Ο Howard Zinn έγραφε πως η ιστορία δεν πρέπει να μεταδίδει ένα όραμα απελπισίας για την ανθρώπινη μοίρα. Το αντίθετο: μέσα στις μεγαλύτερες τραγωδίες η κοινή θέληση των ανθρώπων να συνασπιστούν για να αντιστρέψουν τις αδικίες του παρόντος τους είναι το μήνυμα που πρέπει να υπερισχύει.
Η συλλογική τραγωδία, που έλαβε εκ των υστέρων το όνομα Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, παρέσυρε στη δίνη του τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές δυνάμεις στην πρώτη πολεμική αναμέτρηση που λάμβανε τέτοια επέκταση και ένταση. Ο «πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους» ήταν μια απίστευτη εμπειρία για όσους έλαβαν μέρος. Ο Εριχ Μαρία Ρέμαρκ έζησε τη φρικαλέα πραγματικότητα του πολέμου και την αποτυπώσε στο αριστουργηματικό του βιβλίο “Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο”. Το βιβλίο, που λίγα χρόνια αργότερα θα απανθρακωνόταν στις φλόγες που άναψαν οι Nαζί για να στερήσουν τη Γερμανία απο την πνευματική της τροφή, προσφέρει μια ανατριχιαστική ματιά στα δρώμενα του πολέμου, κάθε πολέμου. Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται το αποπνικτικό περιβάλλον των χαρακωμάτων και οι άθλιες συνθήκες μέσα σε αυτά, οι νέες πολεμικές πρακτικές που γινόντουσαν αρτιότερες ως προς τα δολοφονικά αποτελέσματα. Και το κυριότερο: μεταφέρει το μεγάλο ερωτηματικό που πλανιόταν πάνω απο τους στρατιώτες όλων των σημαιών για το ποιος ήταν ο λόγος που έπρεπε να πεθάνουν και να σκοτώσουν.
Ο συγγραφέας δεν είχε τη διάθεση να βρει τον ηρωισμό μέσα στις λάσπες και τα απειράριθμα θύματα. Ο σκοπός του ήταν να δείξει την αποκτήνωση που γεννάει ο πόλεμος ανεξαρτήτως της πλευράς που ανήκει κάποιος και την ανυπέρβλητη δυσκολία να διατηρηθούν οι ανθρώπινες αξίες απο όσους συμμετέχουν σε αυτόν.
Το σκηνικό των Χριστουγέννων του 1914 ήταν η φωτεινότερη στιγμή του πολέμου συνιστώντας ένα σύντομο διάλειμμα στη γενικευμένη βαρβαρότητα που επιτάθηκε τα επόμενα χρόνια. Ένας θρίαμβος αδελφοσύνης ανάμεσα σε θεωρητικά αντιπάλους, οι οποίοι υπερέβησαν τα σύνορα της εθνικιστικής τρέλας για να έλθουν κοντά, έστω για λίγο, έστω και αν μετά αναγκάστηκαν να στρέψουν και πάλι τα όπλα τους ανάμεσα τους.
Η παραμονή των Χριστουγέννων και το ευφρόσυνο κλίμα είχε αρχίσει να διαρρηγνύει το πνεύμα μίσους που έπρεπε να διαπερνά τους αντίπαλους στρατιώτες των γειτονικών χαρακωμάτων. Εορταστικά εμβατήρια τραγουδισμένα απο διαφορετικές γλώσσες προσέδωσαν ένα χρώμα ελπίδας σε χωράφια που ο θάνατος είχε αφήσει τη σπορά του. Ευχές ανταλλάσσονταν ανάμεσα σε ανθρώπους που μεχρι πρότινος θεωρούσαν καθήκον να αφαιρούν ζωές.
Την επόμενη μέρα, τη μέρα των Χριστουγέννων, στρατιώτες ξεπροβάλλουν από τη Γερμανική πλευρά των χαρακωμάτων αυτή τη φορά άοπλοι. Μαζί με τους Άγγλους και τους Γάλλους συναντιούνται στη λεγόμενη “γκρίζα ζώνη” για να αρχίσουν απο κοινού να θάβουν τους νεκρούς: μόνο αυτοί κατάφεραν να δουν το τέλος του πολέμου. Και όμως, έστω και πρόσκαιρα, οι στρατιώτες δεν ήθελαν να ακολουθήσουν το καθήκον τους. Οι πράξεις συμφιλίωσης συνεχίστηκαν με ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, με ένα κονσερβοκούτι εν είδει μπάλας, να ολοκληρώνει την ένωση ανθρώπων που δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους.
Τα νέα της ταρακούνησαν τους ανώτερους στρατιωτικούς, οι οποίοι κατέστησαν με αυστηρό τόνο την ανάγκη να πρυτανεύσει η πειθαρχία και το εορταστικό σκηνικό έλαβε γρήγορα τέλος. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν η απείθεια προς τις εντολές που υποκινούσαν το μίσος έβρισκε καθολική απήχηση;
Αν και η ημέρα που ο πόλεμος θα θεωρηθεί μια βάρβαρη και απαρχαιωμένη πρακτική δεν έχει έρθει, υπάρχει ελπίδα πως τα διδάγματα των Χριστουγέννων του1914 θα καταφέρουν να γίνουν οικουμενικά αποδεκτά για να αποτινάξουν την επιρροή όσων κινούν τα νήματα των συλλογικών τραγωδιών.