Αυτό είναι το πιο σημαντικό κείμενο που θα μπορούσα, με όλο το θράσος και την αγάπη που χωρούν στην καρδιά μου, να δημοσιεύσω ποτέ μου. Γιατί η πιο σημαντική σχέση της ζωής μου, σε ερωτικό και σε ανθρώπινο επίπεδο, πρωταγωνιστεί εδώ.

Είναι ένα κείμενο που θέλω χρόνια να γράψω, αλλά τώρα είναι, για μένα, η σωστότερη στιγμή και εδώ, στο Olafaq.gr, ο ταιριαστότερος τόπος.

Στα 19 μου χρόνια, γνώρισα ένα αγόρι, εννιάμιση χρόνια μεγαλύτερό μου και θα έλεγε κανείς ότι ερωτευτήκαμε. Μερικούς μήνες αφού ξεκινήσαμε να βγαίνουμε, έτυχε να συναντήσω την μητέρα του, μια εντυπωσιακή, ξανθιά γυναίκα με έντονη ξενική προφορά. Δεν το συζήτησα ποτέ αυτό για την προφορά, είκασα ότι η μαμά του απλώς δεν είναι Ελληνίδα και όλα καλά.

Έναν χρόνο σχέσης αργότερα, το αγόρι ήρθε ένα βράδυ με εξομολογητική διάθεση και μου είπε ότι είναι κάτι που μου κρύβει.

-Δεν είμαι Έλληνας, ξέρεις. Πρέπει να στο πω, δεν αντέχω να στο κρύβω άλλο.

-Ε, και τι είσαι; Τι με νοιάζει;

-Δεν είμαι Έλληνας. (κόμπαζε)

-Είσαι Βούλγαρος; Πολωνός, Ρουμάνος; Τι;

-Αλβανός είμαι.

-Μια χαρά. Γιατί το μαθαίνω τώρα;

-Γιατί ντρεπόμουν.

Αυτήν την στιγμή, κάπου μες στο 2013, δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου. Με χτύπησε σαν κεραυνός η πληγωμένη αλήθεια του αγοριού που είχα κιόλας προλάβει ν’ αγαπήσω. Ντράπηκα που με ντράπηκε. «Είσαι η πρώτη στην οποία το λέω ποτέ». Δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Η καταγωγή είναι κάτι που δεν χρειάζεται ούτε να διαφημίζουμε, αλλά, αλίμονο, ούτε και να κρύβουμε.

Κι είχα τόσους φίλους Αλβανούς, φίλες. Η πρώτη μου καλύτερη φίλη στον κόσμο, η Στέλλα, στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Μοσχάτου. Ο Ρέντι, ο Ρούντι, ο Μικλοβάν, ο Ζήσης από το χωριό (το ομορφότερο αγόρι της παρέας) και τόσα πλάσματα ακόμα. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να με χωρίσει τίποτα μαζί τους. Όμως, πόσο καλά τους ήξερα αλήθεια; Κάποια παιδιά τους βρίζανε. Και, αναπόφευκτα, ταμπουρώνονταν σε παρέες με τους συμπατριώτες τους. Έκαναν σχέσεις μεταξύ τους. Για τα κορίτσια πιο εύκολο να βρουν Έλληνα. Για τους Αλβανούς, ζόρι η Ελληνίδα. Λατρεμένη πατριαρχία greek edition: ποιος πατέρας θα χαρεί να απαυτώνει την κόρη του ένας Αλβανός;

Στο τετράδιο που γράφαμε με την φίλη μου την Αρετή στο γυμνάσιο τα ραβασάκια μας, ένα τετράδιο που ξανάνοιξα πριν λίγους μόλις μήνες, είδα ότι κάπου γράφαμε ότι ένα αγόρι δεν μας άρεσε γιατί έμοιαζε με Αλβανό.

Πώς μοιάζει ένας Αλβανός;

Ένας άνθρωπος που μεταναστεύει μοιάζει πάντα κάπως διαφορετικός. Φοράει αλλιώτικα ρούχα, ενδεχομένως πιο φτωχικά, γιατί η μαμά του καθαρίζει σπίτια κι ο μπαμπάς του βάφει τοίχους. Έχει άλλη αισθητική και ακολουθεί σε άλλη μόδα.  Έχει ενδεχομένως ξενική προφορά. Είναι κλειστός χαρακτήρας ή επιθετικός, γιατί έχει συνηθίσει να τον κοιτάζουν με μισό μάτι, να τον κοροϊδεύουν ή να τον αποδέχονται επειδή εκείνος αφομοιώνεται εύκολα/μιλά καλά την άλλη γλώσσα/δεν συμπαθεί τους άλλους μετανάστες, συμπατριώτες του.

Στο δημοτικό, στην πρώτη τάξη, θυμάμαι ένα παιδί που μας συστήθηκε ως Γιάννης. Η δασκάλα μετά, η θρυλική Μαρία Κατσαβριά, φώναζε τα ονόματά μας και έφτασε στο εξωτικό ονοματεπώνυμο «Angelo Elia»-κανείς δεν σήκωσε το χέρι του. Όταν τελείωσε η λίστα, καταλάβαμε όλοι ότι ο Άντζελο Ελία ήταν ο Γιάννης και ότι ο Γιάννης διέφερε από εμάς. Σύντομα, έγινε ο Άγγελος Ηλίας, ένας από την τάξη, την ομάδα, την παρέα μας. Θα θυμάμαι για πάντα το κοκκινισμένο από την ντροπή πρόσωπό του.

Και το αγόρι που ερωτεύτηκα στα 19 μου περιέγραψε, μες στα χρόνια, όσο πιο γλαφυρά μπορούσε το ζόρι του να είσαι Αλβανός στην Ελλάδα, να ντρέπεσαι για την προφορά του πατέρα σου, να κοροϊδεύουν τα μεγαλύτερα αδέρφια σου (που έφυγαν εν συνεχεία από την Ελλάδα για άλλες χώρες, στις οποίες είχαν από ελάχιστο έως μηδενικό πρόβλημα με την καταγωγή τους), να νιώθεις τυχερός που «δεν μοιάζεις με Αλβανός», επειδή είσαι όμορφος και ψηλός και παίζεις καλό μπάσκετ.

Όταν ερχόταν στην Ελλάδα, από μια χώρα με λιγοστά φώτα, από την πόλη της Κορυτσάς, εντυπωσιάστηκε από τα φώτα στα χωριά και τις πόλεις, μέσα από το τρένο. Η οικογένειά του έχει αλλάξει πολλά σπίτια και δουλειές. Έχει σκορπίσει σε όλον τον πλανήτη. Κι όταν, χρόνια μετά την αποκάλυψή του, είχα γίνει επίτιμο μέλος της οικογένειας επισκέφθηκα μαζί τους την Κορυτσά και τα Τίρανα. Ήμουν η μόνη Ελληνίδα σε έναν αλβανικό γάμο. Τα τραγούδια τους μου θύμιζαν τα δικά μας ηπειρώτικα, είχα κιόλας μάθει τις πρώτες μου αλβανικές λέξεις, προσπαθούσα να καταλάβω την ιδιοσυγκρασία τους, τόσο κοινή, αλλά και διαφορετική από την δική μας, την ελληνική.

«Μαμά, ο Χ. είναι Αλβανός», είπα στην μητέρα μου ένα τυχαίο απόγευμα, λίγο καιρό αφού το είχα μάθει. Κόκκινο πανί, σε συνδυασμό με την διαφορά ηλικίας και την ενασχόληση με οτιδήποτε άλλο εκτός των σπουδών. Στα τραπεζώματα των γονιών μας, νιώθαμε όλοι άβολα και τρυφερά. Ο Βλαδίμηρος και η Βιβή, οι Αλβανοί, και ο Γιώργος και η Κυριακή, οι Έλληνες. Τα παιδιά τους τους ένωσαν. Το φαγητό ενώνει τους ανθρώπους.

Μες στα χρόνια δεν μπορούσα να αντισταθώ σε ορισμένες παρατηρήσεις: οι Αλβανοί νιώθουν πιο άνετα ανάμεσα σε Αλβανούς. Έχουν πονέσει και πικραθεί από τους Έλληνες, τους έχουν υποτιμήσει, κοροϊδέψει και τους έχουν χρησιμοποιήσει. Η ευγνωμοσύνη που μπορεί να νιώθει ένας Αλβανός απέναντι σε έναν Έλληνα που του έδωσε δουλειά μπορεί να γίνει αγχόνη, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Οι Αλβανοί της μεγαλύτερης γενιάς, των ανθρώπων που ήρθαν το 90 στην χώρα, ως 30ρηδες και 40ρηδες με τα παιδιά τους, έφαγαν μεγάλο λούκι. Πείνασαν, εξευτελίστηκαν και είχαν το μόνιμο άγχος της σύγκρισης με τους συμπατριώτες τους εκείνους που δεν ακολούθησαν τον έντιμο δρόμο της εργασίας, παρά έκλεψαν.

Ο Αλβανός συνώνυμο με τον κλέφτη, τον βρομιάρη, τον απατεώνα. Μια ρετσινιά που μπορεί και να ακολουθεί ακόμα και σήμερα, τις νεότερες γενιές. Μπορεί να σπουδάζουν, να ταξιδεύουν, να έχουν άλλα νερά από τους γονείς και τους παππούδες τους, αλλά παραμένουν Αλβανοί. Αλβανοί μάλιστα που δεν είναι και ακριβώς καλοδεχούμενοι πίσω στην πατρίδα: εκεί, τους λένε «Γιώργηδες». Μια αίσθηση μετέωρου τους ακολουθεί: ούτε Έλληνες, ούτε Αλβανοί.

Δεκάδες ιστορίες, δεκάδες συναισθήματα. Πολλά δάκρυα, πολλές στερήσεις. Αλλά την οικογένεια του Χ. δεν την αγάπησα από οίκτο. Η πεθερά μου, μέχρι να πάρει σύνταξη, εργαζόταν ως καθαρίστρια σε εταιρεία και σε σπίτια. Κι ο πεθερός μάστορας, εργολάβος, ό, τι δουλειά μπορεί να περάσει από τα επιδέξια χέρια του, με τα οποία ανέστησε τρία παιδιά, φροντίζοντάς τα όσο ποτέ κανείς δεν φρόντισε εκείνον-εκείνον, που είχε άλλα όνειρα, με καταπληκτική φωνή και με λιγοστές γνώσεις μουσική που άφησε να πετάξουν στον αέρα, για να πέσει με τα μούτρα στην δουλειά.

Άφησε την πατρίδα του, πείθοντας την γυναίκα του, για κάτι καλύτερο για τους τρεις του γιους. Ήθρε σε μια χώρα που δεν ήξερε την γλώσα της. Και τα κατάφερε. Τώρα, καμαρώνει εγγόνια-αλβανοϊσπανάκια κι αγγλοαλβανάκια εγγόνια με τα οποία επικοινωνεί μέσω της αγκαλιάς και των φιλιών και των γλυκών και των δώρων. Κανείς από τα παιδιά του δεν αγάπησε Αλβανίδα, έγινε πολίτης του κόσμου: πήγε σε τόσες πόλεις και νησιά, ταξίδεψε, ήπιε κρασί με τον Ισπανό συμπέθερο Δον Λούι, η γυναίκα του μαθαίνει κουτσά αγγλικά να μπορεί να λέει καμιά κουβέντα με τα εγγόνια.

Οι άνθρωποι πρόκοψαν, γεμάτοι αγάπη και υπομονή, γεμάτοι ανοχή απέναντι στον ρατσισμό που δέχτηκαν και πιθανώς ακόμα δέχονται. Η ιστορία τους είναι και δική μου ιστορία. Μία από τις πιο συγκινητικές και ουσιαστικές που με αξίωσε η ζωή να βιώσω. Τα τραπέζια μας με τα κερνάτσκα (τα θεϊκά κεφτεδάκια) και τις δικές μου ψωροπερήφανες μακαρονάδες, τις σαλάτες, το άφθονο σκόρδο και κρασί, την ανοιχτή καρδιά που άνοιξε χώρο για μένα, το κορίτσι του γιου τους που λέει «ευχαριστώ» και «καλημέρα» στην γλώσσα τους για να τους κάνει να χαμογελούν πάντα, όπως την πρώτη φορά που άνοιξα το στόμα να μιλήσω αλβανικά.

Καθισμένη σε ένα τραπέζι στην Τζια, όπου ο δικός μου δούλευε σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο, ακούω τον εργοδότη του να λέει στο τηλέφωνο σε κάποιον «θα στείλω έναν Αλβανό, ρε, μην κουβαλάς εσύ». Τους Αλβανούς εργαζόμενούς του, τον Χ. και άλλα δύο παιδιά, τους είχε να κοιμούνται σε ένα γιαπί, με στρώματα πάνω σε ξύλινες παλέτες. Κοιμήθηκα κι εγώ εκεί ένα βράδυ. Κάπου στο 2016.

Σε τραπέζια ανθρώπων που δεν είναι φίλοι, είχα για χρόνια το άγχος μην ακουστεί κάτι προσβλητικό για τους Αλβανούς, κανένα σεφερλικό αστείο και τα συναφή. Περισσότερη έγνοια το είχα και το έχω εγώ, παρά ο Χ., συνηθισμένος πλέον. Δεν έπαψα ποτέ να υπερασπίζομαι τους Αλβανούς, κάτι που δεν ξέρω αν θα έκανα με την ίδια ζέση αν δεν είχε τύχει να ενώσω την ζωή μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με το ξανθό, ψηλό αγόρι από την Κορυτσά. Όταν η μαμά μου έκανε καιρό να τον δει, τον αγκάλιασε. Τον είπε «οικογένεια». Πέρασαν έντεκα χρόνια από εκείνη την φορά που της αποκάλυψα ότι τα έχω με Αλβανό.

Δεν ξέρω αν προλαβαίνω σε αυτήν την ζωή να αγαπήσω περισσότερο κάποιον άνθρωπο από ό, τι εκείνον. Του χρωστώ την δεύτερή μου «καταγωγή», την αλβανική. Εκείνος, Αλβανός και Έλληνας. Εγώ, Ελληνίδα και Αλβανίδα. Γιατί κατάλαβα ότι οι αγκαλιές, οι καλοσύνες και οι κακίες των ανθρώπων δεν έχουν ράτσα. Αλλά, αν αγαπάμε έναν άνθρωπο, γινόμαστε εμείς, πρώτα από εκείνον, ό, τι μπορεί να φοβάται και να ντρέπεται να ομολογήσει υπερήφανα. Γινόμαστε Αλβανοί και του θυμίζουμε, μέσα από τα άγουρα μάτια μας, πόσο ωραίο είναι να είσαι Αλβανός, όσο ωραίο είναι να είσαι Εσκιμώα ή Αργεντίνος.

Όταν κοιμήθηκα στο παιδικό του δωμάτιο, μια φορά, στην Κορυτσά, ξύπνησα τόσο ανάλαφρη. Ο ήλιος έξω από το παράθυρό του στην Αλβανία έλαμπε όπως ακριβώς έξω από το παράθυρό του στα Ιλίσια. Κι εμένα με αγαπούσε το ίδιο στην Αθήνα και το ίδιο στο Ελμπασάν και τα Τίρανα. Περισσότερο από όλες τις πατρίδες, ο Χ. κι εγώ πιστέψαμε στην αγάπη.