Η αίθουσα του σινεμά «Μικρόκοσμος» ήταν κατακλυσμένη από νεαρά άτομα κατά μέσο όρο 25 με 30 ετών, έτοιμα να παρακολουθήσουν το ντοκιμανέρ «Πικροδάφνες». Η τοποθεσία της Συγγρού, όπου βρίσκεται το σινεμά, ίσως να ήταν τυχαία, ίσως και όχι, κανένας όμως δεν θα μπορούσε να αποφύγει τις συνδέσεις, τη σημειολογία, το βάθος και το πλήθος των εμπειριών που συνδέουν τις πρωταγωνίστριες με το μέρος αυτό.
Οι «Πικροδάφνες» είναι μια νυχτερινή περιδιάβαση από την Πάολα Ρεβενιώτη, την Εύα Κουμαριανού και την Μπέτυ Βακαλίδου στις παλιές πιάτσες σεξεργασίας των τρανς γυναικών στην Αθήνα. Είναι μια ταινία αρκετά νοσταλγική, αλλά ενίοτε χιουμοριστική έως σαρκαστική, με αρκετές πινελιές ωμότητας, η οποία φωτίζει άγνωστες στους νεότερους πτυχές της ιδιωτικότητας των νεοελλήνων. Αναδεικνύει επίσης και εκείνες τις τρανς γυναίκες, οι οποίες με πολλούς τρόπους αντιστάθηκαν στην περιθωριοποίηση και διεκδίκησαν την αξιοπρέπεια τους, την ορατότητα τους και την αποδοχή της ζωής τους.
Είναι μια παραγωγή του 2021, σε σκηνοθεσία της Πάολας Ρεβενιώτη και του Paola Team Documentaries που έχει προβληθεί ήδη σε πολλές πόλεις, σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το σινεμά «Μικρόκοσμος» βρίσκεται στον αριθμό 106 της λεωφόρου Συγγρού, εναρκτήριο σημείο και του ντοκιμαντέρ. Ένα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο αλλά όχι στον χώρο, καθώς το αμάξι περνάει από μέρη γνωστά αλλά και άγνωστα, αποκαλύπτοντας την κρυφή για τους νεότερους ιστορία τους. Μια ιστορία τρυφερότητας, ωμού ερωτισμού, αλλά και μια αφήγηση της σκληρής και γυμνής πραγματικότητας που έζησαν οι τρεις γυναίκες. Η δομή του ντοκιμαντέρ είναι μια κίνηση της εικόνας σαν βραδινή περιπλάνηση, μέσα από τις πιάτσες της Συγγρού, της Καλλιθέας, της Μενελάου, του Ψυρρή, και φυσικά της Ομόνοιας.
– Τι είναι καταρχάς οι πικροδάφνες και ποια η συμβολική τους σημασία εδώ;
Οι πικροδάφνες είναι ένα φυτό το οποίο είναι όμορφο αλλά είναι τοξικό. Αν το ενοχλήσεις γίνεται τοξικό καθώς εμπεριέχει μια ουσία που ονομάζεται νηριίνη και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων. Από την άλλη, στο ντοκιμαντέρ αφορά τις πικροδάφνες που χώριζαν τη Συγγρού, που χάθηκαν όπως χάθηκε μαζί και ολόκληρη η ιστορία της Αθήνας. Έτσι και μέσα από το ντοκιμαντέρ από της τρεις μας, φαίνεται πώς έχει αλλάξει η πόλή, και η σεξουαλικότητα.
– Πώς γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ μέσα σε μια μέρα;
Εντάξει γυρίστηκε σε μια μέρα, αλλά για να γυριστεί σε μια μέρα, πέρασαν σαράντα χρόνια.
– Μπέτυ Βακαλίδου, Εύα Κουμαριανού, Πάολα Ρεβενιώτη. Κομβικές μορφές στην ελληνική τρανς κοινότητα. Ποια είναι αυτά που σας συνδέουν και ποια είναι αυτά που ίσως σας χωρίζουν 40 χρόνια μετά;
Δεν ήταν και ιδιαίτερα φίλες μου, προσπάθησα όμως να βρω δύο άτομα τα οποία να έχουν διαφορετική προσωπικότητα η μια από την άλλη, που να είναι κάπως μεγαλύτερες ηλικιακά από μένα, που να έχουν ζήσει κι αυτές τον δρόμο για να μιλήσουμε για το πώς ήταν η ζωές μας τότε. Θεωρώ πως για το ντοκιμαντέρ αυτό ήταν τα πιο κατάλληλα άτομα.
– Ανέκαθεν η λεωφόρος Συγγρού ήταν η κολυμπήθρα όπου βαπτίζονταν οι νέες τρανς στην σεξεργασία. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρονται επίσης οι πιάτσες του Ψυρρή, της Μενελάου και τις Ομόνοιας. Τι συμβαίνει σήμερα σε αυτά τα σημεία;
Τώρα πια έχουν ερημώσει και οι πιάτσες, δεν είναι όπως ήταν παλιά. Έχουν αλλάξει μορφή. Πλέον για παράδειγμα στην Ομόνοια είναι πιο σκληρά τα πράγματα. Δεν είναι ένα μέρος όπου μια τρανς μπορεί να πηγαίνει εύκολα. Δεν υπάρχουν τα παλιά τα στέκια.
– Βγαίνουν σήμερα οι τρανς στο δρόμο;
Όσες μπορούν βγαίνουν.
– Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται ότι ήταν δύσκολο μια τρανς να βγει στην πιάτσα τότε γιατί την κυνηγούσαν οι παλιές. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα;
Σε όλες τις πιάτσες συμβαίνει αυτό, όταν έρχεται μια καινούργια που η άλλη είναι εκεί τόσα χρόνια, θα της πει «πήγαινε πιο κάτω πουλάκι μου», θα προστατεύσει τη δουλειά της. Όπως συμβαίνει σε όλες τις δουλειές.
– Επίσης σε κάποιο σημείο στην ταινία η Μπέτυ Βακαλίδου αναφέρεται στην, ας το πούμε όπως την κατάλαβα εγώ, ταξική διαφοροποίηση που επικρατούσε τότε ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους και στις τρανς, κάνοντας αναφορά στο γεγονός ότι οι ομοφυλόφιλοι ήταν σπουδασμένοι κι από αστικές οικογένειες και δεν αποδέχονταν πλήρως τις τρανς, καθώς ήταν συνυφασμένες με την πορνεία. Ισχύει κάτι τέτοιο και σήμερα;
Εκείνοι που δεν μας χώνευαν δεν ήταν όλοι, αλλά ήταν μια μεγάλη πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων, γιατί εκείνη την εποχή οι γκέι, δεν είναι το queer όπως είναι τώρα. Τότε οι ομοφυλόφιλοι ήθελαν να είναι αρρενωποί. Η θηλυκότητα τους ενοχλούσε, όπως τους ενοχλούσαν και τα θηλυκά αγόρια, αλλά πόσο μάλλον εμείς τις τρανς, που δεν μας χώνευαν περισσότερο από ζήλια.
– Αυτή η ερώτηση δεν έχει να κάνει τόσο με το ντοκιμαντέρ, αλλά έχει σχέση με τα ήθη της εποχής και τον τρόπο που η κλασική ελληνική δεξιά κοινή γνώμη ήρθε-ενοχικά- σε επαφή με το τρανς βιωμα, τη σεξεργασία κτλ. Ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω για το «Ερωτοδικείο». Πώς είχε στηθεί σαν εκπομπή, τι κοινό είχε ο κόσμος που πήγαινε εκεί και τι ρόλο έπαιξε αυτό τελικά, ήταν και αυτό ένα άνοιγμα, μια εξοικείωση του κόσμου με τις τρανς;
Ο κόσμος ο απλός ο καθημερινός μας ήξερε πάρα πολύ καλά. Δεν ήταν ανάγκη να βγούμε στα κανάλια για να μας μάθουν. Ήταν μέσα στην σεξουαλικότητα του Έλληνα. Όλοι μας ξέρανε, και είχανε και ερωτικές επαφές μαζί μας. Δεν ήμασταν κάτι το κρυφό, άσχετα από την υποκρισία.
– Μου είχε κάνει εντύπωση θυμάμαι κάτι που είχες πει σε μια συνέντευξη που είχες δώσει στη Θέκλα Τσελεπή, ότι «μια υγιέστατη κοινωνία φαίνεται από τη στάση της προς αυτούς που πραγματικά την έχουν ανάγκη, προς τους αδύναμους». Υπάρχει πλέον κάποια κρατική πρόνοια για τις σεξεργάτριες; Τι έχει αλλάξει στην κρατική πολιτική 40 χρόνια μετά;
Δεν υπάρχει καμία κρατική υποστήριξη. Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Aκόμη υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Όπως για παράδειγμα είναι είναι σχεδόν ανέφικτο για μια τρανς να βρει εργασία ακόμα και σήμερα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η κοινωνία μπορεί να έχει γίνει πιο ανεκτική. Για παράδειγμα οι οικογένειες δεν διώχνουν τα παιδιά τους από το σπίτι. Γενικά αν δεν στηριχτεί ένα τρανς παιδί από την οικογένεια, είναι πολύ σκληρές οι συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει, γιατί απαιτείται και χρήμα. Πλαστικές, επεμβάσεις, αποτριχώσεις. Οπότε ένα παιδί που αποφασίζει να γίνει τρανς από μια φτωχή οικογένεια, θα συναντήσει πολλα περισσότερα εμπόδια και δυσκολίες από ένα παιδί αστικής προέλευσης.
– Στο ντοκιμαντέρ περιγράφετε την άγρια πραγματικότητα που βιώσατε στο δρόμο, το κοινωνικό λιντσάρισμα, την βία, κρατική και μη. Πολλές τρανς όπως αναφέρεται, οδηγήθηκαν στα ναρκωτικά, σε ψυχικές διαταραχές και στο θάνατο. Τι ήταν αυτό που σας έδινε δύναμη για να επιβιώνετε μέσα σε αυτές τις σκληρές συνθήκες;
Εκείνα τα χρόνια έπρεπε να έχουμε τεράστια αποθέματα αντοχών για να τα βγάλουμε πέρα. Στις περισσότερες από τις τρανς άλλωστε η πορνεία δεν ήταν επιλογή τους, αλλά ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσουν, αποκλεισμένες από παντού και οι πλείστες διωγμένες από την οικογένειά τους, ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαναγκασμένες να βγουν στο δρόμο για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην τους. Αυτό που σίγουρα σου έδινε δύναμη τότε, ήταν η αγάπη και ο έρωτας. Και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ζωή στο πεζοδρόμιο όπου θα μπορούσαν να ζήσουν και να περάσουν καλά παράλληλα, παρ’ όλες τις δυσκολίες.
Οι τολμηροί στον έρωτα είναι πάντα αυτοί που τον χαίρονται.
– Αναφερθήκατε επίσης στις σχέσεις αλληλεγγύης και πολιτικής στήριξης της κοινότητάς σας, με συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στα δικαστήρια, την έκδοση του περιοδικού «Αμφί», και διάφορες άλλες εκδηλώσεις. Κρατάω αυτό που ειπώθηκε κάποια στιγμή κάτι που είχε γραφτεί από τον Γρηγόρη Βαλιανάτο, «ότι βοηθήσατε στις πρώτες οδύνες του τοκετού», και θα συμφωνήσω με αυτό. Αυτές οι οδύνες θεωρείς ότι έχουν ευοδώσει καρπούς σήμερα στο κίνημα αλληλεγγύης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας;
Το τραγικό σε αυτή την ιστορία είναι ότι τώρα τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί οι οργανώσεις αυτές, διότι υπήρχε μια εποχή που εμφανίστηκαν διάφορα πρόσωπα εδώ στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα οποία ήθελαν να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία αγνοώντας το παρελθόν. Φέρθηκαν χυδαία, και βολεύτηκαν μετά σε διάφορες ΜΚΟ. Ευτυχώς όμως δεν επιβίωσαν αυτοί. Καταλαβαίνεις εσύ τι σου λέω.
– Και οι τρεις σας κάνατε μια μνεία στον έρωτα, έναν ρομαντισμό που συνόδευε τις ζωές σας, παρά τις αντιξοότητες που σας περιέβαλλαν . Όντας χορτασμένες από τον γυμνό έρωτα και «τα πιο ωραία αγόρια της εποχής» όπως λέτε, μέσα από το πέρασμα του χρόνου, θα έλεγες ότι ο έρωτας βρίσκεται στους δρόμους; Είναι συνυφασμένος με τη νύχτα και το περιθώριο;
Ο καθένας όπως το αντιλαμβάνεται. Απλά εμείς είχαμε αυτόν τον τρόπο και είμαστε τυχερές. Οι τολμηροί στον έρωτα είναι πάντα αυτοί που τον χαίρονται. Ο έρωτας τότε ήταν στον δρόμο, στις καύλες. Τώρα βλέπεις τα πιτσιρίκια μπροστά από έναν υπολογιστή, ή ένα κινητό.
– Πάνω σε αυτό που αναφέρθηκες, σε ποιο βαθμό θεωρείς ότι παίζουν ρόλο τα social media που στη σημερινή εποχή χάθηκε αυτός ο ερωτισμός από τη δημόσια σφαίρα και αυτό το διάχυτο πάθος που επικρατούσε στο δρόμο έτσι όπως τον περιγράφετε στις αφηγήσεις σας;
Να σου πω τι γίνεται. Παίζει ρόλο σε μας που τα ζήσαμε. Τα νέα παιδιά που δεν τα ζήσανε δεν έχουν αυτά τα βιώματα και αυτές τις εικόνες, άρα φτιάχνουν τη δική τους πραγματικότητα. Τώρα αν η δική τους πραγματικότητα είναι μέσα από το internet, είναι πλέον μέσα από το internet.
– Αυτή η αλλαγή είναι πρωτοποριακή πιστεύεις; Ή την διακατέχει μια εσωστρέφεια κι ένας επικαλυμμένος ψευδοπουριτανισμός;
Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπορεί να είναι πιο ανεχτικοί, να μην είναι τόσο βάρβαροι όσο ήταν παλιά, αλλά τους βλέπεις μωρέ τα πιτσιρίκια τώρα, μαλακισμένα είναι. Δεν βγαίνουν έξω να κάνουν αλητείες. Βγαίνανε τότε δέκα-δέκα με τα μηχανάκια, πηγαίνανε μπουρδελότσαρκες, κάνανε ράνανε, μίλαγαν μαζί μας, είχαν μια παιδεία, καταλάβαιναν κάτι. Τώρα μέσα από το internet τι να καταλάβουνε; Κάτι ηθοποιούς που γαμάνε βλέπουν στις τσόντες. Δεν έρχονται σε άμεση επαφή.
– Δεν μπορώ να αποφύγω να σε ρωτήσω καθώς μου ταλανίζει το μυαλό αυτό που σου είπε ο Ταχτσής, και να σε ρωτήσω 40 χρόνια μετά, Αν «η ευτυχία βρίσκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο».
Υπάρχει μια αλήθεια σε αυτό, όταν είμαστε άπληστοι και δεν εκτιμούμε αυτά που έχουμε. Ε, είμαστε και λίγο άπληστοι.
– Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;
Δεν ξέρω, μου έχει κολλήσει ένα άλλο θέμα, το οποίο είναι βαρύ θέμα και δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω ή αν ξέρω να το κάνω. Σαν εμμονή μου’χει κολλήσει. Θέλω να κάνω το «Άουσβιτς», αλλά με έναν τέτοιο τρόπο που να δείχνει το τί έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα στον κόσμο. Ο αντισημιτισμός έχει αλλάξει;
– Πάολα, κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, θα ήθελα να σε ρωτήσω τί επεδίωκες να πετύχεις μέσα από αυτή την καταγραφή των μαρτυριών τριών τρανς γυναικών, τί θα επιθυμούσες να καταγραφεί στην παρακαταθήκη της συλλογικής μνήμης;
Νομίζω πως, χωρίς να έχω έπαρση, ότι είναι ένα ντοκιμαντέρ το οποίο θα έχει διάρκεια στο χρόνο. Ότι δηλαδή στο μέλλον αυτά θα κοιτάξουν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν την ιστορία της πόλης. Είναι λοιπόν η μη καταγεγραμμένη ιστορία της Αθήνας. Αυτό ήθελα.
Η αίθουσα του σινεμά «Μικρόκοσμος» ήταν κατακλυσμένη από νεαρά άτομα κατά μέσο όρο 25 με 30 ετών, έτοιμα να παρακολουθήσουν το ντοκιμανέρ «Πικροδάφνες». Η τοποθεσία της Συγγρού, όπου βρίσκεται το σινεμά, ίσως να ήταν τυχαία, ίσως και όχι, κανένας όμως δεν θα μπορούσε να αποφύγει τις συνδέσεις, τη σημειολογία, το βάθος και το πλήθος των εμπειριών που συνδέουν τις πρωταγωνίστριες με το μέρος αυτό.
Οι «Πικροδάφνες» είναι μια νυχτερινή περιδιάβαση από την Πάολα Ρεβενιώτη, την Εύα Κουμαριανού και την Μπέτυ Βακαλίδου στις παλιές πιάτσες σεξεργασίας των τρανς γυναικών στην Αθήνα. Είναι μια ταινία αρκετά νοσταλγική, αλλά ενίοτε χιουμοριστική έως σαρκαστική, με αρκετές πινελιές ωμότητας, η οποία φωτίζει άγνωστες στους νεότερους πτυχές της ιδιωτικότητας των νεοελλήνων. Αναδεικνύει επίσης και εκείνες τις τρανς γυναίκες, οι οποίες με πολλούς τρόπους αντιστάθηκαν στην περιθωριοποίηση και διεκδίκησαν την αξιοπρέπεια τους, την ορατότητα τους και την αποδοχή της ζωής τους.
Είναι μια παραγωγή του 2021, σε σκηνοθεσία της Πάολας Ρεβενιώτη και του Paola Team Documentaries που έχει προβληθεί ήδη σε πολλές πόλεις, σε φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το σινεμά «Μικρόκοσμος» βρίσκεται στον αριθμό 106 της λεωφόρου Συγγρού, εναρκτήριο σημείο και του ντοκιμαντέρ. Ένα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο αλλά όχι στον χώρο, καθώς το αμάξι περνάει από μέρη γνωστά αλλά και άγνωστα, αποκαλύπτοντας την κρυφή για τους νεότερους ιστορία τους. Μια ιστορία τρυφερότητας, ωμού ερωτισμού, αλλά και μια αφήγηση της σκληρής και γυμνής πραγματικότητας που έζησαν οι τρεις γυναίκες. Η δομή του ντοκιμαντέρ είναι μια κίνηση της εικόνας σαν βραδινή περιπλάνηση, μέσα από τις πιάτσες της Συγγρού, της Καλλιθέας, της Μενελάου, του Ψυρρή, και φυσικά της Ομόνοιας.
– Τι είναι καταρχάς οι πικροδάφνες και ποια η συμβολική τους σημασία εδώ;
Οι πικροδάφνες είναι ένα φυτό το οποίο είναι όμορφο αλλά είναι τοξικό. Αν το ενοχλήσεις γίνεται τοξικό καθώς εμπεριέχει μια ουσία που ονομάζεται νηριίνη και έχει ως στόχο να προστατεύσει το φυτό από τις επιθέσεις ζώων. Από την άλλη, στο ντοκιμαντέρ αφορά τις πικροδάφνες που χώριζαν τη Συγγρού, που χάθηκαν όπως χάθηκε μαζί και ολόκληρη η ιστορία της Αθήνας. Έτσι και μέσα από το ντοκιμαντέρ από της τρεις μας, φαίνεται πώς έχει αλλάξει η πόλή, και η σεξουαλικότητα.
– Πώς γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ μέσα σε μια μέρα;
Εντάξει γυρίστηκε σε μια μέρα, αλλά για να γυριστεί σε μια μέρα, πέρασαν σαράντα χρόνια.
– Μπέτυ Βακαλίδου, Εύα Κουμαριανού, Πάολα Ρεβενιώτη. Κομβικές μορφές στην ελληνική τρανς κοινότητα. Ποια είναι αυτά που σας συνδέουν και ποια είναι αυτά που ίσως σας χωρίζουν 40 χρόνια μετά;
Δεν ήταν και ιδιαίτερα φίλες μου, προσπάθησα όμως να βρω δύο άτομα τα οποία να έχουν διαφορετική προσωπικότητα η μια από την άλλη, που να είναι κάπως μεγαλύτερες ηλικιακά από μένα, που να έχουν ζήσει κι αυτές τον δρόμο για να μιλήσουμε για το πώς ήταν η ζωές μας τότε. Θεωρώ πως για το ντοκιμαντέρ αυτό ήταν τα πιο κατάλληλα άτομα.
– Ανέκαθεν η λεωφόρος Συγγρού ήταν η κολυμπήθρα όπου βαπτίζονταν οι νέες τρανς στην σεξεργασία. Στο ντοκιμαντέρ αναφέρονται επίσης οι πιάτσες του Ψυρρή, της Μενελάου και τις Ομόνοιας. Τι συμβαίνει σήμερα σε αυτά τα σημεία;
Τώρα πια έχουν ερημώσει και οι πιάτσες, δεν είναι όπως ήταν παλιά. Έχουν αλλάξει μορφή. Πλέον για παράδειγμα στην Ομόνοια είναι πιο σκληρά τα πράγματα. Δεν είναι ένα μέρος όπου μια τρανς μπορεί να πηγαίνει εύκολα. Δεν υπάρχουν τα παλιά τα στέκια.
– Βγαίνουν σήμερα οι τρανς στο δρόμο;
Όσες μπορούν βγαίνουν.
– Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεται ότι ήταν δύσκολο μια τρανς να βγει στην πιάτσα τότε γιατί την κυνηγούσαν οι παλιές. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα;
Σε όλες τις πιάτσες συμβαίνει αυτό, όταν έρχεται μια καινούργια που η άλλη είναι εκεί τόσα χρόνια, θα της πει «πήγαινε πιο κάτω πουλάκι μου», θα προστατεύσει τη δουλειά της. Όπως συμβαίνει σε όλες τις δουλειές.
– Επίσης σε κάποιο σημείο στην ταινία η Μπέτυ Βακαλίδου αναφέρεται στην, ας το πούμε όπως την κατάλαβα εγώ, ταξική διαφοροποίηση που επικρατούσε τότε ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους και στις τρανς, κάνοντας αναφορά στο γεγονός ότι οι ομοφυλόφιλοι ήταν σπουδασμένοι κι από αστικές οικογένειες και δεν αποδέχονταν πλήρως τις τρανς, καθώς ήταν συνυφασμένες με την πορνεία. Ισχύει κάτι τέτοιο και σήμερα;
Εκείνοι που δεν μας χώνευαν δεν ήταν όλοι, αλλά ήταν μια μεγάλη πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων, γιατί εκείνη την εποχή οι γκέι, δεν είναι το queer όπως είναι τώρα. Τότε οι ομοφυλόφιλοι ήθελαν να είναι αρρενωποί. Η θηλυκότητα τους ενοχλούσε, όπως τους ενοχλούσαν και τα θηλυκά αγόρια, αλλά πόσο μάλλον εμείς τις τρανς, που δεν μας χώνευαν περισσότερο από ζήλια.
– Αυτή η ερώτηση δεν έχει να κάνει τόσο με το ντοκιμαντέρ, αλλά έχει σχέση με τα ήθη της εποχής και τον τρόπο που η κλασική ελληνική δεξιά κοινή γνώμη ήρθε-ενοχικά- σε επαφή με το τρανς βιωμα, τη σεξεργασία κτλ. Ήθελα λοιπόν να σε ρωτήσω για το «Ερωτοδικείο». Πώς είχε στηθεί σαν εκπομπή, τι κοινό είχε ο κόσμος που πήγαινε εκεί και τι ρόλο έπαιξε αυτό τελικά, ήταν και αυτό ένα άνοιγμα, μια εξοικείωση του κόσμου με τις τρανς;
Ο κόσμος ο απλός ο καθημερινός μας ήξερε πάρα πολύ καλά. Δεν ήταν ανάγκη να βγούμε στα κανάλια για να μας μάθουν. Ήταν μέσα στην σεξουαλικότητα του Έλληνα. Όλοι μας ξέρανε, και είχανε και ερωτικές επαφές μαζί μας. Δεν ήμασταν κάτι το κρυφό, άσχετα από την υποκρισία.
– Μου είχε κάνει εντύπωση θυμάμαι κάτι που είχες πει σε μια συνέντευξη που είχες δώσει στη Θέκλα Τσελεπή, ότι «μια υγιέστατη κοινωνία φαίνεται από τη στάση της προς αυτούς που πραγματικά την έχουν ανάγκη, προς τους αδύναμους». Υπάρχει πλέον κάποια κρατική πρόνοια για τις σεξεργάτριες; Τι έχει αλλάξει στην κρατική πολιτική 40 χρόνια μετά;
Δεν υπάρχει καμία κρατική υποστήριξη. Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Aκόμη υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Όπως για παράδειγμα είναι είναι σχεδόν ανέφικτο για μια τρανς να βρει εργασία ακόμα και σήμερα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι η κοινωνία μπορεί να έχει γίνει πιο ανεκτική. Για παράδειγμα οι οικογένειες δεν διώχνουν τα παιδιά τους από το σπίτι. Γενικά αν δεν στηριχτεί ένα τρανς παιδί από την οικογένεια, είναι πολύ σκληρές οι συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει, γιατί απαιτείται και χρήμα. Πλαστικές, επεμβάσεις, αποτριχώσεις. Οπότε ένα παιδί που αποφασίζει να γίνει τρανς από μια φτωχή οικογένεια, θα συναντήσει πολλα περισσότερα εμπόδια και δυσκολίες από ένα παιδί αστικής προέλευσης.
– Στο ντοκιμαντέρ περιγράφετε την άγρια πραγματικότητα που βιώσατε στο δρόμο, το κοινωνικό λιντσάρισμα, την βία, κρατική και μη. Πολλές τρανς όπως αναφέρεται, οδηγήθηκαν στα ναρκωτικά, σε ψυχικές διαταραχές και στο θάνατο. Τι ήταν αυτό που σας έδινε δύναμη για να επιβιώνετε μέσα σε αυτές τις σκληρές συνθήκες;
Εκείνα τα χρόνια έπρεπε να έχουμε τεράστια αποθέματα αντοχών για να τα βγάλουμε πέρα. Στις περισσότερες από τις τρανς άλλωστε η πορνεία δεν ήταν επιλογή τους, αλλά ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσουν, αποκλεισμένες από παντού και οι πλείστες διωγμένες από την οικογένειά τους, ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαναγκασμένες να βγουν στο δρόμο για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην τους. Αυτό που σίγουρα σου έδινε δύναμη τότε, ήταν η αγάπη και ο έρωτας. Και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ζωή στο πεζοδρόμιο όπου θα μπορούσαν να ζήσουν και να περάσουν καλά παράλληλα, παρ’ όλες τις δυσκολίες.
Οι τολμηροί στον έρωτα είναι πάντα αυτοί που τον χαίρονται.
– Αναφερθήκατε επίσης στις σχέσεις αλληλεγγύης και πολιτικής στήριξης της κοινότητάς σας, με συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στα δικαστήρια, την έκδοση του περιοδικού «Αμφί», και διάφορες άλλες εκδηλώσεις. Κρατάω αυτό που ειπώθηκε κάποια στιγμή κάτι που είχε γραφτεί από τον Γρηγόρη Βαλιανάτο, «ότι βοηθήσατε στις πρώτες οδύνες του τοκετού», και θα συμφωνήσω με αυτό. Αυτές οι οδύνες θεωρείς ότι έχουν ευοδώσει καρπούς σήμερα στο κίνημα αλληλεγγύης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας;
Το τραγικό σε αυτή την ιστορία είναι ότι τώρα τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί οι οργανώσεις αυτές, διότι υπήρχε μια εποχή που εμφανίστηκαν διάφορα πρόσωπα εδώ στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τα οποία ήθελαν να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία αγνοώντας το παρελθόν. Φέρθηκαν χυδαία, και βολεύτηκαν μετά σε διάφορες ΜΚΟ. Ευτυχώς όμως δεν επιβίωσαν αυτοί. Καταλαβαίνεις εσύ τι σου λέω.
– Και οι τρεις σας κάνατε μια μνεία στον έρωτα, έναν ρομαντισμό που συνόδευε τις ζωές σας, παρά τις αντιξοότητες που σας περιέβαλλαν . Όντας χορτασμένες από τον γυμνό έρωτα και «τα πιο ωραία αγόρια της εποχής» όπως λέτε, μέσα από το πέρασμα του χρόνου, θα έλεγες ότι ο έρωτας βρίσκεται στους δρόμους; Είναι συνυφασμένος με τη νύχτα και το περιθώριο;
Ο καθένας όπως το αντιλαμβάνεται. Απλά εμείς είχαμε αυτόν τον τρόπο και είμαστε τυχερές. Οι τολμηροί στον έρωτα είναι πάντα αυτοί που τον χαίρονται. Ο έρωτας τότε ήταν στον δρόμο, στις καύλες. Τώρα βλέπεις τα πιτσιρίκια μπροστά από έναν υπολογιστή, ή ένα κινητό.
– Πάνω σε αυτό που αναφέρθηκες, σε ποιο βαθμό θεωρείς ότι παίζουν ρόλο τα social media που στη σημερινή εποχή χάθηκε αυτός ο ερωτισμός από τη δημόσια σφαίρα και αυτό το διάχυτο πάθος που επικρατούσε στο δρόμο έτσι όπως τον περιγράφετε στις αφηγήσεις σας;
Να σου πω τι γίνεται. Παίζει ρόλο σε μας που τα ζήσαμε. Τα νέα παιδιά που δεν τα ζήσανε δεν έχουν αυτά τα βιώματα και αυτές τις εικόνες, άρα φτιάχνουν τη δική τους πραγματικότητα. Τώρα αν η δική τους πραγματικότητα είναι μέσα από το internet, είναι πλέον μέσα από το internet.
– Αυτή η αλλαγή είναι πρωτοποριακή πιστεύεις; Ή την διακατέχει μια εσωστρέφεια κι ένας επικαλυμμένος ψευδοπουριτανισμός;
Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπορεί να είναι πιο ανεχτικοί, να μην είναι τόσο βάρβαροι όσο ήταν παλιά, αλλά τους βλέπεις μωρέ τα πιτσιρίκια τώρα, μαλακισμένα είναι. Δεν βγαίνουν έξω να κάνουν αλητείες. Βγαίνανε τότε δέκα-δέκα με τα μηχανάκια, πηγαίνανε μπουρδελότσαρκες, κάνανε ράνανε, μίλαγαν μαζί μας, είχαν μια παιδεία, καταλάβαιναν κάτι. Τώρα μέσα από το internet τι να καταλάβουνε; Κάτι ηθοποιούς που γαμάνε βλέπουν στις τσόντες. Δεν έρχονται σε άμεση επαφή.
– Δεν μπορώ να αποφύγω να σε ρωτήσω καθώς μου ταλανίζει το μυαλό αυτό που σου είπε ο Ταχτσής, και να σε ρωτήσω 40 χρόνια μετά, Αν «η ευτυχία βρίσκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο».
Υπάρχει μια αλήθεια σε αυτό, όταν είμαστε άπληστοι και δεν εκτιμούμε αυτά που έχουμε. Ε, είμαστε και λίγο άπληστοι.
– Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;
Δεν ξέρω, μου έχει κολλήσει ένα άλλο θέμα, το οποίο είναι βαρύ θέμα και δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω ή αν ξέρω να το κάνω. Σαν εμμονή μου’χει κολλήσει. Θέλω να κάνω το «Άουσβιτς», αλλά με έναν τέτοιο τρόπο που να δείχνει το τί έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα στον κόσμο. Ο αντισημιτισμός έχει αλλάξει;
– Πάολα, κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, θα ήθελα να σε ρωτήσω τί επεδίωκες να πετύχεις μέσα από αυτή την καταγραφή των μαρτυριών τριών τρανς γυναικών, τί θα επιθυμούσες να καταγραφεί στην παρακαταθήκη της συλλογικής μνήμης;
Νομίζω πως, χωρίς να έχω έπαρση, ότι είναι ένα ντοκιμαντέρ το οποίο θα έχει διάρκεια στο χρόνο. Ότι δηλαδή στο μέλλον αυτά θα κοιτάξουν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν την ιστορία της πόλης. Είναι λοιπόν η μη καταγεγραμμένη ιστορία της Αθήνας. Αυτό ήθελα.