Αν νομίζετε ότι η πιο δημοφιλής ερμηνεία των αρχικών ΚΚΚ είναι «Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας» ή «Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας» είστε γελασμένοι. Τα τρία αυτά Κάπα βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη όχθη της Αριστεράς, στις παρυφές της άκρας δεξιάς. Και αποτελούν την κωδική ονομασία μιας από τις πιο μακρόβιες και επικίνδυνες τρομοκρατικές οργανώσεις της παγκόσμιας ιστορίας: της Ku Klux Klan.
Μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε πριν 150 χρόνια στον ρατσιστικό Νότο των ΗΠΑ από τον πρώην Στρατηγό Νέιθαν Μπέντφορντ Φόρεστ με σκοπό την προστασία των χήρων και των παιδιών των στρατιωτών που χάθηκαν κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου.
Στα τέλη του 1866 ο Φόρεστ, δανειζόμενος μια ελληνική και μια σκοτσέζικη λέξη, ίδρυσε την “Kyklos Klan” , δηλαδή την «Οικογένεια Του Κύκλου» ή «Κούκλους Κλαν», η οποία στην πορεία επικράτησε ως Κου Κλουξ Κλαν.
Ο σκοπός της οργάνωσης μετέπειτα εκφυλίστηκε και κατέληξε να στρέφεται εναντίον μαύρων πληθυσμών οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τα νεα ευνοϊκά νομοθετικά διατάγματα του Αβραάμ Λίνκολν είχαν αρχίσει να αποκτούν δικαιώματα σε πολλούς τομείς της αμερικανικής ζωής.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον γράφει σχετικά: «Οι λευκοί βρήκαν αφορμή για το ξέσπασμα τους την Κου Κλουξ Κλαν, την Αόρατη Αυτοκρατορία, με στόχο να προστατεύσουν ο,τι απέμενε από τον Μεγάλο Νότο τους. Οπαδοί της ομάδας συνέρεαν στον Νότο με σκοπό να τρομοκρατήσουν και να κάνουν βιαιοπραγίες εναντίον Νέγρων».
Το πρώτο κύμα τρομοκρατίας άρχισε στο Τενεσί και μέσα σε μερικά χρόνια είχε απλώσει τα δίχτυα του μέχρι το Νάσβιλ. Κατόπιν, τα μέλη της οργάνωσης, φορώντας τις χαρακτηριστικές λευκές στολές τους με τις κουκούλες, έχοντας υιοθετήσει ονόματα και ψευδώνυμα και με επικεφαλής τον Νέιθαν Φόρεστ, ο οποίος πια αποκαλούταν Μεγάλος Μάγος, πραγματοποιούσαν μυστικές τελετές και συγκεντρώσεις, εντόπιζαν μαύρους, τους βασάνιζαν και εφάρμοζαν πάνω τους τον Νόμο του Λιντς.
Έτσι ιδρύθηκαν και επιμέρους ομάδες της οργάνωσης σε διάφορα μέρη της αμερικανικής ενδοχώρας: η Λευκή Αδελφότητα, οι Άντρες της Δικαιοσύνης, οι Φύλακες του Συντάγματος και οι Ιππότες της Λευκής Καμέλιας είχαν ένα και μοναδικό σκοπό: να εμποδίσουν τους μαύρους πληθυσμούς από το να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου και να έχουν ίση συμμετοχή στα δημοτικά συμβούλια και τα κέντρα αποφάσεων.
Η Νότια Καρολίνα, η Τζόρτζια και το Τενεσι αποτέλεσαν «μπαμπούλα» για οποιονδήποτε μαύρο και πολλοί ήταν εκείνοι οι έγχρωμοι οι οποίοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ώστε να αποφύγουν το ρατσιστικό κύμα βίας που αργά ή γρήγορα θα τους παράσερνε στο διάβα του.
Τα κρούσματα βίας έφτασαν μέχρι την Ουάσιγκτον και ο ριζοσπαστικός Γερουσιαστής Μπέντζαμιν Μπάτλερ παρακίνησε τον Πρόεδρο Οδυσσέα Γκραντ να παύσει την δράση της ομάδας με νομοθετικό διάταγμα και να την κηρύξει εκτός νόμου.
Και πράγματι τους πρώτους μήνες του 1870 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μετά από έρευνα που διενήργησε κατέληξε στην εξής απόφαση: «Η Κου Κλουξ Κλαν ή Αόρατη Αυτοκρατορία του Νότου, από το 1868 που υφίσταται, διαθέτει στις τάξεις της μεγάλες ομάδες λευκού πληθυσμού. Λειτουργεί κατόπιν Νόμων και ενός Συντάγματος, το οποίο παρέχει την δυνατότητα στα μέλη του να οπλοφορούν και να ντύνονται με το χαρακτηριστικό ένδυμα της ομάδας. Οι δραστηριότητες της λαμβάνουν χώρα νυχτερινές ώρες και οι στόχοι τους δεν είναι μόνο μέλη της μαύρης κοινότητας αλλά και του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν εισβάλουν κρυφά στα σπίτια έγχρωμων την ώρα που κοιμούνται, τους βασανίζουν με απάνθρωπο τρόπο κι ενίοτε μπορεί να τους αφαιρέσουν ακόμη και τη ζωή».
Το Κογκρέσο πέρασε τον Νόμο της 20ης Απριλίου 1871 σύμφωνα με τον οποίο η δράση της ομάδας κρινόταν αντισυνταγματική και άρα ποινικά κολάσιμη.
Η οργάνωση σταδιακά εξαφανίστηκε, ίσως γιατί οι ιθύνοντες της έκριναν ότι ο στόχος που είχε θέσει πέντε χρόνια πριν είχε επιτευχθεί.
Η επανεμφάνιση της Ku Klux Klan
Μια κινηματογραφική ταινία στηριγμένη σε ένα βιβλίο στάθηκε αφορμή για την επανεμφάνιση της Αόρατης Αυτοκρατορίας 45 χρόνια μετά. Ο Γουίλιαμ Σίμονς, ένας ιερέας, επανίδρυσε την οργάνωση το 1915 συνεπαρμένος από το βιβλίο «The Ku Klux Klan» του Τόμας Ντίξον και την ταινία «Η Γέννηση Ενός Έθνους» του Ντέιβιντ Γκρίφιθ.
Ο Σίμονς όπως και ο διάδοχος του, ο Μέγας Μάγος Χίραμ Έβανς, που ανέλαβε τα ηνία της το 1922, δεν έβαλαν στόχο τους μόνο τους μαύρους, αλλά κι άλλες μειονότητες, όπως τους Εβραίους και τους Κομμουνιστές, στους οποίους αποδόθηκαν ευθύνες για τις απολύσεις αμερικανών εργατών από βιοτεχνίες και βιομηχανίες.
Ο εντοπισμός νέων «έχθρων» για το Αμερικανικό Έθνος και τον θεσμό της Οικογένειας ήταν μια ευγενική προσφορά της Κου Κλουξ Κλαν στους φτωχούς μεροκαματιάρηδες του Νότου, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν τελειώσει καν το σχολείο και αναζητούσαν μια βολική εξήγηση για το φαινόμενο της ανεργίας που μάστιζε την χώρα την Εποχή του Μεσοπολέμου.
Υπό την ηγεσία του Έβανς η οργάνωση έφτασε στο υψηλότερο σημείο ακμής της: μέλη της οργάνωσης εκλέγονταν σε κομβικά σημεία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και η πρόσβαση που είχε ο ίδιος σε υψηλά κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας «ξελάσπωνε» τις περισσότερες φορές όσα άτομα της ομάδας κατηγορούνταν για δολοφονίες και άλλα έκτροπα.
Το 1925 η Κου Κλουξ Κλαν είχε στις τάξεις της 4 εκατομμύρια μέλη και πολυώροφα κεντρικά γραφεία στην Οκλαχόμα, το Τέξας, την Ιντιάνα και το Μέιν. Την δεκαετία του ’30 όμως ένας εκ των υψηλά ισταμένων της οργάνωσης, ο Ντέιβιντ Στίβενσον, καταδικάστηκε για φόνο και η δημοτικότητα της Κου Κλουξ Κλαν έπεσε κατακόρυφα μέχρι το 1944, οπότε τα 30 μόλις χιλιάδες μέλη που μετρούσε αποφάσισαν να διαλύσουν την «Αυτοκρατορία».
Η Τρίτη Παρουσία της Ku Klux Klan
Η τρίτη φορά που η Κου Κλουξ Κλαν επανιδρύθηκε, λίγο μετά το 1955, ήταν και η πιο σημαντική από πλευράς δραστηριοτήτων. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και το αναδυόμενο κίνημα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η αφύπνιση των μαύρων πληθυσμών και η «ενοχλητική» παρουσία του Μαρτιν Λούθερ Κινγκ.
Οι «Λευκοί Ιππότες» του Μεγάλου Μάγου Ρόμπερτ Σέλτον άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους ολοένα και πιο αισθητή, απαιτώντας την άρνηση ψήφου στους μαύρους πληθυσμούς.
Το διάσημο περιστατικό της Ρόζα Πάρκς δεν άλλαξε την κατάσταση σε πολιτείες όπως τον Μισισιπή, όπου παρόλο που το 42% του πληθυσμού αποτελείτο από έγχρωμους, μόνο το 2% εξ αυτών είχε δικαίωμα ψήφου. Σύμφωνα με την οργάνωση, «οι καιροί απαιτούσαν άμεση δράση».
Πράγματι, την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1963, ένας λευκός άνδρας βγαίνει από μια Σεβρολέτ και αφήνει ένα δέμα στα σκαλιά της Εκκλησίας Βαπτιστών της 16ης Οδού.
Λίγα λεπτά μετά η έκρηξη που ακολουθεί σκοτώνει τις 14χρονες Άντι Κόλινς, Κάρολ Ρόμπερτσον, Σίνθια Ουέσλι και την 11χρονη Ντένις Μακνέιρ, οι οποίες εκείνη την ώρα έβγαιναν από την απογευματινή λειτουργία για να πάνε στο σπίτι τους.
Ένας περαστικός αναγνώρισε τον Ρόμπερτ Τσάμπλις, μέλος της οργάνωσης, ως τον άντρα που κατέβηκε από την Σεβρολέτ. Ο Τσάμπλις συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτη.
Το δικαστήριο όμως φαίνεται ότι είχε άλλη γνώμη και παρόλο που τα στοιχεία εναντίον του ήταν αδιάσειστα – στο σπίτι του βρέθηκαν 122 πλάκες δυναμίτη – στις 8 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή για την κατοχή των εκρηκτικών κι αφέθηκε ελεύθερος.
Η υπόθεση τελικά διαλευκάνθηκε το 1977, όταν Κυβερνήτης της Αλαμπάμα ανέλαβε ο Μπιλ Μπάξλει, ο οποίος έδωσε εντολή να ανοιχθεί εκ νέου η υπόθεση της Εκκλησίας της 16ης Οδού. Στην πορεία προέκυψαν νέα ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Τσάμπλις και τελικά το δικαστήριο τον βρήκε ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά.
Για μερικά χρόνια η οργάνωση έδινε την εντύπωση ότι έχει παύσει τις δραστηριότητες της ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν οι περισσότεροι. Μέχρι το 1981.
Τον Μάρτιο της χρονιάς αυτής στην πόλη Μόμπαιλ της Αλαμπάμα μέλη της οργάνωσης παρευρέθηκαν στην δίκη του Τζόζεφ Αντερσον, ενός μαύρου που κατηγορείτο για το φόνο ενός λευκού αστυνομικού.
Η άρνηση του δικαστηρίου να καταδικάσει τον Αντερσον λόγω αμφιβολιών έκανε τους ιθύνοντες της οργάνωσης να μιλήσουν για «ευνοϊκή συμπεριφορά» του δικαστηρίου απέναντι στον κατηγορούμενο. Ο Μπένι Χεις, δεύτερος τη τάξει στην Κου Κλουξ Κλαν, βγαίνοντας από την αίθουσα είπε «Αν ένας μαύρος μπορεί να μείνει ατιμώρητος μετά τον φόνο ενός λευκού συμπολίτη μας, τότε κι ένας λευκός θα μπορούσε να μείνει αντίστοιχα ατιμώρητος αν σκότωνε έναν μαύρο, έτσι δεν είναι;».
Οι δηλώσεις αυτές πυροδότησαν το κλίμα και λίγες μέρες μετά, στις 21 Μαρτίου, ο γιος του Χέις, Χένρι μαζί με τον συνομήλικο του Τζέιμς Νόουλς αποφάσισαν να εκδικηθούν το δικαστήριο για την αθώωση του Αντερσον.
Τα μεσάνυχτα της μέρας εκείνης μπήκαν στο αμάξι του πρώτου και αφού έπιασαν τον 19χρονο μαύρο Μάικλ Ντόναλντ, τον έδειραν αλύπητα, τον έβαλαν στο πορτ μπαγκάζ και αφού τον λίντσαραν, τον σκότωσαν πολτοποιώντας του το κεφάλι με λοστούς.
Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι ο φόνος ήταν αποτέλεσμα μιας διαφωνίας που είχαν σχετικά με μια ποσότητα ναρκωτικών που υποτίθεται ότι ο Ντόναλντ κουβαλούσε μαζί του. Η μητέρα του δολοφονημένου παιδιού όμως ορκιζόταν ότι ο γιος της ουδέποτε ήταν χρήστης και πολύ περισσότερο έμπορος ναρκωτικών και με την βοήθεια του μαύρου πάστορα Τζέσε Τζάκσον κινητοποίησε τις δυνάμεις του FBI, το οποίο έσπευσε να διαλευκάνει την υπόθεση.
Ο καλύτερος ντετέκτιβ του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών, Τζέιμς Μπόντμαν, μετέβη στο Μόμπαιλ και δεν άργησε να αποσπάσει από τον Νόουλς την ομολογία του για τον φόνο του Ντόναλντ.
Τον Ιούνιο του 1983 ο Νόουλς καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και ο Χένρι Χεις στην εσχάτη των ποινών. Εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου του 1997, ο πρώτος λευκός από το 1913 που κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα για τον φόνο ενός μαύρου συμπολίτη του.
Η μητέρα του Μάικλ Ντόναλντ κατάφερε μετά από πολλές προσπάθειες και δίκες επί δικών να κερδίσει την μήνυση που ειχε υποβάλει εναντίον της οργάνωσης: τον Φεβρουάριο του 1987 το δικαστήριο και ένα σώμα ενόρκων, αποτελούμενο εξολοκλήρου από λευκούς, βρήκε την Κου Κλουξ Κλαν ηθική αυτουργό για τον φόνο του Ντόναλντ, καταδικάζοντας την να πληρώσει 7 εκατομμύρια δολάρια στην οικογένεια του νεκρού.
Η οργάνωση, μη μπορώντας να αντεπεξέλθει χρηματικά στο πρόστιμο αυτό, αναγκάστηκε να πουλήσει τα κεντρικά της γραφεία και όλα της τα υπάρχοντα στο αμερικανικό κράτος.
Στις 17 Μαΐου 2000 το FBI με τη σειρά του ανακοίνωσε το πόρισμα των ερευνών για την έκρηξη στην Εκκλησία της 16ης Οδού: η επίθεση που στοίχισε την ζωή στα τέσσερα κορίτσια οργανώθηκε από τους Ρόμπερτ Τσάμπλις, Μπόμπι Τσέρι, Χέρμαν Κας και Τόμας Μπλάντον, μέλη της ομάδας Cahaba Boys, ενός παρακλαδιού της Κου Κλουξ Κλαν.
Αν νομίζετε ότι η πιο δημοφιλής ερμηνεία των αρχικών ΚΚΚ είναι «Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας» ή «Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας» είστε γελασμένοι. Τα τρία αυτά Κάπα βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη όχθη της Αριστεράς, στις παρυφές της άκρας δεξιάς. Και αποτελούν την κωδική ονομασία μιας από τις πιο μακρόβιες και επικίνδυνες τρομοκρατικές οργανώσεις της παγκόσμιας ιστορίας: της Ku Klux Klan.
Μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε πριν 150 χρόνια στον ρατσιστικό Νότο των ΗΠΑ από τον πρώην Στρατηγό Νέιθαν Μπέντφορντ Φόρεστ με σκοπό την προστασία των χήρων και των παιδιών των στρατιωτών που χάθηκαν κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου.
Στα τέλη του 1866 ο Φόρεστ, δανειζόμενος μια ελληνική και μια σκοτσέζικη λέξη, ίδρυσε την “Kyklos Klan” , δηλαδή την «Οικογένεια Του Κύκλου» ή «Κούκλους Κλαν», η οποία στην πορεία επικράτησε ως Κου Κλουξ Κλαν.
Ο σκοπός της οργάνωσης μετέπειτα εκφυλίστηκε και κατέληξε να στρέφεται εναντίον μαύρων πληθυσμών οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τα νεα ευνοϊκά νομοθετικά διατάγματα του Αβραάμ Λίνκολν είχαν αρχίσει να αποκτούν δικαιώματα σε πολλούς τομείς της αμερικανικής ζωής.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον γράφει σχετικά: «Οι λευκοί βρήκαν αφορμή για το ξέσπασμα τους την Κου Κλουξ Κλαν, την Αόρατη Αυτοκρατορία, με στόχο να προστατεύσουν ο,τι απέμενε από τον Μεγάλο Νότο τους. Οπαδοί της ομάδας συνέρεαν στον Νότο με σκοπό να τρομοκρατήσουν και να κάνουν βιαιοπραγίες εναντίον Νέγρων».
Το πρώτο κύμα τρομοκρατίας άρχισε στο Τενεσί και μέσα σε μερικά χρόνια είχε απλώσει τα δίχτυα του μέχρι το Νάσβιλ. Κατόπιν, τα μέλη της οργάνωσης, φορώντας τις χαρακτηριστικές λευκές στολές τους με τις κουκούλες, έχοντας υιοθετήσει ονόματα και ψευδώνυμα και με επικεφαλής τον Νέιθαν Φόρεστ, ο οποίος πια αποκαλούταν Μεγάλος Μάγος, πραγματοποιούσαν μυστικές τελετές και συγκεντρώσεις, εντόπιζαν μαύρους, τους βασάνιζαν και εφάρμοζαν πάνω τους τον Νόμο του Λιντς.
Έτσι ιδρύθηκαν και επιμέρους ομάδες της οργάνωσης σε διάφορα μέρη της αμερικανικής ενδοχώρας: η Λευκή Αδελφότητα, οι Άντρες της Δικαιοσύνης, οι Φύλακες του Συντάγματος και οι Ιππότες της Λευκής Καμέλιας είχαν ένα και μοναδικό σκοπό: να εμποδίσουν τους μαύρους πληθυσμούς από το να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου και να έχουν ίση συμμετοχή στα δημοτικά συμβούλια και τα κέντρα αποφάσεων.
Η Νότια Καρολίνα, η Τζόρτζια και το Τενεσι αποτέλεσαν «μπαμπούλα» για οποιονδήποτε μαύρο και πολλοί ήταν εκείνοι οι έγχρωμοι οι οποίοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ώστε να αποφύγουν το ρατσιστικό κύμα βίας που αργά ή γρήγορα θα τους παράσερνε στο διάβα του.
Τα κρούσματα βίας έφτασαν μέχρι την Ουάσιγκτον και ο ριζοσπαστικός Γερουσιαστής Μπέντζαμιν Μπάτλερ παρακίνησε τον Πρόεδρο Οδυσσέα Γκραντ να παύσει την δράση της ομάδας με νομοθετικό διάταγμα και να την κηρύξει εκτός νόμου.
Και πράγματι τους πρώτους μήνες του 1870 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μετά από έρευνα που διενήργησε κατέληξε στην εξής απόφαση: «Η Κου Κλουξ Κλαν ή Αόρατη Αυτοκρατορία του Νότου, από το 1868 που υφίσταται, διαθέτει στις τάξεις της μεγάλες ομάδες λευκού πληθυσμού. Λειτουργεί κατόπιν Νόμων και ενός Συντάγματος, το οποίο παρέχει την δυνατότητα στα μέλη του να οπλοφορούν και να ντύνονται με το χαρακτηριστικό ένδυμα της ομάδας. Οι δραστηριότητες της λαμβάνουν χώρα νυχτερινές ώρες και οι στόχοι τους δεν είναι μόνο μέλη της μαύρης κοινότητας αλλά και του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν εισβάλουν κρυφά στα σπίτια έγχρωμων την ώρα που κοιμούνται, τους βασανίζουν με απάνθρωπο τρόπο κι ενίοτε μπορεί να τους αφαιρέσουν ακόμη και τη ζωή».
Το Κογκρέσο πέρασε τον Νόμο της 20ης Απριλίου 1871 σύμφωνα με τον οποίο η δράση της ομάδας κρινόταν αντισυνταγματική και άρα ποινικά κολάσιμη.
Η οργάνωση σταδιακά εξαφανίστηκε, ίσως γιατί οι ιθύνοντες της έκριναν ότι ο στόχος που είχε θέσει πέντε χρόνια πριν είχε επιτευχθεί.
Η επανεμφάνιση της Ku Klux Klan
Μια κινηματογραφική ταινία στηριγμένη σε ένα βιβλίο στάθηκε αφορμή για την επανεμφάνιση της Αόρατης Αυτοκρατορίας 45 χρόνια μετά. Ο Γουίλιαμ Σίμονς, ένας ιερέας, επανίδρυσε την οργάνωση το 1915 συνεπαρμένος από το βιβλίο «The Ku Klux Klan» του Τόμας Ντίξον και την ταινία «Η Γέννηση Ενός Έθνους» του Ντέιβιντ Γκρίφιθ.
Ο Σίμονς όπως και ο διάδοχος του, ο Μέγας Μάγος Χίραμ Έβανς, που ανέλαβε τα ηνία της το 1922, δεν έβαλαν στόχο τους μόνο τους μαύρους, αλλά κι άλλες μειονότητες, όπως τους Εβραίους και τους Κομμουνιστές, στους οποίους αποδόθηκαν ευθύνες για τις απολύσεις αμερικανών εργατών από βιοτεχνίες και βιομηχανίες.
Ο εντοπισμός νέων «έχθρων» για το Αμερικανικό Έθνος και τον θεσμό της Οικογένειας ήταν μια ευγενική προσφορά της Κου Κλουξ Κλαν στους φτωχούς μεροκαματιάρηδες του Νότου, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν τελειώσει καν το σχολείο και αναζητούσαν μια βολική εξήγηση για το φαινόμενο της ανεργίας που μάστιζε την χώρα την Εποχή του Μεσοπολέμου.
Υπό την ηγεσία του Έβανς η οργάνωση έφτασε στο υψηλότερο σημείο ακμής της: μέλη της οργάνωσης εκλέγονταν σε κομβικά σημεία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και η πρόσβαση που είχε ο ίδιος σε υψηλά κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας «ξελάσπωνε» τις περισσότερες φορές όσα άτομα της ομάδας κατηγορούνταν για δολοφονίες και άλλα έκτροπα.
Το 1925 η Κου Κλουξ Κλαν είχε στις τάξεις της 4 εκατομμύρια μέλη και πολυώροφα κεντρικά γραφεία στην Οκλαχόμα, το Τέξας, την Ιντιάνα και το Μέιν. Την δεκαετία του ’30 όμως ένας εκ των υψηλά ισταμένων της οργάνωσης, ο Ντέιβιντ Στίβενσον, καταδικάστηκε για φόνο και η δημοτικότητα της Κου Κλουξ Κλαν έπεσε κατακόρυφα μέχρι το 1944, οπότε τα 30 μόλις χιλιάδες μέλη που μετρούσε αποφάσισαν να διαλύσουν την «Αυτοκρατορία».
Η Τρίτη Παρουσία της Ku Klux Klan
Η τρίτη φορά που η Κου Κλουξ Κλαν επανιδρύθηκε, λίγο μετά το 1955, ήταν και η πιο σημαντική από πλευράς δραστηριοτήτων. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και το αναδυόμενο κίνημα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η αφύπνιση των μαύρων πληθυσμών και η «ενοχλητική» παρουσία του Μαρτιν Λούθερ Κινγκ.
Οι «Λευκοί Ιππότες» του Μεγάλου Μάγου Ρόμπερτ Σέλτον άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους ολοένα και πιο αισθητή, απαιτώντας την άρνηση ψήφου στους μαύρους πληθυσμούς.
Το διάσημο περιστατικό της Ρόζα Πάρκς δεν άλλαξε την κατάσταση σε πολιτείες όπως τον Μισισιπή, όπου παρόλο που το 42% του πληθυσμού αποτελείτο από έγχρωμους, μόνο το 2% εξ αυτών είχε δικαίωμα ψήφου. Σύμφωνα με την οργάνωση, «οι καιροί απαιτούσαν άμεση δράση».
Πράγματι, την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1963, ένας λευκός άνδρας βγαίνει από μια Σεβρολέτ και αφήνει ένα δέμα στα σκαλιά της Εκκλησίας Βαπτιστών της 16ης Οδού.
Λίγα λεπτά μετά η έκρηξη που ακολουθεί σκοτώνει τις 14χρονες Άντι Κόλινς, Κάρολ Ρόμπερτσον, Σίνθια Ουέσλι και την 11χρονη Ντένις Μακνέιρ, οι οποίες εκείνη την ώρα έβγαιναν από την απογευματινή λειτουργία για να πάνε στο σπίτι τους.
Ένας περαστικός αναγνώρισε τον Ρόμπερτ Τσάμπλις, μέλος της οργάνωσης, ως τον άντρα που κατέβηκε από την Σεβρολέτ. Ο Τσάμπλις συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτη.
Το δικαστήριο όμως φαίνεται ότι είχε άλλη γνώμη και παρόλο που τα στοιχεία εναντίον του ήταν αδιάσειστα – στο σπίτι του βρέθηκαν 122 πλάκες δυναμίτη – στις 8 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση με αναστολή για την κατοχή των εκρηκτικών κι αφέθηκε ελεύθερος.
Η υπόθεση τελικά διαλευκάνθηκε το 1977, όταν Κυβερνήτης της Αλαμπάμα ανέλαβε ο Μπιλ Μπάξλει, ο οποίος έδωσε εντολή να ανοιχθεί εκ νέου η υπόθεση της Εκκλησίας της 16ης Οδού. Στην πορεία προέκυψαν νέα ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Τσάμπλις και τελικά το δικαστήριο τον βρήκε ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά.
Για μερικά χρόνια η οργάνωση έδινε την εντύπωση ότι έχει παύσει τις δραστηριότητες της ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν οι περισσότεροι. Μέχρι το 1981.
Τον Μάρτιο της χρονιάς αυτής στην πόλη Μόμπαιλ της Αλαμπάμα μέλη της οργάνωσης παρευρέθηκαν στην δίκη του Τζόζεφ Αντερσον, ενός μαύρου που κατηγορείτο για το φόνο ενός λευκού αστυνομικού.
Η άρνηση του δικαστηρίου να καταδικάσει τον Αντερσον λόγω αμφιβολιών έκανε τους ιθύνοντες της οργάνωσης να μιλήσουν για «ευνοϊκή συμπεριφορά» του δικαστηρίου απέναντι στον κατηγορούμενο. Ο Μπένι Χεις, δεύτερος τη τάξει στην Κου Κλουξ Κλαν, βγαίνοντας από την αίθουσα είπε «Αν ένας μαύρος μπορεί να μείνει ατιμώρητος μετά τον φόνο ενός λευκού συμπολίτη μας, τότε κι ένας λευκός θα μπορούσε να μείνει αντίστοιχα ατιμώρητος αν σκότωνε έναν μαύρο, έτσι δεν είναι;».
Οι δηλώσεις αυτές πυροδότησαν το κλίμα και λίγες μέρες μετά, στις 21 Μαρτίου, ο γιος του Χέις, Χένρι μαζί με τον συνομήλικο του Τζέιμς Νόουλς αποφάσισαν να εκδικηθούν το δικαστήριο για την αθώωση του Αντερσον.
Τα μεσάνυχτα της μέρας εκείνης μπήκαν στο αμάξι του πρώτου και αφού έπιασαν τον 19χρονο μαύρο Μάικλ Ντόναλντ, τον έδειραν αλύπητα, τον έβαλαν στο πορτ μπαγκάζ και αφού τον λίντσαραν, τον σκότωσαν πολτοποιώντας του το κεφάλι με λοστούς.
Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι ο φόνος ήταν αποτέλεσμα μιας διαφωνίας που είχαν σχετικά με μια ποσότητα ναρκωτικών που υποτίθεται ότι ο Ντόναλντ κουβαλούσε μαζί του. Η μητέρα του δολοφονημένου παιδιού όμως ορκιζόταν ότι ο γιος της ουδέποτε ήταν χρήστης και πολύ περισσότερο έμπορος ναρκωτικών και με την βοήθεια του μαύρου πάστορα Τζέσε Τζάκσον κινητοποίησε τις δυνάμεις του FBI, το οποίο έσπευσε να διαλευκάνει την υπόθεση.
Ο καλύτερος ντετέκτιβ του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών, Τζέιμς Μπόντμαν, μετέβη στο Μόμπαιλ και δεν άργησε να αποσπάσει από τον Νόουλς την ομολογία του για τον φόνο του Ντόναλντ.
Τον Ιούνιο του 1983 ο Νόουλς καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και ο Χένρι Χεις στην εσχάτη των ποινών. Εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου του 1997, ο πρώτος λευκός από το 1913 που κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα για τον φόνο ενός μαύρου συμπολίτη του.
Η μητέρα του Μάικλ Ντόναλντ κατάφερε μετά από πολλές προσπάθειες και δίκες επί δικών να κερδίσει την μήνυση που ειχε υποβάλει εναντίον της οργάνωσης: τον Φεβρουάριο του 1987 το δικαστήριο και ένα σώμα ενόρκων, αποτελούμενο εξολοκλήρου από λευκούς, βρήκε την Κου Κλουξ Κλαν ηθική αυτουργό για τον φόνο του Ντόναλντ, καταδικάζοντας την να πληρώσει 7 εκατομμύρια δολάρια στην οικογένεια του νεκρού.
Η οργάνωση, μη μπορώντας να αντεπεξέλθει χρηματικά στο πρόστιμο αυτό, αναγκάστηκε να πουλήσει τα κεντρικά της γραφεία και όλα της τα υπάρχοντα στο αμερικανικό κράτος.
Στις 17 Μαΐου 2000 το FBI με τη σειρά του ανακοίνωσε το πόρισμα των ερευνών για την έκρηξη στην Εκκλησία της 16ης Οδού: η επίθεση που στοίχισε την ζωή στα τέσσερα κορίτσια οργανώθηκε από τους Ρόμπερτ Τσάμπλις, Μπόμπι Τσέρι, Χέρμαν Κας και Τόμας Μπλάντον, μέλη της ομάδας Cahaba Boys, ενός παρακλαδιού της Κου Κλουξ Κλαν.