Η Μίλβα, της οποίας, η ζεστή φωνή και τα φλογερά κόκκινα μαλλιά την έκαναν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες ντίβες της Ιταλίας από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του ’80, φορούσε αστραφτερά φορέματα ενώ τραγουδούσε αριστερούς ύμνους.

Σε μια εκλεκτική καριέρα που διήρκεσε περισσότερα από 50 χρόνια, η Μίλβα τραγουδούσε σε φεστιβάλ ενώ παράλληλα εμφανιζόταν σε χώρους υψηλής κουλτούρας, όπως η Όπερα του Παρισιού και το διάσημο θέατρο Piccolo του Μιλάνου. Έγινε δημοφιλής σε όλη την Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία. Τραγουδούσε παραδοσιακά τραγούδια και παράλληλα είχε σύγχρονες επιτυχίες. Φορούσε λαμπερά φορέματα ενώ παράλληλα τραγουδούσε αριστερούς ύμνους.

Η Μίλβα γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1939 στο Γκόρο, μια μικρή βορειοανατολική πόλη, ως Μαρία Ίλβα Μπιολκάτι. Ο πατέρας της, Πεσκαριέλο Μπιολκάτι, ήταν ιχθυοπώλης. Η μητέρα της, Νόεμι Φαρινέλι, εργαζόταν ως μοδίστρα και είχε ταλέντο στο τραγούδι. Η Μαρία Ίλβα, αν και ντροπαλή, τραγουδούσε κι αυτή μερικές φορές, σε υπαίθρια θέατρα ή με τις τοπικές ορχήστρες. Όταν ήταν έφηβη, το φορτηγό με τα ψάρια που είχε ο πατέρας της ώστε να μεταφέρει τα ψάρια, χάλασε και η επιχείρησή του κατέρρευσε, οπότε η ίδια άρχισε να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα.

Το κοινό τη γνώρισε ως Σαμπρίνα, λόγω της ομοιότητάς της με τον χαρακτήρα της Όντρεϊ Χέπμπορν στην ομώνυμη ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ του 1954. Αλλά η οικογένειά της την αποκαλούσε Μίλβα, συγχώνευση των δύο μικρών της ονομάτων, και αυτό καθιερώθηκε ως το επαγγελματικό της όνομα.

Μίλβα

Η βαθιά, δυνατή φωνή της τράβηξε τα βλέμματα. Αλλά τα κοντά καστανά μαλλιά της και η μικροκαμωμένη σωματική της διάπλαση απείχαν πολύ από τις πυκνές χαίτες και τις καμπυλωτές σιλουέτες που ήταν τότε περιζήτητες.

Για να το αντισταθμίσει, γέμισε τα σουτιέν της και πύκνωσε τα πόδια της με τρία ζευγάρια κάλτσες. Ένας ατζέντης της πρότεινε να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα, το χρώμα που κατέστη το σήμα κατατεθέν της και της χάρισε το παρατσούκλι La Rossa, ή αλλιώς η κοκκινομάλλα.

Η καριέρα της απογειώθηκε το 1959, όταν κέρδισε έναν διαγωνισμό νέων ερμηνευτών που διοργάνωσε ο εθνικός ραδιοτηλεοπτικός σταθμός της Ιταλίας, ο RAI. Της παραχωρήθηκε το δικό της τηλεοπτικό αφιέρωμα, σε σκηνοθεσία του Μαουρίτσιο Κοργκνάτι, ενός αντιφασίστα διανοούμενου, τον οποίο παντρεύτηκε το 1961.

Ο Κοργκνάτι ανέλαβε τη διαμόρφωση της καριέρας Μίλβα, δουλεύοντας πάνω στη σκηνική της παρουσίαση και στο ρεπερτόριό της. Τη συνόδευσε σε περιοδείες στην Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και, όπως είπε ο ίδιος, μετέτρεψε ένα «αδέξιο κορίτσι της επαρχίας» σε μια χαρισματική ντίβα. Το ζευγάρι χώρισε το 1969.

Η Μίλβα μιλούσε ανοιχτά για τις αριστερές της απόψεις και τις ψήφους της σε κομμουνιστές πολιτικούς. Τραγουδούσε για τις δολοφονίες εργατών εργοστασίων από την ιταλική αστυνομία, ερμήνευε παραδοσιακά αντιφασιστικά τραγούδια της ιταλικής αντίστασης και τραγουδούσε μελοποιημένα έργα αναρχικών ποιητών. Ταυτίστηκε – εν μέρει και χάρη στα κατακόκκινα μαλλιά της – με την πολιτική αριστερά.

Το 1968, όταν τραγούδησε το τραγούδι της Αντίστασης “Bella Ciao” στο αμφιθέατρο της RAI στη Νάπολη, είχε πει στον παρουσιαστή: «Έχω αδυναμία στα τραγούδια της λευτεριάς».

Ο διάσημος Ιταλός σκηνοθέτης Τζόρτζιο Στρέλερ, ο οποίος είχε την εποπτεία του Piccolo, την επέλεξε για ρόλους του Μπρεχτ, κυρίως για τον ρόλο της Τζένι στην «Η Όπερα της πεντάρας». Αυτή μετέφερε τη θεατρική του επιρροή στις συναυλίες της, οι οποίες περιελάμβαναν 15 εμφανίσεις στο Φεστιβάλ Μουσικής του Σαν Ρέμο στην Ιταλία.

Επέδειξε « άοκνη τελειομανία» κατά την προετοιμασία των παραστάσεών της, δήλωσε ο σκηνοθέτης Φιλίπο Κριβέλι, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί της για αρκετά χρόνια.

Τραγουδούσε με χαρακτηριστικό τρόπο με το χέρι στο γοφό της, συχνά ντυμένη με πολυτελή φορέματα του Gianfranco Ferrè και φορώντας ένα άρωμα Guerlain που ήταν ανιχνεύσιμο από τις πρώτες σειρές.

Τα περιοδικά την έβαζαν στα εξώφυλλα, οι παπαράτσι την κυνηγούσαν και γινόταν αντικείμενο των πρωτοσέλιδων των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων, ειδικά όταν ένας από τους πρώην εραστές της βρέθηκε θανάσιμα πυροβολημένος στο αυτοκίνητό του υπό μυστηριώδεις συνθήκες και ένας άλλος αυτοκτόνησε.

Οι θαυμαστές της ήταν πολλοί. Ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Ένιο Μορικόνε της αφιέρωσε ένα άλμπουμ. Ο Άστορ Πιατσόλα της ζήτησε να τραγουδήσει τα ταγκό του. Οι Ιταλοί την γνώρισαν κυρίως μέσα από το
Alexander Platz“, μια επιτυχία που διασκεύασε γι’ αυτήν ο τραγουδοποιός Φράνκο Μπατιάτο, ένας γίγαντας της ιταλικής ποπ μουσικής, και το “La Rossa”, ένα τραγούδι που έγραψε γι’ αυτήν ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης, ο Έντσο Τζανάτσι.

Περιόδευσε στην Ασία και την Ευρώπη, τραγουδώντας σε τουλάχιστον επτά διαφορετικές γλώσσες.

Στην Ελλάδα έγινε ευρύτερα γνωστή από τις συνεργασίες της με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Θάνο Μικρούτσικο. Καρπός της συνεργασίας της με τον τελευταίο ήταν ο δίσκος “Volpe d’amore”, που κυκλοφόρησε το 1994 και περιλάμβανε τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου με ιταλικό στίχο, αλλά κι ένα κομμάτι σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, με τίτλο «Θάλασσα», το οποίο η Μίλβα τραγούδησε στα ελληνικά.

Αρκετά χρόνια νωρίτερα είχε προηγηθεί μια συνεργασία της διάσημης ιταλίδας τραγουδίστριας με τον Μίκη Θεοδωράκη στον δίσκο “Von Tag zu Tag” («Από μέρα σε μέρα», 1978), στον οποίο η Μίλβα τραγουδούσε στα γερμανικά γνωστά και άγνωστα τραγούδια του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, που την καθιέρωσαν στη Γερμανία και ως ερμηνεύτρια έντεχνου τραγουδιού.

Ωστόσο, όλη αυτή η σκληρή δουλειά είχε το τίμημά της. Όταν οι φωνητικές της χορδές παρουσίασαν φλεγμονή, έκανε στον εαυτό της ενέσεις κορτιζόνης για να μπορεί να συνεχίσει να τραγουδάει. Οι γιατροί είπαν ότι οι θεραπείες συνέβαλαν στη νευροαγγειακή νόσο της και το 2012 αποφάσισε να αποσυρθεί από τα μουσικά πράγματα.

Το 2010 η ίδια είχε γράψει:

«Μετά από πενήντα χρόνια αδιάκοπης δραστηριότητας, χιλιάδες συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις τουλάχιστον στο μισό πλανήτη, εκατό δίσκους σε επτά διαφορετικές γλώσσες, αποφάσισα να βάλω μια τελεία στην καριέρα μου».

Μια πρωτοπόρος της ιταλικής μουσικής, καλλιεργημένη, ευαίσθητη και πολύπλευρη ερμηνεύτρια, συνήθιζε να λέει: «Πρώτα θα τελειώσω την παράσταση, μετά μπορώ να πεθάνω». Το σόου ήταν πάνω απ’ όλα για την μυθιστορηματική ερμηνεύτρια.

Η Μίλβα, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας για πολλά χρόνια, έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 2020 στο Μιλάνο, σε ηλικία 81 ετών. Η κηδεία της έγινε στο Piccolo, όπου οι θαυμαστές της έκαναν ουρά για να της αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιμής σε μια σπουδαία τραγουδίστρια. Η Μίλβα έζησε μια πλούσια αγωνιστική ζωή, αντάξια των τραγουδιών που ερμήνευσε.

Διαβάστε επίσης: Ο Charles Lloyd παίζει μισό αιώνα τζαζ, αλλά ευδοκιμεί στην σιωπή