Η κατάσταση με τις πυρκαγιές στη Ρόδο συνεχίζει να είναι δραματική – θυμίζουμε ότι το νησί καίγεται για 10η (!) συνεχόμενη ημέρα, χωρίς η φωτιά να μπορεί να ελεγχθεί.

Εμείς, ως πολίτες και δημοσιογράφοι, ενημερωνόμαστε από τα εγχώρια (και κάποια διεθνή ΜΜΕ), όμως περισσότερο ενδιαφέρον και αξία έχουν οι μαρτυρίες όσων έζησαν, τις προηγούμενες ημέρες, την φωτιά και σώθηκαν από του Χάρου τα δόντια – συγκλονιστικές μαρτυρίες όπως π.χ. εκείνη μιας δανής τουρίστριας που έκανε διακοπές στο νησί.

Η Δανή Louise Fassov Holm-Pedersen βρέθηκε με την οικογένειά της στη Ρόδο, όταν ξέσπασαν οι μεγάλες πυρκαγιές και συγκεκριμένα στο Κιοτάρι, στη νοτιοανατολική πλευρά της Ρόδου.

Κατάφερε να επιστρέψει, μετά κόπων και βασάνων, σώα στη Δανία και στη συνέχεια διηγήθηκε την εμπειρία της.

Γράφει λοιπόν στο προφίλ της στο Facebook, όπως θα το δείτε παρακάτω:

«Αν πηγαίνετε διακοπές στη Ρόδο, τότε απλά σταματήστε και διαβάστε αυτό. Φτάσαμε στην Ρόδο την (προπερασμένη) Τρίτη και την (προπερασμένη) Τετάρτη ανακαλύψαμε ότι καιγόταν στο νησί. Μας είπαν να μην πανικοβληθούμε. Ωστόσο, δεν υπήρχαν προειδοποιήσεις. Χθες το πρωί (σ.σ: εννοεί την περασμένη Κυριακή στις 23 Ιουλίου) σηκωθήκαμε και πήγαμε στην πισίνα. Υπήρχε καπνός πάνω από το ξενοδοχείο. Αλλά με διαβεβαίωσαν οι εργαζόμενοι ότι όλα ήταν εντάξει. Γύρω στο μεσημέρι ο καπνός ήταν πραγματικά πυκνός και μαύρος και κόκκινος (δείτε την εικόνα). Ανησυχήσαμε πολύ και αποκαλούσαμε τον οδηγό μας που είπε ότι όλα ήταν εντάξει. Δεν είχαν λάβει καμία προειδοποίηση, οπότε όλα ήταν εντάξει. Εγώ πάντως κάλεσα το υπουργείο Εξωτερικών (της Δανίας) που μας διαβεβαίωσε ότι οι ντόπιοι το είχαν τακτοποιήσει και όσο δεν μας ζητούσαν να φύγουμε από το ξενοδοχείο, ήταν όλα καλά. Οι εργαζόμενοι μας είπαν ότι “πρέπει να χαλαρώσουμε”. Συμφωνήσαμε να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας αν εξελιχθούν πιο ασχήμα τα πράγματα», γράφει.

«Αλλά λίγα λεπτά αργότερα, το προσωπικό του ξενοδοχείου ξαφνικά φώναξε ότι πρέπει να τρέξουμε στην παραλία και να τα αφήσουμε όλα τα υπάρχοντά μας πίσω. Απλά έπρεπε να φροντίσουμε τους εαυτούς μας. Γιατί επρόκειτο να μας εκκενώσουν. Βιαστήκαμε να πάρουμε απλά το διαβατήριο μας και τρέξαμε στην παραλία με το μαγιό και ένα μπλουζάκι. Φανταστήκαμε ότι σύντομα θα έρθουν καράβια και θα μας πάρουν. Ελικόπτερα πέταγαν από πάνω, έφερναν νερό από τη θάλασσα και το έριχναν πάνω από τη φωτιά που φαινόταν πολύ κοντά. Περίπου 20 λεπτά μετά, το ξενοδοχείο και οι ξεναγοί μας μάς διαβεβαίωσαν ότι είμαστε ασφαλείς. Όμως λόγω του ανέμου, ξαφνικά η φωτιά ήρθε προς το μέρος μας πολύ γρήγορα. Έπρεπε να βιαστούμε και να πάμε προς στην ακτή. Ο πατέρας μου έχει κάνει χειρουργική επέμβαση στο γόνατο, η μαμά μου έχει μια πνευμονική νόσο και ο ανιψιός μου είναι με έλκος στομάχου που τον έκανε να κάνει εμετό όλη την ώρα. Εκτός από τον άντρα μου, τα δύο παιδιά μου, τον αδερφό μου και έναν ακόμη ανιψιό, περπατήσαμε μέσα σε 40 βαθμούς ζέστη με τη φωτιά στην πλάτη μας για πάνω από τρεις ώρες. Ήμασταν πραγματικά φοβισμένοι. Κάποια στιγμή ο ανιψιός μου δεν μπορούσε πια. Θα λιποθυμούσε και θα συνέχιζε να κάνει εμετό. Μερικοί εθελοντές ντόπιοι πήραν αυτόν και τον αδερφό μου. Οι υπόλοιποι έπρεπε να συνεχίσουμε μαζί με εκατοντάδες άλλους ανθρώπους να περπατάμε», συνεχίζει η Δανή τουρίστρια.

«Μετά από 3-4 ώρες επιτέλους πήραμε ένα μήνυμα από έναν υπάλληλο από το ξενοδοχείο μας, για να πάμε σε ένα ξενοδοχείο και να πάρουμε λίγο νερό. Εδώ μείναμε για μια ώρα. Δεν μπορούσαμε να συνδεθούμε τηλεφωνικά με τον αδερφό και τον ανιψιό μου, γιατί είχε πέσει το δίκτυο. Στο ξενοδοχείο μας είπαν ότι είμαστε ασφαλείς. Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ανακοινώσει τίποτα ακόμα, οπότε όλα έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Μέχρι που δεν ήταν. Μας ζητήθηκε να βγούμε έξω γιατί θα μας έπαιρναν λεωφορεία. Μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου παλέψαμε για τις λίγες θέσεις σε ένα λεωφορείο. Οι άνθρωποι ούρλιαζαν και έσπρωξαν για να πιάσουν θέση στο λεωφορείο. Δεν ήμασταν τυχεροί. Την ίδια στιγμή τελικά μας πήρε τηλέφωνο ο ξεναγός μας. Έπρεπε να συνεχίσουμε στην επόμενη πόλη όπου θα μας πήγαινε ένα λεωφορείο. Συνεχίσαμε ξανά με τα πόδια μέχρι την επόμενη πόλη μέσα στην αφόρητη ζέστη».

Η ταλαιπωρία της οικογένειας των Δανών όμως δεν έχει τελειωμό: 

«Επιτέλους φτάσαμε σε αυτή τη μικρή πόλη όπου έπρεπε να μας πάει το λεωφορείο. Αλλά δεν έρχονταν νέα λεωφορεία. Οι δρόμοι έκλεισαν. Μας είπαν ότι μπορούμε να πάμε σε ένα τοπικό σχολείο όπου θα είμαστε ασφαλείς. “Η φωτιά δεν θα έρθει εδώ”, μας είπαν. Οι ελληνικές Αρχές δεν είχαν αναφέρει τίποτα, ότι είναι επικίνδυνη η φωτιά. Μετά από λίγη ώρα επιτέλους συνδεθήκαμε τηλεφωνικά με τον αδερφό μου. Ο ανιψιός μου ήταν διασωληνωμένος με ορό σε ένα νοσοκομείο 500 μέτρα από εμάς. Συμφωνήσαμε ότι δεν θα προχωρούσαμε παραπέρα χωρίς να είμαστε όλη η οικογένεια μαζί. Αλλά ξαφνικά μάς ήρθε ένα μήνυμα ότι θα έπρεπε να πάμε στην παραλία όπου θα ερχόντουσαν λεωφορεία για μας και ότι έπρεπε να βιαστούμε. Τηλεφώνησα στον αδερφό μου που έπρεπε να φύγει από το νοσοκομείο με τον ανιψιό μου για να βεβαιωθώ ότι δεν θα χωρίσουμε ξανά. Υπήρχαν εκατοντάδες άνθρωποι στην παραλία και πολύ λίγα λεωφορεία. Είχε σκοτεινιάσει αλλά ο ουρανός ήταν κόκκινος. Μια στο τόσο ερχόταν ένα λεωφορείο που μπορούσε να πάρει μερικούς ανθρώπους. Όλοι φώναζαν και οι άνθρωποι άρχισαν να τσακώνονται για να μπουν στα λεωφορεία. Ακριβώς πίσω μας, οι φλόγες σηκώθηκαν ξανά και πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Και έπρεπε να παλέψουμε όπως όλοι οι άλλοι για να μπούμε στο λεωφορείο. Ήμασταν πολύ κοντά στο να μην τα καταφέρουμε, αλλά παλέψαμε σαν να επρόκειτο πραγματικά για την ζωή μας και καταφέραμε και μπήκαμε όλοι μαζί. Είναι τρομακτικό να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν δεν μπαίναμε όλοι μαζί και αν θα εξακολουθούσαμε να ήμασταν χωρισμένοι. Και το ίδιο τρομερό ήταν να αφήσω τις πολλές εκατοντάδες ανθρώπους που στέκονταν ακόμα στο πλήθος και να πολεμήσουν με τις φλόγες ακριβώς πίσω τους».

Η περιπέτειά τους έλαβε τέλος όμως; Οχι.

«Τελικά, οδηγηθήκαμε στο βόρειο τμήμα του νησιού όπου μπορέσαμε να κοιμηθούμε στο πάτωμα ενός ξενοδοχείου. Οι ξεναγοί μάς είπαν ότι δεν υπήρχαν νέα για πτήσεις που θα έφευγαν από το νησί. Και ότι οι ελληνικές Αρχές έχουν ανακοινώσει ότι η φωτιά είναι υπό έλεγχο. Ως εκ τούτου, το υπουργείο Εξωτερικών δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Και οι ταξιδιωτικές εταιρείες δεν εκκενώνουν το νησί».

Και καταλήγει η Δανή τουρίστρια:

«Η φωτιά ΔΕΝ είναι υπό έλεγχο. Κινείται συνεχώς και όλο και περισσότερες πόλεις καίγονται. Οι ντόπιοι έχασαν τα σπίτια και τις δουλειές τους. Δεν τολμάμε να είμαστε εδώ πια περιμένοντας τα αεροπλάνα. Κλείσαμε εισιτήρια σε φέριμποτ για την Κω. Απόψε πετάμε για Λονδίνο και Κοπεγχάγη. Και όμως, όλο και πρισσότερες αεροπορικές εταιρείες εξακολουθούν να στέλνουν κόσμο για διακοπές στη βόρεια πλευρά του νησιού. Αρκετοί από αυτούς που έχουν έρθει σήμερα θα κοιμηθούν όχι στο ξενοδοχείο τους, αλλά σε αίθουσες γυμναστηρίων ή όπου αλλού μπορούν να κοιμηθούν. Συγγνώμη για την μακρά ανάρτηση μου αλλά πραγματικά δεν θέλω κανείς άλλος να περάσει όσα περάσαμε εμείς. Οι ελληνικές Αρχές δεν αναφέρουν τι ακριβώς συμβαίνει. Και γι’ αυτό δεν απαντά ούτε το υπουργείο Εξωτερικών. Εμείς είμαστε οι τυχεροί. Έχουμε ακόμα ο ένας τον άλλον και είμαστε ενωμένοι», επισημαίνει, με την περιπέτειά της να λαμβάνει αίσιο τέλος και το μήνυμά της να καταλήγει:

«Σας ευχαριστώ πολύ για τις σκέψεις σας. Διάβασα τα μηνύματά σας. Δυστυχώς δεν μπορώ να απαντήσω σε όλους καθώς είμαστε απίστευτα κουρασμένοι. Προσπαθώ να απαντήσω σε μερικά από αυτά. Επικοινωνήσαμε αρκετές φορές με την ξεναγό μας αλλά και αυτή δεν ήξερε τίποτα, δεν είχε πληροφορίες και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να μας καθοδηγήσει. Ήμασταν τυχεροί – πολλοί άλλοι δεν είχαν νέα από την ταξιδιωτική τους παρέα ή το πρακτορείο. Προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης. Τώρα είμαστε στο οικογενειακό μας διαμέρισμα προσπαθώντας να κοιμηθούμε».