«Μοιάζει τέσσερις παρά είκοσι συννεφόκαμμα και νύχτα, λέγεται πως σαν σήμερα πρώτη Ιουνίου Βασιλεύς Παύλος εγέννησεν Βασιλέα Κωσταντίνον εκ της Φρειδερίκης. Εμένα η μητέρα μου, μου είπε, πως οι κανονιές πέσανε για μένα. Όσο για τη Μονρόε, εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως, είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της», είχε πει η ίδια η Κατερίνα Γώγου για την ημέρα που γεννήθηκε.
Η Κατερίνα Γώγου, μπήκε στο χώρο του θεάματος σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις πέντε ετών, συμμετέχοντας σε παιδικούς θιάσους. Στη συνέχεια, πείθει την οικογένειά της να της επιτρέψει να γραφτεί την Θεατρική Σχολή Μουζανίδου και έτσι ξεκινά την καριέρα της στον κινηματογράφο. Είναι τόσο ταλαντούχα που μπορεί να παίξει το ίδιο καλά αρχαία τραγωδία και κωμωδία ενώ τιμάται με το βραβείο ερμηνείας Α γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η Κατερίνα Γώγου συμμετείχε σε πολλές μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά όπως «Το ξύλο βγήκε απ΄τον παράδεισο», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Νόμος 4000», «Δεσποινίς διευθυντής», «Η δε γυνή να φοβάται τον άνδρα», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση». Και φυσικά, το 1980, πρωταγωνίστησε στην «Παραγγελιά» γράφοντας ιστορία.
O διάλογός της με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία «Το ξύλο βγήκε απ΄τον παράδεισο» που άφησε εποχή ήταν ο ακόλουθος: «-Ούτε εσύ πρόσεξες Λαζάρου;» «-Ούτε κι εγώ κύριε καθηγητά. Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου».
Η ίδια η Γώγου, θεωρούσε τον εαυτό της ποιήτρια. Και όπως αποδείχθηκε, ήταν μεγάλη. Η ποιητική της συλλογή «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40 χιλιάδες αντίτυπα, όσο δηλαδή αυτές του Ελύτη. Τα ποιήματά της πουλούσαν σαν τρελά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, καθώς σε αυτές τις πόλεις υπήρχαν Πανεπιστήμια, με τους φοιτητές να αμφισβητούν το κατεστημένο ενώ έγιναν best sellers στην Αμερική.
«Ήταν ταλέντο και στην ηθοποιία και στο γράψιμο. Αυτό που δε μπόρεσε ποτέ, ήταν να βρει το δρόμο της» είπε για κείνη ο Αλέκος Τζανετάκος.
Η αγαπημένη της λέξη ήταν το “γαμώτο” το οποίο έλεγε με έναν πολύ τρυφερό τρόπο κοιτώντας σε στα μάτια. Το χαϊδευτικό της ήταν “μπέμπα”, έτσι την αποκαλούσε η οικογένειά της και αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Η Κατερίνα Γώγου δεν μεγάλωσε ποτέ. Έμεινε για πάντα παιδί και μάλλον γι αυτό δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στον κόσμο των μεγάλων. Η Αφροδίτη Μάνου είπε για κείνη: «Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να επιβιώσεις στις μέρες μας όντας τόσο αθώος». Λίγο πριν το θάνατό της χρησιμοποιούσε συνέχεια τη φράση «Δε βγαίνει». Ο Γιώργος Χρονάς θυμάται: «Ένα πρωί ήρθε στο βιβλιοπωλείο στη Διδότου, στις 7 15 το πρωί. Ήταν λίγο πριν ταξιδέψει για τ’ άστρα και μου είπε: ‘Δε σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα. Βάλε μου να πιω’. Της έβαλα και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας, μου είπε“ Φεύγω, πάω για κει”».
«Η Γώγου είχε αναλάβει μόνη της να ηλεκτροδοτήσει τα πιο σκοτεινά υπόγεια της ζωής. Πολλά vault ξοδεύτηκαν σε αυτήν την προσπάθεια και γι αυτό η Κατερίνα κάηκε νωρίς» έχει δηλώσει η Αφροδίτη Μάνου.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, διηγήθηκε κάποια στιγμή ένα αστείο περιστατικό που έζησε μαζί με την Κατερίνα Γώγου: «Θυμάμαι μια φορά μπήκαμε σ ένα αυτοκίνητο που είχα τότε, σκέτο σαράβαλο, η Κατερίνα κι εγώ. Είχαν απεργία τα ταξί και μας έκαναν ωτοστόπ δυο αστυνομικοί με πολλά γαλόνια. Αρχίσαμε να γελάμε με την Κατερίνα, τους πήραμε φυσικά, τους βάλαμε στο πίσω κάθισμα και τους κοιτούσαμε από τον καθρέφτη έτσι που ήταν βλοσυροί και γυριζει η Κατερίνα και μου λέει: «Μαλάκα, πρόσεχε μην τρακάρουμε πουθενά, γιατί έτσι και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μετά, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».
H Kατερίνα Γώγου σύχναζε στα Εξάρχεια, έκανε παρέα με κοινωνικές μειονότητες και υποστήριζε αδύναμες ομάδες. Η τρανς Πάολα Ρεβενιώτη είχε πει πως η Γώγου ήταν εκείνη που πήγαινε μάρτυρας στα δικαστήρια εκείνα τα χρόνια που εξέδιδε το περιοδικό «Κράξιμο». Η Κατερίνα είχε επίσης πολύ στενές επαφές και με τους αναρχικούς. «Τις ποιητικές συλλογές της, τις εικονογραφούσε πάντοτε από πορείες και συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς και ποινικούς κρατούμενους. Φρόντιζε πάντοτε να δένει την ποίηση της με τους αγώνες εκείνης της περιόδου. Οργάνωνε συναυλίες , έβρισκε λεφτά μέσα από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα, ήταν δίπλα σε κάθε κρατούμενο, πολιτικό ή ποινικό και ενίσχυε τον αγώνα για την απελευθέρωση τους» έχει πει πρόσωπο του χώρου.
Δυο χρόνια πριν πεθάνει, το 1991, η Γώγου έλεγε: « Έχω ένα παράπονο, άκου το: Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ.»
Τον Οκτώβριο του 1993, η Κατερίνα ένιωθε ότι “δεν έβγαινε” και γι’ αυτό θέλησε να κλείσει τον κύκλο της. Γύρισε στο παλιό σπίτι που μεγάλωσε στην περιοχή του Μεταξουργείου και απομονώθηκε. Πέρασαν 72 ώρες χωρίς να δώσει σημάδια ζωής, βρέθηκε αναίσθητη και μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Αυτοκτόνησε όπως η Marilyn Monroe πίνοντας αλκοόλ και χάπια στις 3 Οκτωβρίου 1993. Η κόρη της, Μυρτώ Τάσιου πίστευε πως η μητέρα της είχε σχεδιάσει το θάνατό της. Η Μάρθα Καραγιάννη είπε πως στην κηδεία της σκεφτόταν ότι αν η Γώγου μπορούσε να μιλήσει θα της έλεγε: « Τι κλαις βρε μικροαστούλα;»
«Μοιάζει τέσσερις παρά είκοσι συννεφόκαμμα και νύχτα, λέγεται πως σαν σήμερα πρώτη Ιουνίου Βασιλεύς Παύλος εγέννησεν Βασιλέα Κωσταντίνον εκ της Φρειδερίκης. Εμένα η μητέρα μου, μου είπε, πως οι κανονιές πέσανε για μένα. Όσο για τη Μονρόε, εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως, είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της», είχε πει η ίδια η Κατερίνα Γώγου για την ημέρα που γεννήθηκε.
Η Κατερίνα Γώγου, μπήκε στο χώρο του θεάματος σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις πέντε ετών, συμμετέχοντας σε παιδικούς θιάσους. Στη συνέχεια, πείθει την οικογένειά της να της επιτρέψει να γραφτεί την Θεατρική Σχολή Μουζανίδου και έτσι ξεκινά την καριέρα της στον κινηματογράφο. Είναι τόσο ταλαντούχα που μπορεί να παίξει το ίδιο καλά αρχαία τραγωδία και κωμωδία ενώ τιμάται με το βραβείο ερμηνείας Α γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η Κατερίνα Γώγου συμμετείχε σε πολλές μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά όπως «Το ξύλο βγήκε απ΄τον παράδεισο», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Νόμος 4000», «Δεσποινίς διευθυντής», «Η δε γυνή να φοβάται τον άνδρα», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση». Και φυσικά, το 1980, πρωταγωνίστησε στην «Παραγγελιά» γράφοντας ιστορία.
O διάλογός της με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία «Το ξύλο βγήκε απ΄τον παράδεισο» που άφησε εποχή ήταν ο ακόλουθος: «-Ούτε εσύ πρόσεξες Λαζάρου;» «-Ούτε κι εγώ κύριε καθηγητά. Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου».
Η ίδια η Γώγου, θεωρούσε τον εαυτό της ποιήτρια. Και όπως αποδείχθηκε, ήταν μεγάλη. Η ποιητική της συλλογή «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40 χιλιάδες αντίτυπα, όσο δηλαδή αυτές του Ελύτη. Τα ποιήματά της πουλούσαν σαν τρελά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, καθώς σε αυτές τις πόλεις υπήρχαν Πανεπιστήμια, με τους φοιτητές να αμφισβητούν το κατεστημένο ενώ έγιναν best sellers στην Αμερική.
«Ήταν ταλέντο και στην ηθοποιία και στο γράψιμο. Αυτό που δε μπόρεσε ποτέ, ήταν να βρει το δρόμο της» είπε για κείνη ο Αλέκος Τζανετάκος.
Η αγαπημένη της λέξη ήταν το “γαμώτο” το οποίο έλεγε με έναν πολύ τρυφερό τρόπο κοιτώντας σε στα μάτια. Το χαϊδευτικό της ήταν “μπέμπα”, έτσι την αποκαλούσε η οικογένειά της και αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Η Κατερίνα Γώγου δεν μεγάλωσε ποτέ. Έμεινε για πάντα παιδί και μάλλον γι αυτό δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στον κόσμο των μεγάλων. Η Αφροδίτη Μάνου είπε για κείνη: «Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να επιβιώσεις στις μέρες μας όντας τόσο αθώος». Λίγο πριν το θάνατό της χρησιμοποιούσε συνέχεια τη φράση «Δε βγαίνει». Ο Γιώργος Χρονάς θυμάται: «Ένα πρωί ήρθε στο βιβλιοπωλείο στη Διδότου, στις 7 15 το πρωί. Ήταν λίγο πριν ταξιδέψει για τ’ άστρα και μου είπε: ‘Δε σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα. Βάλε μου να πιω’. Της έβαλα και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας, μου είπε“ Φεύγω, πάω για κει”».
«Η Γώγου είχε αναλάβει μόνη της να ηλεκτροδοτήσει τα πιο σκοτεινά υπόγεια της ζωής. Πολλά vault ξοδεύτηκαν σε αυτήν την προσπάθεια και γι αυτό η Κατερίνα κάηκε νωρίς» έχει δηλώσει η Αφροδίτη Μάνου.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, διηγήθηκε κάποια στιγμή ένα αστείο περιστατικό που έζησε μαζί με την Κατερίνα Γώγου: «Θυμάμαι μια φορά μπήκαμε σ ένα αυτοκίνητο που είχα τότε, σκέτο σαράβαλο, η Κατερίνα κι εγώ. Είχαν απεργία τα ταξί και μας έκαναν ωτοστόπ δυο αστυνομικοί με πολλά γαλόνια. Αρχίσαμε να γελάμε με την Κατερίνα, τους πήραμε φυσικά, τους βάλαμε στο πίσω κάθισμα και τους κοιτούσαμε από τον καθρέφτη έτσι που ήταν βλοσυροί και γυριζει η Κατερίνα και μου λέει: «Μαλάκα, πρόσεχε μην τρακάρουμε πουθενά, γιατί έτσι και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μετά, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».
H Kατερίνα Γώγου σύχναζε στα Εξάρχεια, έκανε παρέα με κοινωνικές μειονότητες και υποστήριζε αδύναμες ομάδες. Η τρανς Πάολα Ρεβενιώτη είχε πει πως η Γώγου ήταν εκείνη που πήγαινε μάρτυρας στα δικαστήρια εκείνα τα χρόνια που εξέδιδε το περιοδικό «Κράξιμο». Η Κατερίνα είχε επίσης πολύ στενές επαφές και με τους αναρχικούς. «Τις ποιητικές συλλογές της, τις εικονογραφούσε πάντοτε από πορείες και συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς και ποινικούς κρατούμενους. Φρόντιζε πάντοτε να δένει την ποίηση της με τους αγώνες εκείνης της περιόδου. Οργάνωνε συναυλίες , έβρισκε λεφτά μέσα από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα, ήταν δίπλα σε κάθε κρατούμενο, πολιτικό ή ποινικό και ενίσχυε τον αγώνα για την απελευθέρωση τους» έχει πει πρόσωπο του χώρου.
Δυο χρόνια πριν πεθάνει, το 1991, η Γώγου έλεγε: « Έχω ένα παράπονο, άκου το: Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ.»
Τον Οκτώβριο του 1993, η Κατερίνα ένιωθε ότι “δεν έβγαινε” και γι’ αυτό θέλησε να κλείσει τον κύκλο της. Γύρισε στο παλιό σπίτι που μεγάλωσε στην περιοχή του Μεταξουργείου και απομονώθηκε. Πέρασαν 72 ώρες χωρίς να δώσει σημάδια ζωής, βρέθηκε αναίσθητη και μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Αυτοκτόνησε όπως η Marilyn Monroe πίνοντας αλκοόλ και χάπια στις 3 Οκτωβρίου 1993. Η κόρη της, Μυρτώ Τάσιου πίστευε πως η μητέρα της είχε σχεδιάσει το θάνατό της. Η Μάρθα Καραγιάννη είπε πως στην κηδεία της σκεφτόταν ότι αν η Γώγου μπορούσε να μιλήσει θα της έλεγε: « Τι κλαις βρε μικροαστούλα;»