Το τρένο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και όλοι μοιάζουμε λες και έχουμε επιβιβαστεί σε έναν τροχό για χάμστερ που δεν παύει ποτέ να γυρίζει. Ο τύπος απέναντί μου φοράει ακουστικά σε μέγεθος δορυφορικών πιάτων. Κουνάει το κεφάλι του σε κάποιο βουητό που ξεχειλίζει από τα υπερμεγέθης ακουστικά του – από τις παράπλευρες απώλειες των ακουστικών υπολογίζω ότι ακούει Black Country, New Road, καθώς σκρολάρει μανιωδώς το τηλέφωνό του.
Τα τελευταία είκοσι λεπτά πασχίζω να διαβάσω ένα βιβλίο, αλλά η ένταση στο βαγόνι με αποσυντονίζει σαν διαόλι. Όλοι ασχολούνται τόσο πυρετωδώς με τα τηλέφωνά τους που έχω την αίσθηση ότι κάποιος θα καταταρρεύσει.
Ίσως η νεαρή κοπέλα που κάθεται δύο σειρές πίσω από μένα, που φοράει με μια ροζ Nike φόρμα. Στέλνει μηνύματα τόσο γρήγορα που τα δάχτυλά θολώνουν από την κίνηση, και αναρωτιέμαι τι γράφει με τόση μανία.
Εθδηδξδδκ-δλ,ψδλ,ψδ-λλλλλλλλλλ
Αυτό θα συνέβαινε αν πληκτρολογούσα τόσο γρήγορα. Έχω χοντρά δάχτυλα και πάντα πιάνω δύο γράμματα αντί για ένα. Μου παίρνει μια αιωνιότητα να γράψω ένα απλό μήνυμα στη μητέρα μου, όπως «είμαι στο μετρό».
Όταν άρχισα να χρησιμοποιώ τα ΜΜΜ το 2004, οι άνθρωποι ακόμα διάβαζαν εφημερίδες, βιβλία, κοιμόντουσαν ή κοιτούσαν έξω από το παράθυρο. Περιστασιακά οι άνθρωποι μιλούσαν και μεταξύ τους. Αν και αυτό συνέβαινε πιο σπάνια. Αν και πριν από μερικά χρόνια είχα μια συζήτηση με έναν τύπο που λεγόταν.
Είχε επιβιβαστεί στη στάση μου και, καθώς είχε πρόσφατα μετακομίσει από μια άλλη πόλη και ξεκινούσε μια νέα δουλειά, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν στη σωστή γραμμή. Και μετά από αυτό, τα περισσότερα πρωινά τα λέγαμε. Συζητούσαμε κυρίως για την επικαιρότητα, τις συναυλίες που είδαμε ή τον καιρό. Τίποτα ιδιαίτερο.
Και μια μέρα έτσι ξαφνικά, εξαφανίστηκε.
Δεν έγινε και κάτι – θα μπορούσε να είχε πάει διακοπές. Δεν τον είδα ούτε την επόμενη εβδομάδα, ούτε την μεθεπόμενη. Και μετά από ένα μήνα σχεδόν, τον ξέχασα. Έτσι γίνεται όταν είσαι όταν χρησιμοποιείς καθημερινά τα ΜΜΜ. Μπορεί να βλέπεις κάθε μέρα το ίδιο άτομο για μήνες, ακόμα και για χρόνια, και μια μέρα απλά εξαφανίζεται και κανείς δεν το παίρνει είδηση. Κανείς δεν αναφέρει το άτομο στην αστυνομία ως αγνοούμενο. Δεν είναι αγνοούμενος, απλά έχει φύγει.
Ξανακοιτάζω το βιβλίο μου. Το ξεκίνησα χθες το βράδυ και το ξαναέπιασα σήμερα το πρωί όταν μπήκα στο τρένο, αλλά δεν έχω καταφέρει να πάω πέρα από την πρώτη σελίδα.
Πρόκειται για το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, “Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα” . Το ξεκίνησα μόνο και μόνο επειδή η αδελφή της κολλητής μου το ξέχασε στο σπίτι μου την Κυριακή, και καθώς δεν υπήρχε κάτι άλλο που μου άρεσε, άρχισα να το διαβάζω.
Έπρεπε να το είχα αφήσει στο ράφι. Κάποτε διάβασα την αυτοβιογραφία ενός διάσημου ποδοσφαιριστή και όταν την τελείωσα, ήξερα λιγότερα γι’ αυτόν απ’ ό,τι πριν την διαβάσω. Μπορεί και να ήταν πιο χρήσιμο αν διάβαζα γι’ αυτόν στην Wikipedia.
Ρίχνω το βιβλίο στην τσάντα μου και σηκώνομαι. Σχεδόν φτάσαμε. Δεν χρειάζεται καν να κοιτάξω την ώρα ή να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Ξέρω ότι η στάση μου πλησιάζει μόνο από τον ήχο των γραμμών.
Χάμπτι-ντινκ! Ντινκ Ντινκ Ντινκ Ντινκ! Tak-tak-tak-tak-tak!
Κάποια ιδιομορφία στις γραμμές που σηματοδοτεί το τέλος του ταξιδιού μου. Το τρένο αρχίζει να επιβραδύνει. Καθώς το Σύνταγμα ο πιο πολυσύχναστος σταθμός σύσσωμου του ελληνικού μετρό και κάθε μέρα ζω την ίδια δοκιμασία.
Δέκα δευτερόλεπτα πριν από το τέλος, κινούμαι προς την πόρτα. Αυτό το υποβόσκον άγχος που εκφράζεται μέσα από νευρικές κινήσεις, ωθεί το άτομο που στέκεται μπροστά από εμένα να κινηθεί επίσης προς τα εμπρός. Μέχρι να σταματήσει το τρένο και να ανοίξουν οι πόρτες, υπάρχει μια ασταμάτητη δύναμη που εκτοξεύει τους πάντες στην αποβάθρα.
Τότε τον βλέπω.
Βαδίζοντας προς την έξοδο, ανεβοκατεβαίνοντας ανάμεσα στα άλλα κεφάλια που απομακρύνονται σαν μυρμήγκια από την πλατφόρμα, είναι ένας τύπος με κόκκινο καπέλο.
«Μιχάλη!», φωνάζω.
Δεν μπορεί να με ακούσει καθώς φοράει τα ακουστικά του.
Προσπαθώ να τον προλάβω. «Μιχάλη»! Φωνάζω ξανά. Γυρνάει αλλά δεν με βλέπει.
Βρίσκομαι περίπου ένα μέτρο πίσω του, καθώς περνάμε από τα ακυρωτικά μηχανήματα. Στενά πιεστήρια που αν έχεις αποσκευές μεγαλύτερες από μια τσάντα για υπολογιστή, κολλάς μέσα σαν ζωάκι σε παγίδα λαθροκυνηγών. Ο Μιχάλης δεν κρατάει τίποτα και έτσι ξεγλιστρά στα γρήγορα-γρήγορα.
Μπροστά από εμένα και τον Μιχάλη είναι άλλοι δύο επιβάτες, ο ένας εκ των οποίων έχει χάσει το εισιτήριό του! Όταν τελικά περνάω από το μηχάνημα, ο Μιχάλης έχει ήδη ανέβει στα μισά της διαδρομής της κυλιόμενης σκάλας που οδηγεί στο επίπεδο του δρόμου.
«Μιχάλη!», φωνάζω.
Κάποιος κοιτάζει τριγύρω – ίσως κάποιος άλλος που επίσης τον λένε Μιχάλη – και του κουνάω το χέρι μου δείχνοντας ότι δεν είναι γι’ αυτόν, και δείχνω τον τύπο με το κόκκινο καπέλο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή κατέβαινε από την κυλιόμενη σκάλα.
Όταν βγαίνω στο δρόμο, κοιτάζω γύρω μου, αλλά αυτός είχε φύγει.
Το επόμενο πρωί, ήμουν στην πλατφόρμα περιμένοντας το τρένο. Συνήθως χρονομετρώ έτσι ώστε να μου απομένουν τριάντα δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσει το τρένο. Εκείνη την ημέρα ήμουν εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα για να δω αν ο Μιχάλης βρισκόταν πουθενά γύρω.
Όχι ότι τον σκεφτόμουν. Απλά θέλω να μάθω τι συνέβη. Ίσως βρήκε καινούργια δουλειά ή κάτι τέτοιο, οπότε όλο αυτό το διάστημα έπαιρνε το τρένο λίγο νωρίτερα ή αργότερα. Οι ζωές των επιβατών καθορίζονται τόσο πολύ από τη ρουτίνα που η παραμικρή αλλαγή στο ωράριο μπορεί να φέρει ή να αποκλείσει εντελώς μια ομάδα ανθρώπων.
Στεκόμουν στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, που θα μου εξασφάλιζε καλή θέα. Μας απέμεναν δύο λεπτά και ο συνωστισμός αυξανόταν καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνέρρεαν στην πλατφόρμα λες και περιμέναμε να εφορμήσουμε στο Κολοσσαίο.
Τότε τον εντοπίζω στη άκρη της πλατφόρμας. Αρχίζω τότε να σπρώχνω για να καταφέρω να περάσω μέσα από το πλήθος.
«Δεν μπορείς να περιμένεις όπως όλοι οι άλλοι, ηλίθια!», λέει κάποιος.
Είμαι περίπου τρία μέτρα μακριά. «Μιχάλη!», φωνάζω.
Γυρνάει και με κοιτάζει κατάματα καθώς πλησιάζω. Αλλά δεν δείχνει να με αναγνωρίζει.
«Γεια;» λέει, αβέβαιος.
Κουνάω το κεφάλι μου. Ο τύπος είναι είκοσι χρόνια νεότερος. «Συγγνώμη, νόμιζα ότι ήσουν κάποιος άλλος», και δείχνω το κόκκινό του καπέλο.
«Α, οκ», λέει, «Κατάλαβα, υποθέτω ότι μπορεί να συμβαίνει και αυτό».
Το τρένο πλησίαζε, οπότε επιβιβαζόμαστε με τεράστια δυσκολία άρον άρον και καταλήγουμε να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο. Του λέω για τον Μιχάλη, πως μια μέρα δεν εμφανίστηκε, γι’ αυτό και νόμιζα ότι ήταν αυτός, καθώς συνήθιζε να φοράει κι αυτός ένα παρόμοιο κόκκινο καπέλο.
«Α, σωστά», λέει ο τύπος, βγάζοντας το τηλέφωνό του. «Αυτή είναι μια ωραία ιστορία». Μου χαμογέλασε, καθώς κοίταγε το τηλέφωνό, αρχίζοντας να στέλνει κάτι μηνύματα.
Ησησηφγφγ-λδλπελελδλ765652784954980κμ,ψμψ,ψ,ψ,χ,,δ
Βγάζω το βιβλίο του Κορτάσαρ και αρχίζω να διαβάζω.
➸ Δείτε επίσης: Χόμπι μου, η κατασκοπεία βιβλίων στο Μετρό
Το τρένο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και όλοι μοιάζουμε λες και έχουμε επιβιβαστεί σε έναν τροχό για χάμστερ που δεν παύει ποτέ να γυρίζει. Ο τύπος απέναντί μου φοράει ακουστικά σε μέγεθος δορυφορικών πιάτων. Κουνάει το κεφάλι του σε κάποιο βουητό που ξεχειλίζει από τα υπερμεγέθης ακουστικά του – από τις παράπλευρες απώλειες των ακουστικών υπολογίζω ότι ακούει Black Country, New Road, καθώς σκρολάρει μανιωδώς το τηλέφωνό του.
Τα τελευταία είκοσι λεπτά πασχίζω να διαβάσω ένα βιβλίο, αλλά η ένταση στο βαγόνι με αποσυντονίζει σαν διαόλι. Όλοι ασχολούνται τόσο πυρετωδώς με τα τηλέφωνά τους που έχω την αίσθηση ότι κάποιος θα καταταρρεύσει.
Ίσως η νεαρή κοπέλα που κάθεται δύο σειρές πίσω από μένα, που φοράει με μια ροζ Nike φόρμα. Στέλνει μηνύματα τόσο γρήγορα που τα δάχτυλά θολώνουν από την κίνηση, και αναρωτιέμαι τι γράφει με τόση μανία.
Εθδηδξδδκ-δλ,ψδλ,ψδ-λλλλλλλλλλ
Αυτό θα συνέβαινε αν πληκτρολογούσα τόσο γρήγορα. Έχω χοντρά δάχτυλα και πάντα πιάνω δύο γράμματα αντί για ένα. Μου παίρνει μια αιωνιότητα να γράψω ένα απλό μήνυμα στη μητέρα μου, όπως «είμαι στο μετρό».
Όταν άρχισα να χρησιμοποιώ τα ΜΜΜ το 2004, οι άνθρωποι ακόμα διάβαζαν εφημερίδες, βιβλία, κοιμόντουσαν ή κοιτούσαν έξω από το παράθυρο. Περιστασιακά οι άνθρωποι μιλούσαν και μεταξύ τους. Αν και αυτό συνέβαινε πιο σπάνια. Αν και πριν από μερικά χρόνια είχα μια συζήτηση με έναν τύπο που λεγόταν.
Είχε επιβιβαστεί στη στάση μου και, καθώς είχε πρόσφατα μετακομίσει από μια άλλη πόλη και ξεκινούσε μια νέα δουλειά, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν στη σωστή γραμμή. Και μετά από αυτό, τα περισσότερα πρωινά τα λέγαμε. Συζητούσαμε κυρίως για την επικαιρότητα, τις συναυλίες που είδαμε ή τον καιρό. Τίποτα ιδιαίτερο.
Και μια μέρα έτσι ξαφνικά, εξαφανίστηκε.
Δεν έγινε και κάτι – θα μπορούσε να είχε πάει διακοπές. Δεν τον είδα ούτε την επόμενη εβδομάδα, ούτε την μεθεπόμενη. Και μετά από ένα μήνα σχεδόν, τον ξέχασα. Έτσι γίνεται όταν είσαι όταν χρησιμοποιείς καθημερινά τα ΜΜΜ. Μπορεί να βλέπεις κάθε μέρα το ίδιο άτομο για μήνες, ακόμα και για χρόνια, και μια μέρα απλά εξαφανίζεται και κανείς δεν το παίρνει είδηση. Κανείς δεν αναφέρει το άτομο στην αστυνομία ως αγνοούμενο. Δεν είναι αγνοούμενος, απλά έχει φύγει.
Ξανακοιτάζω το βιβλίο μου. Το ξεκίνησα χθες το βράδυ και το ξαναέπιασα σήμερα το πρωί όταν μπήκα στο τρένο, αλλά δεν έχω καταφέρει να πάω πέρα από την πρώτη σελίδα.
Πρόκειται για το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, “Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα” . Το ξεκίνησα μόνο και μόνο επειδή η αδελφή της κολλητής μου το ξέχασε στο σπίτι μου την Κυριακή, και καθώς δεν υπήρχε κάτι άλλο που μου άρεσε, άρχισα να το διαβάζω.
Έπρεπε να το είχα αφήσει στο ράφι. Κάποτε διάβασα την αυτοβιογραφία ενός διάσημου ποδοσφαιριστή και όταν την τελείωσα, ήξερα λιγότερα γι’ αυτόν απ’ ό,τι πριν την διαβάσω. Μπορεί και να ήταν πιο χρήσιμο αν διάβαζα γι’ αυτόν στην Wikipedia.
Ρίχνω το βιβλίο στην τσάντα μου και σηκώνομαι. Σχεδόν φτάσαμε. Δεν χρειάζεται καν να κοιτάξω την ώρα ή να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Ξέρω ότι η στάση μου πλησιάζει μόνο από τον ήχο των γραμμών.
Χάμπτι-ντινκ! Ντινκ Ντινκ Ντινκ Ντινκ! Tak-tak-tak-tak-tak!
Κάποια ιδιομορφία στις γραμμές που σηματοδοτεί το τέλος του ταξιδιού μου. Το τρένο αρχίζει να επιβραδύνει. Καθώς το Σύνταγμα ο πιο πολυσύχναστος σταθμός σύσσωμου του ελληνικού μετρό και κάθε μέρα ζω την ίδια δοκιμασία.
Δέκα δευτερόλεπτα πριν από το τέλος, κινούμαι προς την πόρτα. Αυτό το υποβόσκον άγχος που εκφράζεται μέσα από νευρικές κινήσεις, ωθεί το άτομο που στέκεται μπροστά από εμένα να κινηθεί επίσης προς τα εμπρός. Μέχρι να σταματήσει το τρένο και να ανοίξουν οι πόρτες, υπάρχει μια ασταμάτητη δύναμη που εκτοξεύει τους πάντες στην αποβάθρα.
Τότε τον βλέπω.
Βαδίζοντας προς την έξοδο, ανεβοκατεβαίνοντας ανάμεσα στα άλλα κεφάλια που απομακρύνονται σαν μυρμήγκια από την πλατφόρμα, είναι ένας τύπος με κόκκινο καπέλο.
«Μιχάλη!», φωνάζω.
Δεν μπορεί να με ακούσει καθώς φοράει τα ακουστικά του.
Προσπαθώ να τον προλάβω. «Μιχάλη»! Φωνάζω ξανά. Γυρνάει αλλά δεν με βλέπει.
Βρίσκομαι περίπου ένα μέτρο πίσω του, καθώς περνάμε από τα ακυρωτικά μηχανήματα. Στενά πιεστήρια που αν έχεις αποσκευές μεγαλύτερες από μια τσάντα για υπολογιστή, κολλάς μέσα σαν ζωάκι σε παγίδα λαθροκυνηγών. Ο Μιχάλης δεν κρατάει τίποτα και έτσι ξεγλιστρά στα γρήγορα-γρήγορα.
Μπροστά από εμένα και τον Μιχάλη είναι άλλοι δύο επιβάτες, ο ένας εκ των οποίων έχει χάσει το εισιτήριό του! Όταν τελικά περνάω από το μηχάνημα, ο Μιχάλης έχει ήδη ανέβει στα μισά της διαδρομής της κυλιόμενης σκάλας που οδηγεί στο επίπεδο του δρόμου.
«Μιχάλη!», φωνάζω.
Κάποιος κοιτάζει τριγύρω – ίσως κάποιος άλλος που επίσης τον λένε Μιχάλη – και του κουνάω το χέρι μου δείχνοντας ότι δεν είναι γι’ αυτόν, και δείχνω τον τύπο με το κόκκινο καπέλο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή κατέβαινε από την κυλιόμενη σκάλα.
Όταν βγαίνω στο δρόμο, κοιτάζω γύρω μου, αλλά αυτός είχε φύγει.
Το επόμενο πρωί, ήμουν στην πλατφόρμα περιμένοντας το τρένο. Συνήθως χρονομετρώ έτσι ώστε να μου απομένουν τριάντα δευτερόλεπτα μέχρι να φτάσει το τρένο. Εκείνη την ημέρα ήμουν εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα για να δω αν ο Μιχάλης βρισκόταν πουθενά γύρω.
Όχι ότι τον σκεφτόμουν. Απλά θέλω να μάθω τι συνέβη. Ίσως βρήκε καινούργια δουλειά ή κάτι τέτοιο, οπότε όλο αυτό το διάστημα έπαιρνε το τρένο λίγο νωρίτερα ή αργότερα. Οι ζωές των επιβατών καθορίζονται τόσο πολύ από τη ρουτίνα που η παραμικρή αλλαγή στο ωράριο μπορεί να φέρει ή να αποκλείσει εντελώς μια ομάδα ανθρώπων.
Στεκόμουν στο πίσω μέρος της πλατφόρμας, που θα μου εξασφάλιζε καλή θέα. Μας απέμεναν δύο λεπτά και ο συνωστισμός αυξανόταν καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνέρρεαν στην πλατφόρμα λες και περιμέναμε να εφορμήσουμε στο Κολοσσαίο.
Τότε τον εντοπίζω στη άκρη της πλατφόρμας. Αρχίζω τότε να σπρώχνω για να καταφέρω να περάσω μέσα από το πλήθος.
«Δεν μπορείς να περιμένεις όπως όλοι οι άλλοι, ηλίθια!», λέει κάποιος.
Είμαι περίπου τρία μέτρα μακριά. «Μιχάλη!», φωνάζω.
Γυρνάει και με κοιτάζει κατάματα καθώς πλησιάζω. Αλλά δεν δείχνει να με αναγνωρίζει.
«Γεια;» λέει, αβέβαιος.
Κουνάω το κεφάλι μου. Ο τύπος είναι είκοσι χρόνια νεότερος. «Συγγνώμη, νόμιζα ότι ήσουν κάποιος άλλος», και δείχνω το κόκκινό του καπέλο.
«Α, οκ», λέει, «Κατάλαβα, υποθέτω ότι μπορεί να συμβαίνει και αυτό».
Το τρένο πλησίαζε, οπότε επιβιβαζόμαστε με τεράστια δυσκολία άρον άρον και καταλήγουμε να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο. Του λέω για τον Μιχάλη, πως μια μέρα δεν εμφανίστηκε, γι’ αυτό και νόμιζα ότι ήταν αυτός, καθώς συνήθιζε να φοράει κι αυτός ένα παρόμοιο κόκκινο καπέλο.
«Α, σωστά», λέει ο τύπος, βγάζοντας το τηλέφωνό του. «Αυτή είναι μια ωραία ιστορία». Μου χαμογέλασε, καθώς κοίταγε το τηλέφωνό, αρχίζοντας να στέλνει κάτι μηνύματα.
Ησησηφγφγ-λδλπελελδλ765652784954980κμ,ψμψ,ψ,ψ,χ,,δ
Βγάζω το βιβλίο του Κορτάσαρ και αρχίζω να διαβάζω.
➸ Δείτε επίσης: Χόμπι μου, η κατασκοπεία βιβλίων στο Μετρό