Το κουβάρι της ιστορίας, που είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, ξετυλίγει στη πλατφόρμα του Netflix η Isabel Coixet στην ομώνυμη ταινία “Elisa and Marcela”. Το αν έκανε επιτυχημένα ή όχι θα το δούμε στην πορεία. Το αν θέλετε να την δείτε, θα το αποφασίσετε μόνοι σας.
H εσωστρεφής Marcela (Greta Fernandez) γνωρίζει την Elisa (Natalia de Molina) στο καθολικό κολέγιο θηλέων που έχει σταλεί από τον αυταρχικό πατέρα της στην ισπανική πόλη Κορούνια, για να μάθει όσα χρειάζεται για να γίνει δασκάλα και τίποτα παραπάνω, ώστε να μη μπορεί να σηκώνει κεφάλι και να αντιμιλάει. Η Elisa μένει με τη μοναχή θεία της, η οποία είναι και διευθύντρια του κολεγίου, ρωτώντας την καθημερινά πότε θα παντρευτεί. Σχεδόν αμέσως ξεκαθαρίζει στη Marcela ότι δεν πιστεύει στον θεό ούτε στον θεσμό του γάμου κι έτσι μια φιλία σχηματίζεται ανάμεσά τους. Ο θαυμασμός που η Marcela τρέφει για την Elisa και η τρυφερότητα που η δεύτερη της δείχνει γρήγορα οδηγούν σε ερωτική έλξη. Ο πατέρας της Marcela, αντιλαμβανόμενος ότι αυτή η σχέση μπορεί να μην είναι μόνο φιλική, στέλνει την κόρη του σε σχολή στη Μαδρίτη.
Ο «πατρικός νόμος» προσπαθεί να δαμάσει αλλά και να δομήσει τη σεξουαλικότητα της Marcela και τη θέση της ως γυναίκα μέσα στην κοινωνία. Η αντίσταση της σε αυτόν, είναι μία διέξοδος από την επιβεβλημένη ετεροφυλοφιλία. Από την άλλη και οι δύο έρχονται αντιμέτωπες με τα ταμπού, τις κυρώσεις, τις απαγορεύσεις και τις απειλές. Η θηλυκότητα και για τις δύο δεν είναι προϊόν επιλογής, αλλά αναγκαστική παράθεση μιας νόρμας, η οποία διαθέτει περίπλοκη ιστορικότητα, αδιάσπαστα συνδεδεμένη με σχέσεις πειθαρχίας, ρύθμισης, τιμωρίας. Με τη διάσταση που πήρε η ιστορία τους, δημιουργήθηκε ένα κλίμα υποστήριξης από ένα μέρος της κοινωνίας, που τις βοήθησε να ζήσουν με τη σεξουαλικότητα που είχαν επιλέξει, και ταυτόχρονα να μην ζουν ως κατατρεγμένες και «μιάσματα» της κοινωνίας. Η ανάληψη φύλου και λεσβιακής ταυτότητας, δεν μπορούσε παρά να ληφθεί ως μία καταπάτηση του «νόμου». Η μη προσέγγιση της γυναικείας συμβολικής θέσης θεωρήθηκε κοινωνική αποτυχία. Ουσιαστικά, όμως, με αυτήν την αποτυχία, απέφυγαν την υποταγή τους στον ευνουχισμό. Τα τρία χρόνια που ήταν μακριά η μία από την άλλη, κατάφεραν να κρατήσουν επικοινωνία μέσω ερωτικών επιστολών.
Η πρώτη σεξουαλική τους επαφή, απεικονίζεται εστιάζοντας στο άγγιγμα και στα σώματά τους, δείχνοντας τον έρωτα στο πιο πρώιμο στάδιο. Η Elisa αναγκάζεται να φύγει για να αποφευχθεί η κοινωνική κατακραυγή, η Marcela μένει μόνη και μετά από λίγο έγκυος από έναν ξυλοκόπο, που την περιτριγυρίζει και μετά από λίγο καιρό εμφανίζεται στο χωριό ο Mario, πρώτος ξάδερφος της Elisa από την Αγγλία, ο οποίος παντρεύεται με συνοπτικές διαδικασίες τη Marcela. Ο ιερέας τέλεσε το μυστήριο σίγουρα είχε κάποιο σοβαρό οφθαλμολογικό πρόβλημα και δεν έβλεπε καλά, αν όχι πλήρη τύφλωση. O Mario είναι φυσικά η Elisa μεταμφιεσμένη σε άντρα, με κοντό μαλλί και μουστάκι το οποίο έχει σχεδιάσει με μολύβι, αλλά μολύβι είχαν και τα μάτια, ίσως για την extravagant πινελιά του γεγονότος. Η Coixet μάλλον εμπνεύστηκε από τον δικό μας “Πίπη”, ή τέλος πάντων από κάποια σχολική γιορτή. Για κάποιον ανεξήγητο, μάλλον, λόγο η ταυτότητα του Mario γίνεται αντιληπτή και αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο στην Πορτογαλία, όπου φυλακίζονται μέχρι να αποφασιστεί η τύχη τους από τις αρχές της Ισπανίας.
Η παρενδυσία στην οποία καταφεύγει η Elisa, ήταν ένα μέσο για τις γυναίκες προκειμένου να ξεφύγουν από φυσικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς. Στον ωκεανό σημάτων που υπάρχουν στην καθημερινή ζωή, η ένδυση είναι ένα αναγνωριστικό στοιχείο της προσωπικότητας των ατόμων. Τα κανονιστικά πρότυπα που ήταν εδραιωμένα τον 20ο αιώνα σχετικά με την σεξουαλικότητα είναι συνεχόμενα σημεία αναφοράς κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ο αγώνας τους και οι δυσκολίες που περνάνε γίνονται άξια θαυμασμού στη φυλακή, ενώ η ιστορία τους συζητιέται ολοένα και περισσότερο. Ο βασιλιάς αποφασίζει να αφεθούν ελεύθερες για να καταφέρουν να φύγουν από τη χώρα και να αποφύγουν τη φυλάκιση στην Ισπανία. Η Marcela αφήνει πίσω το παιδί, για να μην είναι δακτυλοδεικτούμενο, το θετικό είναι ότι ο γάμος τους δεν ακυρώθηκε ποτέ.
Η απεικόνιση της ιστορίας των δύο γυναικών γίνεται με έναν επίπεδο τρόπο. Θεωρώ ότι κάποιος που θα δει την ταινία θα απορήσει για το πως γίνεται μία τόσο αξιοσημείωτη ιστορία, να αποδοθεί με έναν τόσο άνευρο τρόπο. Πώς γίνεται να μην έχει καταφέρει να δημιουργήσει κανένα συναίσθημα αγωνίας, φόβου, έξαψης ή οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα τέλος πάντων θα ήταν αναμενόμενο να αναδυθεί στην επιφάνεια βλέποντας να εκτυλίσσεται μία τέτοια ιστορία. Η απαξίωση της οικογένειας, της κοινωνίας και της θρησκείας είναι από μόνα τους μία μεγάλη επανάσταση που δεν αναδείχθηκε σε κανένα σημείο της ταινίας. Μία ταινία που θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως queer και όχι ως μία μόνο μεν βιογραφική και δε με στοιχεία βουβού κινηματογράφου εν έτει 2019, χωρίς και αυτά να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό.
Η κινηματογράφηση του έρωτα των γυναικών είναι αψυχολόγητη με περίεργη διακύμανση. Με την αρχική εστίαση να είναι στο λύσιμο του κορσέ και στις προσεκτικές, γοητευτικά αδέξιες αλληλεπιδράσεις του ζευγαριού, μετά επιδόθηκε σε ένα περίεργο ερωτικό κρεσέντο που περιλάμβανε το πιπίλισμα του στήθους και των δαχτύλων των ποδιών αλλά και μια σεξουαλικοποίηση στοιχείων της φύσης τα οποία χρησιμοποιούνται ως ερωτικά παιχνίδια: το χταπόδι, τα φύκια και το γάλα, τα οποία έρχονται σε αντιδιαστολή με τα παρθένα κορίτσια από την απομονωμένη πόλη. Η Coixet, μάλλον, θα ξέχασε ότι πρόκειται για δύο κορίτσια χωρίς προηγούμενη σεξουαλική εμπειρία και η ανακάλυψη του σώματος με αυτόν τον τρόπο δεν είναι αναμενόμενη σε αυτό το στάδιο της σχέσης τους. Κάποιες προσδοκίες ίσως εκπληρώνονταν αν η εστίαση επικεντρωνόταν στην αγνότητα και την αγάπη των κοριτσιών και όχι σεξουαλικοποιώντας την σεξουαλικότητά τους.
Το 2023, όμως, κατά πόσο απέχει από το μακρινό, κατά τ’ άλλα 1901; Αν περπατούσαν δύο γυναίκες χέρι χέρι σε μία επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, πόσες είναι οι πιθανότητες να μην συνέβαινε ένα περιστατικό κοινωνικής κατακραυγής; Η κοινωνία που περιγράφεται στην ταινία, πόσο έχει αλλάξει έναν αιώνα μετα; Πόσοι είναι ανοιχτοί απέναντι σε έναν ομοφυλοφιλικό γαμό;
Όλοι μας έχουμε βρεθεί είτε μέσα σε παρέες είτε ακούγοντας άλλες από διπλανά τραπέζια να λένε το γνώριμο σε όλους “Εγώ δεν έχω θέμα με τους gay, αλλά ό,τι κάνουν να είναι στο κρεβάτι τους” ή το “Εγώ δεν μπορώ να βλέπω gay να φιλιούνται, γιατί μου χαλούν την αισθητική”. Αυτές τις φράσεις τις ακούω τόσο συχνά, που είναι σα να πατιέται, μαγικά κάθε φορά, ένα κουμπί από κάποιο κασετόφωνο και αρχίζει να παίζει σε λούπα. Φράσεις που όλοι ακούμε και πολλοί δεν δοκιμάζουν να μπουν πια σε αντίλογο, γιατί ξέρουν a priori την κατάληξη της συζήτησης.
Οι παραπάνω λόγοι, είναι μόνο μερικοί για τους οποίους γίνεται κάθε χρόνο το Pride και θα συνεχίζει να γίνεται για πολύ καιρό μέχρι η έννοια της πλήρης σεξουαλικής ισότητας να έρθει και η ομοφοβία να είναι μια έννοια από το παρελθόν που στις νέες, τουλάχιστον, γενιές να είναι άγνωστη. Το μόνο που μένει να δούμε είναι το αν θα γίνει σε αυτόν τον αιώνα.