτεται σοβαρά-το μόνο που λείπει είναι, ίσως, χρόνος.

Η πρώτη παράσταση για την ζωή και το έργο του Άσιμου παίχτηκε στην Αρχιτεκτονική, με τους Μάκη Σεβίλογλου και Μαρία Παπανικολάου να τραγουδούν και τον Λεωνίδα Κακούρη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιώργου Κορδέλλα, ο οποίος του είχε αναθέσει την ανάγνωση κάποιων αποσπασμάτων από τα κείμενα του Νικόλα. Η παράσταση παίζτηκε μία φορά και λόγω κάποιων γεγονότων αντιδραστικών που έλαβαν χώρα κατέβηκε πριν προλάβει να ταξιδέψει για τα καλά στο κοινό της.

Ο Κακούρης αποφάσισε να σκύψει πάνω από το Κεφάλαιο Άσιμος και να περάσει, στην συνέχεια, ένα βήμα παραπέρα από μια απλή ανάγνωση των γραπτών του. Για να τον ενσαρκώσει, πέρασε πολύ καιρό με τις μουσικές του, τις συνεντεύξεις του, τις φωτογραφίες του, τις ταινίες στις οποίες είχε παίξει. Μίλησε με τον αδερφό του Άσιμου στην Κοζάνη, με την κόρη του, σκέφτηκε πολλά. Για εννιά χρόνια μετά το 2013, με άναψε-σβήσε, η παράσταση (είτε με τίτλο «Είμαστε τρομοκράτες», είτε με «Στο φαλημέντο του κόσμου», είτε «Γιουσουρούμ» κ.ά) περπάτησε και αγαπήθηκε από πολύ κόσμο.

«Είναι τρομακτικό να βλέπεις την διορατικότητα του Άσιμου, μέσα από κάποια γραπτά και στίχους του. Μοιάζει να γράφτηκαν χθες κάποια πράγματα. Τα ένιωθε, τα έβλεπε να έρχονται και προσπαθούσε να σηκώσει το βάρος τους, το βάρος του κόσμου. Δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό!», λέει στο Olafaq ο Λεωνίδας Κακούρης.

Εκτός από την παράσταση αυτή, δύο άλλα καλλιτεχνικά συμβάντα των τελευταίων χρόνων, φώτισαν τον Άσιμο με τρόπο που ο ίδιος μπορεί και να μην επιθυμούσε ποτέ-ούτε καν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα συνέβαιναν ποτέ: μια έκθεση και μια κυκλοφορία ανέκδοτων κομματιών του.

Με αφορμή το αρχείο του Νικόλα Άσιμου, που περισυνέλεξε και επιμελήθηκε ο εικαστικός Φώτης Καραγεωργίου, 15 καλλιτέχνες δημιούργησαν και εξέθεσαν έργα του στο Ρομάντσο την άνοιξη του 2019, καλώντας το κοινό σε μια «βόλτα». Έλαβαν χώρα και συναυλίες, αλλά και ένα χορευτικό δρώμενο.

«Το αρχείο μου έχει παραχωρήσει για τις ανάγκες τις έκθεσης, η οικογένεια Ασημόπουλου, με τη σύμφωνη γνώμη της κόρης του», είχε δηλώσει στα media ο Καραγεωργίου που διοργάνωσε όλο αυτό. Η έκθεση τελούσε υπό την αιγίδα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και είχε δωρεάν είσοδο. Οι συναυλίες 7 ευρώ. Συμμετείχαν μπάντες και τραγουδιστές όπως οι Mode Plagal, η Αγγελική Τουμπανάκη, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Γιάννης Χαρούλης, ο Δημήτρης Αποστολάκης, ο Δημήτρης Πουλικάκος.

Για τον «Μπαγάσα», είδαμε ένα δισέλιδο γεμάτο λεπτομερείς, απρόσμενες διορθώσεις, ενώ το «Θα ’ρθω να σε βρω» συνατάται επτά φορές στο αρχείο. «Παίδευε το υλικό του, δεν έμενε εύκολα ικανοποιημένος, γι’ αυτό παρατηρούμε πολλές αλλαγές στο ίδιο κομμάτι», είχε δηλώσει ο Καραγεωργίου στην δημοσιογράφο Γιώτα Συκκά.

Επίσης, στην ίδια συνέντευξη, είχε κάνει την εξής εύστοχη παρατήρηση:

«Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε (σ.σ: ο Άσιμος) να σταθεί στις μέρες μας. Τα Εξάρχεια ξέφυγαν από την καλλιτεχνία, την ανταλλαγή ιδεών, το καλλιτεχνικό αλισβερίσι στο οποίο είχε θέση ο Ασιμος, εκείνη την εποχή. Σήμερα δεν θα μπορούσε να υπάρχει εκεί. Σίγουρα υπήρξε πρωτοπόρος στο θέατρο του δρόμου. Τότε όμως θεωρούνταν “παλαβός”. Ψάχνω να βρω αν όλα αυτά γίνονταν εν γνώσει του. Μου θυμίζει τον ντανταϊσμό κι άλλα κινήματα. Δεν ξέρω αν τα γνώριζε, αλλά σίγουρα τα ζούσε. Καταργούσε τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης».

Στην έκθεση, το κοινό είχε την δυνατότητα να δει δοκιμές, σημειώσεις και κάθε λογής χειρόγραφα του Νικόλα Άσιμου, αποκαλυπτικά της εκρηκτικής, δημιουργικής του φύσης-από το αρχείο Ασημόπουλου που περιήλθε στον Καραγεωργίου για τις ανάγκες της έκθεσης.

Πέντε χρόνια νωρίτερα, στις 17 Δεκέμβρη του 2014, η B-otherSide records, μετά από μήνες ηχητικής επεξεργασίας, παρουσίασε συνολικά 15 τραγούδια σε έναν δίσκο βινυλίου με τίτλο «Αρνήθηκα πολλά». Η έκδοση πραγματοποιήθηκε σε 500 αριθμημένα αντίτυπα (300 λευκά & 200 μαύρα) και περιελάμβανε ένα τετρασέλιδο ένθετο με κυρίως ανέκδοτο φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, καθώς και τους στίχους των τραγουδιών αλλά και ένα συγκλονιστικό κείμενο του ψυχιάτρου Σωτήρη Παστάκα, ο οποίος φρόντιζε τον Νικόλα Άσιμο  Τέλος το εξώφυλλο έχει επιμεληθεί ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας, τον οποίο είχε εμπιστευθεί ο Νικόλας Άσιμος για την δημιουργία του εξωφύλλου του δίσκου «Ο Ξαναπές», ενώ στο εσωτερικό σαλόνι του δίσκου υπάρχει ένα ανέκδοτο σκίτσο του Νικόλα Άσιμου το οποίο βλέπει το φως για πρώτη φορά.

Τα κομμάτια του δίσκου είναι γραμμένα σε μια κιθάρα στο σπίτι του, όπως συνήθιζε να κάνει ο Νικόλας Άσιμος, με το σύνηθες ωμό και ακατέργαστο ύφος και στιλ του. Τα τραγούδια έχουν ηχογραφηθεί με τον πιο απλό τρόπο: με μια κιθάρα, τη φωνή και ένα κασετοφωνάκι, ενώ κάποιες φορές ακούγεται και ένα βιολί. Η κυκλοφορία του δίσκου έγινε απο κασσέτες που βρέθηκαν στη Καλλιδρομίου 55, το περίφημο «σπίτι και μαγαζάκι» του Νικόλα.

 

Στην Καλλιδρομίου βρέθηκε απαγχονισμένος ο Νικόλας Άσιμος πριν 35 χρόνια.

Συγκεκριμένα, όπως γράφει ο Γιώργος Αλλαμανής σε παλαιότερό του κείμενο στο Βήμα: «(…) τη φοβερή νύχτα πριν ξημερώσει η 17η Μαρτίου 1988, ο Νικόλας Άσιμος απαγχονίστηκε μ’ ένα σεντόνι δεμένο σε σωλήνα υδραυλικών στο μαγαζόσπιτό του, στο 55 της οδού Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια. ‘Ηταν η τελευταία του παράσταση. Αυτή με την οποία έπεισε όσους τον θεωρούσαν καραγκιόζη όσο ζούσε (και ήταν οι περισσότεροι), ότι σοβαρολογούσε, ότι ήταν καλλιτέχνης κι όχι ψώνιο πυροβολημένο στα πεδία βολής μιας γιαλαντζί εναλλακτικότητας της μεταπολίτευσης».

Ήταν μόλις 38 χρονών, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.

Την ημέρα που ο Άσιμος αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του, πήρε τηλέφωνο τον σκηνοθέτη Νίκο Ζερβό και τον αποχαιρέτισε. Ο τελευταίος δεν κατάλαβε πως αυτός ο αποχαιρετισμός είχε να κάνει με την επερχόμενη αυτοκτονία του Άσιμου παρά μόνο την επόμενη μέρα, όταν ήρθαν στα αυτιά του τα δυσάρεστα νέα.

Ο Ζερβός λέει στο Olafaq.gr: «Ήμασταν γείτονες με το Νικόλα όταν έμενα Μπενάκη 136 και κάναμε παρέα. Δύσκολος άνθρωπος, τσακωνόταν εύκολα, όμως είχε ωραίο μυαλό, ήταν γνήσιος αναρχικός. Άρεσε στις γυναίκες, αλλά τους φερόταν άσχημα, ήταν ίσως μισογύνης.»

 

«Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε», έγραφε ειρωνικά στο σημείωμά του ο Νικόλας Άσιμος, αποχαιρετώντας χαρακτηριστικά τον ιδιοκτήτη από τον οποίο νοίκιαζε το ψιλικατζίδικο της Καλλιδρομίου. Φαίνεται πως κρατούσε ένα ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις τελευταίες δύο εβδομάδες της ζωής του, ψάχνοντας να βρει κάτι που θα του έδινε λόγο να ζήσει. Την δέκατη πέμπτη μέρα, κατά την οποία αυτοκτόνησε, είχε σημειώσει «Χ», αφού ο κόσμος αυτός δεν είχε πλέον τίποτα να του προσφέρει.

Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου 1949 και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Πέρασε στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, αλλά το 1973 αποφάσισε να παρατήσει τις σπουδές του και να κατέβει στην Αθήνα, μαζί με την κιθάρα του, την οποία έμαθε μόνος του να παίζει ως αυτοδίδακτος, και έχοντας ξεκινήσει ήδη κάποιες συνεργασίες.

Σημειωτέον, αυτή την κιθάρα είχε δει η Ελένη Μπελεζίνη, φίλη και ερωμένη του Νικόλα Άσιμου, μουσικός και κάτοικος του κέντρου μέχρι σήμερα η ίδια, ανυπότακτη και αιώνια έφηβη. Η μαρτυρία της σε σχέση με την γνωριμία που είχε με τον Άσιμο και είχε δημοσιεύσει προ ετών στον προσωπικό της λογαριασμό στα social media είναι γνωστή:

«Ο Νικόλας με είχε γοητεύσει… Έκανε ένα τρόπο ζωής, τελείως άγνωστο για μένα, τότε. Είχε ξεφύγει από το “μικροαστισμό”, το σπίτι του ήταν ένα μικρό κοινόβιο. Ένοιωθα πολύ όμορφα εκεί, πολύ όμορφα όταν έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Θα αντιγράψω κάτι, από μια σελίδα ενός τετραδίου που είχα τότε συντροφιά, με ημερομηνία 18/4/1983: “… Μετά πήγα στο Νικόλα, για εκεί ήταν άλλωστε ο προορισμός μου. Ήταν με την Ξανθή, τρώγανε. Μου φάνηκε η μορφή του θεϊκή. Ήταν η γαλήνη στο πρόσωπό του, η κεντητή άσπρη πουκαμίσα που άφηνε γυμνό το θώρακά του, τα λυτά του μαλλιά και μέσα στο μελαμψό του ύφος τα πράσινα μάτια του… κοίταζαν… Να ‘ξερα που κοίταζαν, να καταλάβαινα. Γι’ αυτόν είμαι απλά, μία φίλη του, μία ανάμεσα στις κοπέλες που έχουν περάσει από δίπλα του. Εντάξει. Είμαι “η Ελένη από τη Βομβάη”, “η Ελένη που λύνει τους γόρδιους δεσμούς”, η Ελένη που μιλάει μόνο με το σώμα”… Τον είδα σαν θεό εχθές. Πάντως εγώ πήγα και ήπια… Έπεσα ανάσκελα στο πάτωμα. Τα χέρια μου, τα πόδια μου, όλο μου το κορμί ήταν μουδιασμένα κι έκαιγαν. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Καθόμουν έτσι και σκεφτόμουν.

Η Ξανθή πρότεινε να με πάνε στο σπίτι μου. Ο Νικόλας όμως της απάντησε κάτι που με συγκίνησε: “Εδώ είναι το σπίτι της”, της είπε.  Θυμάμαι ότι η Ξανθή με έβαλε στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα. Ξύπνησα κατά τις τέσσερεις το πρωί και βρήκα το Νικόλα να διαβάζει μόνος του μέσα. Μου διάβασε δύο σελίδες. Ζαλιζόμουνα. Σκεφτόμουνα τους δικούς μου που δεν τους είχα ειδοποιήσει… Του θύμισα τον Θεό του “Μπαίνω – βγαίνω”… Προσπαθώ να μπω στη σκέψη του, προσπαθώ να τον καταλάβω. Κάτι έχω καταφέρει.

Αλλά πόσο απέχω ακόμα από το να επικοινωνήσω μαζί του. Μου είπε πως “άν ήμουν έτοιμη” θα μίλαγα στον ύπνο μου ή θα θυμόμουν το όνειρο που είδα… Μετά κοιμηθήκαμε. Ξαπλώσαμε ανάσκελα στο μεγάλο κρεβάτι. Η Ξανθή κοιμόταν απέναντι στο μικρό μόνη της – βάλαμε τα χέρια μας σε σχήμα χι ο ένας στην κοιλιά του άλλου και κοιμηθήκαμε έτσι. Μόνο προς το τέλος κουράστηκα, έβγαλα το χέρι μου και έγειρα στο πλάι. Μου είπε να χαλαρώσω, να αφήσω το σώμα μου τόσο πολύ ελεύθερο που να το ρουφήξει το στρώμα. Να μη νοιώθω τίποτα άλλο εκτός από το χέρι μου πάνω του. Δεν μπόρεσα να το καταφέρω και έγειρα δίπλα…”

«Παράτα το σχολειό, παράτα αυτό το χάλι/Να είσ’ αφεντικό του εαυτού σου πάλι/Παράτα τα θρανία και τ’ αμφιθέατρα/Να ‘ρθης στη παραλία να κάνουμ’ έρωτα», της αφιέρωνε της Ελένης ο Νικόλας.

Η Ελένη από την Βομβάη. Τότε.

Και συνεχίζει η Ελένη Μπελεζίνη:

«Αυτό το τραγούδι, κι άλλα βέβαια, αλλά αυτό και το “Βαρέθηκα”, το άκουγα πολύ συχνά από το Νικόλα. Καθόμασταν, εκεί, στον οντά, αντικριστά, κι αυτός καθώς έπαιζε το τραγουδάκι αυτό, μου χαμογελούσε… Του είχα εκμυστηρευτεί ότι επιθυμώ να αφήσω το σχολείο και να φύγω από το σπίτι μου. Πήγαινα στη Β’ Λυκείου τότε. Ήταν κάτι που το έκανα λίγο αργότερα πράξη, σταμάτησα το σχολείο, και άρχισα να “αλητεύω” στα Εξάρχεια… (Κάτι βέβαια, για το οποίο δύο χρόνια αργότερα μετάνιωσα και πήρα τη γενναία απόφαση να πάω να τελειώσω το Λύκειο, σε ηλικία είκοσι ετών). Άρχισαν οι προστριβές με το σπίτι μου, οι γονείς μου ανησύχησαν, και ο πατέρας μου πήγε και βρήκε τον Άσιμο, αυτοπροσώπως και συζήτησαν για μένα. Δεν γνωρίζω τι είπαν μεταξύ τους, πάντως είχαν συναντηθεί αρκετές φορές… Εκείνη την εποχή ο Άσιμος, ετοιμαζόταν να βγάλει δίσκο. Υπήρχαν οι κασέτες που κυκλοφορούσαν έτσι κι αλλιώς εκτός εμπορίου, αλλά το ότι θα “επισημοποιούσε” τη δουλειά του σε βινύλιο, θυμάμαι ότι του δημιουργούσε αντιφατικά συναισθήματα. Και ήθελε και δεν ήθελε να το κάνει αυτό.

Στο βάθος το “σνόμπαρε”, θεωρούσε ότι τον “ρουφάει” το σύστημα, αλλά ένας δίσκος, και κύρος (καλλιτεχνικά) θα του προσέδιδε, και αναγνώριση, ήταν κάτι που τον “συνέφερε”. Θυμάμαι τα σχόλιά του για τις συναντήσεις που είχε με την Χαρούλα Αλεξίου και τον Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι και ερμήνευσαν δικά του τραγούδια. Επέστρεφε από μια τέτοια συνάντηση, και με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, μας έλεγε τα συμβάντα από τις πρόβες αυτές στο στούντιο. «Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής και να γυρίσω δίσκο». Το εννοούσε.

Μετά από λίγα χρόνια, άρχισα να απομακρύνομαι, από κοντά του. Είχαν συμβεί διάφορα. Οι συναντήσεις στου Στρέφη, διάφορα περίεργα περιστατικά που είχαν συμβεί σε μια βόλτα που είχαμε πάει στην Ύδρα, ο καινούργιος του χώρος στην οδό Πλαπούτα, άρχισα να … τον… φοβάμαι… Η γοητεία που μου ασκούσε ο Νικόλας, δεν είχε μειωθεί, ωστόσο, άρχισα να μην αντιλαμβάνομαι τα λόγια του, και τις πράξεις του, από ένα σημείο και μετά. Είχα την αμφιβολία μήπως, εγώ δεν καταλαβαίνω, μήπως είμαι ανώριμη και “δεν πιάνω”, αυτά που λέει ή εννοεί ο Άσιμος, δυσκολευόμουν να επικοινωνήσω μαζί του.

Παρ’ όλ’ αυτά για καιρό τον έβλεπα κάθε μέρα. Μου είχε δώσει και τα κλειδιά του σπιτιού του, αλλά προσπαθούσα να … αποστασιοποιηθώ από την έλξη που συνέχιζε να μου ασκεί. Εκείνη την εποχή, είχε μαζέψει γύρω του, μια ομάδα παιδιών που τον είχαν πνευματικό δάσκαλο, γκουρού, ας το πούμε έτσι και τον ακολουθούσαν παντού.

Θυμάμαι τον Τόλη και τη Λίτσα. Υπήρχαν και μουσικοί μέσα στην παρέα αυτή, γύριζαν σε διάφορα στέκια των Εξαρχείων και του κέντρου και έπαιζαν μαζί τα τραγούδια του, έδιναν παραστάσεις, ανέβαιναν πολύ συχνά πάνω στο λόφο του Στρέφη, και άκουγαν το κήρυγμα του Νικόλα…

Είχα πάει κι εγώ σε μερικές απ’ αυτές τις συναντήσεις όπου και παραξενευόμουν πολύ από το δυσνόητο “νόημα” όλων αυτών που έλεγε και … δίδασκε. Θυμάμαι ότι μας είχε πει να μάθουμε από στήθους έναν αφορισμό δικό του, που κανείς δεν καταλάβαινε τι σήμαινε. “ΔΟ ΠΙ ΜΙ Ο ΠΟΥ Ε ΠΑ ΠΙ ΣΙ Ο ΜΟΥ Ε!” Αυτό έπρεπε να το λέμε απ’ έξω ήταν κάτι σαν χαιρετισμό όταν συναντιόμαστε με την ομάδα.

Είχε ξεκινήσει μια αντίστροφη μέτρηση (για μένα), και διαφαινόταν μία όχι τόσο “φυσιολογική ” πορεία…

Μόνο δυο στίχους του Ν. Εγγονόπουλου θα γράψω γι αυτόν: “Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα,/ την ιδιάζουσα διάλεκτο/ μιας λησμονημένης,/ τώρα πλέον,/ πόλεως,/ της οποίας και είτανε άλλωστε, / ο μόνος νοσταλγός.”»

Από το αρχείο Ασημόπουλου, αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο εξαντλημένο, πια, βιβλίο του Γιώργου Αλλαμανή για το Νικόλα Άσιμο. Ο Άσιμος έξω από την κατάληψη της Βαλτετσίου, αρχές δεκαετίας ΄80.

Ο Νικόλας Άσιμος (Ασημόπουλος) μεγάλωσε στην Κοζάνη, ήταν καλός μαθητής και αρκετά οξύθυμος σαν χαρακτήρας. Σαν μαθητής, αγαπά τα εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα. Το χειμώνα του 1966 στέλνει για δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στη στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους του γαλλικού Monsieur Cannibal.

Ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται και ο Άσιμος του απαντάει με μία τετρασέλιδη επιστολή, βάζοντας τον στη θέση του. Αυτή είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Άσιμος, με το οποίο δηλώνει καθαρά ότι δεν «ασημώνεται», κοινώς δεν εξαγοράζεται.

Φεύγει από το σπίτι του και ξεκινάει να παίζει σε παραστάσεις, ενώ σπουδάζει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Δεν παίρνει ποτέ πτυχίο αφού δεν δίνει ποτέ τα τελευταία έξι μαθήματα και «κατεβαίνει» στην Αθήνα.΄Ερχεται σε επαφή με μεγάλες φυσιογνωμίες της εποχής, από τον Γιάννη Ζουγανέλη, την Χαρούλα Αλεξίου και τον Διονύση Σαββόπουλο, μέχρι τον Θάνο Μικρούτσικο, τη Σωτηρία Λεονάρδου και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Τοποθετείται ανοιχτά εναντίον του σταρτού και παίρνει από εκεί απανωτές αναβολές,  στήνοντας θεατρικές παραστάσεις κάθε φορά έρχεται η ώρα να παρουσιαστεί. Ξεκινάει να ηχογραφεί κασέτες τις οποίες πουλάει έξω από το Πολυτεχνείο και στους δρόμους των Εξαρχείων, στην τιμή των 100 δραχμών.

Εκτός από δική του μουσική, πουλά και άλλες κασέτες, σπάνιες ή δυσεύρετες. Άνθρωποι αγόραζαν από αυτόν, όχι κατ’ ανάγκη δουλειά του, αλλά τον θυμούνται χαρακτηριστικά σε διάφορα σημεία, πχ, έξω από το Πολυτεχνείο, όπως ας πούμε λέει ο Γιώργος Χαρωνίτης. Δύο κασέτες είχα ψωνίσει από τον Άσιμο, η μία ”Area & Demettrio Stratos”  και η άλλη ”Frank Zappa: Freak Out!”. Πρέπει να μιλάμε για το 1981. Δεν τις έβρισκες πουθενά αλλού αυτές! Πολύ δυσεύρετο υλικό», λέει ο Χαρωνίτης στο Olafaq.gr.

Άλλοι, αγόραζαν δουλειά του, πιο πολύ για να τον υποστηρίξουν-αργότερα μπορεί να έγιναν θαυμαστές του, όπως ο Μακάριος Αβδελιώδης. Μες στην ταβέρνα του στη Νεάπολη, τον Πειναλέοντα, ο Άσιμος έμπαινε ως πλανόδιος για να πουλήσει κασέτες. «Δεν δέχτηκε ποτέ ούτε ένα κέρασμα, ούτε λίγο κρασί, μια μπουκιά φαγητό. Ανένδοτος. Όποιος ήθελε, ας αγόραζε κασέτα», λέει στο Olafaq.gr ο Μακάριος Αβδελιώδης.

Ό, τι έγραφε ο Νικόλας ήταν βιωμένο, πραγματικό για εκείνον. «Κανέναν δεν θ’ αφήσω εμένα να κερνάει», λοιπόν…

 

Ο Άσιμος, περισσότερο ίσως από τραγουδοποιός, είναι γραφιάς, ποιητής., αλλά και περσόνα. Έτσι, το 1981, γράφει και εκδίδει σε 1500 αντίτυπα το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», ενώ ξεκινάει να παίζει σε διάφορες ταινίες. Εκερηκτική η σχέση του με την εξουσία αρχικά (στην συνέχεια και με τους αντιεξουσιαστές!)

Κατηγορείται για ηθική αυτουργία και υποκίνηση στην διατάραξη της κοινής ειρήνης και προφυλακίζεται για δύο μήνες στις φυλακές της Αίγινας. Όλα αυτά, καθώς μένει στο πρώτο του σπίτ στα Εξάρχεια, αυτό που αναφέρει και η Μπελεζίνη, στην οδό Αραχώβης 41, κοντά στην Πλατεία Εξαρχείων. Βγαίνοντας από την φυλακή ο Άσιμος είπε: «θα ξανάρθω». Επιστρέφει στην πώληση περιοδικών και των κασετών του, ενώ οι πολιτικές παρεμβάσεις του είναι πλέον πιο έντονες από ποτέ.

Μέχρι τον χειμώνα του 1980, καθιερώνεται ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις που ταράζουν τους μικροαστούς, τους βολεμένους με τις μεταπολιτευτικές υποσχέσεις και συνθήκες. Τα Χριστούγεννα λέει τα δικά του Κάλαντα στην Βαρβάκειο αγορά και είναι αρκετοί οι Αθηναίοι που έχουν χαρακτηριστικά στην μνήμη τους την εικόνα του, όπως ο Μακάριος Αβδελιώδης που τον θυμάται χαρακτηριστικά, όταν κάποιες γιορτές, είχε κατέβει στην Αγορά για τα γιορτινά ψώνια της ταβέρνας του.

Ο Νικόλας Άσιμος, ουσιαστικά, είχε αλλάξει τους στίχους από τα κάλαντα για την ταινία «Τα Βαποράκια» (γνωστή και ως «Άλλος για τον Κορυδαλλό!») του 1983, σε σκηνοθεσία Παύλου Τάσιου συζύγου της Κατερίνας Γώγου.Στην ταινία αυτή, ο Άσιμος υποδύθηκε τον μουσικό. Έπαιζαν, μεταξύ άλλων, ο  Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Δάνης Κατρανίδης, η Βάσια Παναγοπούλου και ο Βασίλης Τσιπίδης.

Ο Άρης Δημοκίδης μετέγραψε το «ποίημα»:

Καλήν ημέραν άρχοντες κι ανοίχ’τε τα στραβά σας
Η ιστορία που θα πω να μπει μες στα μυαλά σας

Όταν την «έπινε» ο θεός την «πίναν» κι αγγέλοι
Την «πίνανε» κι οι άνθρωποι και όλα γάλα μέλι

Ήταν παράδεισος η γης κι ολόγλυκα τραγούδια
Ψέλναν ανθρώποι και πουλιά· μαζί και τ” αγγελούδια

Μα ένα διαβολόφιδο αμάν κακό στην φύση!…
Τους πρωτοπλάστους γέλασε κι έκλεψε το χασίσι

Τότε ξενέρωσε ο Θεός και χαρμανιάσαν όλοι
Οι ανθρώποι γίνανε κακοί κι οι άγγελοι διαόλοι

Έγινε κόλαση η γης, παντού φωτιές να καίνε
Και τώρα τα τραγούδια μας μόνο για πόνο λένε

Καλήν σας μέρα άρχοντες και βάλ” τε στο μυαλό σας
Αυτά που σας τραγούδησα θε να βγουν σε καλό σας…

Την ίδια περίοδο πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, συλλαμβάνεται και στέλνεται στο Δαφνί, ευτυχώς για λίγες μόλις μέρες. Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε «Χώρο Προετοιμασίας». Συλλαμβάνεται τακτικότα, δέχεται βία, ηλεκτροπληξία, ξύλο.

Στις 7 Ιουνίου 1987, σε ένα διαμέρισμα της Ζαΐμη, διοργανώνει μια «Τελετή Μύησης» παρουσία μιας κοπέλας της οποίας ο φόβος σε συνδυασμό με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Άσιμου οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις κατηγορίες του βιασμού κατ` εξακολούθηση, αλλά και παράνομη κατακράτηση. Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπέλα αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του.

Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται στην τρέλα: αυτοτραυματίζεται και κάνει πειράματα σε ζώα, ολοένα και απομακρυνόμενος από την κοινή, ανθρώπινη λογική. Από τα ζώα ζήτησε συγχώρεση σε ένα από τα έξι γράμματα που άφησε πριν αυτοκτονήσει, και όχι από ανθρώπους που χτυπούσε με ή χωρίς την μαγκούρα του, ούτε από γυναίκες που χαρακτήριζε ανοιχτά «δούλες». Ποιος; Ο Νικόλας Άσιμος που είχε πει το επικό, εντελώς προχωρημένο για την εποχή του και ανεπανάληπτο: «Χρειάζομαι ο φίλος μου να’ναι γένους θηλυκού»!

Παρά τη θέλησή του, με εντολή του πατέρα του οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική είναι ράκος από τα ψυχοφάρμακα ενώ η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, η επικείμενη έξωση από το σπιτάκι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή τον κάνουν κομμάτια.

Τον πιάνουν κρίσεις μελαγχολίας, απομονώνεται και φτάνει σε σημείο να τον αποφεύγουν ακόμα και οι ελάχιστοι πραγματικοί φίλοι του. Εκεί αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Η κηδεία του Νικόλα, έλαβε χώρα το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, παρουσία 200 περίπου ατόμων. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος φρόντισε αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του «Μπαγάσα».

Ένας από τους ψυχιάτρους που είχε συνεργαστεί με το Νικόλα Άσιμο, ο Σωτήρης Παστάκας, λέει στο Olafaq:

«Ο Νικόλας Άσιμος δεν έχει ανάγκη τις μαρτυρίες μας, υπάρχει μέσα από το έργο του που τον κρατά ζωντανό. Πάνω του προβάλλουμε τις δικές μας αδεξιότητες και ανικανότητες. Σήμερα, μια φυσιογνωμία σαν του Νικόλα μπορεί και να φαντάζει ιδανική ή εξιδανικευμένη, μιας που πια όλοι θέλοουμε να ξεχωρίζουμε, να προκαλούμε και να πρωτοτυπούμε. Ο Άσιμος είναι πιθανό να έψαχνε αγάπη και αποδοχή, αλλά δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να αποδεχθεί την επιτυχία και την αγάπη.

Έπασχε από παραληρητική διαταραχή, με αποτέλεσμα, και σε συνδυασμό με την υπερβολική δόση φαρμάκων να παραλύουν τα άκρα του και να δίνει αυτή την εικόνα κάποιων τρόφιμων ψυχιατρείων, που περπατούν κάπως σαν…ζόμπι».

 

Ο Άσιμος δεν είχε ακριβώς φίλους, είχε ανθρώπους που συμπορεύτηκαν μαζί του (αντέχοντάς τον) κάποιες περιόδους.

Ένας από αυτούς είναι ο one of a kind Νίκος, ο ιδιοκτήτης του ροκ μπαρ Domahar στο Παγκράτι, θυμάται ξενύχτια στην υπόγα του, όπου μαγείρευαν νερό και κύβους κνορ για να ξεγελάσουν την πείνα τους και κάπνιζαν ατελείωτα. Τον θεωρεί ποιητή και παρόλο που δεν παίζει ελληνικό ροκ στο μαγαζί του, ποτέ δεν θα λείψουν τραγούδια του Άσιμου από τα decks  του. Ανήκε σε αυτούς που μπαινόβγαιναν από το παράθυρο της υπόγας στην Αραχώβης, στην οποία ο Άσιμος έμεινε από το 1978 έως την άνοιξη του 1983.

Ο μουσικός παραγωγός και μάνατζερ Γιώργος Ψωμόπουλος έκανε παρέα μαζί του, όπως και οι μουσικοί της μπάντας Magic de Spell. Ο Ψωμόπουλος λέει στο Olafaq: «Κάναμε καθημερινά παρέα. Ήθελε γερό στομάχι να’ σαι δίπλα του. Αν κάτι, οτιδήποτε, του την έδινε ή τον χαλούσε στην έλεγε απροειδοποίητα και ξαφνικά. Και μάλιστα, στα έχωνε πολύ χοντρά».

Όπως επισημαίνει ο Ψωμόπουλος, επίσης, ο Άσιμος περισσότερο από μουσικός ήταν τραγουδοποιός. «Μια κιθάρα γρατσούναγε και έγραφε στίχους και κείμενα», παρατηρεί (σ.σ: και ο Σιδηρόπουλος μιας κιθάφρα γρατσούναγε) και προσθέτει: «Χρειαζόμαστε πολλούς Άσιμους ακόμα, μπας και αλλάξει κάτι σε αυτές τις εποχές παρακμής και άρνησης του ίδιου του πολιτισμού, σε αυτές τις εποχές που βαδίζουν πάνω και πέρα από το Παράλογο».

Σημειωτέον, ο Άσιμος είχε κάνει πολλές-όχι όλες το ίδιο επιτυχημένες- εμφανίσεις  σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Είχε δημιουργήσει και την περίφημη  «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου. Ο Γιάννης Ζουγανέλης τον είχε φέρει σε επαφή με την “ΛΥΡΑ” πριν από την μεταπολίτευση, δίνοντάς του και την ευκαιρία να γίνει μέλος του “Συνεργατικού Θίασου Μουσικών” και του μουσικού καφενείου “Σούσουρο” (Ανδριανού 134, Πλάκα). Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς-ορχήστρα, παίζουν θέατρο (περισσότερο θεατρικά δρώμενα) και τραγουδούν.

Το 1982, ο Άσιμος κυκλοφόρησε, μετά από ακρετά εμπόδια που κυριως ο ίδιος έθετε σε εαυτόν και συνεργάτες, τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Αρχές του 2000 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Νέα Σύνορα – Λιβάνη”, ο βιογραφικός θησαυρός: Γιώργου Ι. Αλλαμανή “Δίχως Καβάτζα Καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου”, ενώ τον Απρίλιο του 2000 κυκλοφόρησε η από τις εκδόσεις “Βιβλιοπέλαγος” το βιβλίο του Άσιμου “Αναζητώντας Κροκανθρώπους”, σε επιμέλεια Μιχαήλ Πρωτοψάλτη.

«Τον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία», έχει δηλώσει ο Άσιμος.

Μάλιστα, είχε αναφέρει σε συνέντευξή του:«Ούτε ροκ υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε αναρχία, ούτε τρίχες μπλε. Σαβούρα είναι! Δεν υπάρχει περιθώριο, το περιθώριο είναι μια ντρίπλα του συστήματος. Και όσοι νομίζουν ότι είναι περιθωριακοί να πάνε να πνιγούνε! Άμα φύγανε απ’ τα σπίτια τους, απ’ τους μπαμπάδες τις μαμάδες τους, άμα αρνήθηκαν οικογένειες, να βάλουν τον κώλο τους κάτω και να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους. Όπως εγώ χρόνια τα βγάζω πέρα μοναχός μου και δε ζήτησα δεκάρα τσακιστή από κανένα και στον έσχατό μου θάνατο και στην έσχατή μου αρρώστια». (Συνέντευξη στον Οδυσσέα Ιωάννου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μουσική» (τον Μάιο του 1987).

Τον αποκάλεσαν “Άγιο των Εξαρχείων”. Βασικά, ο χαρακτηρισμός που συνοδεύει μέχρι σήμερα τις αναφορές που γίνονται σε αυτόν, οφείλεται στον Λεωνίδα Χρηστάκη  και το βιβλίο του «Αγία Τριάδα των Εξαρχείων». Γράφτηκε για την γνωστή τριάδα σημαντικών δημιουργών που θεωρήθηκαν ανυπότακτοι και είχαν ροπές σε πάθη: Παύλο Σιδηρόπουλο, Νικόλα Άσιμο, Κατερίνα Γώγου.

«Ποιητή των Εξαρχείων» ή ακόμα και «Τρελό των Εξαρχείων» τον έλεγαν τον Άσιμο. Ουσιαστικά, όλος ο κόσμος που τον γνώρισε και ζει σήμερα αναφέρεται σε μία αντισυμβατική φιγούρα, έναν άνθρωπο με δικά του όρια, που μπορούσε να γίνει φορτικός, κουραστικός, ακατανόητος, άκρως ισοπεδωτικός απέναντι σε όλους και όλα. Απροσάρμοστος ή υπερευαίσθητος; Ένα είδος τρελού προφήτη ή απλώς κάποιου διαταραγμένου, ταλαντούχου νου; Τα χρόνια κατά τα οποία έζησε ο Νικόλας δεν είχαν περί πολλού στην ψυχοθεραπεία-μιλάμε και για Ελλάδα. Οι ψυχιατρικές προσεγγίσεις στέκονταν συχνά βίαιες και οδηγούσαν (με υπερβολικά φάρμακα) σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ευτυχώς, σήμερα τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα σε αυτόν τον τομέα.

Πάντως, η μυθολογία που τον έχρισε Άγιο των Εξαρχείων βρίσκεται σε σφαίρα υπερβολής. Τα Εξάρχεια, τα έτη κατά τα οποία έδρασε εκεί ο Νικόλας Άσιμος, διέπονταν από έναν  χαλαρό, άνετο, μποέμ, αυθάδικο χαρακτήρα. Με μεγάλο ιστορικό αντίστασης ήδη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά και ξεχωριστή συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσω των πανεπιστημίων τριγύρω, θεωρήθηκαν λίκνο Αντίστασης και Χωνευτήρι άγριων νιάτων, αλλά και μυαλών που διαμόρφωσαν την πολιτιστική ιστορία του τόπου μας. Ανάμεσα σε φως και σκοτάδι, τα άγρια Εξάρχεια ταυτίστηκαν με το αναρχικό κίνημα, αλλά και με την αυτοκαταστροφή, την επανάσταση και την διεκδίκηση, αλλά και την γκετοποίηση. Πολλές μορφές που δεν θυμόμαστε ούτε γνωρίζουμε όλες και όλοι σήμερα έδρασαν στα Εξάρχεια και άφησαν έργο.

Μέσα εκεί, ο Άσιμος ήταν κομμάτι ταιριαστό-αλλά και σε φάσεις και όψεις του, άκρως αταίριαστο. Γιατί ο Άσιμος δεν έκρινε μόνο την εξουσία, αλλά και τους αντιεξουσιαστές, τους κομμουνιστές, όσες και όσους τάσσονταν τυφλά και ακρίτως υπάκουα σε -ισμούς. Έχει γίνει γνωστός ο ξυλοδαρμός του από κάποιους Κνίτες (αυτο δεν σημαίνει πως όσοι ψήφιζαν ΚΚΕ ή το ίδιο το ΚΚΕ ακόμα τον μισούσαν/ε).

Έχει δηλώσει ο Άσιμος:

« Όταν είχα γράψει ένα τραγούδι που έλεγε…”σαν θα με καλέσει η πατρίδα να πάω τον οχτρό να πολεμήσω/ θα τους πω δεν έχω εγώ πατρίδα/ ούτε θυσιάζομαι ποτέ για των μπουρζουάδων τα σαγόνια/ για των μπουρζουάδων τα μεράκια”… είχα φάει ξύλο τότε από την ΚΝΕ! Και αυτό γιατί είχαν ξεχάσει την Πρώτη νομίζω Διεθνή που έλεγε… ”εμείς δεν έχουμε πατρίδα/ ούτε αγίους με σπαθιά/ μόνο έχουμε τα δυο μας χέρια/ που μας ζούνε απ’ τη δουλειά”. Αυτά τα ’χαν ξεχάσει. Βρέθηκε η σοσιαλιστική πατρίδα, βρέθηκε το έθνος ξανά, βρέθηκε το ’να, βρέθηκε τ’ άλλο. Κι εκεί βρίσκεται ο διαχωρισμός και η χοντρή διαφωνία. Αλλά να δέχονται κριτική και χιούμορ, και να διακωμωδήσουνε τους εαυτούς τους. Όταν πήγαινα σε επαρχιακές πόλεις εκείνοι που με στηρίξανε κατά καιρούς ήτανε οι Κνίτες και ας φαίνεται παράλογο για ορισμένους εδώ ξέμπαρκους αναρχικούς.»

Σε ένα από τα τελευταία του σημειώματα, γράφει: «Παρακαλώ τους δημοσιογράφους κι άλλους έξυπνους να μην ασχοληθούν μαζί μου γιατί δεν ξέρουν»

Του ζητώ συγγνώμη που ασχολήθηκα, αλλά, από την άλλη, ο Άσιμος είναι, πλέον, κάτι πέρα και πάνω από τον άνθρωπο που έφερε το όνομά του. Έγινε Ιδέα και η τέχνη του συνεχίζει να κρατά συντορφιά σε σκοτεινά δωμάτια ανθρώπων που σκέφτονται και νιώθουν, ενώ τα τραγούδια του παίζονται από μπάντες και μοσυικούς σε μαγαζιά που, πιθανώς, θα απαγόρευαν την είσοδο στον αδύνατο, ψηλό μουστακαλή με το σεληνιασμένο βλέμμα.

Κι αν ο Άσιμος ούτε μας είχε, ούτε μας έχει ανάγκη, είναι γεγονός πως και τον είχαμε και τον έχουμε εμείς. Ποιοι εμείς; Μα οι Κροκάνθρωποι, φυσικά-ένα γένος ανθρώπων που δεν θα πάψει ποτέ να διαιωνίζεται, όσο υπάρχει ακόμα ζωή και τέχνη.

Αυτή είναι η ανοιχτή επιστολή του Νικόλα Άσιμου που έστειλε στις εφημερίδες και κάποια ραδιόφωνα, λίγο καιρό πριν δώσει τέλος στην ζωή του:

“Μήνυμα προς όλους, για όλα”

Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.

Magic Theater fur fur.
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία που καταργεί την ιστορία.
Εγώ που το έχω ξεκινήσει, έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη. Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρό μας.

Ανθρώπους ψάχνουμε, όχι ιδεολογίες.
Ανθρώπους να’ χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη.
Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι, και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρω.
Ανθρώπους έστω με καρδιά.
Ας είναι δικηγόροι, παπάδες κι αστυνόμοι.
Ας είναι και χαφιέδες, κομμουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δε καταλαβαίνετε το θέατρό μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα, δε φταίμε εμείς. Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.

Σας κολλάμε στον τοίχο μ’ ένα σελοτέιπ.

Είμαστε καθαροί γι’ αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε. Δίνουμε παραστάσεις στην πλατεία και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά. Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης, ξέρουμε να δημιουργούμε και όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανά μας.
Οι άλλοι σπάνε λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες.
Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι άνθρωποι του πλανήτη.

Ρωτήστε στην περιοχή των Εξαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν. Σε άλλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε. Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία. Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδιά. Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το ‘χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανέναν.
Με έχουν περάσει απ όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές. Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ’ αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει κι η μικρή μου κόρη.

Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθήνα, εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στο τοίχο του σπιτιού μου. Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ. Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με τη μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φάνε ή που να κοιμηθούνε.

Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνσή μου, την ξέρουν όλοι: ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41, ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Τώρα είμαι υποχρεωμένος να έχω παράπονα, να καταγγείλω κάτι προς όλους και για όλα.

Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή. Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω, καταγγέλω λοιπόν δημόσια.

Στις 6 Οκτωβρίου με πιάσανε έξω απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου. Με σύρανε με τη μία στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσαν τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.

Εγώ τους έλεγα αλήθειες που δεν τις λένε τα βιβλία κι αυτοί με βγάλανε τρελό.’Εκανα ακόμη κι αυτούς που με χτύπησαν να γελάνε. Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ’ αγγίξουν, με σύρανε δεμένο στο Δαφνί.

Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ’ αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια, παρ’ όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δε θα μ’ αγγίξουν και με πάτησαν στο χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες. Τους αρρώστους που προσπάθησαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δε τήρησαν ένα λόγο. Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός. Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ’ το χειρότερο μπουντρούμι. Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω.

Γιατί εγώ δεν είμαι τρελός. Ξέρω να θεραπεύω τους πάντες και τα πάντα, μ’ ένα τραγούδι, με μια καραμούζα, με ένα κουτί σπίρτα και με αγάπη.

Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε. Ιδίως τον Διονύση τον Σαββόπουλο καθώς και τον φίλο μου ψυχίατρο, τον Δημήτρη Μαντούβαλο.
Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανέναν, μου είπαν όλο όχι.
Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα). Κάνανε ότι δε ξέρουνε και ούτε το σπασμένο χέρι μου δε τόλμησαν να μου σφίξουν. Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους.

Αρκεί να σταματήσουν αμέσως τις ψεύτικες διώξεις. Αλλιώς θα εμφανιστώ μονάχος και θα σας προκαλέσω να με εκτελέσετε δημόσια σε μια πλατεία. Το προτιμάω, παρά το ψέμα, σταυρό ή κρεμάλα.

Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δε μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω και το πληγωμένο μου κορμί. Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιό μου δικηγόρο, προς όλους και για όλα. Ακόμη και στους ψυχιάτρους και τον τυχόντα εισαγγελέα. Βοηθήστε με να επανέλθω στο κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμη. Κι ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματά μου. Δε ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη, εγώ ζήτησα χιλιάδες. Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω να δημοσιεύσουν το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές. Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή.
Κάντε το τώρα και σας συγχωράω. Πολεμήστε την αλήθεια, είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.

Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δε καταλαβαίνουν και με θεώρησαν τρελό, ας κάνουν το κόπο να μελετήσουν βιβλία.
Όπως το “1984” του Όργουελ, “τον λύκο της στέπας” του Έρμαν Έσσε, τις “ιστορίες δύναμης” του Δόν Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία για τον Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους. Τη “δολοφονία του Χριστού” του Βιλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, τον Διγενή με το φανάρι, τη κατσαρίδα που έμαθε να πετάει. Ή ας διαβάσουν το βιβλίο μου “Αναζητώντας Κροκάνθρωπους” και πολλά άλλα, Ζεν και Γιόγκα, ακόμη και τον Αϊνστάην.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στον δρόμο .Ενεργοποιηθείτε και θα σας αθωώσω. Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει. Θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω.

ΕΙΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.

Καλώ και τον Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι. Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.

Ευχαριστώ μετά τιμής
Και όλο το magic theater fur fur

Υ.Γ. Ξεκουνηθείτε όμως αμέσως!
Ή αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το Πολυτεχνείο που εκεί είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι.
Κάντε τον κόπο και σκύψτε να διαβάσετε:

“Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”

Κάτω δεξιά είναι γραμμένο. Του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Νίκου Καντζατζάκη, κάτι γράφει:

”Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος”

Ναι αυτός είμαι. Είμαι τα πάντα και τίποτα δεν είμαι.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ”

Νικόλας Άσιμος

 

Επίτρεψέ μου, Νικόλα, να θεωρώ το μεγαλύτερο πειστήριο της ευφυίας και ευαισθησίας σου, στην πιο καθαρή και ανόθευτη εκδοχή τους, αυτή την μελοποίηση και ερμηνεία που επεφύλαξες στο ποίημα του Σκαρίμπα «Ουλαλούμ».

Και να σου στείλω εκεί, ψηλά στον ουρανό, το ποίημα που έγραψε για σένα και έστειλε στο Olafaq.gr η παλιά σου φίλη, η Θέκλα Τσελεπή:

Θα κάψω το χωράφι μου τόπος να μην υπάρχει να σταθώ.

Θα κάψω και τα μέσα μου
μήπως και λυτρωθώ.

Κι όσο για τα τραγούδια μου
σπόρος πικρός σπόρος γλυκός

για το πουλί το μαύρο το μικρό στο συρματένιο πλέγμα.

Και συ ψυχή μη φοβηθείς
πέτα ψηλά

σε μια βιτρίνα, μόνη, θα μείνει κρεμασμένη η ζωή μου.