Αποχαιρετήσαμε την Γιώτα Γιάννα μέσα στην λάβρα του αστικού καλοκαιριού. Έφυγε ήσυχα, λίγα χρόνια πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής. Συνηθίζω να διακρίνω (μάλλον μέγα σφάλμα μου) τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες: τους καλλιτέχνες και τα έργα τέχνης. Εκείνη υπήρξε και τα δύο, συγχρόνως και παράλληλα: τραγούδι και τραγουδίστρια, ποίημα και ποιήτρια, ζωγραφιά και ζωγράφος.

Η ζωή της θα γίνει σίγουρα, κάποτε, ταινία. 

Γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους, την αιώνια γειτονιά της. Ο πατέρας της, αυτοκινητιστής, με τον οποίο και μεγάλωσε η Γιώτα Γιάννα, είχε καταγωγή από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Η μάνα της ήταν Μικρασιάτισσα και πέθανε σε νεαρή ηλικία. Τρία αδέρφια. Ο ένας από τους δύο αδελφούς της, ο Δημήτρης, σκοτώθηκε το 1974 κατά τη διάρκεια της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, μια απώλεια που η καλλιτέχνιδα δεν ξεπέρασε ποτέ.

Η Γιώτα Γιάννα είχε παρουσία στα ελληνικά μουσικά δρώμενα περισσότερο από εξήντα χρόνια. Είχε τραγουδήσει σε κέντρα της Αθήνας ερμηνεύοντας κομμάτια που έγιναν γνωστά από άλλους μεγάλους Έλληνες τραγουδιστές, όπως η Μαρινέλλα, ο Πουλόπουλος, ο Νταλάρας, η Δούκισσα, ο Βοσκόπουλος. Είχε συνεργαστεί με μεγάλους καλλιτέχνες όπως με τους Σοφία Βέμπο, Βασίλη Τσιτσάνη, Απόστολο Καλδάρα, Ρίτα Σακελλαρίου, Άννα Βίσση, Καίτη Γκρέϋ, Γιώτα Λύδια, Μπέμπα Μπλανς και πολλούς άλλους.

Την χαρακτήρισαν «η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», ενώ ο Χατζιδάκις τον αποκάλεσε «Πασιονάρια της Λαϊκής Πίστας». Γυναίκα με βαριά χιλιόμετρα στα πάλκα και τα στούντιο. Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς την αναφέρει ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Μάλιστα την έκανε μία από τις εφτά ηρωίδες του στο βιβλίο «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», δίνοντας στο δικό της κεφάλαιο τον τίτλο «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα».

Τα τελευταία χρόνια, εμφανιζόταν στην Μπουάτ Απανεμιά στην Πλάκα.

Ένα από τα τελευταία τραγούδια που ηχογράφησε, σε στίχους Χρίστου Παπαδόπουλου και μουσική Ζαχαρία Καρούνη, είναι αυτό εδώ το διαμάντι:

Η πρώτη πρ’ ολίγον συνέντευξή μας

2017. Συνάντησή μας στο μετρό Μοναστηράκι, έξοδος Αθηνάς. Της ζήτησα συνέντευξη για το έντυπο στο οποίο εργαζόμουν τότε, το free press Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ-την απέφυγε ευγενικά, βρισκόταν σε τρεχάτη και φορτωμένη περίοδο. Γίναμε φίλες στο facebook. Την παρακολουθούσα και ένιωθα οικειότητα. Οι αναρτήσεις της εξέπεμπαν φρεσκάδα, ανοιχτομυαλιά, χορτασμένη, γεμάτη ζωή και δίψα για το τώρα, το καινούργιο, το επόμενο.

Την συλλυπήθηκα κάποια στιγμή για μια απώλειά της. Μου απάντησε, όπως θα απαντούσε η Γιώτα Γιάννα. Της ξαναέγραψα χρόνια μετά, για να της υπενθυμίσω την συνέντευξη στην οποία είχαμε ατύπως και προφορικά συμφωνήσει, εν τω μεταξύ, για λογαριασμό του Olafaq.gr. Ως τότε, όμως, μεσολάβησε άλλη μια συνάντηση.

 

Η δεύτερη 

Συνάντησή μας κατά τύχη στην ταβέρνα «ο Πειναλέων», εκείνη με παρέα μεγάλη, εγώ με τον αγαπημένο μου. Χαιρετούρες, βλέμματα, τσούγκρες από μακριά. Η Γιώτα Γιάννα τραγουδά α καπέλα. Δεν θυμάμαι ποιο τραγούδι. Το μαγαζί σωπαίνει, την ακούμε με αυτήν την κουρασμένη, πια, αλλά ακόμα εκφραστική, φωτεινή φωνή, την ανίκανη να τραγουδήσει κάτι που δεν μπορεί πρώτα να νιώσει και να πιστέψει. Κάθισα για λίγο στην παρέα. Και κάναμε μια σχεδόν συνέντευξη. Πολύ σύντομη, πολύ εκφραστική. Δεν ηχογράφησα, φυσικά. Και δεν θυμάμαι τίποτα, γιατί δεν πρόσεχα τόσο πολύ τα λόγια της, τις απαντήσεις στις ανόητες, πιθανώς, ερωτήσεις μου. Αλλά κολυμπούσα με το βλέμμα στις δεκάδες ρυτίδες της, τις γενναιόδωρες από τον χρόνο στο βάθος τους. Ονειρεύτηκα να ζήσω κι εγώ τόσο πολύ, την θαύμασα που στα ενενηντακάτι της έχει δύναμη, νιότη και διαύγεια, συνεχίζοντας να κάνει αυτό που αγαπά: να επικοινωνεί με ανθρώπους και να ασχολείται με την μουσική.

Εκείνη τη νύχτα δεν την άκουσα να παίζει ζωντανά φυσαρμόνικα. Δεν θα τα κατάφερνα ποτέ, τελικά. Κάποιες αναβολές κοστίζουν. Είχα ευκαιρίες να πάω Ααπανεμιά και δεν το έκανα.

Η τρίτη

Σαν γύρισμα του χρόνου, πάλι συναντιόμαστε στο Μοναστηράκι. Θα ήταν τέλη του 2022, αρχές του 2023 πιθανώς. Αυτήν την φορά, με χαιρετά εκείνη. «Η δημοσιογράφος δεν είσαι;» «Ναι, κυρία Γιάννα!» «Γιώτα!». Αυτήν την φορά την πίεσα λιγάκι. «Ξεκίνησε ο Θανάσης Λάλας ένα περιοδικό, είναι αρχισυντάκτης ο Αντώνης Μπσκοϊτης στο έντυπό μας.» Ήταν φίλοι με τον Αντώνη. «Για εκείνη την συνέντευξη, ε;» «Θέλω να σας ρωτήσω τόσα πολλά!» «Στείλε μου στο facebook και θα το κανονίσουμε».

Γραμμένη στις σημειώσεις μου μήνες. Η φυσαρμόνικά της στ’ ακουστικά μου. Τα «Λάβαρα και Ραβασάκια» της έμβλημά μου για μεγάλο διάστημα και για πολλούς λόγους. Γιατί αγαπώ αυτόν τον στίχο και τον τρόπο που τον λέει: «Στην σωστή ορθογραφία/έφαγα τη νιότη μου».

Αλλά ένα πρωί του Ιουλίου και χωρίς να έχουμε καταφέρει ποτέ να οργανώσουμε έναν καφέ ή ένα ποτό για αυτήν την συνέντευξη (περισσότερο, αφορμή να την γνωρίσω καλύτερα, να την απολαύσω από κοντά για ώρα και με ιστορίες από αυτές που με μαγεύουν), η αυθεντική αυτή τύπισσα έφυγε από την γη. Εικάζω, πλήρης. Πλήρης στις χαρές, πλήρης στις πληγές, όχι μόνο στις ημέρες.

Η ζωή της, η τέχνη της, ας αποτελούν φωτεινό παράδειγμα. Παράδειγμα τρόπου να υπάρχεις με τρόπο ροκ, λαϊκό, μπεσαλίδικο, ανοιχτό, τρυφερό, διάφανο. Αντίο, κυρία Γιώτα! Θα σας ακούμε και θα σας σκεφτόμαστε.

 

ΥΓ: Μιας που μιλάμε για συνεντεύξεις, η Γιώτα Γιάννα έδωσε μια καταπληκτική στην καλή δημοσιογράφο Φανή Πλατσάτουρα και το Down Town. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ.