Τον χειμώνα του 1849-50, οι καλλιτέχνες Dante Gabriel Rossetti και Holman Hunt ζωγράφιζαν μαζί, όταν ο φίλος τους Walter Howell Deverell εισέβαλε στο στούντιο, αναφωνώντας εκστασιασμένος: «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι απίστευτα όμορφο πλάσμα ανακάλυψα… Είναι σαν βασίλισσα». Με αυτά τα λόγια, η σπάνια ομορφιά της Elizabeth Siddal θα έμπαινε στον χώρο της Τέχνης, αφήνοντας το ανεξίτηλο στίγμα της. H Siddal θα γινόταν το σουπερμόντελ της Βικτωριανής Εποχής.
Σήμερα, λίγοι θυμούνται τον ζωγράφο Deverell – ο οποίος πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια σε ηλικία 27 ετών – αλλά ήταν στενά συνδεδεμένος με τους λεγόμενους Προραφαηλίτες. Η «αδελφότητα των Προραφαηλιτών», ήταν μία ομάδα κυρίως Άγγλων ζωγράφων ( Rossetti, Hunt, Millais, Burne – Jones) που ιδρύθηκε το 1848 με αίτημα την ανανέωση της ζωγραφικής μέσω της μίμησης Ιταλών ζωγράφων, προγενέστερων του Ραφαήλ. Το Προ-Ραφαηλικό κίνημα περιελάμβανε επίσης γυναίκες ζωγράφους, μοντέλα και συγγραφείς. Η «Lizzie» Siddal ξεκίνησε ως μοντέλο και στη συνέχεια έγινε ζωγράφος και ποιήτρια.
Ο Deverell ανακάλυψε τη Siddal στο καπελάδικο που εργαζόταν, κοντά στην πλατεία Leicester, στο Λονδίνο. H 20χρονη τότε Siddal δούλευε ατελείωτες ώρες σε δύσκολες συνθήκες και η οικογένειά της ανησυχούσε για την υγεία της. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που η μητέρα της επέτρεψε στην κόρη της να εργαστεί ως μοντέλο– ένα επάγγελμα που για την εποχή θεωρείτο ανήθικο και συνώνυμο της πορνείας. Ο Deverell δεν τόλμησε να πλησιάσει ο ίδιος τη μητέρα της Lizzie. Αντίθετα, έστειλε τη δική του μητέρα στο σπίτι της Siddal, πάνω σε μια πολυτελή άμαξα. Η κυρία Siddal ένιωσε δέος με την άφιξη μιας άμαξας στο λιτό σπίτι τους στο Old Kent Road και τελικά επέτρεψε στην κόρη της να εργαστεί ως μοντέλο.
Αρχικά, η Siddal άρχισε να εργάζεται με μερική απασχόληση ως μοντέλο και παρέμεινε στο καπελάδικο. Αφού ο Deverell τη ζωγράφισε ως Viola στο Twelfth Night, η Siddal δούλεψε ως μοντέλο για τον Holman Hunt και τον Rossetti. Με τον τελευταίο, έμελλε να ζήσουν έναν μακροχρόνιο έρωτα, ο οποίος θα καθόριζε τη ζωή και την καριέρα της. Υπολογίζεται ότι καθόλη τη διάρκεια της σχέσης τους, ο Rossetti αποτύπωσε την ομορφιά της Siddal σε χιλιάδες έργα του. Πολλοί μάλιστα έχουν περιγράψει το ενδιαφέρον του Rossetti για την ερωμένη του ως εμμονή.
Ρίχνοντας σήμερα μια ματιά στους πίνακες αυτούς, βλέπουμε ότι η Lizzie Siddal ήταν αδιαπραγμάτευτα όμορφη: ψηλή, με κατάλευκο δέρμα και λαμπερά χάλκινα μαλλιά. Ωστόσο τη δεκαετία του 1850, η εικόνα αυτή δε συμβάδιζε με τα πρότυπα ομορφιάς. Η Lizzie ήταν πολύ αδύνατη για τα πρότυπα της εποχής, ενώ ούτε τα κόκκινα μαλλιά θεωρούνταν ελκυστικά, με μια δημοσιογράφο να τα περιγράφει ως «κοινωνική αυτοκτονία». Ωστόσο, μέσω της επιτυχίας της στο μόντελινγκ, η Lizzie έμελλε να γίνει το νέο πρότυπο κι ένα από τα πρώτα fashion icons της βικτωριανής εποχής. Μέσα σε λίγα χρόνια, κερδίζοντας πλέον αρκετά καλά λεφτά, παραιτήθηκε από το κατάστημα όπου εργαζόταν.
Η Lizzie Siddal ήταν μια πρωτοπόρα γυναίκα, που επινόησε τo δικό της αντισυμβατικό στυλ και καθιέρωσε την ανεξαρτησία της ως καλλιτέχνης. Επαναπροσδιόρισε εντελώς τη γυναικεία μόδα, αφήνοντας στην άκρη τουρ κορσέδες και τα κρινολίνα, που εμπόδιζαν τις κινήσεις της. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν πάντα λυτά, κάτι που έγινε σήμα κατατεθέν της. Η εικόνα της Siddal ενσάρκωνε τα προραφαηλικά ιδανικά της γυναικείας ομορφιάς.
Η μεγαλύτερή της επιτυχία ως μοντέλο ήταν η Οφήλια του Millais (1851-1852). Για τον συγκεκριμένο πίνακα, η Siddal έπρεπε να επιπλέει σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό για να απεικονίσει την Οφηλία που πνίγεται. Ο Millais ζωγράφιζε καθημερινά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τοποθετώντας λάμπες λαδιού κάτω από τη μπανιέρα για να ζεστάνει το νερό. Κάποια στιγμή, οι λάμπες έσβησαν και το νερό γρήγορα πάγωσε. Ο Millais, απορροφημένος από το έργο του, δεν το πρόσεξε και η Siddal δεν παραπονέθηκε. Ως αποτέλεσμα, η Siddal έπαθε βαριάς μορφής πνευμονία, κάτι που θα την επηρέαζε για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής της.
Στη συνέχεια, πολλοί καλλιτέχνες θέλησαν να συνεργαστούν μαζί της, αλλά ο Rossetti ζήλευε πολύ και της ζήτησε να ποζάρει μόνο για τον ίδιο. Η ερωτική τους ιστορία ήταν θυελλώδης αλλά τοξική. Επί 10 χρόνια διατηρούσαν σχέση χωρίς να έχουν παντρευτεί. Και οι δυο τους ήταν δύσκολοι χαρακτήρες: η Siddal ήταν εθισμένη στο όπιο και ο Rossetti ήταν κατά συρροή άπιστος.
Το 1854 η Siddal ξεκίνησε να ζωγραφίζει, με τον Rossetti για δάσκαλό της. Όταν ο μεγάλος κριτικός τέχνης, John Ruskin είδε για πρώτη φορά ένα έργο της, την ανακήρυξε «ιδιοφυΐα». Ωστόσο, άλλοι κριτικοί δεν είχαν την ίδια γνώμη, χλευάζοντας συχνά τους πίνακές της. Είναι σημαντικό να τονιστεί βέβαια ότι η Siddal μόλις είχε αρχίσει να μαθαίνει, ενώ οι άνδρες του κύκλου της είχαν τελειοποιήσει την τέχνη τους, υπό τη χρόνια καθοδήγηση ειδικών. Η εκπληκτικά γρήγορη πρόοδός της δείχνει γιατί ο Ruskin έδειξε τόσο ενδιαφέρον για εκείνη. Μάλιστα, την στήριξε οικονομικά, προσφέροντάς της ετήσιο μισθό ύψους 150 λιρών για να μπορεί να ζωγραφίζει. Στη δουλειά της στο καπελάδικο έβγαζε μόλις 24 λίρες το χρόνο.
Το 1857, ήταν η μοναδική γυναίκα που παρουσίασε έργα της στην Έκθεση των Προραφαηλιτών στο Λονδίνο, όπου ένας από τους πίνακές της, ο Clerk Saunders (1857), αγοράστηκε από έναν επιδραστικό συλλέκτη από τις ΗΠΑ, τον Charles Eliot Norton.
Παρά την επιτυχία της, η Siddal ήθελε να δραπετεύσει από το Λονδίνο, νιώθοντας ότι ο Rossetti και ο Ruskin έλεγχαν τη ζωή της. Χρησιμοποιώντας τις οικονομίες της, εγκατέλειψε το Λονδίνο και μετακόμισε στο Σέφιλντ. Στη συνέχεια γράφτηκε στο Sheffield School of Art, αποφασισμένη να γίνει ζωγράφος.
Ο Rossetti την επισκεπτόταν περιστασιακά, αλλά συνέχιζε να την απατά συστηματικά. Η σχέση τους έληξε στα μέσα του 1858.
Πολλά από όσα συνέβησαν στη ζωή της τα επόμενα δύο χρόνια παραμένουν μυστήριο. Την άνοιξη του 1860, αρρώστησε επικίνδυνα. Η οικογένειά της επικοινώνησε με τον Ruskin και εκείνος με τον Rossetti, ο οποίος έσπευσε στο πλευρό της…μαζί με μια άδεια γάμου. Μόλις έγινε καλά, παντρεύτηκαν.
Η αρχή του τέλους
Το ζευγάρι επέστρεψε από τον μήνα του μέλιτος στο Παρίσι, μαζί με ένα ζευγάρι αδέσποτων σκυλιών που είχαν υιοθετήσει. Κατά τον γυρισμό, η Lizzie συνειδητοποίησε ότι ήταν έγκυος. Την ίδια περίοδο, ο Rossetti ζωγράφισε το “Regina Cordium”, ένα γαμήλιο πορτρέτο της Lizzie. Ο πίνακας είναι πολυτελής, στολισμένος με φύλλα χρυσού που απεικονίζουν σταυρούς και καρδιές. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ενδείξεις για το πραγματικό πλαίσιο του πορτρέτου – της ασθένειας της Siddal εξαιτίας του εθισμού της. Το δέρμα της έχει μια πράσινη απόχρωση και το λουλούδι που κρατά έχει μια περίεργη συμβολική σημασία. Ο πανσές στη βικτωριανή εποχή συμβόλιζε τον θάνατο.
Στις 2 Μαΐου 1861, το μωρό της Siddal γεννήθηκε νεκρό, κάτι που τη βύθισε σε κατάθλιψη. Ο γάμος τους υπέφερε με τους καβγάδες του ζευγαριού να γίνονται όλο και συχνότερη. Η Siddal ήταν πεπεισμένη ότι ο Rossetti την απατούσε και πάλι.
Το βράδυ της 10ης Φεβρουαρίου 1862, το ζευγάρι βγήκε για δείπνο με τον ποιητή Algernon Charles Swinburne. Αφού επέστρεψαν στο σπίτι, ο Rossetti πήγε να διδάξει ένα νυχτερινό μάθημα στο Working Men’s College. Πριν φύγει, είδε τη Lizzie ξαπλωμένη στο κρεβάτι – είχε πάρει τη συνηθισμένη δόση της και είχε απομείνει περίπου μισό μπουκάλι. Όταν επέστρεψε από τη δουλειά, το μπουκάλι ήταν άδειο. Η Lizzie κοιμόταν τόσο βαθιά που δεν μπορούσε να την ξυπνήσει. Δίπλα της βρισκόταν ένα σημείωμα που του είχε αφήσει. Ο Rossetti έκρυψε το γράμμα και φώναξε γιατρό.
Παρά τις προσπάθειες τεσσάρων γιατρών, η Lizzie Rossetti πέθανε τα ξημερώματα της 11ης Φεβρουαρίου 1862. Ο φίλος τους, Ford Madox Brown, συμβούλεψε τον Rossetti να κάψει το σημείωμα αυτοκτονίας της. Αυτό έγινε για να της διασφαλίσουν μια χριστιανική ταφή. Η Lizzie ήταν και πάλι έγκυος όταν πέθανε. Ίσως φοβόταν ότι το μωρό της είχε σταματήσει να κινείται και δεν άντεχε να ξαναπεράσει την ίδια τραυματική εμπειρία.
Όμως, η ιστορία της Lizzie δεν τελειώνει με το θάνατό της. Στην κηδεία της, ο Rossetti τοποθέτησε στο φέρετρο της γυναίκας του το μοναδικό αντίγραφο των ποιημάτων που είχε γράψει. Επτά χρόνια αργότερα, αποφάσισε ότι το ήθελε πίσω.
Μια φθινοπωρινή νύχτα του 1869, κάτω από άκρα μυστικότητα, το φέρετρό της ξεθάφτηκε από τον χώρο ανάπαυσής του. Ο Rossetti δεν ήταν παρών. Ο εγκέφαλος της όλης επιχείρησης ήταν ο φίλος του, Charles Augustus Howell, ένας επιβλητικός αφηγητής παραμυθιών.
Μάλιστα, ο Howell είπε στον Rossetti ότι, όταν άνοιξε το φέρετρο, το σώμα της γυναίκας του είχε διατηρηθεί άθικτο. Δεν αντίκρισε έναν σκελετό, η Lizzie ήταν το ίδιο όμορφη όπως ήταν κι εν ζωή και τα κατακόκκινα μαλλιά της είχαν μακρύνει, καλύπτωντας το φέρετρο με μια χάλκινη λάμψη. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι επιστημονικά αδύνατο. Ακόμη κι έτσι, η περιγραφή του Howell μετέτρεψε την Lizzie Siddal σε ένα είδος μύθου – το αυθεντικό σουπερμόντελ που η ομορφιά της αψηφά τον θάνατο.
Η Lizzie Siddal πέθανε σε ηλικία 32 ετών, αλλά η κληρονομιά της παραμένει ζωντανή.