Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Γερμανός μυθιστοριογράφος και ποιητής Έρμαν Έσσε έθεσε στον εαυτό του μια προθεσμία. Στις 2 Ιουλίου 1927, στα 50ά του γενέθλια, θα αποφάσιζε αν θα αυτοκτονούσε ή όχι. Είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν. Σε ηλικία 15 ετών είχε αγοράσει ένα σκουριασμένο περίστροφο και είχε αφήσει ένα σημείωμα αυτοκτονίας προς τους γονείς του. Και τώρα, αντιμέτωπος με την κατάρρευση του δεύτερου γάμου του, ταλαιπωρημένος από εξαντλητικούς πονοκεφάλους, αρθριτικά προβλήματα στις αρθρώσεις που πονούσαν κάθε φορά που πατούσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής και συνεχόμενες κρίσεις βαριάς κατάθλιψης, ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του. Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Γκούναρ Ντέκερ: «Το γεγονός ότι η προοπτική του θανάτου ήταν πια μπροστά του και το να αποδεχθεί το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας ήταν απελευθερωτικό γι’ αυτόν».
Από αυτή την περίοδο βαθιάς αγωνίας προέκυψε το μυθιστόρημα «Ο Λύκος της Στέπας», στο οποίο ο μοναχικός Χάρρυ Χάλερ βιώνει την ίδια κρίση ταυτότητας, ενώ είναι παγιδευμένος σε ένα καθοδικό σπιράλ γεμάτο αυτοκαταστροφικότητα και μίσος για τον εαυτό του και την ζωή την ίδια. Όπως λέει ο Ντέκερ: «Αυτή η ύπαρξη στο χείλος της αβύσσου, αυτή η ζωή στην κόψη του ξυραφιού, με συνεχή επίγνωση του θανάτου ως επιλογή – αυτή ήταν η συμβολή του Έσσε στο θέμα της διανόησης».
Ευτυχώς δεν αυτοκτόνησε. Μια νέα γυναίκα – η Νινόν Ντόλμπιν – ήρθε στη ζωή του και ο πρώην ντανταϊστής και φίλος του Ούγκο Μπολ πέθανε, κάτι που θεράπευσε τον Έσσε από «τον δικό του νοσηρό φόβο του θανάτου» και κατέστησε εφικτά τα τελευταία του έργα, συμπεριλαμβανομένου του σπουδαίου μυθιστορήματός του Το παιχνίδι με Χάντρες του 1943, το οποίο ήταν το αποτέλεσμα 11 χρόνων δουλειάς, με το οποίο επιχείρησε «να απελευθερώσει το “γερμανικό πνεύμα” από τη διαστρέβλωσή του υπό τους Ναζί», όπως γράφει ο Ντέκερ.
Πρόκειται για ένα αινιγματικό, ώριμο και βαθιά αντιφασιστικό έργο, που μόνο ένας συγγραφέας του βεληνεκούς και της εμπειρίας του Έσσε τη δεδομένη χρονική στιγμή θα μπορούσε να είχε γράψει. Ενώ, λοιπόν, τα δικαιώματα του βιβλίου είχαν αγοραστεί και το μυθιστόρημα ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει, η Γκεστάπο συνέλαβε τον εκδότη, Πέτερ Ζούρκαμπ. Τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα απαγορεύτηκαν και εκείνα από το ναζιστικό καθεστώς για να εκδοθούν ξανά τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει οριστικά.
Βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946, ο Έσσε έμελλε να γίνει «ο πιο επιτυχημένος Γερμανός συγγραφέας παγκοσμίως». Τα γραπτά του μεταφράστηκαν σε 34 γλώσσες κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο ίδιος ο Έσσε είχε σημειώσει: «Οι Ιάπωνες με καταλαβαίνουν περισσότερο και οι Αμερικανοί λιγότερο». Όμως παραδόξως, στις Ηνωμένες Πολιτείες γνώρισε μια μεγάλη αναγέννηση μετά το θάνατό του το 1962, μεταξύ των νέων αναγνωστών. Όπως παρατήρησε το Spiegel το 1968: «Οι χίπηδες ήταν αυτοί που έβγαλαν τον Έσσε από την κατάθλιψη». Ο Τίμοθι Λίρι περιέγραψε τον Λύκο της Στέπας ως «βασικό οδηγό για την ψυχεδελική εμπειρία» και το ομώνυμο ροκ συγκρότημα -Steppenwolf, είχε ένα σινγκλ που ονομαζόταν “Born to Be Wild“. Ο Έσσε, ο ερημίτης της Μοντανιόλα (το ελβετικό χωριό όπου έζησε από το 1919), έγινε πνευματικός γκουρού για μια νέα γενιά που αναζητούσε έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής.
Η θαυμάσια πλούσια, βαθυστόχαστη βιογραφία του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα του «Σιντάρτα» και του «Λύκου της Στέππας» και επιφανούς νομπελίστα, με τίτλο «Έσσε: Ο περιπλανώμενος και η σκιά του», ο Γκούναρ Ντέκερ, είναι μεταξύ άλλων μια υπενθύμιση της οδυνηρά ειλικρινούς εξερεύνησης του εαυτού του Έσσε. Αυτού του εσωστρεφή και συχνά αυτοκαταστροφικού συγγραφέα που «κρυβόταν μέσα στις αντιφάσεις του». Έφηβος ακόμα συνήθιζε να καπνίζει επιδεικτικά μπροστά στους γονείς του το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, να πίνει αλκοόλ και να διαβάζει Τουργκένιεφ κρατώντας ένα περίστροφο. Ήταν μια φιγούρα «στα όρια της ψυχοπαθολογίας». Η εσωτερική αρμονία που αναζητούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αποδείχθηκε άπιαστη, για να επιτευχθεί μόνο στις σελίδες της γραφής του: «ήταν και παραμένει ένας συγγραφέας της κρίσης».
✥Δείτε επίσης: Οι 10 πιο τρελές ιστορίες από τη ζωή του Μάρλον Μπράντο