Αυτό το κείμενο δεν αφορά τους ανθρώπους με Ιαπωνικά αμάξια, καθώς αυτοί σπάνια θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποια απρόοπτη, μεγάλη, βλάβη. Άλλωστε, είναι γνωστή η ατάκα «Πάρε Honda να ησυχάσεις». Προσωπικά, την έχω ακούσει αμέτρητες φορές στη ζωή μου, καθώς η μηχανική αξιοπιστία των Ιαπώνων είναι μοναδική. Εγώ βέβαια ήμουν πάντα υπέρμαχος της Ευρώπης.
Επίσης, μαζί μου δεν θα μπορέσουν να ταυτιστούν και οι άνθρωποι με SUV αυτοκίνητα, εκείνοι που δίνουν έναν σκασμό λεφτά σε leasing συμβόλαια ή σε τράπεζες για να ξεχρεώσουν κάποιο δάνειο έτσι ώστε να πάρουν αμάξι «του κουτιού», αλλά και αυτοί που βγάζουν πολλά χρήματα – άρα μπορούν να οδηγήσουν ό,τι θέλουν.
Η πρώτη μου φορά
Όπως κάθε παιδί στην Ελλάδα που σέβεται τον εαυτό του, που μόλις πάρει το δίπλωμα – στην επαρχία δεν χρειάζεται καν αυτή η «τυπικότητα» – κάνει τις πρώτες του βόλτες με το αμάξι των γονιών του, έτσι και εγώ, βγήκα στους δρόμους κρατώντας το τιμόνι ενός κόκκινου Fiat Uno (νομίζω του 1991), ενώ στην πορεία, στο σπίτι ήρθε ένα μπλε Citroen Saxo 1200 κυβικών, για να αντικαταστήσει το «Ιταλικό». Στο Γαλλικό μεταχειρισμένο σκαρί του, έμαθα να οδηγώ με ασφάλεια – δηλαδή να προσέχω να μην σκοτωθώ ή σκοτώσω – και το βασανισμένο του αμάξωμα με ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπου σε όλα ανταποκρίθηκε άψογα.
Λίγο αργότερα και αφού είχα πλέον μια σταθερή δουλειά, μάζεψα μερικά χρήματα και αγόρασα το πρώτο δικό μου αυτοκίνητο.
Vive la France
To ασημί χρώμα του Peugeot 206, χρονολογίας 2001 και 1400 κυβικών, με τις τέσσερις πόρτες και τις ωραίες ζάντες, ήταν ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε με τεράστια χαρά. Το πρόσεχα όσο μπορούσα – «με τα service του, με τα όλα του» που λένε – , το συντηρούσα καθαρό όσο γινόταν, το αγάπησα για τις διαδρομές που μου χάρισε.
Όμως, από κάποιο σημείο και μετά με κούρασε. Ξεκίνησαν τα προβλήματα και, όπως συνηθίζεται στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, κάθε επίσκεψη στο συνεργείο άγγιζε τα 2/4 του μισθού μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά που ενώ το φούλαρα βενζίνη και ήμουν έτοιμος για ταξίδι, βρισκόμουν έξω από ένα συνεργείο στο Αιγάλεω, και κατάλαβα πως «κάτι δεν πάει καλά».
Εν τω μεταξύ, όταν έχεις μεταχειρισμένο αμάξι και λες αυτή την ατάκα, αποκλείεται να πέσεις έξω. Σίγουρα κάτι συμβαίνει, σίγουρα κάτι χρειάζεται να επισκευαστεί, σίγουρα τα πλάνα σου πάνε στο βρόντο και ο Θεός (κάποιος Ιάπωνας σίγουρα) γελάει μαζί σου.
Τρόμπα βενζίνης και κάτι ακόμα που δεν θυμάμαι τώρα, καθώς οι μνήμες θολώνουν, το Peugeot έπρεπε να μείνει «μέσα». Όπως κι έγινε. Εγώ δανείστηκα το αμάξι του πατέρα μου και συνέχισα για το ταξίδι μου.
Οι απρόοπτες βλάβες είχαν πλέον πυκνώσει, οπότε έπρεπε να προχωρήσω παρακάτω, να αλλάξω σελίδα.
Ιταλικό κατενάτσιο
To «κατενάτσιο» είναι μια ποδοσφαιρική τακτική, η οποία δίνει έμφαση στην άμυνα. Μερικές φορές σε μια πιο σύγχρονη διάλεκτο, λέμε «πάρκαραν πούλμαν» για να προσδώσουμε μια αίσθηση πως υπάρχει ένα απροσπέλαστο τείχος προς την αντίπαλη εστία. Ωστόσο, ένα Ιταλικό αμάξι δεν λειτουργεί καθόλου «αμυντικά» προς τον ιδιοκτήτη του και δεν αποτρέπει – ίσα ίσα που επιδιώκει – επισκέψεις σε συνεργείο.
Το Fiat Punto, χρώματος μολυβί, χρονολογίας 2001 και 1200CC, ήταν το δεύτερο απόκτημά μου. Η κόρη μου λάτρεψε τα κόκκινα καθίσματά του και εγώ την λειτουργία “City” στο υδραυλικό σύστημα τιμονιού του. Θα μπορούσα να πω ότι το “City” με οδήγησε πολλές φορές στο κέντρο της Αθήνας, αφού πλέον καμία μανούβρα στο παρκάρισμα δεν ήταν μαρτύριο. Ίσως τότε ξεκίνησε και η ερωτική μου σχέση με την πόλη. Δεν ξέρω. Ίσως το σύνολο των αλλαγών στην ζωή μου εκείνη την περίοδο να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του δεσμού, αλλά το Punto ήταν αδιαμφισβήτητα ένας “partner in crime”.
Εξάρχεια, Μεταξουργείο, πλατεία Καρύτση, Κεραμεικός, το Punto παντού μαζί μου και στην θύρα USB του ηχοσυστήματος σφηνωμένο στικάκι με ατελείωτη μουσική, για όλες τις ώρες, για όλες τις φάσεις.
Όμως, όπως και το 206 έτσι και αυτό, ήταν «κουδουνίστρα». Ένας χαρακτηρισμός του πατέρα μου που αφορούσε κάποτε το Saxo, αλλά εφαρμόζεται άψογα και κυριολεκτικά σε κάθε αυτοκίνητό μου. Κάθε λακκούβα και ένα καινούργιο τρίξιμο. Όπως βάζουμε ένα χαρτί ή οτιδήποτε είναι διαθέσιμο, για να ισορροπήσει ένα τραπέζι που δεν πατάει καλά στο έδαφος, έτσι τοποθετούσα και εγώ σφήνες με χαρτόνι στα πλαστικά του μέρη μήπως και σταματήσει ο θόρυβος. Αλλά τίποτα.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το πρόβλημα.
Με τους υπαλλήλους του τηλεφωνικού κέντρου της εταιρείας που ασφάλιζα το Punto, είχα πλέον γνωριστεί τόσο καλά, που θα μπορούσαμε κάλλιστα να βγούμε για καφέ ή ακόμα και να πάμε ένα Σ/Κ με το αμάξι μου. Ίσως έτσι θα είχα ακόμα καλύτερα κονέ με την Οδική, αλλά δεν έχω παράπονο. Ανέβηκα σε όλους τους διαθέσιμους γερανούς και ήμουν συνοδηγός ευγενικών τύπων που έχουν γράσα στα χέρια, σου λένε «Πω ρε φίλε, φλάντζα θα είναι» (ούτε μία φορά δεν έπεσαν μέσα) και ακούνε ελληνικούς σταθμούς στο ραδιόφωνο. Στερεοτυπικό; Σαν ιδέα ναι, αλλά είναι η αλήθεια μου.
Τα τελευταία δύο χρόνια με το συγκεκριμένο αμάξι, οι περιπέτειες ήταν πολλές. Τα χρήματα που (συνολικά) έδωσα στο συνεργείο, είχαν φτάσει στην τετραπλάσια αγοραστική αξία του Punto. Αλλά εγώ, εκεί, πιστός στην Ιταλόφατσα. Ήξερα πως κάθε βόλτα ήταν ένα ρίσκο και πλέον είχα κουραστεί να του βάζω λάδια, να του συμπληρώνω νερό στο ψυγείο. Το είχα αφήσει στην μοίρα του, να διαλέξει εκείνο τον δρόμο του. Κυριολεκτικά.
Ένα πρωινό Σαββάτου και ενώ ήμουν στην Πατησίων με την Α. (την κόρη μου) στο πίσω κάθισμα, ανέβασε απότομα θερμοκρασία και κάθε κόκκινο φανάρι ήταν ένα βήμα πιο κοντά στον «θάνατο». Κάποια στιγμή βγήκαν καπνοί απ’ το καπό, έκανα στην άκρη, πήρα το ροζ μπουκαλάκι με τις πριγκίπισσες της Α. και έσβησα τη μικρή εστία φωτιάς. Φλόγες στη μηχανή δεν είχαν ξαναδεί είναι η αλήθεια, αλλά το περιστατικό δεν με ταρακούνησε. Πήραμε ένα κρουασάν απ’ το περίπτερο, ήρθε η οδική, εμείς πήγαμε σπίτι και σε λίγες μέρες το Punto ήταν έτοιμο για την επόμενη περιπέτειά του.
Η επόμενη μεγάλη βλάβη του ήρθε το καλοκαίρι του ’20. Ανεβαίνοντας μια ανηφορική γέφυρα στο Μοσχάτο, το Punto μου είπε «φίλε δεν μας γαμάς;» και έσβησε. Τι ειρωνεία. Εκείνη την ημέρα, λίγες ώρες πριν, από εκείνο το σημείο, είχα περάσει ξανά για να αγοράσω μπουζί, λάδι, φίλτρο λαδιού κ.α. για να του κάνουμε τις επόμενες μέρες ένα DIY service με έναν φίλο. Πριν την οδική, ήρθε ένας φίλος να μου κάνει παρέα και με αποχαιρέτησε όταν ξεκινήσαμε με τον γερανό την διαδρομή για το συνεργείο στο Μαρούσι.
Εκείνη η περίοδος ήταν εφιαλτική για μένα. Επαγγελματικά, προσωπικά, υγεία, όλα μπάχαλο και χάος. Δεν θα μπορούσα να δώσω περισσότερη σημασία σε μια βλάβη απ’ αυτή που της αρμόζει. Ήμουν χάλια και αυτό, ίσως, είχε ανάλογο αντίκτυπο και στο αμάξι μου. Αλλά μπροστά σε όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζα, το συνεργείο ήταν το μικρότερο. Οπότε άναψα τσιγάρο και δέχθηκα αυτό που συνέβαινε.
Το Punto πέθανε μια όμορφη καλοκαιρινή ημέρα, Τρίτη 20 Ιουλίου του 2021, στις 21:05. Τα τελευταία του μέτρα τα διένυσε σε μια ανηφόρα στο Ηράκλειο, καθώς γυρνούσα στο σπίτι απ’ την δουλειά. Εγώ γύρισα με τα πόδια και η οδική το πήγε (πάλι) στο συνεργείο στο Μαρούσι. Η διάγνωση ήρθε δύο μέρες μετά. «Έλα Νίκο. Τρύπησε το πιστόνι ρε φίλε. Πάει».
Κάθαρση
Βαρύ, αλλά ήταν για καλό. Έζησα για πρώτη φορά μετά την εφηβική μου ζωή, χωρίς αμάξι. Σπίτι – δουλειά – υποχρεώσεις – βόλτες, όλα με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ένας καινούργιος κόσμος μου συστήθηκε, συνειδητοποιώντας πως μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτοκίνητο. Απολαυστικές στιγμές στον Προαστιακό και στο Μετρό, με απόλυτη ελευθερία αφού τίποτα δεν ήταν στο χέρι μου. Αν αργούσα δεν έφταιγα,«καθυστέρησε ο συρμός».
Όμως το χαοτικό των αθηναϊκών ΜΜΜ έφερε φοβερή κούραση και ξεκίνησα να αναπολώ τις στιγμές που ήμουν μποτιλιαρισμένος στους δρόμους της πόλης. Φυσικά, οι υποχρεώσεις μου ήταν αυτές που κατέστησαν το αμάξι απαραίτητο «εργαλείο» της καθημερινότητάς μου – για πολλούς από εμάς το αμάξι είναι και γραφείο, και έτσι ξεκίνησα να ψάχνω με κόπο και ιδρώτα, το επόμενο μεταχειρισμένο που θα έπαιρνα.
Déjà vu
To ασημί Citroen C2 του 2005, στα 1400 κυβικά, ήταν αυτό που έψαχνα. Το απόλυτο ταίρι. Μικρό, ευέλικτο, γρήγορο αλλά όχι τόσο για να αγαπηθεί από κάγκουρες, με καλό air condition και ωραία θέση οδήγησης, με ενθουσίασε απ’ την πρώτη στιγμή.
Αυτή την φορά είπα στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω αμάξι να με πληγώσει ξανά – όπως το Punto – και αποφάσισα να είμαι τυπικός και τακτικός. Ό,τι χρειαστεί, θα του το παρέχω. Λάδια; Αμέσως! Νερό; Φυσικά! Τακάκια; Δεν το συζητώ! Ιμάντες; Καινούργιους!
Παρόλα αυτά, στην πρώτη εκδρομή ξεκινήσαμε μαζί και γυρίσαμε χώρια. Εγώ με τρένο απ’ την Χαλκίδα, αυτό με Οδική απ’ τον Λιμνιώνα. Ακόμα μια στιγμή «Όχι πάλι ρε γαμώτο!» στην ζωή μου. Η διάγνωση «βαριά», αλλά ευτυχώς, όχι καταστροφική. Ούτε εγώ κατάλαβα αν έκανα κάτι λάθος, ούτε απ’ το συνεργείο μπορούσαν να μου πουν με σιγουριά πώς ξεκίνησε η ζημιά. Το θέμα ήταν πως μετά απ’ αυτό, και μέσα σε ένα εξάμηνο, χρειάστηκε να δώσω συνολικά στο συνεργείο όσα έδωσα για να το αγοράσω.
Είμαι ήδη μείον. Σωστά; Όχι.
Κοσμοθεωρία
Όπως καταλάβατε, με τα αμάξια έχω μια ιδιαίτερη σχέση, μίσους και σεβασμού. Μίσος όχι με την απόλυτη έννοια της λέξης, αλλά με αυτό που αντιπροσωπεύει για τους περισσότερους. Δεν θέλω να είμαι δέσμιός τους σε μία σχέση εξάρτησης. Ξέρω τι ρόλο παίζει στην ζωή μου και δεν του δίνω περισσότερη αξία. Επίσης, αυτή η «αξία», δεν έχει να κάνει με την αγοραστική του ή τα έξοδα συντήρησής του.
Δεν θα αγαπήσω ή δεν θα προσέξω ένα αυτοκίνητο περισσότερο επειδή είναι καινούργιο ή κοστίζει 15 χιλιάδες ευρώ. Αμάξι είναι. Μια μάζα από σίδερα και στην καλύτερη να έχει ενσωματωμένο Bluetooth. Δεν θα περιμένω να «ζεσταθεί» για να ξεκινήσω, αν κλείσει μια πόρτα με δύναμη «δεν πειράζει», θα μπω μέσα με την άμμο της παραλίας, θα ρισκάρω τον χωματόδρομο γιατί «το ταξίδι έχει αξία».
Με όλα μου τα αυτοκίνητα έκανα ταξίδια και έχω ζήσει μοναδικές εμπειρίες. Είτε καλές, είτε κακές, αυτά γνωρίζουν όσα ξέρουν και τα ηχεία μου για μένα. Περισσότερα απ’ όλους δηλαδή. Κάθε φορά, σε κάθε βλάβη, έλεγα «ως εδώ». Όσοι μπαίνουν μέσα, «τι κοπανάει έτσι ρε συ;». Αλλά τίποτα δεν με πτοεί. Συνεχίζω μαζί τους μέχρι τελικής πτώσης.
Γιατί προτιμώ να πληρώνω βλάβες απ’ ότι δόσεις και ουσιαστικά να δουλεύω για να το ξεπληρώσω, να ζω ατακτοποίητες περιπέτειες μαζί τους, παρά να είναι όλα καθαρά – τακτοποιημένα – προβλέψιμα. Βαριέμαι.
Όλα μεγάλωσαν μαζί μου, απέκτησαν χαρακτήρα και αυτονομήθηκαν. Σαν παιδιά. Με τα στραβά τους φυσικά, όπως και εγώ άλλωστε. Τα «παιδιά» μου, καθρέφτης μου. Δεν γίνεται αλλιώς.
Μετά απ’ όλα αυτά που έχω ζήσει με τα μεταχειρισμένα αμάξια μου, για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Με ποιον τρόπο θέλω να έρθει το τέλος του επόμενου.
Να κάνω ένα road trip μαζί του, εκτός Ελλάδος, και να με πάει όπου πάει. Για όσο αντέξει. Και εκεί, στο σημείο που θα ξεψυχούσε, να βάλω στην άκρη, να γράψω ένα σημείωμα και να το αφήσω στο ταμπλό του. Νομίζω πως θα ήθελα να με πάει μέχρι Σουηδία, να σκέφτομαι «ok, το ‘χουμε» και πως θα με πάει άνετα. Αλλά θα προτιμούσα με κάποιον τρόπο να με συνοδεύσει σε ένα ταξίδι πέρα απ’ τον Ατλαντικό. Να φτάσουμε San Francisco, στην πόλη των Grateful Dead, και εκεί να γράψουμε μαζί μια νέα περιπετειώδη ιστορία στις σελίδες της ζωής μου. Και σίγουρα θα είναι ένα αυθεντικό hippie όχημα στην ψυχή. Όμοιο με την περιγραφή που είχε δώσει ο ντράμερ των GD, Bill Kreutzmann, για την περίοδο των ηχογραφήσεων του δίσκου “Aoxomoxoa” το 1969:
“We were a group of altruistic troubadours, a traveling psychedelic circus”