Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1969 και τα μέλη της «οικογένειας Μάνσον», η αίρεση στην οποία ήταν ηγέτης ο Τσαρλς Μάνσον, ετοιμαζόταν να γίνει για πολλούς το τελευταίο σύμβολο της σκοτεινής πλευράς της δεκαετίας του 1960. Αυτό που τότε δεν γνώριζε ακόμα κανείς ήταν ότι η Σάρον Τέιτ, η έγκυος σύζυγος του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι, και έξι ακόμη άτομα σύντομα θα δολοφονούνταν βίαια από τα μέλη της της «οικογένειας».
Ο θάνατός του Τσαρλς Μάνσον το 2017 από φυσικά αίτια καθώς εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης στις πολιτειακές φυλακές της Καλιφόρνια προκάλεσε την αναπόφευκτη και νέα αμφισβήτηση γύρω από το γιατί η ζοφερή του φήμη ήταν τόσο διαχρονική, εμπνέοντας όσο ελάχιστοι ισοβίτες την πολιτιστική φαντασία.
Μια πληθώρα ταινιών και τηλεοπτικών σειρών βασίστηκαν στο ανατριχιαστικό θέμα: Ο Κουέντιν Ταραντίνο κυκλοφόρησε την ταινία Once Upon a Time in Hollywood με τον Μπραντ Πιτ και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, το Oxygen έκανε πρεμιέρα με ένα δίωρο αφιέρωμα Manson: The Women, και πιο πρόσφατα, το Netflix τον συμπεριέλαβε στην δεύτερη σεζόν της επιτυχημένης αστυνομικής σειράς Mindhunter.
Είναι σαφές ότι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να γοητεύονται από την ζοφερή διαστροφή της οικογένειας Μάνσον και τις δολοφονίες του 1969. Εδώ, ρίχνουμε μια ματιά στην ιστορία του ίδιου του Τσαρλς Μάνσον – και σε όσα συνέβησαν πριν και μετά τους φόνους που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.
Η παιδική ηλικία του Τσάρλι
Γεννήθηκε στο Σινσινάτι του Οχάιο στις 12 Νοεμβρίου 1934 από την ανήλικη Καθλίν Μάντοξ. Ο βιολογικός του πατέρας απουσίαζε και δεν ήταν ποτέ μέρος της ζωής του, αλλά η μητέρα του παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα λίγο πριν γεννηθεί – από τον οποίο ο Τσάρλι πήρε το όνομα Μάνσον.
Όταν ο Τσαρλς ήταν 4 ετών, η μητέρα του διέπραξε μια ένοπλη ληστεία και κατέληξε να εκτίσει αρκετά χρόνια στη φυλακή. Επανενώθηκαν πέντε χρόνια αργότερα, όταν αποφυλακίστηκε, αλλά η κάθοδος του Τσάρλι σε μια εγκληματική ζωή είχε ήδη αρχίσει: Σε ηλικία μόλις 9 ετών, είχε ήδη αποκοπεί από το σχολείο και ξεκίνησε τις μικροκλοπές, με αποτέλεσμα να περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε αναμορφωτήρια και άλλες εγκαταστάσεις για παραβατικά αγόρια. Όλο αυτό το διάστημα, όμως, διέπραττε μικροεγκλήματα, τα οποία τελικά κλιμακώθηκαν σε ομοσπονδιακά εγκλήματα, όπως η μεταφορά κλεμμένων αυτοκινήτων πέρα από τα σύνορα της πολιτείας.
Το 1956, καταδικάστηκε για πρώτη φορά σε φυλάκιση ως ενήλικας – και για τα επόμενα 11 χρόνια, θα μπαινόβγαινε στη φυλακή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Μάνσον να αρχίσει να πάσχει από ιδρυματισμό σε τέτοιο βαθμό που κατά την απελευθέρωσή του από μια φυλακή της Καλιφόρνιας το 1967, ζήτησε από τον φύλακα αν μπορεί να του επιτρέψει να παραμείνει στη φυλακή.
Ωστόσο τελικά μετανάστευσε στο Μπέρκλεϊ και στη συνέχεια στο Σαν Φρανσίσκο, πόλεις που πλημμύριζαν με τους νέους που ήθελαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους εκείνη την εποχή. Λόγω του γεγονότος ότι μεγαλύτερος ηλικιακά σε σχέση με την πλειοψηφία, κι επίσης διέθετε ρητορικές ικανότητες που συνδύαζε με ένα σοφιστικέ και πειστικό στυλ, κατάφερε να συγκεντρώσει μια μικρή ομάδα οπαδών (σχεδόν εξ ολοκλήρου από γυναίκες) και το 1968 μετακινήθηκε μαζί με τους οπαδούς του στο Λος Άντζελες για να ακολουθήσει μια μουσική καριέρα, καθώς στη φυλακή είχεμάθει να παίζει κιθάρα.
Στο Λος Άντζελες θα γνωρίσει τον Ντένις Γουίλσον, ντράμερ των Beach Boys και θα μετακομίσει σπίτι του στο Λος Άντζελες μαζί με την «οικογένειά» του. Με το πέρασμα του χρόνου αυξανόταν και ο αριθμός των γυναικών που εντάσσονταν στην ομάδα του, στην οποία ο Μάνσον ασκούσε όλο και περισσότερη επιρροή.
Δημιουργώντας την «οικογένεια Μάνσον»
Το 1967, ο 32χρονος Τσαρλς Μάνσον αποφυλακίστηκε για άλλη μια φορά (αυτή τη φορά, από ένα σωφρονιστικό ίδρυμα στην πολιτεία της Ουάσινγκτον). Στη συνέχεια πήρε το δρόμο για το Σαν Φρανσίσκο όπου γρήγορα βρήκε καταφύγιο στο κίνημα της αντικουλτούρας.
Έχοντας εμμονή με το να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, ο Τσαρλς έγινε ένα είδος πνευματικού γκουρού και πολύ σύντομα απέκτησε οπαδούς στη συνοικία των χίπις, Haight-Asbury, όπου βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη το λεγόμενο «Καλοκαίρι της Αγάπης». Οι περισσότεροι από τους οπαδούς που συγκέντρωσε ήταν ευάλωτες νεαρές γυναίκες που αναζητούσαν την αίσθηση του ανήκειν, και αυτό ακριβώς τους έδωσε. Τα εργαλεία πειθούς του ήταν οι χαλαροί κοινωνικοί κώδικες στα τέλη της δεκαετίας του 1960 που ακολουθούσαν οι χίπις, όπως επίσης η τρομερή του ικανότητά να λέει στους άλλους αυτό ακριβώς που θέλουν να ακούσουν.
Τα «κορίτσια του Μάνσον»
Τα «κορίτσια του Μάνσον», όπως έγιναν γνωστά ήταν κυρίως νεαρές κοπέλες γύρω στα 20 που άρχισαν να τον ακολουθούν στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι λευκές γυναίκες της μεσαίας τάξης σε όλη τη χώρα κατευθύνονταν σε πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες, εμπνευσμένες από άλλους χίπις για να βιώσουν το γνωστό από τον Τίμοθι Λίρι «Turn on, tune in, drop out». Ο Μανσόν συχνά χρησιμοποιούσε τις οπαδούς του για να προσελκύσει άνδρες ώστε να συμμετάσχουν και αυτοί στην ομάδα του.
Όταν ο Μανσόν και η οικογένεια του εγκαταστάθηκαν τελικά στο ράντζο του Λος Άντζελες, αυτός κατάφερε να ασκήσει πλήρη κυριαρχία πάνω στην ομάδα. Έθεσε κανόνες όπως ότι τα μέλη απαγορευόταν να φορούν γυαλιά οράσεως, να ξυρίζονται, ή να μεταφέρουν χρήματα μαζί τους. Στο βιβλίο «Member of the Family: My Story of Charles Manson, Life Inside His Cult, and the Darkness That Ended the Sixties» η Ντάνι Λέικ ανέλυσε μακριές νύχτες διαλέξεων, στις οποίες ο Μάνσον έδωσε εντολή σε άλλους στο ράντσο να πάρουν LSD και να τον ακούσουν να κηρύττει για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Πώς μπήκε ο Μάνσον στον χώρο του Χόλιγουντ;
Ο Μάνσον είχε διασυνδέσεις με διάφορους πλούσιους και σημαντικούς ανθρώπους στο Λος Άντζελες. Μέσα από τον Ντένις Γουίλσον των Beach Boys γνωρίστηκε καλά με τον παραγωγό δίσκων Τέρι Μέλχερ, γιο της ηθοποιού Ντορις Ντέι και έγινε φίλος της ηθοποιού Κάντις Μπέργκεν. Για κάποιο χρονικό διάστημα μάλιστα, η κόρη της ηθοποιού Άντζελα Λάνσμπερι παρόλο που δεν ήταν επίσημο μέλος, χρησιμοποιούσε τις πιστωτικές κάρτες της μητέρας της για να αγοράσει τα τρόφιμα και τα ρούχα της «οικογένειας».
Ο Μέλχερ και η Μπέργκεν είχαν ζήσει στο σπίτι, που νοίκιασε η Τέιτ με τον σύζυγό της, Ρομάν Πολάνσκι, και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το σπίτι αυτό αντιπροσώπευε για τον Μάνσον την απόρριψή του από τη μουσική βιομηχανία. Σημειώνεται, ότι ο Μανσόν είχε επενδύσει στη σχέση του με τον Γουίλσον και τον Μέλχερ και πιστεύεται ευρέως ότι μόλις κατάλαβε ότι οι δύο άνδρες δεν πρόκειται να προωθήσουν τη μουσική του καριέρα, άρχισε να γίνεται όλο και πιο βίαιος.
Οι διαβόητοι φόνοι του Manson
Το πρώτο θύμα των οπαδών του Τσαρλς ήταν ο μουσικός και φίλος της οικογένειας Μάνσον Γκάρι Χίνμαν. Όταν μια μέρα του Ιουλίου του 1969 κάποια μέλη της οικογένειας Μάνσον, μεταξύ των οποίων ο Μπόμπι Μπιουσόλι και η Σούζαν Άτκινς, επιχείρησαν να εισπράξουν χρήματα από τον Γκάρι. Όταν αυτός αρνήθηκε, τον σκότωσαν , κατόπιν εντολής του Τσαρλς.
Αλλά η βία δεν σταμάτησε εκεί. Τη νύχτα της 8ης Αυγούστου 1969, τέσσερα μέλη της οικογένειας Μάνσον (η Σούζαν, ο Τεξ Γουάτσον, η Πατρίσια Κρενβίνκελ και η Λίντα Κασάμπιαν) πήγαν στο σπίτι του γνωστού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι. Και πάλι, φέρονται να το έκαναν με εντολή του ίδιου του τσαρλς, ο οποίος τους είχε δώσει εντολή να σκοτώσουν όποιον βρισκόταν εκεί.
Ο Ρομάν δεν ήταν στο σπίτι, αλλά η 8 μηνών έγκυος φίλη του, η ηθοποιός Σάρον Τέιτ, ήταν – μαζί με τους φίλους της Τζέι Σέμπρινγκ, Αμπιγκέιλ Φόλγκερ και Βόιτεκ Φραϊκόφσκι. Η Σούζαν, ο Τεξ και η Πατρίσια τρύπωσαν στην έπαυλη του Λος Άντζελες και δολοφόνησαν βάναυσα και τους τέσσερις φίλους, καθώς και τον Στίβεν Πάρεντ, ο οποίος ήταν φίλος του επιστάτη του σπιτιού. Η Λίντα, εν τω μεταξύ, στάθηκε έξω για να φυλάει τσίλιες.
Την επόμενη νύχτα, η ίδια ομάδα μελών της οικογένειας, μαζί με τον Μάνσον «ξαναχτυπά» και δολοφονεί με πολλαπλές μαχαιριές το ζεύγος Λαμπιάνκα στο σπίτι τους στο Λος Αντζελες. Θεωρείται ότι το ζεύγος επιλέχθηκε τυχαία αφού η ομάδα περιπλανήθηκε για πολλές ώρες οδηγώντας γύρω από τις πολυτελείς γειτονιές του Λος Άντζελες.
Προς το τέλος εκείνου του Αυγούστου, οι οπαδοί του Τσαρλς δολοφόνησαν έναν ακόμη άνθρωπο: Τον Ντόναλντ «Σόρτι» Σέι, εργάτη του ράντσου του Σπαν. Ωστόσο, ο Τσαρλς και η «οικογένειά» του διέφυγαν από τις αρχές για δύο μήνες προτού συλληφθούν τον Οκτώβριο του 1969, ως ύποπτοι για κλοπή αυτοκινήτου. Τότε, τα αιμοσταγή μυστικά τους άρχισαν να αποκαλύπτονται.
H δίκη
Η Σούζαν Άτκινς, η οποία είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία του Γκάρι Χίνμαν, κουτσομπόλεψε για τους άλλους φόνους σε έναν συγκρατούμενό της και ο Τσαρλς Μάνσον η υπόλοιπη «οικογένεια» του κατηγορήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1969. Και κατά τη διάρκεια της δίκης τους, ο εισαγγελέας Vincent Bugliosi παρουσίασε ως γνωστόν στους ενόρκους την ευρέως αποδεκτή πλέον ιστορία πίσω από τα εγκλήματα: τη θεωρία Helter Skelter.
Τι ήταν το «Helter Skelter»;
Ο εισαγγελέας Vincent Bugliosi, στην εξαντλητική προσπάθειά του να συγκεντρώσει ένα κίνητρο για τις δολοφονίες της «οικογένειας», κατέληξε στην εμμονή του Μάνσον με αυτό που ονομάζεται Helter Skelter, από το γνωστό τραγούδι των Beatles. Το «Helter Skelter», στην «γλώσσα» του Μάνσον, ήταν ένας πόλεμος κατά τον οποίο θα έχαναν τη ζωή τους χιλιάδες ανθρώποι και θα εξανάγκαζε την «οικογένεια» να εξαφανιστεί σε υπόγειες σπηλιές. Εκεί, θα περίμεναν μέχρι να έρθει η ώρα να εμφανιστούν και να κυβερνήσουν ό, τι είχε απομείνει από τον κόσμο.
Ενώ ο Μανσόν είχε αρχικά αναφέρει ότι τα πρώτα εγκλήματα θα διαπράττονταν από Αφροαμερικανούς εναντίον λευκών, η απεγνωσμένη κατάσταση που βρέθηκε το καλοκαίρι του 1969 τον έκανε να παρακινήσει την «οικογένεια» να ξεκινήσουν αυτοί το Helter Skelter, διαπράττοντας άγρια εγκλήματα σε πολυτελείς γειτονιές. Κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια να δείξουν στους Αφρο-Αμερικανούς «το δρόμο».
Στο τέλος, αυτό το επιχείρημα ήταν αρκετά πειστικό για τους ενόρκους – στις 25 Ιανουαρίου 1971, μετά από 10 ημέρες διαβουλεύσεων, έκριναν τον Τσαρλς, τον Τεξ, τη Σούζαν, την Πατρίσια και τη Λέσλι ένοχους για όλες τις κατηγορίες. Εν τω μεταξύ, η Λίντα, η οποία είχε υπηρετήσει ως ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας, έφυγε χωρίς να εκτίσει ποινή.
Οι τελευταίες ημέρες του ΜάνσονΟ ίδιος ο Μάνσον δεν διέπραξε καμία από τις δολοφονίες, αλλά ο εισαγγελέας Vincent Bugliosi υποστήριξε ότι η «οικογένεια» έκανε ό, τι τους διέταζε, συμπεριλαμβανομένου του φόνου. Τελικά καταδικάστηκε μαζί με τους υπόλοιπους. Η αρχική ποινή για τον Μάνσον ήταν αυτή του θανάτου. Τελικά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη γιατί το 1972 η πολιτεία της Καλιφόρνια κατάργησε τη θανατική ποινή. Πέθανε τον Νοέμβριο του 2017 μέσα στη φυλακή.
Μερικά μέλη από την οικογένεια παρέμειναν πιστοί στον Μάνσον ακόμη κι αφότου καταδικάστηκε. Μάλιστα το 1975, ένας από τους πρώτους οπαδούς του, ο Λινέτ «Squeaky» Φρομ, προσπάθησε να δολοφονήσει τον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ.
Η βίαιη φύση των δολοφονιών που διαπράχθηκαν από την «οικογένεια», συντάραξαν την αμερικανική κοινή γνώμη. Εκτός από το γεγονός ότι μερικά από τα θύματα ήταν διασημότητες, τα εγκλήματα άγγιξαν μερικούς από τους βαθύτερους φόβους των Αμερικανών: την ιδέα ότι μπορεί να μην είσαι ασφαλής στο σπίτι σου και ότι ακόμη και τα «καλά κορίτσια» απέχουν λίγα βήματα από το να διαπράξουν φόνο.