Στη διάρκεια των είκοσι έξι ετών που έζησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πότε η Κοκό Σανέλ δεν δήλωσε δημόσια μεταμέλεια για τη συνεργασία της με τους Ναζί κατά τη διάρκεια της Κατοχής του Παρισιού. Καθώς ο πόλεμος μαίνονταν, ζούσε στο πολυτελές ξενοδοχείο Ritz μαζί με έναν γοητευτικό Γερμανό κατάσκοπο, τον Χανς Γκούντερ φον Ντίνκλαγκε. Η Σανέλ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τους ρατσιστικούς νόμους των Ναζί για να αποσπάσει τον έλεγχο της εταιρείας αρωμάτων της από τους Εβραίους συνεταίρους της. Επιπλέον, φαίνεται να εμπλέκεται σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης των ναζί σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ενώ κατηγορήθηκε για ακραία αντισημιτικά σχόλια.
Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ, γνωστή ως Κοκό Σανέλ, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα στρατεύματα του Χίτλερ κατά την κατοχή της Ευρώπης. Ενώ εδραίωσε την καριέρα της με το κλασικό μικροσκοπικό μαύρο εφαρμοστό φόρεμα, η φήμη της απογειώθηκε με ύποπτους τρόπους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας. Η Σανέλ φέρεται να αποδέχτηκε την κυριαρχία των Ναζί χωρίς να διαμαρτυρηθεί, διατηρώντας ερωτική σχέση με τον φον Ντίνκλαγκε, ο οποίος τη βοήθησε να ανελιχθεί ως κατάσκοπος, μέσω της εμπλοκής της στο Τρίτο Ράιχ στην στρατολόγηση νέων πρακτόρων.
Σύντομα, η Σανέλ αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας της μεταπολεμικής περιόδου και εδραίωσε τη θέση της στην αγορά με αποφασιστικότητα. Μια πρόσφατη βιογραφία που κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Σανέλ εργάστηκε ως κατάσκοπος των Ναζί με το κωδικό όνομα “Γουέστμινστερ”. Ο δημοσιογράφος Χαλ Βον, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι και έγραψε το βιβλίο “Sleeping With The Enemy: Coco Chanel’s Secret War”, ισχυρίζεται ότι η Σανέλ και ο φον Ντίνκλαγκε ταξίδεψαν στη Μαδρίτη και το Βερολίνο ως κατάσκοποι. Το βιβλίο προσθέτει ότι η Σανέλ είχε έντονες αντισημιτικές απόψεις.
Σύμφωνα με τον εκδότη Alfred A. Knopf, η Σανέλ παρουσιάζεται από τον Χαλ Βον όχι μόνο ως συμπαθούσα των Ναζί, αλλά και ως μέλος του ναζιστικού κόμματος και της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, Abwehr. Αν και η εταιρεία Σανέλ αρνήθηκε τις κατηγορίες περί αντισημιτισμού, υποστηρίζοντας ότι η σχεδιάστρια δεν θα είχε συνδεθεί με Εβραίους ή με τους πλούσιους Rothschild αν είχε τέτοιες απόψεις, το βιβλίο αναφέρει ότι η Σανέλ συμμετείχε σε αποστολές με τον φον Ντίνκλαγκε και άλλους, προσπαθώντας να στρατολογήσει νέους πράκτορες για τη Γερμανία. Τα έγγραφα από διάφορα αρχεία ενισχύουν τους ισχυρισμούς του, αποκαλύπτοντας ότι ο αριθμός πράκτορα της Abwehr της ήταν F-7124 και το κωδικό της όνομα ήταν «Γουέστμινστερ», προς τιμήν του Δούκα του Γουέστμινστερ με τον οποίο στο παρελθόν είχε ερωτικό ειδύλλιο.
Η πραγματική ιστορία της Σανέλ παραμένει μυστηριώδης, κυρίως επειδή η ίδια χρησιμοποίησε χρήματα για να δωροδοκήσει πολλούς που είχαν άμεση γνώση των γεγονότων. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Σανέλ διατηρούσε ερωτική σχέση με τον φον Ντίνκλαγκε, έναν ξανθό Γερμανό αξιωματικό, δεκατρία χρόνια νεότερό της, με τον οποίο πιθανότατα είχε συναντηθεί στη δεκαετία του 1930. Ο φον Ντίνκλαγκε ακολούθησε τη Σανέλ στην Ελβετία και η σχέση τους συνεχίστηκε σχεδόν μια δεκαετία μετά τον πόλεμο, όπου έζησαν ήσυχα μέχρι τον χωρισμό τους στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Ο φον Ντίνκλαγκε γνώρισε τη Σανέλ στον βαρόνο Λουί ντε Βοφρελάν, έναν αδίστακτο συνεργάτη των Ναζί, ο οποίος το 1941 είχε ευθύνη για τους θανάτους μιας ομάδας ντεγκωλικών αντιστασιακών. Ο Βοφρελάν βοήθησε στην απελευθέρωση του ανιψιού της Σανέλ, Αντρέ Παλάς, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος πολέμου και υπέφερε από φυματίωση. Σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη του Βοφρελάν, η Σανέλ τον συνόδευσε σε ένα ταξίδι κατασκοπείας στη Μαδρίτη, όπου η Abwehr την όρισε ως πράκτορα F-7124 με τον κωδικό όνομα “Γουέστμινστερ”. Η αποστολή της ήταν να κοινωνικοποιείται με τους διπλωμάτες ενώ ο Βοφρελάν στρατολογούσε κατασκόπους για τη Γερμανία.
Στα τέλη του 1943 και στις αρχές του 1944, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε να γέρνει υπέρ των Συμμάχων, η Κοκό Σανέλ βρέθηκε να αναλαμβάνει μια ακόμα επικίνδυνη αποστολή. Ο στρατηγός Βάλτερ Σέλενμπεργκ των SS, οργάνωσε την επιχείρηση με κωδικό όνομα «Modellhut» – που σημαίνει «μοντέλο με καπέλο» – και της ανέθεσε να χρησιμοποιήσει τη σχέση της με τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσώρτσιλ, για να μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με τις επιθυμίες ανώτερων αξιωματικών των SS για τον τερματισμό της πολέμου.
Η Σανέλ και ο φον Ντίνκλαγκε σχεδίασαν μια συνάντηση με τον Τσώρτσιλ στη Μαδρίτη, ελπίζοντας να τον πείσουν να διαπραγματευτεί με τους Ναζί, κάτι που ο Τσώρτσιλ είχε δηλώσει ότι δεν θα έκανε ποτέ, αλλά η Σανέλ πίστευε αλαζονικά ότι θα μπορούσε να τον κάνει να υποχωρήσει. Το σχέδιο κατέρρευσε όταν η φίλη της Σανέλ, Βέρα Μπέιτ Λομπάρντι, την πρόδωσε στις βρετανικές αρχές ως πράκτορα των Ναζί.
Σε μια από τις πιο ατιμωτικές στιγμές της, η Σανέλ κατήγγειλε τους Εβραίους συνεργάτες της, τους αδελφούς Πιερ και Πολ Βέρτχαϊμερ, στον Γερμανό υπεύθυνο για την κατάσχεση επιχειρήσεων από Εβραίους. Το 1924, είχε υπογράψει συμφωνία με τους αδελφούς, δίνοντάς τους το 80% των κερδών της Les Parfums Chanel, ενώ η ίδια και ένας άλλος επενδυτής κατείχαν από 10%. Προς έκπληξή της, το Chanel No. 5 έγινε το άρωμα με τις υψηλότερες πωλήσεις στον κόσμο και η Σανέλ μήνυσε ανεπιτυχώς τους Βερτχάιμερ για να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο. Όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία στη Γαλλία, άδραξε την ευκαιρία της.
Στην έκκλησή της προς τον Μπλανκ, η Σανέλ απαίτησε να περιέλθουν όλες οι μετοχές της Les Parfums Chanel στην ίδια, μια χριστιανή Γαλλίδα. Όμως, πριν φύγουν στη Νέα Υόρκη στην αρχή του πολέμου, οι Βερτχάιμερ είχαν μεταβιβάσει τις μετοχές τους στην εταιρεία σε έναν Γάλλο μηχανικό αεροναυπηγικής, τον Φέλιξ Αμιώ, ο οποίος κατασκεύαζε βομβαρδιστικά για το Τρίτο Ράιχ. Οι Βερτχάιμερ πλήρωσαν επίσης στον Αμιώ 50 εκατομμύρια φράγκα για να τους επιστρέψει τις μετοχές σε περίπτωση νίκης των Συμμάχων. Με τη σειρά τους, θα εγγυούνταν γι’ αυτόν ως αληθινό πατριώτη που είχε αναγκαστεί να εργαστεί για τους Ναζί.
Κατά συνέπεια, οι Γερμανοί δεν επέστρεψαν ποτέ την εταιρεία στην Chanel. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως σημειώνει η Tilar J. Mazzeo στο βιβλίο της “Τhe Secret of Chanel No. 5: The Intimate History of the World’s Most Famous Perfume”, οι Βέρτχαϊμερ παρήγαγαν το Chanel No. 5 από ένα εργοστάσιο στο Χόμποκεν της Νέας Υόρκης, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο την Σανέλ. Η ίδια κακολογούσε το άρωμα και, παραβιάζοντας το συμβόλαιό της με τους Βέρτχαϊμερ, παρήγαγε ανταγωνιστικά αρώματα στην Ελβετία, συμπεριλαμβανομένου του Mademoiselle Chanel No. 1, το οποίο είναι ακόμη διαθέσιμο, αν και από τότε μετονομάστηκε σε No. 19.
Κάποια στιγμή στα τέλη του καλοκαιριού του 1944, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Παρισιού από τους Συμμάχους, δύο μέλη των Γαλλικών Δυνάμεων Εσωτερικών (F.F.I.), της ομάδας αντιστασιακών, πρώην στρατιωτών και ιδιωτών που είχαν πάρει τα όπλα μετά τη φυγή των Ναζί, συνέλαβαν την Σανέλ στο Ritz. Εκείνη την εποχή, τα μέλη της F.F.I. άρπαζαν γυναίκες ύποπτες για ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς, τους ξύριζαν τα κεφάλια και τις περιέφεραν στους δρόμους. Αυτή η βίαιη εκκαθάριση, συνεχίστηκε έως ότου ο Σαρλ ντε Γκωλ επέστρεψε στο Παρίσι από την εξορία τον Σεπτέμβριο του 1944 και δημιούργησε επίσημα δικαστήρια για να δικάσουν όσους κατηγορούνταν για συνεργασία.
Όταν οι γαλλικές δυνάμεις ανακατέλαβαν το Παρίσι τον Αύγουστο του 1944, η Σανέλ συνελήφθη από τις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις. Ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερη και κατέφυγε στην Ελβετία. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε σε γαλλικό δικαστήριο για να απαντήσει σε κατηγορίες που σχετίζονταν με την Abwehr. Αν και παραδέχτηκε ότι ο βαρόνος Βοφρελάν είχε υποσχεθεί να απελευθερώσει τον ανιψιό της, αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή.
Η Σανέλ, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο Sleeping with the Enemy, μετά τον Πόλεμο, φρόντισε να σβήσει τα ίχνη των πράξεών της, και όταν έμαθε ότι ο άρρωστος Σέλενμπεργκ σχεδίαζε να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά του, η Σανέλ πλήρωσε τα έξοδα για τη θεραπεία και την κηδεία του, -ο οποίος καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου αλλά εξέτισε μόνο δύο από τα έξι χρόνια της ποινής του λόγω καρκίνου- και εξασφάλισε την οικονομική στήριξη της οικογένειάς του, εμποδίζοντας έτσι οποιαδήποτε αναφορά στην εμπλοκή της ως κατάσκοπος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει έρθει στο φως σχετικά με αυτό το περιστατικό. Ορισμένοι ερευνητές εικάζουν ότι ο Τσόρτσιλ παρενέβη για λογαριασμό της, όπως φέρεται να είπε η ίδια η Σανέλ στην υπηρέτριά της, αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα προβλήματα της Σανέλ στα τέλη του καλοκαιριού του 1944. Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι εκείνος έδωσε εντολή στον Βρετανό πρέσβη να την προστατεύσει, εν μέρει λόγω της μακροχρόνιας φιλίας τους, αλλά και επειδή υπήρχε ο φόβος ότι θα μπορούσε να εκθέσει ορισμένους Βρετανούς αξιωματούχους, αριστοκράτες και μέλη της βασιλικής οικογένειας που ήταν φιλοναζιστές. Άλλοι αναρωτήθηκαν αν μεσολάβησε ο φίλος και κάποτε εραστής της Σανέλ, ο ποιητής Πιερ Ρεβερντί, ένας καλόπιστος αντιστασιακός. Η απάντηση παραμένει μυστήριο.
Όποια κι αν είναι η απάντηση, η Σανέλ δεν υπήρξε ποτέ υπόλογη για τις πράξεις της κατά τη διάρκεια του πολέμου, ούτε δήλωσε ποτέ δημόσια μεταμέλεια. Επέστρεψε θριαμβευτικά στη μόδα το 1954 με τη βοήθεια της οικογένειας Βέρτχαϊμερ, που είχαν συμβιβαστεί με τη Σανέλ σχετικά με την ιδιοκτησία της ομώνυμης εταιρείας, πληρώνοντάς της εκατομμύρια δολάρια και συμφωνώντας να χρηματοδοτήσουν την επιστροφή της στο σχεδιασμό ρούχων, και έζησε τη ζωή της ως κορυφαία διασημότητα, μέχρι τον θάνατό της στο ξενοδοχείο Ritz το 1971.
Σήμερα, τα εγγόνια του Πιερ Βερτχάιμερ είναι ιδιοκτήτες της ιδιωτικής εταιρείας, η οποία υπενθυμίζει συνεχώς τη Σανέλ ως ενσάρκωση της κομψότητας και της ανεξαρτησίας. Η επίσημη ιστοσελίδα της Chanel την ανακηρύσσει «έμπνευση για όλες τις γυναίκες», ενώ αγνοεί πλήρως το πιο σκοτεινό παρελθόν της.
➸ Διαβάστε επίσης: 15 φρικτές ιστορίες από τη σκοτεινή πλευρά του Έλβις Πρίσλεϊ
Στη διάρκεια των είκοσι έξι ετών που έζησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πότε η Κοκό Σανέλ δεν δήλωσε δημόσια μεταμέλεια για τη συνεργασία της με τους Ναζί κατά τη διάρκεια της Κατοχής του Παρισιού. Καθώς ο πόλεμος μαίνονταν, ζούσε στο πολυτελές ξενοδοχείο Ritz μαζί με έναν γοητευτικό Γερμανό κατάσκοπο, τον Χανς Γκούντερ φον Ντίνκλαγκε. Η Σανέλ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τους ρατσιστικούς νόμους των Ναζί για να αποσπάσει τον έλεγχο της εταιρείας αρωμάτων της από τους Εβραίους συνεταίρους της. Επιπλέον, φαίνεται να εμπλέκεται σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης των ναζί σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ενώ κατηγορήθηκε για ακραία αντισημιτικά σχόλια.
Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ, γνωστή ως Κοκό Σανέλ, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα στρατεύματα του Χίτλερ κατά την κατοχή της Ευρώπης. Ενώ εδραίωσε την καριέρα της με το κλασικό μικροσκοπικό μαύρο εφαρμοστό φόρεμα, η φήμη της απογειώθηκε με ύποπτους τρόπους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας. Η Σανέλ φέρεται να αποδέχτηκε την κυριαρχία των Ναζί χωρίς να διαμαρτυρηθεί, διατηρώντας ερωτική σχέση με τον φον Ντίνκλαγκε, ο οποίος τη βοήθησε να ανελιχθεί ως κατάσκοπος, μέσω της εμπλοκής της στο Τρίτο Ράιχ στην στρατολόγηση νέων πρακτόρων.
Σύντομα, η Σανέλ αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας της μεταπολεμικής περιόδου και εδραίωσε τη θέση της στην αγορά με αποφασιστικότητα. Μια πρόσφατη βιογραφία που κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Σανέλ εργάστηκε ως κατάσκοπος των Ναζί με το κωδικό όνομα “Γουέστμινστερ”. Ο δημοσιογράφος Χαλ Βον, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι και έγραψε το βιβλίο “Sleeping With The Enemy: Coco Chanel’s Secret War”, ισχυρίζεται ότι η Σανέλ και ο φον Ντίνκλαγκε ταξίδεψαν στη Μαδρίτη και το Βερολίνο ως κατάσκοποι. Το βιβλίο προσθέτει ότι η Σανέλ είχε έντονες αντισημιτικές απόψεις.
Σύμφωνα με τον εκδότη Alfred A. Knopf, η Σανέλ παρουσιάζεται από τον Χαλ Βον όχι μόνο ως συμπαθούσα των Ναζί, αλλά και ως μέλος του ναζιστικού κόμματος και της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, Abwehr. Αν και η εταιρεία Σανέλ αρνήθηκε τις κατηγορίες περί αντισημιτισμού, υποστηρίζοντας ότι η σχεδιάστρια δεν θα είχε συνδεθεί με Εβραίους ή με τους πλούσιους Rothschild αν είχε τέτοιες απόψεις, το βιβλίο αναφέρει ότι η Σανέλ συμμετείχε σε αποστολές με τον φον Ντίνκλαγκε και άλλους, προσπαθώντας να στρατολογήσει νέους πράκτορες για τη Γερμανία. Τα έγγραφα από διάφορα αρχεία ενισχύουν τους ισχυρισμούς του, αποκαλύπτοντας ότι ο αριθμός πράκτορα της Abwehr της ήταν F-7124 και το κωδικό της όνομα ήταν «Γουέστμινστερ», προς τιμήν του Δούκα του Γουέστμινστερ με τον οποίο στο παρελθόν είχε ερωτικό ειδύλλιο.
Η πραγματική ιστορία της Σανέλ παραμένει μυστηριώδης, κυρίως επειδή η ίδια χρησιμοποίησε χρήματα για να δωροδοκήσει πολλούς που είχαν άμεση γνώση των γεγονότων. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Σανέλ διατηρούσε ερωτική σχέση με τον φον Ντίνκλαγκε, έναν ξανθό Γερμανό αξιωματικό, δεκατρία χρόνια νεότερό της, με τον οποίο πιθανότατα είχε συναντηθεί στη δεκαετία του 1930. Ο φον Ντίνκλαγκε ακολούθησε τη Σανέλ στην Ελβετία και η σχέση τους συνεχίστηκε σχεδόν μια δεκαετία μετά τον πόλεμο, όπου έζησαν ήσυχα μέχρι τον χωρισμό τους στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Ο φον Ντίνκλαγκε γνώρισε τη Σανέλ στον βαρόνο Λουί ντε Βοφρελάν, έναν αδίστακτο συνεργάτη των Ναζί, ο οποίος το 1941 είχε ευθύνη για τους θανάτους μιας ομάδας ντεγκωλικών αντιστασιακών. Ο Βοφρελάν βοήθησε στην απελευθέρωση του ανιψιού της Σανέλ, Αντρέ Παλάς, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος πολέμου και υπέφερε από φυματίωση. Σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη του Βοφρελάν, η Σανέλ τον συνόδευσε σε ένα ταξίδι κατασκοπείας στη Μαδρίτη, όπου η Abwehr την όρισε ως πράκτορα F-7124 με τον κωδικό όνομα “Γουέστμινστερ”. Η αποστολή της ήταν να κοινωνικοποιείται με τους διπλωμάτες ενώ ο Βοφρελάν στρατολογούσε κατασκόπους για τη Γερμανία.
Στα τέλη του 1943 και στις αρχές του 1944, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε να γέρνει υπέρ των Συμμάχων, η Κοκό Σανέλ βρέθηκε να αναλαμβάνει μια ακόμα επικίνδυνη αποστολή. Ο στρατηγός Βάλτερ Σέλενμπεργκ των SS, οργάνωσε την επιχείρηση με κωδικό όνομα «Modellhut» – που σημαίνει «μοντέλο με καπέλο» – και της ανέθεσε να χρησιμοποιήσει τη σχέση της με τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσώρτσιλ, για να μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με τις επιθυμίες ανώτερων αξιωματικών των SS για τον τερματισμό της πολέμου.
Η Σανέλ και ο φον Ντίνκλαγκε σχεδίασαν μια συνάντηση με τον Τσώρτσιλ στη Μαδρίτη, ελπίζοντας να τον πείσουν να διαπραγματευτεί με τους Ναζί, κάτι που ο Τσώρτσιλ είχε δηλώσει ότι δεν θα έκανε ποτέ, αλλά η Σανέλ πίστευε αλαζονικά ότι θα μπορούσε να τον κάνει να υποχωρήσει. Το σχέδιο κατέρρευσε όταν η φίλη της Σανέλ, Βέρα Μπέιτ Λομπάρντι, την πρόδωσε στις βρετανικές αρχές ως πράκτορα των Ναζί.
Σε μια από τις πιο ατιμωτικές στιγμές της, η Σανέλ κατήγγειλε τους Εβραίους συνεργάτες της, τους αδελφούς Πιερ και Πολ Βέρτχαϊμερ, στον Γερμανό υπεύθυνο για την κατάσχεση επιχειρήσεων από Εβραίους. Το 1924, είχε υπογράψει συμφωνία με τους αδελφούς, δίνοντάς τους το 80% των κερδών της Les Parfums Chanel, ενώ η ίδια και ένας άλλος επενδυτής κατείχαν από 10%. Προς έκπληξή της, το Chanel No. 5 έγινε το άρωμα με τις υψηλότερες πωλήσεις στον κόσμο και η Σανέλ μήνυσε ανεπιτυχώς τους Βερτχάιμερ για να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο. Όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία στη Γαλλία, άδραξε την ευκαιρία της.
Στην έκκλησή της προς τον Μπλανκ, η Σανέλ απαίτησε να περιέλθουν όλες οι μετοχές της Les Parfums Chanel στην ίδια, μια χριστιανή Γαλλίδα. Όμως, πριν φύγουν στη Νέα Υόρκη στην αρχή του πολέμου, οι Βερτχάιμερ είχαν μεταβιβάσει τις μετοχές τους στην εταιρεία σε έναν Γάλλο μηχανικό αεροναυπηγικής, τον Φέλιξ Αμιώ, ο οποίος κατασκεύαζε βομβαρδιστικά για το Τρίτο Ράιχ. Οι Βερτχάιμερ πλήρωσαν επίσης στον Αμιώ 50 εκατομμύρια φράγκα για να τους επιστρέψει τις μετοχές σε περίπτωση νίκης των Συμμάχων. Με τη σειρά τους, θα εγγυούνταν γι’ αυτόν ως αληθινό πατριώτη που είχε αναγκαστεί να εργαστεί για τους Ναζί.
Κατά συνέπεια, οι Γερμανοί δεν επέστρεψαν ποτέ την εταιρεία στην Chanel. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως σημειώνει η Tilar J. Mazzeo στο βιβλίο της “Τhe Secret of Chanel No. 5: The Intimate History of the World’s Most Famous Perfume”, οι Βέρτχαϊμερ παρήγαγαν το Chanel No. 5 από ένα εργοστάσιο στο Χόμποκεν της Νέας Υόρκης, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο την Σανέλ. Η ίδια κακολογούσε το άρωμα και, παραβιάζοντας το συμβόλαιό της με τους Βέρτχαϊμερ, παρήγαγε ανταγωνιστικά αρώματα στην Ελβετία, συμπεριλαμβανομένου του Mademoiselle Chanel No. 1, το οποίο είναι ακόμη διαθέσιμο, αν και από τότε μετονομάστηκε σε No. 19.
Κάποια στιγμή στα τέλη του καλοκαιριού του 1944, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Παρισιού από τους Συμμάχους, δύο μέλη των Γαλλικών Δυνάμεων Εσωτερικών (F.F.I.), της ομάδας αντιστασιακών, πρώην στρατιωτών και ιδιωτών που είχαν πάρει τα όπλα μετά τη φυγή των Ναζί, συνέλαβαν την Σανέλ στο Ritz. Εκείνη την εποχή, τα μέλη της F.F.I. άρπαζαν γυναίκες ύποπτες για ερωτικές σχέσεις με Γερμανούς, τους ξύριζαν τα κεφάλια και τις περιέφεραν στους δρόμους. Αυτή η βίαιη εκκαθάριση, συνεχίστηκε έως ότου ο Σαρλ ντε Γκωλ επέστρεψε στο Παρίσι από την εξορία τον Σεπτέμβριο του 1944 και δημιούργησε επίσημα δικαστήρια για να δικάσουν όσους κατηγορούνταν για συνεργασία.
Όταν οι γαλλικές δυνάμεις ανακατέλαβαν το Παρίσι τον Αύγουστο του 1944, η Σανέλ συνελήφθη από τις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις. Ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερη και κατέφυγε στην Ελβετία. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε σε γαλλικό δικαστήριο για να απαντήσει σε κατηγορίες που σχετίζονταν με την Abwehr. Αν και παραδέχτηκε ότι ο βαρόνος Βοφρελάν είχε υποσχεθεί να απελευθερώσει τον ανιψιό της, αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή.
Η Σανέλ, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο Sleeping with the Enemy, μετά τον Πόλεμο, φρόντισε να σβήσει τα ίχνη των πράξεών της, και όταν έμαθε ότι ο άρρωστος Σέλενμπεργκ σχεδίαζε να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά του, η Σανέλ πλήρωσε τα έξοδα για τη θεραπεία και την κηδεία του, -ο οποίος καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου αλλά εξέτισε μόνο δύο από τα έξι χρόνια της ποινής του λόγω καρκίνου- και εξασφάλισε την οικονομική στήριξη της οικογένειάς του, εμποδίζοντας έτσι οποιαδήποτε αναφορά στην εμπλοκή της ως κατάσκοπος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει έρθει στο φως σχετικά με αυτό το περιστατικό. Ορισμένοι ερευνητές εικάζουν ότι ο Τσόρτσιλ παρενέβη για λογαριασμό της, όπως φέρεται να είπε η ίδια η Σανέλ στην υπηρέτριά της, αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα προβλήματα της Σανέλ στα τέλη του καλοκαιριού του 1944. Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι εκείνος έδωσε εντολή στον Βρετανό πρέσβη να την προστατεύσει, εν μέρει λόγω της μακροχρόνιας φιλίας τους, αλλά και επειδή υπήρχε ο φόβος ότι θα μπορούσε να εκθέσει ορισμένους Βρετανούς αξιωματούχους, αριστοκράτες και μέλη της βασιλικής οικογένειας που ήταν φιλοναζιστές. Άλλοι αναρωτήθηκαν αν μεσολάβησε ο φίλος και κάποτε εραστής της Σανέλ, ο ποιητής Πιερ Ρεβερντί, ένας καλόπιστος αντιστασιακός. Η απάντηση παραμένει μυστήριο.
Όποια κι αν είναι η απάντηση, η Σανέλ δεν υπήρξε ποτέ υπόλογη για τις πράξεις της κατά τη διάρκεια του πολέμου, ούτε δήλωσε ποτέ δημόσια μεταμέλεια. Επέστρεψε θριαμβευτικά στη μόδα το 1954 με τη βοήθεια της οικογένειας Βέρτχαϊμερ, που είχαν συμβιβαστεί με τη Σανέλ σχετικά με την ιδιοκτησία της ομώνυμης εταιρείας, πληρώνοντάς της εκατομμύρια δολάρια και συμφωνώντας να χρηματοδοτήσουν την επιστροφή της στο σχεδιασμό ρούχων, και έζησε τη ζωή της ως κορυφαία διασημότητα, μέχρι τον θάνατό της στο ξενοδοχείο Ritz το 1971.
Σήμερα, τα εγγόνια του Πιερ Βερτχάιμερ είναι ιδιοκτήτες της ιδιωτικής εταιρείας, η οποία υπενθυμίζει συνεχώς τη Σανέλ ως ενσάρκωση της κομψότητας και της ανεξαρτησίας. Η επίσημη ιστοσελίδα της Chanel την ανακηρύσσει «έμπνευση για όλες τις γυναίκες», ενώ αγνοεί πλήρως το πιο σκοτεινό παρελθόν της.
➸ Διαβάστε επίσης: 15 φρικτές ιστορίες από τη σκοτεινή πλευρά του Έλβις Πρίσλεϊ