Όσοι αγαπούν την μουσική έχουν συχνά σταθεί με πολλά ερωτηματικά απέναντι στο δίλημμα που σταματάει η ποίηση και που ξεκινάει η στιχουργική. Ο προβληματισμός δηλαδή αν ένα τραγούδι χωρίς την μουσική του μπορεί να σταθεί ως αυτόνομο κείμενο. Φυσικά, είναι πολλοί εκείνοι που τάσσονται υπέρ αυτής της άποψης, δηλαδή οι στίχοι ενός διαχρονικού τραγουδιού όντως αποτελούν κι ένα όμορφο ποίημα χωρίς τη μουσική, ενώ άλλοι διατηρούν μια πιο επιφυλακτική στάση, κυρίως γιατί δεν μπορούν να ορίσουν την ποίηση και τη στιχουργική ως ακέραιες τέχνες. Μόνο που στην περίπτωση του Μάνου Ελευθερίου θα μπορούσε εύκολα να απαντήσει κανείς ότι πρόκειται για έναν στιχουργό που η συντριπτική πλειοψηφία των στίχων του αποκτά ζωή ακόμα και χωρίς τη συνοδεία της μουσικής που τους περιβάλλει. Κι ενώ πιθανόν οι στιχουργοί μπορεί να μην είναι εν δυνάμει ποιητές, ωστόσο ο Μάνος Ελευθερίου αποτελεί έναν στιχουργό που προσήλθε στο τραγούδι έχοντας ήδη ξεκινήσει ως ποιητής. Δίκαια, λοιπόν, εκείνοι που αγαπούν την ποίησή του τον αποκαλούν ποιητή, ενώ εκείνοι που αγαπούν περισσότερο το ελληνικό τραγούδι τον γνωρίζουν περισσότερο ως στιχουργό.

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 12 Μαρτίου του 1938. Ο ίδιος θυμάται δύσκολα παιδικά χρόνια «Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν δύσκολα όχι μόνο για τους κατοίκους της Σύρου αλλά για όλη την Ελλάδα και για όλη την Ευρώπη τελικά. Περάσαμε όπως περάσαμε. Σε ηλικία 14-15 χρόνων φτάσαμε στην Αθήνα. Μείναμε ένα διάστημα στο Χαλάνδρι και έκτοτε, τα τελευταία 50 χρόνια, στο Ν. Ψυχικό, που έχει μια ησυχία, είναι και πευκόφυτο, έχει πολύ πράσινο. Το τραγούδι μπήκε στη ζωή μου μέσα από την ποίηση. Έγραφα ποίηση, αλλά είχα ένα φίλο και τον έχω ακόμη. Όταν ήμουν στρατιώτης στα Γιάννενα, μου έγραψε ένα γράμμα και μου ζήτησε να γράψω τραγούδια για έναν παλιό συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού, τον Κώστα Γιαννίδη. Ο φίλος μου λέγεται Βαγγέλης Καπετανάκης. Έγραψα μερικά, τα έστειλα, δεν ξέρω την τύχη τους, δεν νομίζω να κυκλοφόρησαν, δεν είχα ιδέα από τραγούδια, πώς γράφονται τα τραγούδια, αλλά πριν πάω στρατιώτης είχα γνωρίσει σ’ ένα σπίτι στη Φιλοθέη τη Νινί Ζαχά και μου έλεγε να γράψω. Της είπε μια κοπέλα ότι ο Μάνος γράφει ποιήματα κι εκείνη μου είπε να γράψω. Δεν θυμάμαι αν έγραψα, αλλά και τα τραγούδια που έγραψα για τον Κώστα Καπνίση δεν κυκλοφόρησαν, ούτε έψαξα εγώ ποτέ».

Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Συνοικισμός”. ΟΙ πρώτες του πεζογραφικές προτάσεις θα εμφανιστούν μέσα από τους τίτλους διηγημάτων “Το διευθυντήριο” (1964) και “Η σφαγή” (1965). Αν και στη συνέχεια της πορείας του θα αρνηθεί (έστω αποκηρύσσοντας τα σιωπηρά) και τους δύο τίτλους, θα καταφέρει μέσα από αυτούς να  γνωρίσει και να συναναστραφεί σημαντικές προσωπικότητες από διάφορους χώρους της τέχνης όπως οι μεγάλοι ζωγράφοι Τσαρούχης και Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Τα πρότυπά του πολλά, τα οποία όπως λέει «με τα χρόνια τα κατάπια και πέρασαν στο αίμα μου». Σήμερα μπορεί και να μην θυμάται ποια είναι αυτά, αλλά θυμάται που μικρός δεν συμπαθούσε το Διονύσιο Σολωμό και που κάποιος του είχε πει «Δεν πειράζει, έχεις ηδονές για αργότερα». Όταν, πολλά χρόνια αργότερα γύρω στα τριάντα του, τον ανακάλυψε εκ νέου, τον αγάπησε πολύ. Το ίδιο και τον Καβάφη και τον Κάλβο. Από την πεζογραφία θα ξεχωρίσει τον Σαρτρ, τον Καμί αλλά και τους κλασικούς Γάλλους όπως ο Φλωμπέρ. Όταν, κάποια στιγμή άρχισε να εισπράττει λίγα χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών που έγραφε, καμάρωνε για τη συλλογή των βιβλίων του «’Ετσι έφτιαξα μια καλή βιβλιοθήκη η οποία έχει πάει πια στη Σύρο».

Το 1964 o Μάνος Ελευθερίου κάνει το πρώτο του άνοιγμα στην ελληνική δισκογραφία γράφοντας τους στίχους των “Ρημαγμένων Κήπων” τους οποίους εμπιστεύτηκε στο Χρήστο Λεοντή. Ένα χρόνο αργότερα θα γνωριστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, αλλά ο συγγραφέας Φώντας Λάδης ήταν εκείνος που θα μεταφέρει στο συνθέτη τα δώδεκα τραγούδια που είχε γράψει ο Ελευθερίου κατά τη διάρκεια της θητείας του -το “Τρένο Φεύγει στις Οκτώ”, τη “Νυχτερίδα” και τα υπόλοιπα. Όμως, λίγο πριν κυκλοφορήσουν αυτά τα τραγούδια, τους προλαβαίνει η Δικτατορία η οποία και θα εμποδίσει την κυκλοφορία τους μέχρι που τελικά θα κυκλοφορήσουν επίσημα και για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1970. Ένα χρόνο μετά θα ακολουθήσει μια ιστορική συνεργασία και η κυκλοφορία ενός από τους πιο όμορφους δίσκους στην ελληνική δισκογραφία, ο “Άγιος Φεβρουάριος” του Δήμου Μούτση. Λίγο πιο μετά η “Θητεία” με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η ηχογράφηση του δίσκου μάλιστα άρχισε το Νοέμβριο του 1973, λίγες μέρες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά στη Μεταπολίτευση, το Μάρτιο του 1974. Λίγο πιο μετά θα ακολουθήσει και η συνεργασία με τον Κουγιουμτζή και τον Νταλάρα.

Παράλληλα γράφει και εικονογραφεί παραμύθια για παιδιά και φροντίζει για την έκδοση λευκωμάτων με θέμα τη Σύρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του: (“Ενθύμιον Σύρας”, “Θέατρο στην Ερμούπολη” κ.α). Η δεκαετία του ‘90 τον βρίσκει να αρθρογραφεί και να κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το 1994 παρουσιάζει την πρώτη -και μέχρι σήμερα τελευταία – νουβέλα του, με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου και δέκα χρόνια αργότερα δημοσιεύει το μυθιστόρημα “Ο Καιρός των Χρυσανθέμων”, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του 2005. Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι το θέατρο, είτε διαμέσου της κεντρικής ηρωίδας και μεγάλης πρωταγωνίστριας Παρασκευοπούλου, είτε διαμέσου των υπολοίπων ηθοποιών αλλά και θεατρικών συγγραφέων που εμφανίζονται στις σελίδες του.

Ο Ελευθερίου θα το χαρακτηρίσει θέατρο μέσα στο θέατρο, οι θεατές απλά θα το λατρέψουν και οι κριτικοί θα του πλέξουν εγκώμια. Σαν φυσική συνέχεια εκδίδεται το 2006 το δεύτερο μυθιστόρημά του, “Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές”, με θέμα τη ζωή και τον θάνατο της μεγάλης Ελληνίδας ηθοποιού, Ελένης Παπαδάκη. Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία και πάλι δεν είναι τυχαία. «Τα μυθιστορήματα με απασχόλησαν τα τελευταία 13 14 χρόνια. Έγραφα μέρα, νύχτα, δεν είδα διακοπές, δεν είδα γιορτές τίποτα». Εξάλλου, όπως έχει παραδεχθεί: «Ποτέ δεν έγραψα κάτι, χωρίς να γίνουν μετά άπειρες αλλαγές. Ποτέ δεν έγραψα μια πρόταση, χωρίς να κάτσω από πάνω της 100 και 200 φορές να την ξαναδώ, με διαφορετική διάθεση, διαφορετική ώρα και μέρα. Το κοιτάζω, το βλέπω, με αγανακτεί, το ξανακοιτάζω, το δέρνω, μένω εκεί. Αν δεις κάτι που έχεις γράψει και σου αρέσει πολύ, τότε υπάρχει πρόβλημα. Φαίνονται ξέρετε τα εύκολα πράγματα. Δεν τσιμπάει ο αναγνώστης».

Η ποίηση, σύμφωνα με τον Ελευθερίου, έχει μια πιο ελεύθερη και αυτοτελή λειτουργία, εστιάζοντας στην έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων χωρίς την ανάγκη μουσικής. Αντίθετα, η στιχουργική συνδέεται άμεσα με τη μουσική και προορίζεται να συνοδεύει μελωδίες, γεγονός που επηρεάζει τη δομή και τον ρυθμό της. Πίστευε ότι οι στίχοι ενός τραγουδιού πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι στη μουσική, γεγονός που μπορεί να περιορίσει την ελευθερία της γλώσσας. Στην ποίηση, η ελευθερία αυτή είναι μεγαλύτερη, επιτρέποντας στον ποιητή να πειραματιστεί με τη γλώσσα και τη μορφή. Θεωρούσε ότι οι στίχοι του, αν και μπορούν να σταθούν αυτόνομα ως ποιήματα, αποκτούν μια ιδιαίτερη ζωή και ένταση όταν ερμηνεύονται μουσικά. Αυτό ήταν που τόνιζε τη διαφορά στην εμπειρία που προσφέρουν οι δύο μορφές.

Ο Μάνος Ελευθερίου έτρεφε μια ιδιαίτερη αντιπάθεια προς τις συνεντεύξεις ή όπως το είχε θέσει καλύτερα «προς τον μη ελεγχόμενο προφορικό λόγο». Καθώς όμως μερικές φορές αναγκάστηκε να υποκύψει στον πειρασμό της δημοσιεύσιμης συνομιλίας, κάποιες από τις αγαπημένες του συνήθειες ή προτιμήσεις έχουν διαρρεύσει στο αναγνωστικό κοινό. Όπως για παράδειγμα ότι απολάμβανε τη μουσική του Νίνο Ρότα ή ότι θαύμαζε τη ζωγραφική του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Ότι ήταν μανιώδης καπνιστής και ότι του άρεσε το ουίσκι. Ή ότι έφτιαχνε μόνος του σταφύλι, γλυκό του κουταλιού…