Την πρώτη φορά που άκουσα κάποιο τραγούδι του Λου Ριντ, ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια στην Αγγλία και είχα πάει με την κολλητή μου στο κανάλι στο Camden Town όπου αράζαμε κάτω από μια γέφυρα με πανκιά, ροκαμπιλάδες, γκοθάδες και γενικότερα φρικιά από όλα τα μέρη του κόσμου. Πίναμε καμιά μπύρα, μιλούσαμε, λέγαμε βλακείες, και γενικότερα κάναμε ότι κάνουν τα παιδιά σε εκείνες τις ηλικίες. Κάποια στιγμή, ένας έφηβος σκινάς χωρίς μπλούζα άρχισε να σπρώχνει έναν άλλον σκινά από την παρέα του και να γίνεται μανούρα. Όλοι μαζευτήκαμε γύρω από την αρένα όπου τις παίζαν οι δύο σκινάδες, με ορισμένους από εμάς να κάνουμε προσπάθειες να τους χωρίσουμε, αλλά η ταχύτητα και το μένος με το οποίο κινούνταν το έκανε πρακτικά αδύνατο. Κάποια στιγμή μεταμορφώθηκαν σε ένα ανεξέλεγκτο πλέγμα τεστοστερόνης, που όλο και πλησίαζε στην όχθη του καναλιού. Άκουσα ένα δυνατό «πλατς» και το ένα αγόρι βυθίστηκε. Ο νταής γελούσε καθώς οι φίλοι του αγοριού τον τραβούσαν σε ασφαλές μέρος. Όλη την ώρα, ένα boombox έπαιζε το “Walk On the Wild Side”.

Κι ευθύς εξαρχής βρήκα αυτόν τον ατίθασο μη τόπο που ακούει στο όνομα Lou Reed. Μια κοφτερής ματιάς που κόβει την ανάσα και λυγμική στο έπακρο αισθαντικότητα. The

Υπήρχε κάτι μαγνητικό στον ήχο του Reed, τα ωμά, μίνιμαλ κιθαριστικά riffs, ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός, οι τολμηροί στίχοι και κυρίως αυτά τα μελαγχολικά τραγούδια που αντιπαραθέτουν επαναλαμβανόμενες μπασογραμμές με τσιριχτές, άναρθρες κιθάρες, όλο αυτό το χάος και ο θόρυβος, ήταν κάτι σαν ανταρτοπόλεμος στη μουσική βιομηχανία. Σε μια εποχή που το ροκ εν ρολ έμοιαζε ασφαλές, ο Lou ήταν επικίνδυνος. Η μουσική του είχε μια σκοτεινή ενέργεια, μια καθηλωτική δυναμική με παραμορφωμένες κιθάρες και άτονα φωνητικά. Αναπαριστούσε  πιστά τους στίχους μέχρι και το τελευταίο ρινικό τρεμόπαιγμα. Ενώ η θεατρικότητά του αυτή τον καθιστούσε προσιτό, ως δημιουργός κινούνταν σε πολύ πιο σύνθετα και δύσκολα μονοπάτια.

Το πρώτο άλμπουμ του Reed που αγόρασα ήταν το Transformer  του 1972. Από τη στιγμή που τον άκουσα να τραγουδά στους στίχους “Vicious, you hit me with a flower” κατάλαβα ότι συνέβαινε κάτι βαθύτερο εκεί πέρα, είχε έναν τόσο σαρκαστικό τρόπο να αφηγείται τα κομμάτια, που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά στη μουσική. Στο “Perfect Day” ο Reed τραγουδάει: “You made me forget myself, I thought I was someone else, someone good.” Ο στίχος συμπυκνώνει την εφηβική μου αγωνία, την αυτοαμφισβήτηση και την απελπισία μου για το μέλλον. Καθώς ο Reed επαναλάμβανε το ρεφρέν, “You’re going to reap just what you sow”, οι λέξεις εισχώρησαν στην ψυχή μου σαν προειδοποίηση, σαν ένα κάλεσμα να δώσω προσοχή στις πράξεις μου.

Όταν ανακάλυψα τους Velvet Underground, μαγεύτηκα. Η μουσική ήταν ατόφια, εκλεκτική και νευρική, σαν να είχε φτιαχτεί σε κάποιο γκαράζ. Οι κιθάρες ήταν τρανταχτές και ελαφρώς παράφωνες, τα ντραμς γρατζουνισμένα και βρώμικα. Ο ήχος είχε μια τραχύτητα και αυθεντικότητα. Ήταν ίσως η πρώτη μπάντα που με τρίπαρε, και ο Lou Reed ο πρώτος ροκ σταρ που ερωτεύτηκα.

Σίγουρα ήταν το «κακό αγόρι» του ροκ εν ρολ. Ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, βανδάλιζε δωμάτια ξενοδοχείων, έβριζε τους δημοσιογράφους και έμπλεκε σε καβγάδες σε μπαρ. Ο Reed ήταν επίσης διαφορετικός. Εκεί που οι περισσότεροι ροκάδες είχαν σχέσεις με super models, ο Reed έβγαινε ραντεβού με τραβεστί. Ενώ οι τυπικοί pop stars τραγουδούσαν για το πόσο τους έλειπαν οι παλιές τους φίλες, ο Reed τραγουδούσε για το πόσο βάναυσο πράγμα είναι η δουλεία και τον σαδομαζοχισμό, όπως στο “Venus In Furs”.

Αν βάλετε στο Google search τις λέξεις “Lou Reed was an asshole” και θα βρείτε δεκάδες περιστατικά που περιγράφουν τη βίαιη, εγωιστική, μισάνθρωπη συμπεριφορά του. Ένα μικρό παράδειγμα ήταν η φορά εκέινη που χαστούκισε τον David Bowie όταν ο δεύτερος του πρότεινε να μειώσει τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ή τότε που αποκάλεσε τον Bob Dylan «Εβραίο υποκριτή». (Ο ίδιος ο Reed ήταν επίσης Εβραίος.) Ο συμπαίκτης του στο συγκρότημα Velvet Underground, John Cale, αποκάλεσε τον Reed ένα «διεστραμμένο, τρομακτικό τέρας». Ο Paul Morrissey, μάνατζερ των Velvet, είπε ότι ο Reed ήταν ενδεχομένως «το χειρότερο άτομο που έζησε ποτέ στον πλανήτη γη».

Φίλοι και θαυμαστές εξοικειώθηκαν με τα ξεσπάσματα και τα βρισίδια του Lou. Όταν μια φορά σε κατάστημα ρούχων στο Μανχάταν ένας πωλητής του είπε ότι ήταν μεγάλος θαυμαστής του, ο Lou απάντησε: «Δεν ξέρω τι στο διάολο λες. Άντε γαμήσου». Ο Howard Sounes, συγγραφέας του βιβλίου Notes From the Velvet Underground: The Life of Lou Reed, έγραψε ότι ο Reed «βρισκόταν σε έναν αέναο πόλεμο με την οικογένεια, τους φίλους, τους εραστές, τα μέλη του συγκροτήματος, τους μάνατζερ και τις δισκογραφικές εταιρείες». Ο Reed περιέγραφε τον εαυτό του ως «γαμημένο, πούστη και πρεζόνι».

Ως άνθρωπος, ο Lou Reed ήταν περίπλοκος. Ως καλλιτέχνης, άλλαξε το μουσικό τοπίο. Ήταν το αγενέστατο αγόρι της ροκ, αλλά ήταν αυθεντικός. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε punk rock. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Sid Vicious πήρε το όνομά του από το τραγούδι του “Vicious“.  Δεν θα υπήρχε επίσης Grunge ή Shoegaze μουσική. Ο Brian Eno είπε: «Όλοι όσοι αγόρασαν το πρώτο άλμπουμ των Velvet Underground ξεκίνησαν μια μπάντα». Τα τραγούδια του Reed επηρέασαν βαθιά το μουσικό ύφος των Joy Division, Jesus & Mary Chain, Galaxie 500, Dream Syndicate, Luna, Spacemen 3, Dandy Warhols, Feelies και Pixies.

Στο εξαιρετικό αλλά σκοτεινό άλμπουμ Berlin του Reed, αφηγείται την ιστορία των Jim & Caroline, ενός προβληματικού ζευγαριού, η σχέση των οποίων καταρρέει καθώς βυθίζονται στα ναρκωτικά, την πορνεία, την ενδοοικογενειακή βία και εν τέλει την αυτοκτονία. Αυτές οι ιστορίες του, βγαλμένες από την σκληρή νεοϋορκέζικη πραγματικότητα της εργατικής τάξης, απείχαν πολύ από τα τετριμμένα τσιτάτα της ροκ.

Οι ήρωες του ήταν λογοτέχνες όπως ο Hubert Selby Jr., ο Jack Kerouac και ο Allen Ginsberg. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του θητείας στο Πανεπιστήμιο Syracuse, ο Reed ξεκίνησε ένα λογοτεχνικό περιοδικό με τίτλο The Lonely Woman Review. Έγραφε διηγήματα και διάβαζε δυνατά ποιήματα στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου μαζί με την Patti Smith και τον Jim Carroll. Ο Reed σπούδασε δημιουργική γραφή με τον ποιητή Delmore Schwartz, στον οποίο πίστωσε ότι τον δίδαξε πώς να «χρησιμοποιεί την πιο απλή γλώσσα που μπορεί να φανταστεί κανείς» για να δημιουργήσει τον πιο βαρύ αντίκτυπο. (Ο Schwartz ήταν η έμπνευση για το μυθιστόρημα του Saul Bellow “Humboldt’s Gift”.) Υπό την καθοδήγηση του Schwartz ο Reed έγραψε τα τραγούδια “Heroin” και “Sister Ray”.

Ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Reed ήταν το μυθιστόρημα του John Rechy, “City of Night” του 1963. Το βιβλίο αποτέλεσε ορόσημο της queer λογοτεχνίας και εξιστορούσε τα ταξίδια ενός γκέι κομπιναδόρου που ζούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης . Ο Reed διοχέτευσε αυτή την επιρροή σε τραγούδια που αναφέρεται στη ζωή στο δρόμο όπως το “Waiting For the Man“.

Ο Reed λαχταρούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα και να το μελοποιήσει. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1991 στον συγγραφέα Neil Gaiman, εξήγησε πώς χρησιμοποιούσε τεχνικές πεζογραφίας στη σύνθεση των τραγουδιών του. «Υπάρχουν ορισμένα είδη τραγουδιών που γράφεις και είναι απλά διασκεδαστικά, ο στίχος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομα χωρίς τη μουσική. Αλλά για τα περισσότερα από αυτά που κάνω, η ιδέα ήταν να προσπαθήσω να φέρω τη ματιά ενός μυθιστοριογράφου σε αυτά, συνδυάζοντάς τα με το ροκ εν ρολ».

Μεγάλωσε σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια στο Μπρούκλιν. Όταν ήταν εννέα ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στο Λονγκ Άιλαντ. Η μητέρα του στην εφηβεία είχε στεφθεί «βασίλισσα ομορφιάς» και ο  πατέρας του εγκατέλειψε τα όνειρά του να γίνει συγγραφέας και κατέληξε φοροτεχνικός λογιστής. Σε νεαρή ηλικία, ο μικρός Lou βίωσε κοινωνικό άγχος και κατάθλιψη. Όπως ομολόγησε ο ίδιος τον έδερναν συχνά μετά το σχολείο, με αποτέλεσμα να δραπετεύσει στη μουσική, μιμούμενος ήχους κιθάρας που άκουγε στο ραδιόφωνο.

Πειραματίστηκε με ναρκωτικά και δημιούργησε ένα doo-wop συγκρότημα στο λύκειο με το όνομα The Jades. Η μπάντα έπαιζε σε εμπορικά κέντρα και άθλια μπαρ. Οι γονείς του ήταν υπερπροστατευτικοί με τον γιο τους, ειδικά όταν έμαθαν για τη χρήση ναρκωτικών. Ο Lou ωστόσο συνέχισε να επαναστατεί. Ένα βράδυ μεθυσμένος τράκαρε το αυτοκίνητο της οικογένειας σε ένα σταθμό διοδίων.

Ο Reed ήταν σερβιτόρος σε ένα τοπικό γκέι μπαρ και είχε σεξουαλικές επαφές με άνδρες. Δοκίμασε ηρωίνη για πρώτη φορά και προσβλήθηκε από ηπατίτιδα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, υπέστη ψυχική κατάρρευση. Οι γονείς του έφεραν τον γιο τους στο σπίτι και ζήτησαν επαγγελματική βοήθεια. Οι ψυχολόγοι διέγνωσαν τον Reed ως «σχιζοφρενή». Εισήχθη για λίγο σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου ομολόγησε «ομοφυλοφιλικές ορμές». Οι γιατροί συνέστησαν θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Οι γονείς του Reed συναίνεσαν και ο ίδιος υπέστη περισσότερες από 20 συνεδρίες με ηλεκτροσόκ. Οι θεραπείες κατέστρεψαν τη βραχυπρόθεσμη μνήμη του. Ο Reed δεν συγχώρεσε ποτέ τον πατέρα του, κάτι για το οποίο έγραψε το 1974 στο τραγούδι “Kill Your Sons”.

Ο Lou ανάρρωσε και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Syracuse. Μετά τις σπουδές, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγινε φίλος με τον Ουαλό μουσικό John Cale. Οι δύο τους έγιναν συγκάτοικοι σε ένα διαμέρισμα στο Lower East Side και έπαιζαν μουσική στους δρόμους του Χάρλεμ, ο Reed στην κιθάρα και ο Cale στη βιόλα. Δημιούργησαν μια μπάντα που αρχικά ονομάστηκε The Warlocks, στη συνέχεια Falling Spikes πριν καταλήξουν στο Velvet Underground (από ένα βιβλίο του δημοσιογράφου Michael Leigh, για μια μυστική σεξουαλική υποκουλτούρα της δεκαετίας του 1960).

Το 1965, γνώρισαν τον Andy Warhol ενώ έπαιζαν μια συναυλία στο Café Bizarre στο Greenwich Village. Ο Warhol έγινε μάνατζερ του συγκροτήματος και οι Velvet ηχογράφησαν τέσσερα στούντιο άλμπουμ. Τα άλμπουμ πούλησαν ελάχιστα, αλλά η μουσική τους ήταν από τις πιο καινοτόμες της εποχής. Ο Reed απογοητεύτηκε και το συγκρότημα διαλύθηκε. Έπαθε έναν ακόμη νευρικό κλονισμό και μετακόμισε ξανά στο πατρικό του σπίτι. Έπιασε δουλειά στη φορολογική εταιρεία του πατέρα του ως δακτυλογράφος με 40 δολάρια την εβδομάδα. Το 1971 υπέγραψε συμβόλαιο με την RCA ως σόλο καλλιτέχνης.

Για τον Reed, η δεκαετία του 1970 ήταν μια δεκαετία κατάχρησης ουσιών και κρίσεων. Είπε σε έναν φίλο του ότι «θα έπαιρνε μεθαμφεταμίνη κάθε μέρα για το υπόλοιπο της ζωής του». Έπινε ουίσκι και, σύμφωνα με την πρώτη του σύζυγο Bettye Kronstad, έγινε «ένας βίαιος μεθύστακας». Έκανε παρέα με drag queens και είχε ερωτικό δεσμό με μια τρανσέξουαλ γυναίκα ονόματι Rachel.

Καθώς η πανκ σκηνή εκτοξεύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Reed έγινε σταθερό μέλος του CBGB, δίνοντας συμβουλές σε συγκροτήματα. Ήταν απορριπτικός απέναντι στην πανκ, αν και λάτρευε τους Ramones. Η φήμη του Reed για την κακή συμπεριφορά και την αυθάδειά του διαδόθηκε. Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του 1975 στην Ιταλία, έβγαλε μαχαίρι στον βιολιστή του και είπε στους Ιταλούς δημοσιογράφους ότι ήρθε στη Ρώμη για να κάνει σεξ με τον Πάπα.

Μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Lou κατάφερε επιτέλους να βει μια υποτυπώδη ευτυχία. Ξεκίνησε το διαλογισμό και ασχολήθηκε με το τάι τσι. Μετά από δύο αποτυχημένους γάμους, γνώρισε τη μουσικό και performance artist, Laurie Anderson. Οι δυο τους έκαναν κοινές ηχογραφήσεις και παντρεύτηκαν το 2008.

Η χρόνια κατανάλωση αλκοόλ και η χρήση ναρκωτικών που έκανε ο Reed οδήγησε σε ηπατίτιδα και ηπατική νόσο. Ανέπτυξε καρκίνο του ήπατος και υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος τον Μάιο του 2013. Μετά την επέμβαση έγραψε στην ιστοσελίδα του ότι αισθάνεται «πιο δυνατός από ποτέ». Τον Οκτώβριο του 2013 πέθανε από την ασθένεια.

Η Laurie Anderson έγραψε ότι ο Reed ήταν ένας «πρίγκιπας και μαχητής» και ότι οι τελευταίες μέρες του ήταν ειρηνικές. Σε κάποιο άλλο σημείο αναφερόμενη στη σχέση τους η Laurie είχε γράψει:

«Όπως πολλά ζευγάρια, ο καθένας μας κατασκεύαζε τρόπους να είναι – στρατηγικές και μερικές φορές συμβιβασμούς, που θα μας επέτρεπαν να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί. Μερικές φορές μπορεί να δίναμε λιγότερα από όσα μπορούσαμε να δώσουμε, ή άλλες φορές  δίναμε πάρα πολλά. Άλλες φορές πάλι νιώθαμε εγκαταλελειμμένοι. Μερικές φορές θυμώναμε πολύ. Αλλά ακόμη και όταν ήμουν θυμωμένη, δεν βαριόμουν ποτέ. Μάθαμε να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον. Και με κάποιο τρόπο, για 21 χρόνια, μπλέξαμε τα μυαλά και τις καρδιές μας».

Έκανε ό,τι μπορούσε για να διαψεύσει τη σκοτεινή φήμη του Lou λέγοντας: «Δεν είδα ποτέ τη μαυρίλα» και κάπου αλλού αναφέρει, «Μια μέρα πριν πεθάνει, ήμασταν έξω για κολύμπι στην πισίνα. Κοιτάζοντας τα δέντρα. Και απλά επέπλεε και έλεγε: “Ξέρεις, είμαι τόσο επιρρεπής στην ομορφιά”. Και το σκέφτομαι αυτό κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Πώς είναι να ανοίγεσαι στον κόσμο. Και να τον εκτιμάς πραγματικά».

Μετά το θάνατό του, η ροκ κοινότητα απέτισε φόρο τιμής. Ο Bono δήλωσε: «Κάθε τραγούδι που έχουμε γράψει ήταν αντιγραφή ενός τραγουδιού του Lou Reed». Ο David Bowie είπε, «Ήταν ένας δάσκαλος», και ο John Cale έγραψε, «Έχασα τον φίλο μου από την αυλή του σχολείου». Το τελευταίο tweet του Reed που δημοσιεύτηκε λίγες ώρες πριν από το θάνατό του έγραφε απλά: “The Door“.