Ποτέ δεν υπήρξε μόνο και αποκλειστικά «Αντίπαρος».
Μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, (συν)υπήρχε ταυτόχρονα η «Αντίπαρος» με την «Αντίπαρο(κ)».
Ή «Αντίπαrock», όπως ήταν άναρχα και πρόχειρα γραμμένο με κόκκινη μπογιά πάνω σε έναν μισοκατεστραμμένο τοίχο ενός παλιού σπιτιού στο μονοπάτι εκείνο που σε οδηγούσε στη La Luna, ένα moonlight drive βγαλμένο από τις ονειρώξεις του μέσου ρομαντικού οπαδού των Doors, ο οποίος τραγουδούσε από μέσα του «Let’s swim out tonight, love / It’s our turn to try / Parked beside the ocean on our moonlight drive» στο φεγγαρολουσμένο δρόμο για την «καλύτερη υπαίθρια ντισκοτέκ της Μεσογείου», όπως (αυτο)αποκαλούταν κάποτε.
Η συγκεκριμένη διαδρομή προς την ντισκοτέκ ήταν αυτή που της έδωσε και το όνομά της: La Luna, όχι από το ομώνυμο τραγούδι της Belinda Carlisle (το οποίο, ούτως ή άλλως είναι μεταγενέστερό της κατά περίπου μια δεκαετία, καθώς το μπαρ άνοιξε το 1981), αλλά από την ιταλική ονομασία του φεγγαριού, που υποβοηθούσε τους θαμώνες της ντισκοτέκ προκειμένου να φτάσουν, άγρια ξημερώματα, κάπου μεταξύ 3 με 4 το πρωί, στο κατώφλι της.
«Ακολούθα το δρόμο που σού φωτίζει το φεγγάρι και θα βρεις και την La Luna», ήταν το αρχικό της μότο.
Δεν ξέρω αν όντως η La Luna ήταν η «καλύτερη υπαίθρια ντισκοτέκ της Μεσογείου» – σίγουρα πάντως υπήρξε το πιο τίμιο «αφτεράδικο» μπαρ στο οποίο έχω χαρίσει μερικές από τις νυχτόβιες «εργατοώρες» της νιότης μου.
Δεν υπήρξα ο τύπος που πήγαινε κάθε χρόνο σώνει και ντε Αντίπαρο, όπως κάνουν άλλοι με την Ικαρία για τα πανηγύρια της. Στο νησί έχω πάει δυο φορές μόνο, αλλά αμφότερες οι εμπειρίες υπήρξαν αξιομνημόνευτες, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Αυτό, ωστόσο, που ένωνε τις δυο εμπειρίες, σαν μια αόρατη νηματοειδή αλκοολική κλωστή, ήταν η La Luna.
Την πρώτη φορά μου στην Αντίπαρο, η βραδιά κύλησε κατά το αναμενόμενο: πήγαμε στις 3 τα ξημερώματα (όταν άνοιγε δηλαδή), ήπιαμε (αυστηρά μπίρες, εκτός αν ήθελες το στομάχι σου την επόμενη ημέρα να λειτουργεί όχι με γαστρικά υγρά, αλλά με οκτάνια…) και φύγαμε σε κατάσταση σκισμένης ζάντας μοτοσακό γύρω στις 7μιση το πρωί, με κατεύθυνση το μαγαζί της κυρά Ποθητής και τις θρυλικές κρέπες της, για την απαραίτητη «ζυγοστάθμιση» του στομαχιού μας.
Η δεύτερη φορά όμως καταχωρήθηκε στο προσωπικό πάνθεον των σπουδαιότερων και πλέον αξιομνημόνευτων βραδιών όλης μου της ζωής.
Εκείνο το βράδυ του «προ αμνημονεύτων ετών» Ιουλίου, η πολυπληθής παρέα είχε μόλις φάει τον μισό ψαροκατάλογο στο φημισμένο καπετάν Πιπίνο, κάνοντας στο τέλος ένα συνολικό λογαριασμό που ξεκινούσε από τον αριθμό 5.
Θυμάμαι τα ηχεία του Πιπίνου να βαράνε το «Καλοκαιρινά Ραντεβού» από τις Δυτικές Συνοικίες (ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε πριν ακριβώς 20 χρόνια, τον Ιούλιο του 2003) και εμείς, γύρω στα 7-8 άτομα, να έχουμε πιεί τόσο τσίπουρο και ούζο που να επιδιδόμαστε σε ένα ανελέητο air guitar και air drumming, όπως ακριβώς και τα μέλη της θεσσαλονικιώτικης μπάντας στο συνοδευτικό βιντεοκλίπ του εν λόγω τραγουδιού.
Θερινές γραφικότητες ορμώμενες από την ευρεία και υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος, θα έλεγε, δικαίως, κάποιος αν μας έβλεπε, αν και ελάχιστοι απείχαν τότε από παρόμοιες γραφικότητες της μιας ή της άλλης μορφής, εκτός αν ήσουν ο μαζεμένος και συγκρατημένος «Κωστής» του φανταστικού Μάκη Παπαδημητρίου στην ταινία Suntan [η οποία γυρίστηκε το καλοκαίρι του 2015 στην Αντίπαρο].
Σηκωθήκαμε γύρω στα μεσάνυχτα από το διπλό τραπέζι παλαντζάροντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχοσωματικό δίπολο του «να πάμε λίγο στα δωμάτια να αράξουμε λίγο» και στο «πάμε απευθείας στη La Luna κουβαλώντας και τις τσάντες θαλάσσης μας».
Ασφαλώς και θα υπερίσχυε η δεύτερη επιλογή.
Η διαδρομή μας προς τη ντισκοτέκ διήρκεσε μια αιωνιότητα και μια ημέρα, καθώς μέχρι να φτάσουμε εκεί – μέσα σε ένα χρονικό διάστημα σχεδόν μιας ώρας εν μέσω διαφόρων παλινωδιών απείρου κάλλους – συνέβησαν τα εξής:
- Μια κοπέλα της παρέας υπέκυψε για λίγο στην θερμοπληξία και χρειάστηκαν πολλά νερά και ηλεκτρολύτες προκειμένου να την επαναφέρουμε.
- Ενας φίλος έκανε εμετό την γαριδομακαρονάδα που είχε φάει προ δυο ωρών πάνω στην προπορευόμενη βερμούδα του κολλητού του.
- Ενας άλλος άνδρας της παρέας άρχισε να κάνει «βαρελάκια» μέχρι τη La Luna, στα πλαίσια ενός στοιχήματος που είχε τεθεί ανάμεσα στον ίδιο και μια άλλη κοπέλα στο τραπέζι -κάτι για το οποίο οι υπόλοιποι της παρέας ενημερωθήκαμε μόνο αφού φτάσαμε στην πόρτα της La Luna, εκεί όπου, κατά τας Γραφάς και κατά τους θρύλους, το προηγούμενο από εμάς καλοκαίρι, μια παρέα οπαδών του Παναθηναϊκού, σε άψογο Αντίπαrock κλίμα και μετά από ένα επικό πιώμα, άρχισαν να φωνάζουν ομαδηδόν συνθήματα υπέρ… του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Φτάσαμε πρώτοι απ’ όλους. Αφήσαμε τις τσάντες θαλάσσης μας στην άκρη και παραγγείλαμε.
Σύντομα, η ντισκοτέκ γέμισε με κόσμο – η παρέα μου κι εγώ σταθερά στην άκρη να μιλάμε φωναχτά και στεντόρεια, όπως κάθε παρέα μεθυσμένων που σέβεται τον εαυτό της.
Μια από τις κοπέλες της παρέας, εκεί γύρω στις 5 το πρωί, πιάνει την τσάντα θάλασσης της και βγάζει από μέσα της τέσσερα μεγάλα νεροπίστολα.
Μέσα σε δέκα λεπτά είχαν καταφτάσει στο σημείο όπου καθόμασταν 3 ή 4 κανάτες με νερό. Τα νεροπίστολα φορτώθηκαν με “πυρομαχικά”.
Οι ομάδες χωρίστηκαν, δυο με δυο. Τα “όπλα” γυαλίστηκαν. Τα μεθυσμένα βλέμματά μας συναντήθηκαν για μια τελευταία φορά και το μπουγέλο άρχισε μέσα στη La Luna.
Βρέξαμε τα πάντα: τους γύρω μας, τους μπάρμεν και μπαργούμεν / γκαρσόνες, ο dj προσπαθούσε ματαίως να προφυλάξει τα cd του και την κονσόλα από τα νερά, το νερό συνέχιζε να πέφτει «στρέιτ θρου», 1-2 θαμώνες ήρθαν και μας ζήτησαν αν έχουμε μερικά νεροπίστολα ακόμη προκειμένου να συμμετέχουν και αυτοί στο μπουγέλο.
Κάποιοι άλλοι – που οι σκηνές τους ήταν κοντά στη ντισκοτέκ ή τα δωμάτια τους σε κοντινή απόσταση – το είδαν ως μια τέλεια ευκαιρία να φέρουν και αυτοί τα δικά τους “όπλα”. Το πάτωμα της La Luna μέσα σε μιάμιση ώρα έμοιαζε με προκυμαία λιμανιού που το χτυπάει το κύμα με 8 μποφόρ.
Η “τελευταία λέξη” της βραδιάς, ωστόσο, ανήκε σε μας: οι κανάτες με νερό αντικαταστάθηκαν από μπίρες και τα νέα “πυρομαχικά” είχαν μέσα τους βύνη και κριθάρι.
Μέχρι τις 7 το πρωί, οι “γεμιστήρες” των νεροπίστολων άδειασαν και γέμισαν πάνω από 10 φορές με φθηνή βαρελίσια μπίρα.
Στο τέλος, όλοι μυρίζαμε μπίρα από την κορφή ως τα νύχια – τιμής ένεκεν, ο dj ως προτελευταίο τραγούδι έβαλε να ακουστεί το «Warm Beer And Cold Women» του Τομ Γουέιτς.
Και “καπάκι” μετά από αυτό έπεσε η μελωδική φωνή της Nina Simone τραγουδώντας το «My baby just cares for me» – το σημάδι ότι ακόμη μια νύχτα στη La Luna έφτασε στο τέλος της.
Φύγαμε στις 7μιση το πρωί από την ντισκοτέκ λίγο πιο έμπειροι.
Ή καλύτερα, λίγο πιο “έμπιροι”.