1985, California. Η εταιρεία ξυλείας Pacific Lumber Company, με δραστηριότητα στον χώρο απ’ το 1863, είχε μια παράδοση σεβασμού προς την αειφόρο δασοκομία [σ.σ. η εποπτεία και χρήση των δασών και δασικών εκτάσεων με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο ποσοστό, ώστε να διατηρούν τη βιοποικιλότητα, την παραγωγικότητα, την ικανότητα αναπαραγωγής, τη ζωτικότητα και το δυναμικό τους, για να εκπληρώνουν τώρα και στο μέλλον σχετικές οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο] και ταυτόχρονα, κυριαρχούσε μια ανησυχία για την ευημερία των εργαζομένων της. Στην κατοχή της είχε τεράστιες δασικές εκτάσεις, όπου κυριαρχούσαν τα επιβλητικά δέντρα σεκόγια (redwoods), όπου είναι απ’ τα γηραιότερα και υψηλότερα του κόσμου.
Εκείνη την χρονιά η απληστία και ο ανταγωνισμός, έφερε άυξηση στην ξυλεία τους 300%, κάτι που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Η τοπική κοινωνία χωρίστηκε στα δυο. Η μια πλευρά κατά της καταστροφής των δασών και η άλλη υπέρ για λόγους επιβίωσης (εργατικό δυναμικό).
Αυτό το αγεφύρωτο χάσμα, τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας το 1997, όταν η Julia “Butterfly” Hill αποφάσισε να λάβει μέρος στις ακτιβιστικές δράσεις μιας ομάδας που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προστατεύσει τα σεκόγια. Είχε προηγηθεί ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, το οποίο την βοήθησε να αναθεωρήσει την ζωή της και να διοχετεύσει την ενέργεια της σε θετικές πράξεις.
Όταν οι εντάσεις μεταξύ της αστυνομιίας, των ανθρώπων της Pacific Lumber Company και των ακτιβιστών είχαν οξυνθεί ιδιαίτερα, αποφάσισαν πως πρέπει να κάνουν κάτι δραστικό. Σκέφτηκαν πως αν κάποιος εθελοντικά, αποφάσιζε να σκαρφαλώσει και ζήσει κάποιες μέρες σε ένα δέντρο, ίσως και κατάφερναν να σώσουν την κατάσταση. Η Julia “Butterfly” Hill ήταν αυτή που πήρε την θαραλλέα βαθιά ανάσα και το τόλμησε. Πέρασαν 40 μέρες για να καλύψουν το γεγονός τα media, αλλά σκοπός της δεν ήταν να γίνει αυτή διάσημη, αλλά η φύση.
Σχεδόν στην κορυφή του δέντρου έστησε την σκηνή της και οι προμήθειες για τη διαβίωση της, έφταναν απ’ το έδαφος με την βοήθεια 8 μελών της ακτιβιστικής ομάδας. Το δέντρο, ηλικίας περίπου 1500 ετών, έγινε φίλος της, συντροφός της, οικογένεια της. Το ονόμασε Luna. Τα άκρα της (χέρια – πόδια) είχαν πλέον τραχείς επιφάνειες, επίπονο κάποιες στιγμές, άμεσα χρήσιμο κάποιες άλλες. Βίωσε φθινοπωρινές καταγαίδες, καλοκαιρινές ζέστες, χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, ένιωσε την δύναμη του φαινομένου El Nino και τους έλικες ενός ελικοπτέρου που έκανε βόλτες δίπλα της με φόβο (σκοπό;) να γκρεμιστεί η σκηνή της και αυτή να βρεθεί στο έδαφος από ύψος 55 μέτρων.
Συνολικά, έζησε εκεί 738 ημέρες, μέχρι που κατάφεραν να συγκεντρώσουν 50.000$ για να τα δώσουν ως αντάλλαγμα στην απόφαση της Pacific Lumber Company να διασώσουν τη Luna αλλά και τα υπόλοιπα δέντρα σε 60μ διάμετρο γύρω της. Λίγο αργότερα, η εταιρεία δώρισε το χρηματικό ποσό στο Πανεπιστήμιο του Humboldt της California, για ενίσχυση ερευνών στον τομέα της βιώσιμης δασοκομίας.
«Συχνά ο ακτιβισμός βασίζεται σε αυτό που είμαστε εναντίον, σε τι δεν μας αρέσει, σε αυτό που δεν θέλουμε. Για μένα, ο ακτιβισμός αφορά μια πνευματική πρακτική ως τρόπο ζωής. Και συνειδητοποίησα ότι δεν ανέβηκα στο δέντρο γιατί ήμουν θυμωμένη με τις εταιρείες και την κυβέρνηση. Σκαρφάλωσα στο δέντρο γιατί όταν ερωτεύτηκα τα κόκκινα ξύλα του, ερωτεύτηκα τον κόσμο. Είναι το συναίσθημα της «σύνδεσης» που με οδήγησε σ’ αυτή την πράξη, και όχι ο θυμός μου και το συναίσθημα της αποσύνδεσης απ’ την φύση», δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Benjamin Tong, με τίτλο “The Taoist and the Activist”.