Ο Τζον Λένον είπε κάποτε για τον Έλβις: “Πριν κανένας κάνει οτιδήποτε, ο Έλβις έκανε τα πάντα”. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Τζώρτζ Μπεστ. Εξήντα χρόνια πριν από τον Καντονά, τον Μπέκαμ, τον Ρονάλντο, τον Μέσι, τον Μπενζεμά, τον Εμπαπἐ, πριν κάποιος κάνει οτιδήποτε, ο Μπεστ έκανε τα πάντα. Ένας θρύλος του ποδοσφαίρου που αν ζούσε σήμερα θα γινόταν 75 ετών, αλλά δυστυχώς πέθανε στα 59 του. Πολύ νωρίς, όπως ακριβώς τελείωσε και η αστραφτερή καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και ήταν το μεγαλύτερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας Προτεσταντών. Ο πατέρας του ήταν μέλος του σκληροπυρηνικού Τάγματος της Οράγγης και η μητέρα του έβρισκε διέξοδο στο ποτό, κάτι που όπως φάνηκε κληρονόμησε και στο γιο της. Μεγαλώνοντας στο Μπέλφαστ, ήταν το κοκαλιάρικο αγόρι που τα παπούτσια του διαλύονταν επειδή δεν μπορούσε να σταματήσει να κλωτσάει μια μπάλα. Το αγόρι που απέρριψαν αρκετοί σκάουτερ επειδή το θεωρούσαν μικροκαμωμένο, σύντομα θα αποδείκνυε ότι ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους. Σε ηλικία 15 ετών, ενώ ήταν ακόμα μαθητής, o Μπομπ Μπίσοπ ένας τοπικός κυνηγός ταλέντων τον πρότεινε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ χαρακτηρίζοντας τον ως ποδοσφαιρική μεγαλοφυΐα. Όταν πήγε για πρώτη φορά στο Μάντσεστερ, δεν του άρεσε και επέστρεψε στο Μπέλφαστ μετά από δύο ημέρες.
Ο θρυλικός Ματ Μπάσμπι όμως αναγνωρίζοντας το ταλέντο του Μπεστ, δεν άργησε να έρθει σε επαφή με τον πατέρα του Ντίκι, ο οποίος τον γύρισε πίσω στο Μάντσεστερ. Επειδή δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να γίνει επαγγελματίας, η Γιουνάιτεντ του βρήκε δουλειά ως παιδί για θελήματα στο The Manchester Ship Canal. Προπονούνταν δύο νύχτες την εβδομάδα ως ερασιτέχνης στον σύλλογο. Με ύψος 1.75, ο Μπεστ ήταν ένας σκληροτράχηλος ποδοσφαιριστής που δύσκολα τον έριχνες κάτω. Ακόμα και στην προπόνηση. Το θεωρούσε προσβολή και αλλοίμονο σε αυτόν που θα το έκανε. Θα τον γελοιοποιούσε με τις μαγικές του ντρίπλες. Γλιστρούσε στο γήπεδο σαν τον Πίτερ Παν ντριπλάροντας χωρίς έλεος τους αντιπάλους του, ενώ συχνά ξαναγύριζε πίσω για να τους αποτελειώσει αγωνιστικά. Ο Τζορτζ Μπεστ έκανε το ντεμπούτο του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1963. Από τους πρώτους αγώνες γίνεται ο αγαπημένος της κερκίδας με τις μαγικές ντρίμπλες του και τα απίθανα γκολ που σημείωνε. Η τραγωδία του Μονάχου, διαλύει την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο Μπεστ θα γίνει ο ποδοσφαιριστής που θα συγκεντρώσει επάνω του τις ελπίδες των οπαδών της Μάντσεστερ για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και της Ευρώπης. Ήταν το κομμάτι που έλειπε στο παζλ της τελευταίας μεγάλης ομάδας του Μπάσμπι. Με την ανάδειξη του Μπεστ η Γιουνάιτεντ κατέκτησε την περίοδο 1964-65 το πρωτάθλημα Αγγλίας ύστερα από οκτώ χρόνια. Το ξαναπήραν δύο χρόνια αργότερα. O αγώνας όμως με την Μπενφίκα στη Λισαβόνα ήταν ο αγώνας που έκανε την Ευρώπη να παραμιλά για το ταλέντο του. Δεκατρία λεπτά αγώνα και είχε σκοράρει δύο φορές. Ο Μπεστ και οι συμπαίκτες του συνέχισαν να βασανίζουν τον Εουσέμπιο και τους συμπαίκτες του του εκείνο το βράδυ, νικώντας την Benfica, που μέχρι τότε ήταν αήτητη στην έδρα της, με 5-1. Ο Τζορτζ Μπεστ δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20 του χρόνια. Τα πορτογαλικά μέσα ενημέρωσης τον ονόμασαν Quinto Beatle, o πέμπτος Beatle. Kατά την επιστροφή της ομάδας στην Αγγλία, ο Μπεστ φωτογραφήθηκε με το νέο του σομπρέρο με τον τίτλο El Beatle. Μέσα σε μια νύχτα είχε γίνει ο αγαπημένος του κοινού και των μέσων ενημέρωσης. Λίγο περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα και τέσσερις ημέρες αφότου έκλεισε τα 22 του χρόνια, ο Μπεστ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατέκτησαν τελικά για πρώτη φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών, νικώντας την Μπενφίκα με 4-1 μετά από παράταση στο Γουέμπλεϊ. Ανακηρύχθηκε παίκτης της χρονιάς στην Αγγλία και Ευρωπαίος παίκτης της χρονιάς.
Πολύ πριν ο Καντονά δηλώσει,”Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι ο Καντονά”, ο Μπεστ ήταν το αυθεντικό ατίθασο πνεύμα, ένας άνθρωπος που έπαιζε το ποδόσφαιρο και το παιχνίδι της ζωής με τους δικούς του κανόνες. Ο θρυλικός αθλητικογράφος Χιου Μακιλβάνι, περιέγραψε τον Μπεστ σαν έναν ποδοσφαιριστή “με πόδια τόσο ευαίσθητα όσο τα χέρια ενός πορτοφολά. Είχε τέτοιο έλεγχο της μπάλας που σε υπνώτιζε. Το απίθανο ρεπερτόριο από ντρίπλες και ελιγμούς, απότομα σταματήματα και προσποιήσεις, με αυτή την απερίγραπτη ελαστικότητα των άκρων και του κορμού, σε συνδιασμό με την τεράστια σωματική δύναμη και αντοχή να ισορροπούν αρμονικά σε μια τόσο λεπτή φιγούρα θα έκανε σίγουρα τον Ισαάκ Νεύτων να φάει το μήλο”. Σε δύο χρόνια από τότε που μπήκε στην πρώτη ομάδα, ο Μπεστ εμφανίστηκε στο Top of the Pops, ήταν ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων και μπουτίκ μόδας και κυκλοφορούσε με μια Lotus E-Type. Κανένας παίκτης στο παρελθόν δεν είχε γοητεύσει τον κόσμο, τόσο εκτός γηπέδου όσο και εντός, όπως αυτός. Ο Τζορτζ Μπεστ αναδιαμόρφωσε χωρίς να το καταλάβει τη σχέση του κόσμου με τους ποδοσφαιριστές. Η προσωπικότητά του ξεπέρασε τα όρια του αθλητισμού, όπως ο Μοχάμεντ Άλι, η μόνη συγκρίσιμη αθλητική φιγούρα της γενιάς του.
Δείτε τις καλύτερες στιγμές του George Best:
Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος παγκόσμιος σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έγινε πολιτιστικό φαινόμενο. Έπαιξε ποδόσφαιρο και έζησε τη ζωή μέσα σε μια πολυχρωμία, όταν οι περισσότεροι συμπαίκτες του και ο κόσμος γύρω του ήταν ακόμα ασπρόμαυροι. Ο Μπεστ μαζί με τους Beatles και τους Rolling Stones ήταν ο εκφραστής της ποπ κουλτουρας στη δεκαετία του ᾽60 που καθόρισε και διαμόρφωσε τον υπόλοιπο εικοστό αιώνα. Ο Μπεστ όμως ήταν πολλά διαφορετικά πράγματα. Κάποια από αυτά ήταν δυσβάσταχτα για τον ίδιο του τον ψυχισμό.
Ενώ όλοι οι άλλοι ήθελαν να ζουν σε έναν κόσμο του Τζόρτζ Μπεστ, ο ίδιος ήθελε να ξεφύγει από την πίεση του κόσμου. Δεν υπήρχε κανένας οδηγός για το πώς να χειριστείς αυτό το επίπεδο φήμης. Δεν υπήρχε προηγούμενο. Κανείς στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμη και ο Μπάσμπι, δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Εκτός γηπέδου, το Μάντσεστερ άλλαζε, από βιομηχανική πόλη σε πόλη της ποπ, και ο Μπεστ ήταν η προσωποποίηση της στο γήπεδο. Στην αυτοβιογραφία του πρώην τραγουδιστή των Smiths, ο Best είναι ένα από τα λίγα άτομα για τα οποία ο Μορισέι, μιλάει με τα καλύτερα λόγια, καθώς ταυτίστηκε με τον χαρακτήρα του Best και την άρνησή του να συμμορφωθεί με τους κανόνες. Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι πάλευε με τους δαίμονές του: “Γεννήθηκα με ένα μεγάλο χάρισμα, και μερικές φορές μαζί με αυτό έρχεται και μια καταστροφική τάση. Όπως ήθελα να ξεπεράσω τους πάντες όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, έτσι έπρεπε να ξεπεράσω τους πάντες όταν βγαίναμε στην πόλη”. Ακόμα και η σταρ του κινηματογράφου Elizabeth Taylor συμπάσχει με την κατάστασή του, λέγοντας σε μια συνέντευξή της το 1972, στον Observer : “Είναι φοβερό πράγμα για ένα παιδί του οποίου η ζωή ήταν μόνο το ποδόσφαιρο, να γίνει ένα διεθνές όνομα, να τον κυνηγούν κορίτσια σαν να ήταν ποπ σταρ ή κάτι τέτοιο… χρειάζεται ένα θαύμα για να μην μπερδευτείς. Κάποια στιγμή, όταν σκεφτόταν να τα παρατήσει και δεν ήξερε πού να πάει ή σε ποιον να στραφεί, ο Ρίτσαρντ και εγώ σχεδόν του στείλαμε ένα γράμμα για να του πούμε: “Αν θέλεις να ξεφύγεις από όλα αυτά, θα ήθελες να έρθεις να μείνεις μαζί μας, είμαστε επαγγελματίες στην τέχνη της απόδρασης; Αλλά σκεφτήκαμε ότι ίσως μας θεωρούσε τρελούς. Είναι προφανώς πολύ ευάλωτος, και νομίζω ότι η αντίδρασή του καλύπτει μια βαθιά συστολή. Η διασημότητα εν μία νυκτί είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα για να το αντιμετωπίσεις”.
Όπως ο Σινάτρα το έκανε με τον τρόπο του, έτσι και ο George Best, γιος ενός ναυτεργάτη του ανατολικού Μπέλφαστ, το έκανε σίγουρα με τον δικό του ιδιαίτερο χαοτικό και μοναδικό τρόπο. Παρέμεινε είδωλο για εκατομμύρια ανθρώπους γιατί πέρα από την εκπληκτική του ικανότητα ως ποδοσφαιριστής, ο κόσμος διέκρινε μέσα από τα πἀθη και τις αδυναμίες του, κοινωνίες που υπέφεραν από τα ίδια προβλήματα. Άλλωστε ο Μπεστ πάντα είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να σε ξετρελάνει. Όπως εκείνη, στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, με την Βόρειο Ιρλανδία να αντιμετωπίζει τους Ολλανδούς στο Ρότερνταμ. Είναι εκείνη η μοναδική στιγμή που ο Μπεστ με μια εκπληκτική προσποίηση “αδειάζει” τον Κρόϊφ και σουτάρει για να φύγει η μπάλα λίγα εκατοστά έξω, προτού σηκώσει τη γροθιά του για να πανηγυρίσει όπως έκανε. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά υπάρχουν δυο είδη ανθρώπων: αυτοί που είδαν τον Μπεστ να παίζει, και οι υπόλοιποι. Εγώ ανήκω στους υπόλοιπους και σήμερα το βράδυ θα πιώ ένα ποτό στην μνήμη του Τζόρτζι και ελπίζω ότι θα μου κάνει παρέα, αλλά μόνο για ένα. Άλλωστε όταν σταματούν να μιλάνε για σένα, τότε είσαι νεκρός….
Ο Τζον Λένον είπε κάποτε για τον Έλβις: “Πριν κανένας κάνει οτιδήποτε, ο Έλβις έκανε τα πάντα”. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Τζώρτζ Μπεστ. Εξήντα χρόνια πριν από τον Καντονά, τον Μπέκαμ, τον Ρονάλντο, τον Μέσι, τον Μπενζεμά, τον Εμπαπἐ, πριν κάποιος κάνει οτιδήποτε, ο Μπεστ έκανε τα πάντα. Ένας θρύλος του ποδοσφαίρου που αν ζούσε σήμερα θα γινόταν 75 ετών, αλλά δυστυχώς πέθανε στα 59 του. Πολύ νωρίς, όπως ακριβώς τελείωσε και η αστραφτερή καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και ήταν το μεγαλύτερο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας Προτεσταντών. Ο πατέρας του ήταν μέλος του σκληροπυρηνικού Τάγματος της Οράγγης και η μητέρα του έβρισκε διέξοδο στο ποτό, κάτι που όπως φάνηκε κληρονόμησε και στο γιο της. Μεγαλώνοντας στο Μπέλφαστ, ήταν το κοκαλιάρικο αγόρι που τα παπούτσια του διαλύονταν επειδή δεν μπορούσε να σταματήσει να κλωτσάει μια μπάλα. Το αγόρι που απέρριψαν αρκετοί σκάουτερ επειδή το θεωρούσαν μικροκαμωμένο, σύντομα θα αποδείκνυε ότι ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους. Σε ηλικία 15 ετών, ενώ ήταν ακόμα μαθητής, o Μπομπ Μπίσοπ ένας τοπικός κυνηγός ταλέντων τον πρότεινε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ χαρακτηρίζοντας τον ως ποδοσφαιρική μεγαλοφυΐα. Όταν πήγε για πρώτη φορά στο Μάντσεστερ, δεν του άρεσε και επέστρεψε στο Μπέλφαστ μετά από δύο ημέρες.
Ο θρυλικός Ματ Μπάσμπι όμως αναγνωρίζοντας το ταλέντο του Μπεστ, δεν άργησε να έρθει σε επαφή με τον πατέρα του Ντίκι, ο οποίος τον γύρισε πίσω στο Μάντσεστερ. Επειδή δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να γίνει επαγγελματίας, η Γιουνάιτεντ του βρήκε δουλειά ως παιδί για θελήματα στο The Manchester Ship Canal. Προπονούνταν δύο νύχτες την εβδομάδα ως ερασιτέχνης στον σύλλογο. Με ύψος 1.75, ο Μπεστ ήταν ένας σκληροτράχηλος ποδοσφαιριστής που δύσκολα τον έριχνες κάτω. Ακόμα και στην προπόνηση. Το θεωρούσε προσβολή και αλλοίμονο σε αυτόν που θα το έκανε. Θα τον γελοιοποιούσε με τις μαγικές του ντρίπλες. Γλιστρούσε στο γήπεδο σαν τον Πίτερ Παν ντριπλάροντας χωρίς έλεος τους αντιπάλους του, ενώ συχνά ξαναγύριζε πίσω για να τους αποτελειώσει αγωνιστικά. Ο Τζορτζ Μπεστ έκανε το ντεμπούτο του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1963. Από τους πρώτους αγώνες γίνεται ο αγαπημένος της κερκίδας με τις μαγικές ντρίμπλες του και τα απίθανα γκολ που σημείωνε. Η τραγωδία του Μονάχου, διαλύει την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και ο Μπεστ θα γίνει ο ποδοσφαιριστής που θα συγκεντρώσει επάνω του τις ελπίδες των οπαδών της Μάντσεστερ για την επιστροφή της ομάδας στην κορυφή της Αγγλίας και της Ευρώπης. Ήταν το κομμάτι που έλειπε στο παζλ της τελευταίας μεγάλης ομάδας του Μπάσμπι. Με την ανάδειξη του Μπεστ η Γιουνάιτεντ κατέκτησε την περίοδο 1964-65 το πρωτάθλημα Αγγλίας ύστερα από οκτώ χρόνια. Το ξαναπήραν δύο χρόνια αργότερα. O αγώνας όμως με την Μπενφίκα στη Λισαβόνα ήταν ο αγώνας που έκανε την Ευρώπη να παραμιλά για το ταλέντο του. Δεκατρία λεπτά αγώνα και είχε σκοράρει δύο φορές. Ο Μπεστ και οι συμπαίκτες του συνέχισαν να βασανίζουν τον Εουσέμπιο και τους συμπαίκτες του του εκείνο το βράδυ, νικώντας την Benfica, που μέχρι τότε ήταν αήτητη στην έδρα της, με 5-1. Ο Τζορτζ Μπεστ δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20 του χρόνια. Τα πορτογαλικά μέσα ενημέρωσης τον ονόμασαν Quinto Beatle, o πέμπτος Beatle. Kατά την επιστροφή της ομάδας στην Αγγλία, ο Μπεστ φωτογραφήθηκε με το νέο του σομπρέρο με τον τίτλο El Beatle. Μέσα σε μια νύχτα είχε γίνει ο αγαπημένος του κοινού και των μέσων ενημέρωσης. Λίγο περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα και τέσσερις ημέρες αφότου έκλεισε τα 22 του χρόνια, ο Μπεστ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατέκτησαν τελικά για πρώτη φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών, νικώντας την Μπενφίκα με 4-1 μετά από παράταση στο Γουέμπλεϊ. Ανακηρύχθηκε παίκτης της χρονιάς στην Αγγλία και Ευρωπαίος παίκτης της χρονιάς.
Πολύ πριν ο Καντονά δηλώσει,”Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι ο Καντονά”, ο Μπεστ ήταν το αυθεντικό ατίθασο πνεύμα, ένας άνθρωπος που έπαιζε το ποδόσφαιρο και το παιχνίδι της ζωής με τους δικούς του κανόνες. Ο θρυλικός αθλητικογράφος Χιου Μακιλβάνι, περιέγραψε τον Μπεστ σαν έναν ποδοσφαιριστή “με πόδια τόσο ευαίσθητα όσο τα χέρια ενός πορτοφολά. Είχε τέτοιο έλεγχο της μπάλας που σε υπνώτιζε. Το απίθανο ρεπερτόριο από ντρίπλες και ελιγμούς, απότομα σταματήματα και προσποιήσεις, με αυτή την απερίγραπτη ελαστικότητα των άκρων και του κορμού, σε συνδιασμό με την τεράστια σωματική δύναμη και αντοχή να ισορροπούν αρμονικά σε μια τόσο λεπτή φιγούρα θα έκανε σίγουρα τον Ισαάκ Νεύτων να φάει το μήλο”. Σε δύο χρόνια από τότε που μπήκε στην πρώτη ομάδα, ο Μπεστ εμφανίστηκε στο Top of the Pops, ήταν ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων και μπουτίκ μόδας και κυκλοφορούσε με μια Lotus E-Type. Κανένας παίκτης στο παρελθόν δεν είχε γοητεύσει τον κόσμο, τόσο εκτός γηπέδου όσο και εντός, όπως αυτός. Ο Τζορτζ Μπεστ αναδιαμόρφωσε χωρίς να το καταλάβει τη σχέση του κόσμου με τους ποδοσφαιριστές. Η προσωπικότητά του ξεπέρασε τα όρια του αθλητισμού, όπως ο Μοχάμεντ Άλι, η μόνη συγκρίσιμη αθλητική φιγούρα της γενιάς του.
Δείτε τις καλύτερες στιγμές του George Best:
Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος παγκόσμιος σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έγινε πολιτιστικό φαινόμενο. Έπαιξε ποδόσφαιρο και έζησε τη ζωή μέσα σε μια πολυχρωμία, όταν οι περισσότεροι συμπαίκτες του και ο κόσμος γύρω του ήταν ακόμα ασπρόμαυροι. Ο Μπεστ μαζί με τους Beatles και τους Rolling Stones ήταν ο εκφραστής της ποπ κουλτουρας στη δεκαετία του ᾽60 που καθόρισε και διαμόρφωσε τον υπόλοιπο εικοστό αιώνα. Ο Μπεστ όμως ήταν πολλά διαφορετικά πράγματα. Κάποια από αυτά ήταν δυσβάσταχτα για τον ίδιο του τον ψυχισμό.
Ενώ όλοι οι άλλοι ήθελαν να ζουν σε έναν κόσμο του Τζόρτζ Μπεστ, ο ίδιος ήθελε να ξεφύγει από την πίεση του κόσμου. Δεν υπήρχε κανένας οδηγός για το πώς να χειριστείς αυτό το επίπεδο φήμης. Δεν υπήρχε προηγούμενο. Κανείς στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακόμη και ο Μπάσμπι, δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Εκτός γηπέδου, το Μάντσεστερ άλλαζε, από βιομηχανική πόλη σε πόλη της ποπ, και ο Μπεστ ήταν η προσωποποίηση της στο γήπεδο. Στην αυτοβιογραφία του πρώην τραγουδιστή των Smiths, ο Best είναι ένα από τα λίγα άτομα για τα οποία ο Μορισέι, μιλάει με τα καλύτερα λόγια, καθώς ταυτίστηκε με τον χαρακτήρα του Best και την άρνησή του να συμμορφωθεί με τους κανόνες. Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι πάλευε με τους δαίμονές του: “Γεννήθηκα με ένα μεγάλο χάρισμα, και μερικές φορές μαζί με αυτό έρχεται και μια καταστροφική τάση. Όπως ήθελα να ξεπεράσω τους πάντες όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, έτσι έπρεπε να ξεπεράσω τους πάντες όταν βγαίναμε στην πόλη”. Ακόμα και η σταρ του κινηματογράφου Elizabeth Taylor συμπάσχει με την κατάστασή του, λέγοντας σε μια συνέντευξή της το 1972, στον Observer : “Είναι φοβερό πράγμα για ένα παιδί του οποίου η ζωή ήταν μόνο το ποδόσφαιρο, να γίνει ένα διεθνές όνομα, να τον κυνηγούν κορίτσια σαν να ήταν ποπ σταρ ή κάτι τέτοιο… χρειάζεται ένα θαύμα για να μην μπερδευτείς. Κάποια στιγμή, όταν σκεφτόταν να τα παρατήσει και δεν ήξερε πού να πάει ή σε ποιον να στραφεί, ο Ρίτσαρντ και εγώ σχεδόν του στείλαμε ένα γράμμα για να του πούμε: “Αν θέλεις να ξεφύγεις από όλα αυτά, θα ήθελες να έρθεις να μείνεις μαζί μας, είμαστε επαγγελματίες στην τέχνη της απόδρασης; Αλλά σκεφτήκαμε ότι ίσως μας θεωρούσε τρελούς. Είναι προφανώς πολύ ευάλωτος, και νομίζω ότι η αντίδρασή του καλύπτει μια βαθιά συστολή. Η διασημότητα εν μία νυκτί είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα για να το αντιμετωπίσεις”.
Όπως ο Σινάτρα το έκανε με τον τρόπο του, έτσι και ο George Best, γιος ενός ναυτεργάτη του ανατολικού Μπέλφαστ, το έκανε σίγουρα με τον δικό του ιδιαίτερο χαοτικό και μοναδικό τρόπο. Παρέμεινε είδωλο για εκατομμύρια ανθρώπους γιατί πέρα από την εκπληκτική του ικανότητα ως ποδοσφαιριστής, ο κόσμος διέκρινε μέσα από τα πἀθη και τις αδυναμίες του, κοινωνίες που υπέφεραν από τα ίδια προβλήματα. Άλλωστε ο Μπεστ πάντα είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να σε ξετρελάνει. Όπως εκείνη, στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, με την Βόρειο Ιρλανδία να αντιμετωπίζει τους Ολλανδούς στο Ρότερνταμ. Είναι εκείνη η μοναδική στιγμή που ο Μπεστ με μια εκπληκτική προσποίηση “αδειάζει” τον Κρόϊφ και σουτάρει για να φύγει η μπάλα λίγα εκατοστά έξω, προτού σηκώσει τη γροθιά του για να πανηγυρίσει όπως έκανε. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά υπάρχουν δυο είδη ανθρώπων: αυτοί που είδαν τον Μπεστ να παίζει, και οι υπόλοιποι. Εγώ ανήκω στους υπόλοιπους και σήμερα το βράδυ θα πιώ ένα ποτό στην μνήμη του Τζόρτζι και ελπίζω ότι θα μου κάνει παρέα, αλλά μόνο για ένα. Άλλωστε όταν σταματούν να μιλάνε για σένα, τότε είσαι νεκρός….