Πως ήταν διαμορφωμένη η καθημερινότητα των Αθηναίων τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα; Ποια ήταν τα σεξουαλικά ήθη της εποχής; Τι έχουν απογίνει τα εθιμοτυπικά μιας πόλης που χάθηκε στα χρόνια της αντιπαροχής; Ο Θωμάς Σιταράς, ο οποίος μέσα από τα βιβλία του, έχει αναδειχθεί σε απόλυτος μετρ της κοινωνικής ιστορίας της καθημερινότητας, μας μεταφέρει στις παλιές γειτονιές της ελληνικής μητρόπολης, σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια και όπου -όπως προκύπτει μέσα από τις κατά περιόδους συζητήσεις μας- ήταν παρούσες όλες οι παραλλαγές του ηδονισμού.
Αυτή τη φορά, η αφορμή για να μιλήσουμε με τον γνωστό αθηναιογράφο ήταν το τελευταίο του βιβλίο “Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδίας” (εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ), το οποίο καλύπτει τη περίοδο του Μεσοπολέμου (1920-1940). «Είναι μια ώριμη περίοδος, όπου η κοινωνική ζωή έχει κάνει τις επιλογές της –π.χ. η σε μεγάλο βαθμό ανεξαρτητοποίηση της γυναίκας, και δραματικά γεγονότα, όπως η Μικρασιατική καταστροφή, φέρνουν τα πάνω κάτω στην καθημερινότητα. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο επιλογής είναι η γλώσσα. Η αυστηρή καθαρεύουσα παλαιότερων εποχών, που ταλαιπωρεί τον σύγχρονο αναγνώστη, έχει αντικατασταθεί από μία βατή δημοτική καθομιλουμένη. Και ένα τρίτο –από τα πολλά- σημαντικό στοιχείο είναι, ότι η εικόνα της Αθήνας, ιδιαίτερα τη δεκαετία 1930-1940, έχει πολλά κοινά σημεία με τη δεκαετία του 1950, πράγμα που κάνει εμάς τους νεότερους να την αντιλαμβανόμεθα κυριολεκτικά με όλες μας τις αισθήσεις», μας λέει εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και τονίζοντας πως τότε οι άνθρωποι διασκέδαζαν πολύ και διαφορετικά συχνάζοντας σε κουτούκια και ταβέρνες, σε θέατρα και χοροδιδασκαλεία.
Ο συγγραφέας, ο οποίος, εδώ και χρόνια, ανασυνθέτει αναμνήσεις και «ψαχουλεύει ανθρώπους και γειτονιές μιας άλλης εποχής» μας ξεναγεί βήμα βήμα στην πρωτεύουσα του 1920-1940 και μας μυεί σε ήχους, μυρωδιές, τόπους κοινωνικής συνάθροισης αλλά και παραστρατημάτων, από κοσμικά ζαχαροπλαστεία, άγνωστα σοκάκια μέχρι γκαρσονιέρες άτακτων Αθηναίων. Χαρακτηρίζει την ατμόσφαιρα της εποχής “καταπληκτική” και μας δίνει τον «παλμό του 1920-1940 σε μερικές φράσεις «Έχει μια απίστευτη δυναμική που έρχεται σαν συνέχεια της belle époque (1880-1914). Ο πλούτος διαχέεται προς τα κάτω, με τους νεόπλουτους της αστικής τάξης να παραγκωνίζουν τα παλιά τζάκια, και να αλλάζουν το καθημερινό πρόσωπο της Αθήνας. Και βέβαια η μεγάλη ανατροπή προς το καλύτερο είναι οι πρόσφυγες, που ζωντάνεψαν ποικιλοτρόπως την Ελλάδα και την έσπρωξαν –κυριολεκτικά- περισσότερο προς τη Δύση».
Το 2016 στα “Ανάλεκτα της Παλιάς Αθήνας” είχε καταγράψει τα ήθη και τα έθιμα της πόλης και των κατοίκων ενώ λίγο παλαιότερα στο βιβλίο “Πόθοι και πάθη στην Αθήνα-1834-1938: Για μπερμπάντηδες αναγνώστες και απελευθερωμένες αναγνώστριες. Αυστηρά” -μιλούσε εκτενώς για τις “Ατθίδες μας” -όπως αποκαλεί τις γυναίκες του τότε- και στις σχέσεις τους με τους άντρες. «Σχέσεις που πέρασαν από σαράντα κύματα! Από τη δουλική ιστορική υποταγή στον “Αφέντη”, μέχρι την πλήρη ανεξαρτητοποίηση, ιδιαίτερα στα χρόνια του Μεσοπολέμου», όπως επαναλαμβάνει.
Ο Σιταράς μας φέρνει αδιάκοπα σε επαφή -μέσα από τα βιβλία του-με διαφορετικούς τύπους τη αθηναϊκή κοινωνίας, με τις συνήθειες τους και τις ατασθαλίες τους. Στις αφηγήσεις του έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση οι Σμυρνιές, οι οποίες έφεραν τα πάνω κάτω στο σεξουαλικό χάρτη της πόλης, μετά το 1922. Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη «νέα τάξη των νεόπλουτων», η οποία ξεπήδησε μέσα από τις στερήσεις του πολέμου και επικεντρώθηκε στη σεξουαλική έκφραση και δραστηριότητα.
Επιμένουμε να μας μιλήσει περισσότερο για τα κρυφά πάθη της παλιάς Αθήνας. «Όλος αυτός ο συντηρητισμός του 19ου αιώνα ξέσπασε με τέτοιο τρόπο, που, κατά γενική ομολογία, μας θεωρούσαν τους καλύτερους μαθητές του αμαρτωλού Παρισιού! Η γυναίκα που κάποτε έμενε κλεισμένη σπίτι, που έφτανε ακόμη να πλένει τα πόδια του αφέντη της, όταν γύριζε απ’ έξω. Ε, αυτή η ίδια ή γυναίκα έδειξε τις δυνατότητες που έκρυβε, όταν κλήθηκε να διαχειριστεί το σπίτι και το μαγαζί ή να εργαστεί η ίδια, όταν εκείνος έφυγε για τα εκάστοτε πολεμικά μέτωπα. Οι νεαρές Σμυρνιές και οι άλλες προσφυγοπούλες, μεγαλωμένες σε ένα πιο ευρωπαϊκής αντίληψης περιβάλλον, τσίγκλησαν τις ¨δικές μας¨, και ¨βοηθούμενες¨ από τους γαλαντόμους νεόπλουτους, τις οδήγησαν σε ποικιλόμορφα σκανδαλάκια και περίεργες καταστάσεις».
Ο Θωμάς Σιταράς αντλεί υλικό τόσο από χρονογραφήματα εφημερίδων και περιοδικών όσο και από αυθεντικές μαρτυρίες περιηγητών. «Υπάρχει πλούσιο υλικό, όρεξη να έχεις να ψάχνεις!», λέει. «Εκτός από την παλιά βιβλιογραφία (1834-1940), οι κύριες πηγές μου είναι εφημερίδες και περιοδικά από την Βιβλιοθήκες της Βουλής, του Δήμου Αθηναίων, και του ΕΛΙΑ. Ειδικά η πρώτη έχει ψηφιοποιήσει ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού, και η πρόσβαση γίνεται πλέον από το Ιντερνέτ. Όλο αυτό το υλικό πρέπει να αρχειοθετηθεί, να συσχετισθεί και να πλουτιστεί με τις κατάλληλες φωτογραφίες, σκίτσα, ανέκδοτες αναφορές», καταλήγει.
Στα βιβλία του κατέχουν ξεχωριστή θέση οι γελοιογραφίες, οι αφίσες και τα ανέκδοτα της εποχής. Τα σκίτσα και τα «πικάντικα» – όπως τα αποκαλεί- παρεμβάλλονται στις περιπλανήσεις. Τι έχει μάθει ο ίδιος εισβάλλοντας στα μπαλκόνια και ξεφυλλίζοντας εφημερίδες εποχής; «Φοβάμαι πως αυτά που θα σας εκμυστηρευτώ, θα κάνουν πολλούς να ζηλέψουν ή/και να στενοχωρηθούν! Έμαθα να βλέπω την Αθήνα με διαφορετική ματιά, ένα άλλο σκηνικό. Χαμηλά σπίτια γεμάτα γεράνια και βασιλικούς, γυναίκες να μαζεύονται με τα σκαμνιά τους, και να περνούν την ώρα τους με κουβεντούλα και πασατέμπο, παιδιά να τρέχουν αμέριμνα στην αλάνα, τρελαίνοντας με τις φωνές τους τη γειτονιά, άντρες να πίνουν χωρίς να βιάζονται το καφεδάκι τους στο καφενείο… Μια ζωή χωρίς άγχος, με αργούς ρυθμούς, που συναντάς σήμερα μόνο σε κάποια απόμακρα χωριουδάκια. Πείτε μου, στα αλήθεια, σε ποια γειτονιά μπορεί να δει κανείς σήμερα μια απλή παράσταση Καραγκιόζη, όπως την βίωσε ο ήρωας του βιβλίου μου εκείνα τα ωραία χρόνια;», απαντά.
Τι έχει απομείνει, τελικά, από την έννοια της γειτονιάς σήμερα; Τι έχει μείνει ίδιο από εκείνα τα ήθη και τα πάθηε μέσα στα 100 χρόνια που μεσολάβησαν; Ο Θωμάς Σιταράς απαντά πως «Δυστυχώς σχεδόν τίποτα! Η κοινωνική συνοχή των παλιών εποχών, όπου η έννοια ¨γείτονας¨ γραφότανε με κεφαλαία, όπου κυριαρχούσε μια ανεπιτήδευτη απλότητα, μια διάθεση για γλέντι, επικοινωνία, χιούμορ, όπου η οικογένεια βρισκότανε μαζεμένη για το μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό, όπου, όπου… έχει πάει περίπατο. Σε μια Αθήνα γεμάτη μονοκατοικίες πώς να μη λειτουργήσει η έννοια της γειτονιάς; Σήμερα, κλεισμένοι στις πολυκατοικίες μας, περιμένουμε μπας και γίνει κανένας σεισμός να γνωρίσουμε το διπλανό μας! Είμαι βέβαιος, ότι το τελευταίο μου βιβλίο θα κάνει πολλούς αναγνώστες να νοσταλγήσουν στιγμές που έφυγαν, και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν! Είναι το όλο σκηνικό που έχει αλλάξει, ο απίστευτος επηρεασμός του από ξένες κουλτούρες, που όλα αυτά τα γνωρίσματα, τα μεν θετικά τα έχουν αποπροσανατολίσει, τα δε αρνητικά μεγεθύνει. Γνωρίσματα του DNA μας όπως ευφυΐα, φαντασία, περιέργεια, ανεξαρτησία και πολλά άλλα έχουν μείνει φυσικά αναλλοίωτα».
Τα βιβλία του -γεμάτα με αυθεντικές μαρτυρίες, φωτογραφίες, χρονογραφήματα, διαφημίσεις, μικρές πικάντικες ειδησούλες, σχόλια, ανέκδοτα και γελοιογραφίες- λειτουργούν κάθε φορά ως ιερός οδηγός για μια πόλη, τόσο οικεία και τόσο άγνωστη σε εμάς. Έχει φτάσει η ώρα να κατέβουμε από τη χρονομηχανή του και να επιστρέψουμε στη σύγχρονη Αθήνα που μοιάζει τουλάχιστον ξενέρωτη μπροστά στις παλιές γειτονιές της ελληνικής μητρόπολης με τίς τόσες παραλλαγές των ηδονών…