Στο άκουσμα της πιο βίαιης κι επικίνδυνης πόλης στον κόσμο, έρχονται στο νου εικόνες από την Μπαρρανκίγια, το Ντιτρόιτ ή την Τιχουάνα. Κι όμως καμία από αυτές δεν πλησιάζει σε επικινδυνότητα μια άλλη πόλη, η οποία δικαίως βαφτίστηκε «παγκόσμια πρωτεύουσα των δολοφονιών». Καλωσήρθατε στην Σαν Πέδρο Σούλα της Ονδούρας! Κάθε χρόνο πάνω από 2.000 κάτοικοι δολοφονούνται εν ψυχρώ. Με μια γρήγορη βόλτα στους αιματοβαμμένους δρόμους της, θα παρατηρήσεις ότι τα αυτοκίνητα εδώ δε φέρουν καν πινακίδες. Οι νόμοι επιτρέπουν στους πολίτες να κατέχουν έως και πέντε όπλα. Κι αν τα παραπάνω δε φαντάζουν ήδη βγαλμένα από ταινία τρόμου, σκέψου ότι το 83,4% των ανθρωποκτονιών πραγματοποιούνται με πυροβόλα, σε σύγκριση με το 60% στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters.
«Ο ίδιος ο Σατανάς ζει εδώ στο Σαν Πέδρο», λέει στη Guardian ένας νευρικός νεκροθάφτης. «Οι άνθρωποι εδώ σφάζονται σαν τα κοτόπουλα.Φυσικά αίτια θανάτου; Αυτό είναι κάτι που πια σπάνια βλέπουμε. Έρχονται σε μας πτώματα να θάψουμε με έξι ή ακόμα και δέκα σφαίρες καρφωμένες πάνω τους. Κάποια πτώματα είναι διαμελισμένα και άλλα αποκεφαλισμένα».
Καρτέλ ναρκωτικών, επικίνδυνες συμμορίες, κυκλώματα πορνείας και trafficking είναι μερικές από τις βασικές αιτίες που καθιστούν την πόλη αυτή εφιαλτικά δολοφονική. Η ανομία βασιλεύει στο Σαν Πέδρο, το οποίο είναι το βασικότερο «πέρασμα» ναρκωτικών στις Η.Π.Α. Στις φτωχογειτονιές του Σαν Πέδρο άνθρωποι πέφτουν νεκροί για ένα στραβοκοίταγμα. Το να απευθυνθούν στην αστυνομία είναι άσκοπο, αφού δεν αποκλείεται να μη σηκώσει καν το τηλέφωνο. Συχνά δε αστυνομικοί είναι κι αυτοί μπλεγμένοι στα κυκλώματα, λαμβάνοντας κανονικά μισθό προκειμένου να καλύψουν τους μεγαλεμπόρους ναρκωτικών. Εισαγγελείς, ιατροδικαστές και ρεπόρτερς που προσπαθουν να εξιχνιασουν τα ειδεχθή εγκλήματα, βρίσκονται δολοφονημένοι υπό μυστήριες συνθήκες.
Τα όπλα όμως δε βρίσκονται μόνο στα χέρια κακοποιών, αλλά και καθημερινών πολιτών, οι οποίοι, προκειμένου να προστατευτούν, παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Πολλοί μάλιστα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν άσυλο, ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι προς το Βορρά. Αρχικά προσφεύγουν στο Μεξικό και αργότερα –ειδανικά– στις ΗΠΑ, οι οποίες σίγουρα δεν τους υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες. Αλλά το να επικεντρωθεί κανείς στη σημερινή βιαιότητα που βασιλεύει στους δρόμους του Σαν Πέδρο με μια σχεδόν φετιχιστική και αιμοσταγή ματιά, από μόνο του δε δίνει απαντήσεις για το πώς παγιώθηκε αυτή η κατάσταση. Η βία δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα μιας ιστορίας χρόνιας καταπίεσης και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο βωμό του κέρδους και την εκμετάλλευσης.
Πώς το Σαν Πέδρο της Ονδούρας μετατράπηκε σε Κόλαση: Μια ιστορική αναδρομή
Για να απαντήσουμε σε αυτό, πρέπει να ταξιδέψουμε περίπου έναν αιώνα πίσω στο χρόνο. Εκείνη την εποχή, το Σαν Πέδρο Σούλα ήταν η πρωτεύουσα των εξαγωγών μπανάνας. Ο Αμερικανός Samuel Zemurray, ο οποίος ίδρυσε την Cuyamel Fruit Company, και τελικά έγινε επικεφαλής της United Fruit (την οποία γνωρίζουμε σήμερα ως Chiquita Banana, ή τυπικά, Chiquita Brands International), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της Ονδούρας.
Όταν η κυβέρνηση της Ονδούρας δεν του έδινε παραχωρήσεις γης και χαμηλούς φόρους, ο Zemurray προσέλαβε μισθοφόρους, τους περίφημους κακοποιούς Guy “Machine Gun” Molony και Lee Christmas. Το 1912, ανέτρεψαν τον πρόεδρο και εγκατέστησαν τον Manuel Bonilla στη θέση του. Ακολούθησε μια σειρά από κυβερνήσεις οι οποίες προστάτευσαν τα συμφέροντα του Zemurray και της εταιρείας του. Οι εργάτες στις φυτείες οργάνωσαν απεργία το 1920 αλλά οι ΗΠΑ έστειλαν ένα πολεμικό πλοίο για να την καταλύσει. Το 1932, ο στρατηγός Tiburcio Carías Andino απαγόρευσε τις απεργίες καθώς και τη λειτουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ονδούρας.
Μια διαδοχή στρατηγών κυβέρνησε την Ονδούρα από το 1963 έως το 1981, παίρνοντας δωροδοκίες από την United Fruit και δείχνοντας ανοχή στο αυξανόμενο εμπόριο ναρκωτικών. Στο τέλος εκείνης της περιόδου, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ρόναλντ Ρίγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να χρησιμοποιούν τη χώρα ως βάση για να να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και να εκπαιδεύσουν τον στρατό του Σαλβαδόρ να νικήσει το Μέτωπο Φαραμπούντο Μάρτι για την Εθνική Απελευθέρωση ( FMLN) στον εμφύλιο πόλεμο του Ελ Σαλβαδόρ. Και ενώ οι πόλεμοι στη Κεντρική Αμερική μαίνονταν, η Ονδούρα άνοιξε την πρώτη της βιομηχανική ζώνη ελεύθερων συναλλαγών το 1976. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα για την ανάπτυξη ζωνών επεξεργασίας εξαγωγών στο Σαν Πέδρο Σούλα.
Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η χώρα είχε γίνει ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας ρούχων στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο μεγαλύτερος σε βαμβακερά είδη. Επίκεντρο της παραγωγής αυτής το Σαν Πέδρο Σούλα, το οποίο γρήγορα έγινε η βιομηχανική καρδιά της Ονδούρας. Μία από τις εργάτριες του Σαν Πέδρο, η Claudia Molina, ήρθε στις ΗΠΑ το 1995 για να περιγράψει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στα εργοστάσια. «Η εργάσιμη ημέρα μας είναι από τις 7:30 π.μ. έως τις 8:30 μ.μ. Μερικές φορές μέχρι τις 10:30, από Δευτέρα έως Παρασκευή. Το Σάββατο ξεκινάμε στις 7:30 π.μ. Έχουμε μια ώρα για μεσημεριανό γεύμα και δουλεύουμε μέχρι τις 6:30 μ.μ. Παίρνουμε πάλι μισή ώρα για να φάμε και μετά δουλεύουμε από τις 7 μ.μ. μέχρι τα μεσάνυχτα. Ξεκουραζόμαστε άλλη μισή ώρα και μετά πάμε μέχρι τις 6 το πρωί της Κυριακής. Δουλεύοντας έτσι κέρδιζα 270 lempiras την εβδομάδα [περίπου 30$ τότε]».
Η Molina εργαζόταν για την εταιρεία Orion, που έραβε ρούχα για μεγάλους οίκους στις ΗΠΑ. Στις 10 Ιουνίου 1995, ένας φύλακας της εταιρείας πυροβόλησε εν ψυχρώ έναν εργαζόμενο με τρεις σφαίρες στο κεφάλι. Το θύμα είχε πάει στο εργοστάσιο χωρίς ταυτότητα για να εισπράξει το μισθό του. Οι εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία ως ένδειξη διαμαρτυρίας. «Απαιτήσαμε από την εταιρεία να δώσει στην οικογένεια του εργάτη την αμοιβή που του χρωστούσαν και να αναγνωρίσουν το σωματείο μας», θυμάται η Molina. Αντίθετα, η Orion απέλυσε περισσότερους από 600 ανθρώπους.
Εξίσου ανατριχιαστικός είναι ο τρόπος που η Orion αστυνόμευε τα σώματα και τη σεξουαλικότητα των εργατριών. Ο γιατρός της εταιρίας μοίραζε αντισυλληπτικά στις γυναίκες στα εργοστάσια, προκειμένου να αποφεύγονται εγκυμοσύνες και να κρατήσουν τις γυναίκες στις γραμμές παραγωγής. Σοκαριστικά είναι τα αποτελέσματα μιας μελέτης, σύμφωνα με την οποία κορίτσια από 10 έως 14 ετών αποτελούσαν το 16% του εργατικού δυναμικού.
Το 2005, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Κεντρικής Αμερικής διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών για την προστασία των δικαιωμάτων των ξένων επενδυτών, κάτι που θα βύθιζε τον λαό της Ονδούρας σε ακόμη μεγαλύτερη ανέχεια. Αυτό προκάλεσε σκληρές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από πολίτες και σωματεία. Το πλήθος ήταν τόσο εξαγριωμένο, που τρομοκρατημένοι βουλευτές τράπηκαν σε φυγή. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, τα προοδευτικά κόμματα της Ονδούρας εξέλεξαν τελικά ως πρόεδρο, τον κτηνοτρόφο Manuel Zelaya. Ο Zelaya ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του κατώτατου μισθού, της παροχής επιδοτήσεων σε μικροκαλλιεργητές, της μείωσης των επιτοκίων και της θέσπισης δωρεάν εκπαίδευσης. Όλα αυτά ήταν μέτρα που, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο, θα έδιναν στους ανθρώπους ένα μέλλον στην Ονδούρα. Ωστόσο το 2009, ο Zelaya ανατράπηκε από πραξικοπηματίες του στρατού κι εξορίστηκε. Μετά από μια αδύναμη διαμαρτυρία, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε de facto έγκριση (και περισσότερη στρατιωτική βοήθεια) στο πραξικοπηματικό καθεστώς που ακολούθησε. Κι ενώ σήμερα, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ονδούρα καταφθάνουν στα αμερικανικά σύνορα, αυτό είναι κάτι που θα είχε αποφευχθεί αν η κοινωνική και πολιτική αλλαγή που άρχιζε ο Zelaya είχε επιτραπεί να συνεχιστεί.
Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας, το πραξικόπημα κατά του Zelaya και η ύφεση στις ΗΠΑ είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην Ονδούρα. Μέχρι το 2012, το 66% του πληθυσμού ζούσε σε καθεστώς ακραίας φτώχειας. Επιπλέον, σχεδόν ο μισός πληθυσμός εργαζόταν με πλήρη απασχόληση για λιγότερο από τον κατώτατο μισθό της χώρας (86 σεντς την ώρα το 2014).
Τα παραπάνω δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με το αίτιο πίσω από τη μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ: η φτώχεια. Γιατί, ακόμα κι αν δεν φοβάσαι ότι θα σε δολοφονήσουν, και πάλι δεν θέλεις να πεθάνεις φτωχός και πεινασμένος. Αυτή η προοπτική επιτρέπει μια βαθύτερη ματιά στις ζωές των ανθρώπων του Σαν Πέδρο Σούλα, από τη στερεοτυπική αφήγηση της «παγκόσμιας πρωτεύουσας δολοφονιών». Ερευνητές κι ακτιβιστές στο Σαν Πέδρο αναφέρουν ότι σκοπός τέτοιων αναλύσεων δεν είναι να σταματήσει η μετανάστευση, αλλά να σταματήσει ο βίαιος και καταναγκαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας μετανάστευσης και να δοθεί στους ανθρώπους το δικαίωμα στην επιλογή. «Οραματιζόμαστε έναν κόσμο όπου η μετανάστευση δεν είναι εξαναγκασμένη και δεν ποινικοποιείται», λέει η ακτιβίστρια και πάστορας, Deborah Lee. «Υπερασπιζόμαστε τη μετανάστευση ως επιλογή για αυτοδιάθεση και μια ζωή απαλλαγμένη από βία και ανασφάλεια».
Ένα τέτοιο όραμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το νατιβιστικό όραμα, όπως αυτό εκφράζεται τα τελευταία χρόνια από ακροδεξιά μορφώματα στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως. Πριν από μερικά χρόνια, όταν λεωφορεία που μετέφεραν παιδιά μεταναστών σε κράτηση έφτασαν στη Murrieta της Καλιφόρνια και συναντήθηκαν από εθνικιστές διαδηλωτές, ένας κούνησε μια πινακίδα που έγραφε: «Στείλτε τα πίσω με αντισυλληπτικά!»
Αυτό που ίσως δε γνώριζαν, είναι ότι οι ΗΠΑ το είχαν ήδη δοκιμάσει αυτό λίγα χρόνια πριν, στα κάτεργα του Σαν Πέδρο Σούλα.
Στο άκουσμα της πιο βίαιης κι επικίνδυνης πόλης στον κόσμο, έρχονται στο νου εικόνες από την Μπαρρανκίγια, το Ντιτρόιτ ή την Τιχουάνα. Κι όμως καμία από αυτές δεν πλησιάζει σε επικινδυνότητα μια άλλη πόλη, η οποία δικαίως βαφτίστηκε «παγκόσμια πρωτεύουσα των δολοφονιών». Καλωσήρθατε στην Σαν Πέδρο Σούλα της Ονδούρας! Κάθε χρόνο πάνω από 2.000 κάτοικοι δολοφονούνται εν ψυχρώ. Με μια γρήγορη βόλτα στους αιματοβαμμένους δρόμους της, θα παρατηρήσεις ότι τα αυτοκίνητα εδώ δε φέρουν καν πινακίδες. Οι νόμοι επιτρέπουν στους πολίτες να κατέχουν έως και πέντε όπλα. Κι αν τα παραπάνω δε φαντάζουν ήδη βγαλμένα από ταινία τρόμου, σκέψου ότι το 83,4% των ανθρωποκτονιών πραγματοποιούνται με πυροβόλα, σε σύγκριση με το 60% στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters.
«Ο ίδιος ο Σατανάς ζει εδώ στο Σαν Πέδρο», λέει στη Guardian ένας νευρικός νεκροθάφτης. «Οι άνθρωποι εδώ σφάζονται σαν τα κοτόπουλα.Φυσικά αίτια θανάτου; Αυτό είναι κάτι που πια σπάνια βλέπουμε. Έρχονται σε μας πτώματα να θάψουμε με έξι ή ακόμα και δέκα σφαίρες καρφωμένες πάνω τους. Κάποια πτώματα είναι διαμελισμένα και άλλα αποκεφαλισμένα».
Καρτέλ ναρκωτικών, επικίνδυνες συμμορίες, κυκλώματα πορνείας και trafficking είναι μερικές από τις βασικές αιτίες που καθιστούν την πόλη αυτή εφιαλτικά δολοφονική. Η ανομία βασιλεύει στο Σαν Πέδρο, το οποίο είναι το βασικότερο «πέρασμα» ναρκωτικών στις Η.Π.Α. Στις φτωχογειτονιές του Σαν Πέδρο άνθρωποι πέφτουν νεκροί για ένα στραβοκοίταγμα. Το να απευθυνθούν στην αστυνομία είναι άσκοπο, αφού δεν αποκλείεται να μη σηκώσει καν το τηλέφωνο. Συχνά δε αστυνομικοί είναι κι αυτοί μπλεγμένοι στα κυκλώματα, λαμβάνοντας κανονικά μισθό προκειμένου να καλύψουν τους μεγαλεμπόρους ναρκωτικών. Εισαγγελείς, ιατροδικαστές και ρεπόρτερς που προσπαθουν να εξιχνιασουν τα ειδεχθή εγκλήματα, βρίσκονται δολοφονημένοι υπό μυστήριες συνθήκες.
Τα όπλα όμως δε βρίσκονται μόνο στα χέρια κακοποιών, αλλά και καθημερινών πολιτών, οι οποίοι, προκειμένου να προστατευτούν, παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Πολλοί μάλιστα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν άσυλο, ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι προς το Βορρά. Αρχικά προσφεύγουν στο Μεξικό και αργότερα –ειδανικά– στις ΗΠΑ, οι οποίες σίγουρα δεν τους υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες. Αλλά το να επικεντρωθεί κανείς στη σημερινή βιαιότητα που βασιλεύει στους δρόμους του Σαν Πέδρο με μια σχεδόν φετιχιστική και αιμοσταγή ματιά, από μόνο του δε δίνει απαντήσεις για το πώς παγιώθηκε αυτή η κατάσταση. Η βία δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα μιας ιστορίας χρόνιας καταπίεσης και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο βωμό του κέρδους και την εκμετάλλευσης.
Πώς το Σαν Πέδρο της Ονδούρας μετατράπηκε σε Κόλαση: Μια ιστορική αναδρομή
Για να απαντήσουμε σε αυτό, πρέπει να ταξιδέψουμε περίπου έναν αιώνα πίσω στο χρόνο. Εκείνη την εποχή, το Σαν Πέδρο Σούλα ήταν η πρωτεύουσα των εξαγωγών μπανάνας. Ο Αμερικανός Samuel Zemurray, ο οποίος ίδρυσε την Cuyamel Fruit Company, και τελικά έγινε επικεφαλής της United Fruit (την οποία γνωρίζουμε σήμερα ως Chiquita Banana, ή τυπικά, Chiquita Brands International), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της Ονδούρας.
Όταν η κυβέρνηση της Ονδούρας δεν του έδινε παραχωρήσεις γης και χαμηλούς φόρους, ο Zemurray προσέλαβε μισθοφόρους, τους περίφημους κακοποιούς Guy “Machine Gun” Molony και Lee Christmas. Το 1912, ανέτρεψαν τον πρόεδρο και εγκατέστησαν τον Manuel Bonilla στη θέση του. Ακολούθησε μια σειρά από κυβερνήσεις οι οποίες προστάτευσαν τα συμφέροντα του Zemurray και της εταιρείας του. Οι εργάτες στις φυτείες οργάνωσαν απεργία το 1920 αλλά οι ΗΠΑ έστειλαν ένα πολεμικό πλοίο για να την καταλύσει. Το 1932, ο στρατηγός Tiburcio Carías Andino απαγόρευσε τις απεργίες καθώς και τη λειτουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ονδούρας.
Μια διαδοχή στρατηγών κυβέρνησε την Ονδούρα από το 1963 έως το 1981, παίρνοντας δωροδοκίες από την United Fruit και δείχνοντας ανοχή στο αυξανόμενο εμπόριο ναρκωτικών. Στο τέλος εκείνης της περιόδου, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ρόναλντ Ρίγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να χρησιμοποιούν τη χώρα ως βάση για να να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και να εκπαιδεύσουν τον στρατό του Σαλβαδόρ να νικήσει το Μέτωπο Φαραμπούντο Μάρτι για την Εθνική Απελευθέρωση ( FMLN) στον εμφύλιο πόλεμο του Ελ Σαλβαδόρ. Και ενώ οι πόλεμοι στη Κεντρική Αμερική μαίνονταν, η Ονδούρα άνοιξε την πρώτη της βιομηχανική ζώνη ελεύθερων συναλλαγών το 1976. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα για την ανάπτυξη ζωνών επεξεργασίας εξαγωγών στο Σαν Πέδρο Σούλα.
Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η χώρα είχε γίνει ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας ρούχων στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο μεγαλύτερος σε βαμβακερά είδη. Επίκεντρο της παραγωγής αυτής το Σαν Πέδρο Σούλα, το οποίο γρήγορα έγινε η βιομηχανική καρδιά της Ονδούρας. Μία από τις εργάτριες του Σαν Πέδρο, η Claudia Molina, ήρθε στις ΗΠΑ το 1995 για να περιγράψει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στα εργοστάσια. «Η εργάσιμη ημέρα μας είναι από τις 7:30 π.μ. έως τις 8:30 μ.μ. Μερικές φορές μέχρι τις 10:30, από Δευτέρα έως Παρασκευή. Το Σάββατο ξεκινάμε στις 7:30 π.μ. Έχουμε μια ώρα για μεσημεριανό γεύμα και δουλεύουμε μέχρι τις 6:30 μ.μ. Παίρνουμε πάλι μισή ώρα για να φάμε και μετά δουλεύουμε από τις 7 μ.μ. μέχρι τα μεσάνυχτα. Ξεκουραζόμαστε άλλη μισή ώρα και μετά πάμε μέχρι τις 6 το πρωί της Κυριακής. Δουλεύοντας έτσι κέρδιζα 270 lempiras την εβδομάδα [περίπου 30$ τότε]».
Η Molina εργαζόταν για την εταιρεία Orion, που έραβε ρούχα για μεγάλους οίκους στις ΗΠΑ. Στις 10 Ιουνίου 1995, ένας φύλακας της εταιρείας πυροβόλησε εν ψυχρώ έναν εργαζόμενο με τρεις σφαίρες στο κεφάλι. Το θύμα είχε πάει στο εργοστάσιο χωρίς ταυτότητα για να εισπράξει το μισθό του. Οι εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία ως ένδειξη διαμαρτυρίας. «Απαιτήσαμε από την εταιρεία να δώσει στην οικογένεια του εργάτη την αμοιβή που του χρωστούσαν και να αναγνωρίσουν το σωματείο μας», θυμάται η Molina. Αντίθετα, η Orion απέλυσε περισσότερους από 600 ανθρώπους.
Εξίσου ανατριχιαστικός είναι ο τρόπος που η Orion αστυνόμευε τα σώματα και τη σεξουαλικότητα των εργατριών. Ο γιατρός της εταιρίας μοίραζε αντισυλληπτικά στις γυναίκες στα εργοστάσια, προκειμένου να αποφεύγονται εγκυμοσύνες και να κρατήσουν τις γυναίκες στις γραμμές παραγωγής. Σοκαριστικά είναι τα αποτελέσματα μιας μελέτης, σύμφωνα με την οποία κορίτσια από 10 έως 14 ετών αποτελούσαν το 16% του εργατικού δυναμικού.
Το 2005, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Κεντρικής Αμερικής διαπραγματεύτηκαν μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών για την προστασία των δικαιωμάτων των ξένων επενδυτών, κάτι που θα βύθιζε τον λαό της Ονδούρας σε ακόμη μεγαλύτερη ανέχεια. Αυτό προκάλεσε σκληρές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες από πολίτες και σωματεία. Το πλήθος ήταν τόσο εξαγριωμένο, που τρομοκρατημένοι βουλευτές τράπηκαν σε φυγή. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, τα προοδευτικά κόμματα της Ονδούρας εξέλεξαν τελικά ως πρόεδρο, τον κτηνοτρόφο Manuel Zelaya. Ο Zelaya ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του κατώτατου μισθού, της παροχής επιδοτήσεων σε μικροκαλλιεργητές, της μείωσης των επιτοκίων και της θέσπισης δωρεάν εκπαίδευσης. Όλα αυτά ήταν μέτρα που, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο, θα έδιναν στους ανθρώπους ένα μέλλον στην Ονδούρα. Ωστόσο το 2009, ο Zelaya ανατράπηκε από πραξικοπηματίες του στρατού κι εξορίστηκε. Μετά από μια αδύναμη διαμαρτυρία, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε de facto έγκριση (και περισσότερη στρατιωτική βοήθεια) στο πραξικοπηματικό καθεστώς που ακολούθησε. Κι ενώ σήμερα, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ονδούρα καταφθάνουν στα αμερικανικά σύνορα, αυτό είναι κάτι που θα είχε αποφευχθεί αν η κοινωνική και πολιτική αλλαγή που άρχιζε ο Zelaya είχε επιτραπεί να συνεχιστεί.
Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας, το πραξικόπημα κατά του Zelaya και η ύφεση στις ΗΠΑ είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην Ονδούρα. Μέχρι το 2012, το 66% του πληθυσμού ζούσε σε καθεστώς ακραίας φτώχειας. Επιπλέον, σχεδόν ο μισός πληθυσμός εργαζόταν με πλήρη απασχόληση για λιγότερο από τον κατώτατο μισθό της χώρας (86 σεντς την ώρα το 2014).
Τα παραπάνω δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με το αίτιο πίσω από τη μαζική μετανάστευση προς τις ΗΠΑ: η φτώχεια. Γιατί, ακόμα κι αν δεν φοβάσαι ότι θα σε δολοφονήσουν, και πάλι δεν θέλεις να πεθάνεις φτωχός και πεινασμένος. Αυτή η προοπτική επιτρέπει μια βαθύτερη ματιά στις ζωές των ανθρώπων του Σαν Πέδρο Σούλα, από τη στερεοτυπική αφήγηση της «παγκόσμιας πρωτεύουσας δολοφονιών». Ερευνητές κι ακτιβιστές στο Σαν Πέδρο αναφέρουν ότι σκοπός τέτοιων αναλύσεων δεν είναι να σταματήσει η μετανάστευση, αλλά να σταματήσει ο βίαιος και καταναγκαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας μετανάστευσης και να δοθεί στους ανθρώπους το δικαίωμα στην επιλογή. «Οραματιζόμαστε έναν κόσμο όπου η μετανάστευση δεν είναι εξαναγκασμένη και δεν ποινικοποιείται», λέει η ακτιβίστρια και πάστορας, Deborah Lee. «Υπερασπιζόμαστε τη μετανάστευση ως επιλογή για αυτοδιάθεση και μια ζωή απαλλαγμένη από βία και ανασφάλεια».
Ένα τέτοιο όραμα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το νατιβιστικό όραμα, όπως αυτό εκφράζεται τα τελευταία χρόνια από ακροδεξιά μορφώματα στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως. Πριν από μερικά χρόνια, όταν λεωφορεία που μετέφεραν παιδιά μεταναστών σε κράτηση έφτασαν στη Murrieta της Καλιφόρνια και συναντήθηκαν από εθνικιστές διαδηλωτές, ένας κούνησε μια πινακίδα που έγραφε: «Στείλτε τα πίσω με αντισυλληπτικά!»
Αυτό που ίσως δε γνώριζαν, είναι ότι οι ΗΠΑ το είχαν ήδη δοκιμάσει αυτό λίγα χρόνια πριν, στα κάτεργα του Σαν Πέδρο Σούλα.