Συνέχεια των απωλειών καθώς η τρέχουσα χρονιά οδεύει προς το τέλος της. Μόλις χθες γνωστοποιήθηκε ο θάνατος της λαϊκής τραγουδίστριας Μαίρης Μαράντη σε ηλικία 72 ετών (ήταν γεννημένη τον Δεκέμβριο του 1950) – είδηση που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, αφού λέγεται πως η Μαράντη «έφυγε» μόνο λίγες εβδομάδες μετά τη διάγνωση της με καρκίνο και ως εκ τούτου ουδείς γνώριζε για την κατάσταση της. Αφήνει πίσω της έναν γιο, το παιδί που λάτρευε και πάντα, όποτε τη συναντούσα, ήταν μαζί της. Η Μαράντη υπήρξε άλλη μία ιδιαίτερη περίπτωση λαϊκής τραγουδίστριας που είδε το άστρο της να ανατέλλει τη δεκαετία του 1970, σε νεαρότατη ηλικία, και που πολλά χρόνια μετά, η συμμετοχή της σε μία ελληνική κινηματογραφική ταινία, της έδωσε μια νέα ώθηση στην καριέρα της: Αναφέρομαι φυσικά στο σπονδυλωτό φιλμ «Όλα είναι δρόμος» (1998) του Παντελή Βούλγαρη και στην περιβόητη σκηνή του σκετς που ο ηθοποιός Γιώργος Αρμένης βάζει φωτιά στο σκυλάδικο ενόσω εκείνη τραγουδούσε το αλησμόνητο τραγούδι της, «Θα πάρω φόρα».
Πρωτάκουσα για τη Μαίρη Μαράντη το 2007 από τα χείλη του σημαντικού μπουζουξή και συνθέτη Γιάννη Καραμπεσίνη, με τον οποίο ήταν ζευγάρι στα πάλκα, αλλά και στη ζωή. Παρόλο που ήταν φανερό πως δεν του άρεσε του Καραμπεσίνη να μιλάει γι’ αυτήν – όχι για κανένα άλλο λόγο, λέω εγώ τώρα, αλλά γιατί προφανώς τον είχε πληγώσει πολύ ο χωρισμός τους – έμαθα πως χάρη σ’ εκείνον είχε βγάλει τον πρώτο της δίσκο το 1972 με συνθέσεις δικές του κι από ένα τραγούδι του Άκη Πάνου και του Λυκούργου Μαρκέα. Ένα όμορφο ξανθό κορίτσι μόλις είχε έρθει από το Αίγιο στην Αθήνα, ξεκινώντας μια πορεία στη δισκογραφία, η οποία, δίπλα στον Καραμπεσίνη, τον δημιουργό μεγάλων επιτυχιών της Πόλυς Πάνου και άλλων σπουδαίων φωνών, είχε όλα τα εχέγγυα για να πάει καλά και να τη φτάσει στην κορυφή. Πιστεύω τώρα πως ο χαρακτηρισμός «βασίλισσα της πίστας», που της αποδόθηκε, πρέπει να’χε «κυκλοφορήσει» τη δεκαετία του 1980, τότε που η Μαράντη είχε εδραιώσει την παρουσία της στις πίστες και στη δισκογραφία. Κι αν με τον Καραμπεσίνη συνεργάστηκε σταθερά καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70, η συνάντηση τους είχε γίνει ακόμη πιο νωρίς, από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα πρώτα της δισκάκια 45 στροφών περιείχαν δικά του τραγούδια.
Η αλήθεια είναι πως η Μαράντη άρχισε να χάνεται από τη δισκογραφία την περίοδο που το λαϊκό τραγούδι της πίστας φαινόταν να υιοθετείται από ένα ολόκληρο life style σύστημα, το οποίο ποτέ δεν τη χώρεσε. Δυο – τρεις προσωπικούς δίσκους έβγαλε μόνο τις δεκαετίες του 1980 και του ’90, συνεργαζόμενη πλέον όχι με τον μέντορά της, τον Καραμπεσίνη, αλλά με δημιουργούς σαν τον Τάκη Μουσαφίρη, τον Αντώνη Ρεπάνη, τον Στράτο Καμενίδη, μέχρι και τον Νίκο Καρβέλα. Ωστόσο, το τραγούδι που θα την ακολουθεί πάντα ήταν το «Θα πάρω φόρα», σύνθεση του Μάκη Γιαπράκου σε στίχους του Πάνου Φαλάρα. Αυτό της ζήτησε ο Βούλγαρης να τραγουδήσει στην ταινία του κι έτσι η Μαράντη ξανάρθε στο προσκήνιο, θυμίζοντας πως το τραγούδι της πίστας, που υποτιμητικά ονομαζόταν «σκυλάδικο» επί σειρά δεκαετιών, ήταν στην ουσία ένα κανονικό φαινόμενο της νεοελληνικής κοινωνίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τη Μεταπολίτευση και μετά. Πάνω απ’ όλα η Μαράντη υπηρέτησε όλα τα τραγούδια με μια καθαρόαιμη λαϊκή φωνή, που είχε δικό της στίγμα, και γι’ αυτό αγαπήθηκε από ένα σωρό κόσμο που έτρεχε να τη δει και να την ακούσει live: Όχι μόνο από το λαϊκό κοινό, αλλά και από τους συναδέλφους της, οι οποίοι πάντα είχαν ένα καλό λόγο για την καλλιτεχνική της αξία και για το ήθος της. Δεν είναι εύκολο αυτό μέσα στον κόσμο της νύχτας. Με κατάκτηση κανονική ισοδυναμούσε σχεδόν.
Τη Μαίρη Μαράντη είχα την τύχη να τη συναντήσω σε δύο τηλεοπτικές εκπομπές με πολύωρα γυρίσματα, που μας έδωσαν την ευκαιρία ν’ ανταλλάξουμε πολλές κουβέντες. Η πρώτη εκπομπή ήταν το 2015 με οικοδεσπότη τον Κώστα Χαρδαβέλλα. Αφιέρωμα στην αγαπημένη Γιώτα Γιάννα, που έφυγε κι αυτή από τη ζωή πριν από μερικούς μήνες. Η Μαράντη βρέθηκε στο πλατό για να τιμήσει τη φίλη της από τα παλιά μαζί με τον Γιώργο Καμπουρίδη και τη νεότερη συνάδελφό τους Εύα Κανέλλη. Στο πάνελ ήμασταν, θυμάμαι, με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη και τη σκηνοθέτιδα Μάρσα Μακρή μεταξύ πολλών άλλων. «Ο Καμπουρίδης είναι ο Κένι Ρότζερς της Ελλάδας» σχολίασε ο Μανιάτης. «Και η Μαράντη ποια να’ναι;» απάντησα εγώ, «η Τσαβέλα Βάργκας της Ελλάδας;» Εκείνη τη μέρα, της είχε κάνει εντύπωση της Μαράντη κάτι που της είχα σχολιάσει για το τραγούδι της, «Θα πάρω φόρα», το οποίο εννοείται πως είχε τραγουδήσει live στις κάμερες: Της θύμισα τους στίχους «Θα πάρω φόρα/ θα πάρω φόρα/ να τα γκρεμίσω/ να πάρω επιτέλους μια αναπνοή», που δεν απείχαν πολύ από τους στίχους ενός τραγουδιού του Νικόλα Άσιμου που είχε βγει την ίδια περίοδο πάνω – κάτω: «Μόνο ένας σεισμός μας σώζει/ φοβερός κατακλυσμός/ μαϊντανός να γίνουν όλα/ να χαθεί ο πολιτισμός» – επρόκειτο φυσικά για τον «Σεισμό» από το άλμπουμ «Ο ξαναπές» (1982) του Άσιμου. Άκου τώρα τι συνειρμό είχα κάνει κι εγώ…
Ξαναβρεθήκαμε το 2018 στην τηλεοπτική «Αυλή των Χρωμάτων» της Αθηνάς Καμπάκογλου, αφιέρωμα στη δουλειά του κοινού μας φίλου, καλού μπουζουξή και συγγραφέα Γιώργου Αλτή. Ξανά με τον Δημήτρη Μανιάτη στο πάνελ. Σε εκείνα τα γυρίσματα, θυμάμαι, η Μαράντη μου εξέφρασε τη διαπίστωση της και όχι το παράπονό της πώς οι νέοι άνθρωποι σπανίως ακούνε τα τραγούδια της πίστας, τα οποία ερμήνευσαν οι τραγουδιστές της γενιάς της. «Άσ’ τα αυτά, Μαίρη μου, για τους χίψτερς» της είχα απαντήσει. «Εμείς, οι αντιχίψτερς, ακόμη αγοράζουμε βινύλια της Μαίρης Μαράντη, της Μαριάνθης Κεφάλα, των Κατσιμιχαίων και του Γιάννη Μαρκόπουλου». Έβαλε τα γέλια.
Από τότε όλο λέγαμε να κάνουμε μία συνέντευξη μαζί, την οποία συνεχώς αναβάλλαμε. Έτσι γίνεται συνήθως και λυπάμαι πραγματικά γι’ αυτό. Μιλάς με τον άλλον, ξέρεις πως είναι εκεί και πως τον «έχεις» ανά πάσα στιγμή. Να, όμως, που η ζωή δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά και παίζει άσχημα παιχνίδια.
Δεν αναφέρομαι στην υγεία της αποκλειστικά. Με το φόβο να δώσω τροφή στα κουτσομπολίστικα έντυπα και sites – ότι σιχαίνομαι απ’ αυτό το χώρο – έμαθα με αφορμή τον απρόσμενο θάνατο της πως τελευταία περνούσε δύσκολα. Κάποια «κοράκια» της είχαν πάρει το σπίτι της και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Αίγιο, στην πατρογονική της οικία, πικραμένη και πονεμένη, αλλά πάντα αξιοπρεπής. Ποτέ δηλαδή η Μαράντη δεν παραπονέθηκε και δε βγήκε δημοσίως να πλασάρει το δράμα της. Μεγάλη δύναμη έπαιρνε προφανώς από τον αγαπημένο της γιο, αλλά και από το τραγούδι, το οποίο μπορεί να εγκατέλειψε δισκογραφικά, ουδέποτε όμως άφησε από τα χείλη της και την ψυχή της.
Η Μαίρη Μαράντη υπήρξε μία καλή λαϊκή ερμηνεύτρια, μέρος κι αυτή των γυναικών τραγουδιστριών της εποχής της, που έκαναν τέχνη την καψούρα των άλλων, αυτό το παναθρώπινο συναίσθημα, το οποίο ταυτίστηκε χρονικά με τα λουλουδοπάνερα και τα χιλιάδες σπασμένα πιατικά στα πόδια τους. Τη συγκεκριμένη θα τη θυμόμαστε και από τη μεγάλη οθόνη, κάθε φορά που θα τη βλέπουμε να τραγουδάει «Θα πάρω φόρα» και τον Γιώργο Αρμένη να συνεχίζει μ’ εκείνη τη μεγάλη ατάκα: «Ηλία ρίχ’ το». Αιωνία της η μνήμη.