Λίγο καιρό πριν φύγει από την ζωή, ο Γιάννης Φλωρινιώτης είχε δηλώσει ότι έζησε χορτάτη, χαρούμενη ζωή κι ότι τα έκανε όλα: παιδιά, εγγόνια, τραγούδια, σουξέ.
Καλλιτέχνες της πίστας, δημοσιογράφοι, μουσικοί και όχι μόνο δημοσίευσαν στα social media τα συλλυπητήριά τους. Η τελευταία του καλλιτεχνική πράξη ήταν η συμμετοχή του στο τρέιλερ της stand up comedian Ήρας Κατσούδα για την παράστασή της με τίτλο «Μίνιμαλ». Γενναιόδωρος, υποστηρικτικός των νέων, αντισυμβατικός επί της ουσίας.
Την δεκαετία του 1990 και του 2000, η εικόνα του Γιάννη Φλωρινιώτη, με τα λαμέ ρούχα, τις πλαστικές επεμβάσεις και την χρυσόσκονη άλλων δεκαετιών, χρησιμοποιήθηκε από πρωινάδικα και τρας εκπομπές. Ο άνθρωπος αυτός δεν έλεγε εύκολα όχι, ακριβώς γιατί ένιωθε αυτές τις προτάσεις να τραγουδήσει ή να δώσει κάποια συνέντευξη τιμητικές. Αρκεί να έχετε λίγο χρόνο και περιέργεια για να γκουγκλάρετε και να δείτε πώς τον αντιμετώπιζαν. Όχι ακριβώς ειρωνικά, αλλά με καμία αίσθηση και γνώση του τι είναι αυτός ο καλλιτέχνης που είχαν απέναντί τους και απέναντι στις κάμερες.
Αυτός ο sui generis showman που παραλληλίστηκε ατυχώς με διεθνή μεγέθη όπως ο Μπόουι ή ο Τζάκσον, επί της ουσίας θαύμαζε και είχει σε μεγάλο βαθμό πρότυπό του τον Τούρκο τραγουδιστή Ζεκί Μουρέν.
Αυτή η ανδρόγυνη εμφάνιση, η άφυλη σχεδόν εκφορά του σώματος και του πνεύματός του επί πάλκου έκανε τον Γιάννη Φλωρινιώτη αξεπέραστο, ιδίως στα χρόνια που μεσουράνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 70 μέχρι τις αρχές του 80. Ένα εξωτικό πουλί, σχεδόν ερμαφρόδιτο, ένα πλάσμα από το οποίο δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου. Και γύρω του, μπαλέτα, ορχήστρα. Και πάνω του φώτα, προβολείς.
Πόντιος στην καταγωγή, ποτέ δεν ξεχνούσε την ρίζα του αυτή. Ο πατέρας του έπαιζε λύρα κι έτσι του αφιέρωσε τον πρώτο ποντιακό του δίσκο, ενώ ο δεύτερος που έκανε έγινε χρυσός, αρκετά χρόνια πριν κάνει ο Στέλιος Καζαντζίδης τα ποντιακά, φέρνοντάς τα ουσιαστικά στην μόδα. Ο Γιάννης Φλωρινιώτης, όμως, δεν έμεινε μόνο στον δίσκο, αλλά γύρισε ουσιαστικά και ένα ντοκιμαντέρ, μαζί με την Πόντια παραγωγό Ροζαλία Γαβριηλίδου, με την οποία ταξίδεψε στη Μακεδονία και εξερεύνησε την ποντιακότητά της. Τοπικά συγκροτήματα και ιστορίες δημιούργησαν μια ταινία που, σύμφωνα με όσα εμπιστεύθηκε ο Φλωρινιώτης στον Αντώνη Μποσκοϊτη (στην καλύτερη συνέντευξη της καριέρας του ως καλλιτέχνη), αγαπήθηκε σε Ελλάδα, Καναδά και Ρωσία.
Σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι ο Φλωρινιώτης καταπιάστηκε για μεγάλο διάστημα με την συγγραφή σεναρίων για ταινίες ιστορικές, αλλά και κωμωδίες για την ανάδειξη του Πόντου. Ίσως είναι περισσότερο γνωστή η συμμετοχή του στην ταινία «Και Ξανά προς την Δόξα Τραβά» (συμμετέχουν ακι οι αδερφες Γαρμπή, Καίτη και Λιάνα). Τραγούδησε, χόρεψε, αλλά είχε και ρόλο. Δείτε, αν θέλετε, ένα απόσπασμα. Η μουσική του Μίμη Πλέσσα βραβεύτηκε, αλλά η ταινία θεωρείται καλτ σήμερα.
Η αρχή της καριέρας, ο ρόλος του Μάνου Χατζιδάκι και η παρακαταθήκη
Φλωρινιώτης, από την Φλώρινα, αυτό πια είναι γνωστό. Αποστολίδης το όνομά του το πραγματικό. Άρχισε να τραγουδάει στα τέλη του 1961. Δεν είχε μάνατζερ ποτέ, μόνος του διάλεγε τα ρούχα και τις συνεργασίες του.
Συνεργάστηκε, στα πρώτα χρόνια, δηλαδή μες στην δεκαετία του 60, με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τη Ρίτα Σακελλαρίου. Αργότερα, και με την Μαριώ και με την Τζένη Βάνου.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, μέρος της παρέας της Μελίνας Μερκούρη, τον ακούει ένα βράδυ και εντυπωσιάζεται. Αποφασίζει να του κάνει αφιέρωμα στο ραδιόφωνο, προς μεγάλη έκπληξη του Φλωρινιώτη. Ο Μάνος θεωρούσε ότι διέθετε μια εκπληκτική, σπάνια φωνή, μάλλον θαύμαζε αυτή την ακατέργαστη πληθωρικότητά του, αυτό το αμιγές ταλέντο που δεν πήγαζε από κάποια εμβρίθεια ή βαθιά κατάρτιση στην μουσική, Η εμπειρία του Φλωρινιώτη ανέδιδε τέχνη, όχι το αντίστροφο.
Αξίζει να ακούσετε, αν δεν το έχετε ήδη κάνει:
Υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα ο Χατζιδάκις να επιθυμεί να προκαλέσει το ψευτοκουλτουριάρικο, σοβαροφανές κοινό-ήταν ένα σπορ στο οποίο αρεσκόταν, όχι φυσικά απλώς για την πρόκληση. Όμως, ο Φλωρινιώτης εμπιστεύθηκε στον Μποσκοϊτη κάτι ελάχιστα έως καθόλου γνωστό για τον Χατζιδάκι:
«Με φωνάζει σπίτι του και μου λέει ”Έχω μια πολύ ωραία ιδέα, θέλω να ξανανεβάσω την Οδό Ονείρων με σένα κεντρικό πρόσωπο. Θά’σαι εσύ το κεντρικό πρόσωπο και πολλοί ηθοποιοί – τραγουδιστές”. Τελικά δε δέχτηκε κανείς και ξέρω τα ονόματα τους. Μόνο η Μελίνα Μερκούρη είπε ”Εγώ είμαι μέσα με τρέλα γιατί τον πάω και τον γουστάρω τον Φλωρινιώτη”. Οι άλλοι άκουγαν Φλωρινιώτης κι έτρεχαν…”Με σένα μόνο, Μελίνα μου, και με τον Φλωρινιώτη δε στήνεται όλο αυτό” της απάντησε ο Χατζιδάκις κι έτσι ναυάγησε το σχέδιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις! ”Δυστυχώς αυτή η εκπομπή εσένα θα σε κυνηγάει μια ζωή και μένα μου χάλασε το όνειρο μου” μου είπε τόσο στενοχωρημένα…”Να ξέρεις” μου είπε ”είσαι γεννημένος να κλέβεις την παράσταση και κανένας δε θα θέλει να συνεργαστεί μαζί σου”. Ίσχυε αυτό που είπε, μέχρι σήμερα θέλει κανείς να συνεργαστεί μαζί μου; Κανένας! Αργότερα τον ξανάδα στην Πλάκα σ’ ένα πρόγραμμα δικό του πού’χε φτιάξει με τον Βασίλη τον Λέκκα και άλλους. Ήρθε, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε. Μετά χαθήκαμε.»
Ο σπόρος είχε μπει μες στην καρδιά του παλκαδόρου Φλωρινιώτη που είχε θητεύσει-και θα συνέχιζε- στα σκυλάδικα. Ήθελε να κάνει κάτι πιο «ποιοτικό», μιας που, καθώς φαίνεται, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος που του είπε ότι η φωνή του έχει κι αυτή αξία, όχι απλώς το σόου ή το ντύσιμο κι ο χορός του.
Με παταγώδη αποτυχία, ο Φλωρινιώτης έκανε έναν δίσκο με μελοποιημένη ποίηση, με τίτλο ”Δώδεκα τραγούδια – Ποίηση και Μελωδία”. Εκεί, τραγουδάει Βάρναλη, Παλαμά, Ουράνη, Χατζόπουλο και άλλους, νεότερους Έλληνες ποιητές.
O Φλωρινιώτης έκανε ένα μεγάλο σουξέ, που έτυχε, με τις ευλογίες του, αρκετών διασκευών. Ακούγεται και θα ακούγεται με διάθεση χιουμοριστική και σε πλαίσιο τρας και καλτ. Νομίζω ότι αυτό είναι κάπως άδικο. Ακούγοντάς τον σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις, παρατηρώντας το βάθος του βλέμματός του, τον τρόπο με τον οποίο μιλά για τα παιδιά του, μπορεί κανείς να πει ότι ο Γιάννης Φλωρινιώτης είχε, μέχρι τέλους, καρδιά παιδιού. Μια δεδομένη αφέλεια, απλότητα στα πάντα, χωρίς να πολυεξετάζει τις καταστάσεις, μια δοτικότητα αγίου, ίσως σε υπερβολικό βαθμό, ο τέλειος άνθρωπος να καλύψει ρεπορτάζ μιλώντας για μια εποχή που έπρεπε να βγει ο Μπισμπίκης, ο Τσορτέκης και η Μάσχα στο σήριαλ «Αυτή η νύχτα μένει» για να την καταπιεί ο πολύς κόσμος.
Το σήριαλ, όσο και αν αγαπώ τον Θάνο Αλεξανδρή που άφησε εποχή με το ομώνυμο έργο του (από το οποίο και η επική ταινία βέβαια με τον Κουρή), δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο το κλίμα εκείνης της εποχής, με τις χρυσαφένιες νύχτες. Και ο Αλεξανδρής και ο Φλωρινιώτης και άλλοι άνθρωποι της νύχτας στα σκυλάδικα (μα, δεν είναι τυχαίο!) έχουν και είχαν να πουν για αθωότητα, ομορφιά, άφεση αμαρτιών, υπερβολή που ξέπλενε σαν ποίηση τον συντηρητισμό εκείνων των χρόνων, μια συνεχή, εν κινήσει τέχνη, δημιουργία και Αγωγή στην Ηδονή.
Τόσο που μπορεί και να την αντικαθιστούσαν. Ο Φλωρινιώτης έχει δηλώσει ότι πάνω από όλα εβαζε την καριέρα του, ότι ποτέ δεν έδειχνε γνήσιο ενδιαφέρον για το σεξ και τον έρωτα. Μια φορά, μάλλον, ερωτεύτηκε. Και μια φορά αγάπησε, την γυναίκα του την Μάχη, με την οποία έκανε την οικογένειά του. Αν ήταν σήμερα στα χάι του, ο Φλωρινιώτης μπορεί να δήλωνε ασέξουαλ ή πανσέξουαλ, μπορεί να είχε τικ τοκ στο οποίο θα έβγαζε την πρωινή ρουτίνα ομορφιάς του και σίγουρα θα έκανε colab στο Instagram με σχεδιαστές μόδας και εταιρείες ποτών.
Ο Φλωρινιώτης ήταν το Internet πριν το Internet, όμως. Κι αυτά που σας γράφω δεν είναι και ιδιαιτέρως άγνωστα. Είναι εμφανές ότι το παιδί που ξεκίνησε από ένα ορφανοτροφείο και με μέριμνα οικογενειάρχη (για χάρη των αδελφών του) από πολύ μικρό, είχε άστρο. Η ζωή δεν του χάρισε τίποτα, αλλά αυτός της χάρισε τα πάντα. Πίστη, κέφι, ροπή στην χαρά. Δεν είναι μεγάλη απώλεια μόνο εκείνη των σκεπτόμενων δημιουργών, αυτοί στο κάτω κάτω αφήνουν πίσω έργα χαραγμένα στη συλλογική μνήμη. Ο Γιάννης Φλωρινιώτης, ο τελευταίος Έλληνας σόουμαν, αφήνει μεγάλο κενό φεύγοντας, κυρίως επειδή τίποτα από όσα έκανε ή δημιούργησε ή ερμήνευσε δεν μπορεί να υποστηριχθεί από κάποιον άλλον.
Καποια στιγμή, η χώρα πρέπει να αφήσει για τα καλά την σοβαροφάνειά της και οι διανοούμενοι να καταλάβουν, έστω καθυστερημένα, την συνεισφορά των διασκεδαστών στην ελληνικότητα ως ταυτότητα. Εμείς, οι μακρινότατοι απόγονοι παλλακίδων, ραψωδών και λυράρηδων, χορευτριών και ηθοποιών με κοκκινάδια και κοθόρνους, μοιάζει να ξεχνάμε ότι το μπρίο, το κέφι, η πρόκληση, το θέαμα (χωρίς ερείσματα φιλολογίας και συμβολισμών) είναι αναγκαία πράγματα, είναι και αυτά Υψηλή Τέχνη, απαιτούν γυμνότητα ψυχής, βαθιά βουτιά στην έκθεση.
Ο Γιάννης Φλωρινιώτης ανήκε σε εμάς περισσότερο από ό, τι στον εαυτό του. Χαρίστηκε στην εικόνα και τον μύθο του, μας χάρισε ευκαιριακές στιγμές οπτικοακουστικής απόλαυσης, ήταν ένας σημαντικός καλλιτέχνης, ένα κινούμενο μουσικοχορευτικό installation που ακόμα δεν είμαστε αρκετά ώριμοι για να κατανοήσουμε σε βάθος. Ούτε άλλωστε υπήρξαμε αερκετά ώριμοι ώστε να το κατανοήσουμε σε όλες του τις διαστάσεις όσο ήταν εν ζωή, απλώς βολευόμασταν στο αδηφάγο βλέμμα μας πάνω του με την meta δικαιολογία της λατρείας μας σε οτιδήποτε κιτς, διαφορετικό και «κακόγουστο».
Όχι ότι ο ίδιος νοιαζόταν στ’ αλήθεια. Σίγουρα, όμως, πληγώθηκε από αχαριστία τραγουδιστών και τραγουδιστριών που ανέδειξε. Και σίγουρα, κάποιες νύχτες στο σπίτι του, μπορεί και να απορούσε με διάφορα, με διάφορους. Η εποχή του τον χώρεσε, οι συνάδελφοί του δεν τον συγχώρεσαν ποτέ για την διαφορετικότητά του, το bigger than life φλέγμα του, την μεγάλη του καρδιά που περισσότερο ασχολήθηκε με την αγάπη παρά με την φιλοδοξία.