Η Jane Goodall υπήρξε η μεγαλύτερη ερευνήτρια των χιμπαντζήδων. Ήταν η φωνή που έμαθε στην ανθρωπότητα να βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια της φύσης. Χθες, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, αφήνοντας πίσω της μια κληρονομιά ανυπέρβλητη: μια επιστήμη που έγινε ποίηση, μια παρατήρηση που έγινε φροντίδα, μια ζωή που έγινε μύθος.

Ξεκινώντας το 1960 στο Εθνικό Πάρκο Gombe της Τανζανίας, τόλμησε να κοιτάξει τους χιμπαντζήδες όχι ως αντικείμενα μελέτης αλλά ως συγγενείς, με ψυχή και ιστορία. Μέσα από το έργο της αποκάλυψε τις λεπτές αποχρώσεις της κοινωνικής τους ζωής, αλλά και τις σκληρές πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης.

Το 1977 ίδρυσε το Jane Goodall Institute, που εξελίχθηκε σε έναν παγκόσμιο οργανισμό αφιερωμένο όχι μόνο στους χιμπαντζήδες, αλλά και στη διαφύλαξη κάθε μορφής ζωής και στη σύνδεση των ανθρώπων με τον πλανήτη. Στήριξε προγράμματα υγείας στην Αφρική, αγωνίστηκε για τις φάλαινες, ενέπνευσε αναρίθμητους νέους να αφιερωθούν στην προστασία του περιβάλλοντος.

Μόνο από τα επιστημονικά της επιτεύγματα, η Jane Goodall είχε εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία. Οι ανακαλύψεις της για τον τρόπο που οι χιμπαντζήδες μεγαλώνουν τα μικρά τους, δομούν ιεραρχίες, κοινωνικοποιούνται και επικοινωνούν, άνοιξαν δρόμους που κανείς δεν είχε διαβεί. Ο Stephen Jay Gould, κορυφαίος εξελικτικός βιολόγος και ιστορικός της επιστήμης, χαρακτήρισε το έργο της «ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά επιτεύγματα του δυτικού κόσμου».

Όταν ο δάσκαλος και μέντοράς της, ο Louis Leakey, έμαθε τα τεκμηριωμένα στοιχεία της ότι οι χιμπαντζήδες κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν εργαλεία, η παρατήρησή του πέρασε στην ιστορία: «Τώρα πρέπει να ξαναορίσουμε τον όρο “εργαλείο”, να ξαναορίσουμε τον όρο “άνθρωπος” ή να αποδεχτούμε ότι οι χιμπαντζήδες είναι άνθρωποι».

Η Goodall, πολύ πριν οι «στρατηγικές επικοινωνίας» γίνουν αναγκαίες για κάθε δημόσια φιγούρα, είχε συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: ότι ο πιο πειστικός αφηγητής της δικής της ιστορίας ήταν η ίδια. Με άρθρα και βιβλία, έπλεξε έναν κόσμο ζωντανό και απτό. Η καθαρή, σχεδόν διάφανη πρόζα της μετέφερε εικόνες και αισθήσεις από την αφρικανική ζούγκλα: τις μάστιγες της ελονοσίας, το κρυφό βλέμμα μιας λεοπάρδαλης, τον φόβο μπροστά σε μια κόμπρα που εκσφενδονίζει δηλητήριο, ή τον τρόμο ενός γιγάντιου σαρανταποδαρούσας. Αυτές οι αφηγήσεις, με τη δύναμη της προσωπικής εμπειρίας, βρήκαν το ευρύ κοινό μέσα από το National Geographic στα 60s και 70s, αλλά και από τα εμβληματικά βιβλία της: My Friends, the Wild Chimpanzees (1967), In the Shadow of Man (1971), Through a Window (1990). Κείμενα που δεν ήταν απλώς καταγραφές κάποιας επιστήμονα, ήταν γέφυρες ανάμεσα στον επιστημονικό λόγο και την ανθρώπινη καρδιά.

Goodall
Φωτ.: Shutterstock

Η ίδια απέδιδε την επιτυχία της σε κάτι απλό αλλά θεμελιώδες: την υπομονή. «Υπήρξαν στιγμές που ένιωθα απελπισία, οι χιμπαντζήδες έφευγαν, περνούσα ατελείωτες μέρες στο πεδίο και σκεφτόμουν: ωχ, τι κάνω εδώ;» είχε πει το 2022 στο New Scientist. «Αλλά αν τα παρατούσα, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω με αυτή τη σκέψη».

Αυτή η αφοσίωση – να αντέχεις τις σιωπές, τις απογοητεύσεις, τις μέρες που τίποτα δεν συμβαίνει – είναι που της επέτρεψε να φτάσει εκεί που κανείς δεν είχε φτάσει πριν. Να αναγνωρίσει στους χιμπαντζήδες συναισθήματα, σχέσεις, νοημοσύνη και να δείξει στον κόσμο ότι τα σύνορα ανάμεσα σε «εκείνους» και «εμάς» είναι πιο θολά απ’ όσο θέλαμε να πιστεύουμε.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Jane Goodall μετέτρεψε αυτή τη γνώση σε αποστολή. Δεν έμεινε μόνο στη μελέτη. Αφιέρωσε όλες της τις δυνάμεις στην υπεράσπιση του φυσικού κόσμου. Ταξίδεψε ακούραστα, μίλησε σε χιλιάδες ανθρώπους, έπεισε γενιές ολόκληρες ότι κάθε ζώο – όχι μόνο οι χιμπαντζήδες – έχει δικαίωμα στον σεβασμό και στη φροντίδα.

Δεν σταμάτησε ποτέ να μας καλεί να φερθούμε καλύτερα στη φύση, όχι με τη γλώσσα της επίπληξης, αλλά με την τρυφερότητα μιας γυναίκας που πίστευε βαθιά ότι η καλοσύνη και η κατανόηση είναι οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.

Από το Gombe στον κόσμο: η επιστήμη της έγινε αποστολή ζωής

Από τη στιγμή που οι λέξεις και οι εικόνες της έφτασαν στα σπίτια εκατομμυρίων, η Jane Goodall δεν ήταν πια μόνο η νεαρή γυναίκα που μελετούσε χιμπαντζήδες στο Gombe. Έγινε διεθνές σύμβολο. Ένα πρόσωπο που συνέδεσε τον επιστημονικό στοχασμό με την καθημερινή αγωνία του πλανήτη. Η επιστημονική κοινότητα την τίμησε επανειλημμένα, αναγνωρίζοντας όχι μόνο την πρωτοπορία της αλλά και το κουράγιο να αμφισβητήσει παγιωμένες ιδέες. Πανεπιστήμια, διεθνείς οργανισμοί και ακτιβιστικά κινήματα την αναγνώριζαν ως τη «φωνή της φύσης». Όμως, εκείνη δεν αρκέστηκε ποτέ στις διακρίσεις.

Σταδιακά η Goodall άφησε πίσω της τα κιάλια του πεδίου και πήρε το μικρόφωνο των αιθουσών, των συνεδρίων, των σχολείων. Με την ίδια αφοσίωση που παρατηρούσε ένα κοπάδι χιμπαντζήδων, τώρα μιλούσε σε εφήβους, πολιτικούς, επιστήμονες, απλούς ανθρώπους. Τους έλεγε ότι η αλλαγή δεν είναι ποτέ αφηρημένη∙ ξεκινά με τον καθένα μας, με τις μικρές καθημερινές επιλογές, με το πώς φερόμαστε όχι μόνο στους χιμπαντζήδες αλλά σε κάθε μορφή ζωής. Το Jane Goodall Institute έγινε παγκόσμιο σημείο αναφοράς. Από προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για παιδιά, μέχρι κοινοτικές δράσεις υγείας στην Αφρική και πρωτοβουλίες για τις φάλαινες και τα δελφίνια, η αποστολή της εξαπλώθηκε πολύ πέρα από τα σύνορα της Τανζανίας. Η δική της ηθική πυξίδα ήταν πάντα σαφής: η ανθρωπότητα δεν έχει το δικαίωμα να καταστρέφει ό,τι δεν μπορεί να ξαναφτιάξει.

Στα ταξίδια της γινόταν μάρτυρας της αλλαγής. Έβλεπε ζούγκλες να εξαφανίζονται, είδη να απειλούνται, αλλά ταυτόχρονα έβλεπε και παιδιά να εμπνέονται, να ιδρύουν λέσχες περιβάλλοντος, να φυτεύουν δέντρα, να ονειρεύονται μια καλύτερη σχέση με τη γη. «Υπάρχει πάντα ελπίδα», έλεγε, «γιατί υπάρχει πάντα η νέα γενιά».

Έφυγε ήσυχα, στη διάρκεια μιας περιοδείας στην Καλιφόρνια. Μέχρι την τελευταία της μέρα, συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να θυμίζει στον κόσμο ότι η φύση δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ο καθρέφτης του εαυτού μας.

Σήμερα, ο θάνατός της αφήνει ένα τεράστιο κενό. Μα η φωνή της, τρυφερή και αφοσιωμένη, θα συνεχίσει να αντηχεί όπου υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούμε να ζήσουμε σε έναν πλανήτη πιο δίκαιο, πιο τρυφερό, πιο ανθρώπινο.

Η Jane Goodall δεν μας δίδαξε μόνο για τους χιμπαντζήδες. Μας δίδαξε πώς να κοιτάμε με σεβασμό τον ίδιο μας τον εαυτό, μέσα από τα μάτια κάθε άλλου πλάσματος. Και αυτή είναι ίσως η πιο σπουδαία κληρονομιά που αφήνει πίσω της.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.