Οι πανομοιότυπες δίδυμες, Σίλια και Μαμέιν Πάτζετ, που με την ομορφιά και την ευφυΐα τους μάγεψαν την ευρωπαϊκή διανόηση τον 20ο αιώνα, είχαν μία τόσο γεμάτη και συναρπαστική ζωή που δεν θεωρούμε απίθανο σε μερικά χρόνια να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.

Όπως περιγράφει στο βιβλίο της “The Quality of Love” η Αριάν Μπανκς, κόρη της Σίλια, κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι δύο γυναίκες δέχθηκαν προτάσεις γάμου από τον Άρθουρ Κέσλερ και τον Τζορτζ Όργουελ, ενώ η Μαμέιν ανέπτυξε δεσμό με τον Αλμπέρ Καμύ και πέρασε χρόνο με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ.

Τίποτα από αυτά δεν θα γίνονταν γνωστά, αν οι δίδυμες δεν αλληλογραφούσαν τακτικά η μία στην άλλη και δεν κατέγραφαν κομμάτια από τη ζωή τους στα ημερολόγιά τους. Καθώς κοιτούσε τα πράγματα της μητέρας της μετά τον θάνατό της, η συγγραφέας ανακάλυψε ένα παλιό τσίγκινο μπαούλο, μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένες οι αναμνήσεις και οι πολύτιμες ιστορίες των δύο γυναικών.

Γεννημένες το 1916, έζησαν τα πρώτα τους χρόνια απομονωμένες στο αγροτικό Σάφολκ μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος είχε συνάψει σχέση με την στοργική νταντά των κοριτσιών. Η μητέρα τους είχε πεθάνει μια εβδομάδα μετά τη γέννησή τους, αυτό δεν επηρέασε συναισθηματικά τα κορίτσια, άλλωστε δεν την γνώρισαν ποτέ πραγματικά. Κατάφεραν να είναι ευτυχισμένες διαβάζοντας τα βιβλία του πατέρα τους, περνώντας χρόνο στην εξοχή με τα κατοικίδιά τους και κυρίως περνώντας χρόνο μεταξύ τους. Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα κορίτσια έχτισαν γερά θεμέλια την αδερφική τους σχέση.

Αυτή έμελλε να γίνει ακόμα πιο δυνατή -κατ’ ανάγκην- στα 12 έτη τους, όταν η ευτυχία τους διακόπηκε απότομα με την επιδείνωση της υγείας του πατέρας τους. Τότε, στάλθηκαν με βίαιο τρόπο στο πρώτο τους οικοτροφείο, όπου έμαθαν λίγους μήνες αργότερα για το θάνατό του. Έπειτα τις ανέλαβε ο οξύθυμος και αυταρχικός θείος τους, από την πλευρά της μητέρας τους.

Τα κορίτσια συνέχιζαν να βιώνουν τον εγκλεισμό και την απομόνωση σε μία σειρά από οικοτροφεία, αλλά τουλάχιστον είχαν μία την άλλη. Η σχέση τους δυνάμωσε πιο πολύ από ποτέ και πλέον ήταν αχώριστες.

Η απόδραση ήρθε μέσω της γνωριμίας της Μαμέιν με τον ζωγράφο και συλλέκτη έργων τέχνης Ντικ Ουίνταμ, ο οποίος ήταν κατά 20 χρόνια μεγαλύτερος από τα κορίτσια. Πολύ γρήγορα τις γνώρισε στους φίλους του που ανήκαν στην υψηλή τάξη της διανόησης, μεταξύ των οποίων ήταν οι Κόνολι, Κουένελ και Σίτγουελ, καθώς και τους συνθέτες Κονστάντ Λάμπερτ και Γουίλιαμ Γουόλτον.

Το 1935 είχαν κατακτήσει ήδη την αγγλική κοινωνία. Έγιναν οι μούσες του φωτογράφου Νόρμαν Πάρκινσον, τα πρόσωπά τους κατείχαν περίοπτη θέση στις εφημερίδες της εποχής και μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον στα σαλόνια του Λονδίνου. Αν και θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις διασυνδέσεις τους κάνοντας σύντομα έναν “καλό” γάμο, επιθυμία των δύο γυναικών ήταν μία πιο πνευματική ζωή.

Η ονειρεμένη τους ζωή διεκόπη ξανά με το ξέσπασμα του πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939.

Οι δίδυμες μάγεψαν τον Καμύ, τον Όργουελ και τον Κέστλερ

Ο Τζορτζ Όργουελ ήταν ο πρώτος που ξετρελάθηκε, όταν συνάντησε τη Νόρμαν στο σταθμό Πάντινγκτον. Λίγο αργότερα, στο Παρίσι, ο Αλμπέρ Καμύ ερωτεύτηκε παράφορα την αδελφή της Μαμέιν, η οποία είχε ήδη σχέση τον Άρθουρ Κέστλερ, τον εβραίο συγγραφέα, γνωστός εκείνη την εποχή για το “Darkness At Noon”, το δημοφιλέστερο έργο του μέχρι και σήμερα.

Αν και είχε συχνές εναλλαγές στη διάθεσή του ο Κέστλερ, ήταν ο μόνος άνδρας μέχρι τότε που την είχε κερδίσει πνευματικά και όχι μόνο. Μέσα σε ένα χρόνο, συμφώνησε να ζήσει μαζί του σε μια απομονωμένη, κρύα και γεμάτη υγρασία αγροικία στην Ουαλία και σύντομα άρχισαν τα προβλήματα. Το πρόβλημα με τον αλκοολισμό και οι εξάρσεις θυμού του δημιουργούσαν συνεχώς ένταση στο ζευγάρι.

Η Μαμέιν ήταν σε σχέση ένα χρόνο με τον Κέστλερ όταν είχαν πάει στο Παρίσι όπου εκτός από τον Καμύ, γνώρισε τον φιλόσοφο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τη σύντροφό του Σιμόν ντε Μποβουάρ. «Ο Σαρτρ είναι απλά γοητευτικός και όσο μιλάει νιώθεις ότι ο υπαρξισμός πρέπει να είναι το ζητούμενο, χωρίς πάντα να έχεις μεγάλη ιδέα τι είναι αυτό», είχε γράψει η Μαμέιν στην αδερφή της.

Σύντομα ανακάλυψε ότι ο Κέστλερ είχε ερωμένη μία Ρωσίδα δημοσιογράφο, αλλά τον συγχώρεσε καθώς η σχέση δεν ήταν σοβαρή και αυτό ήταν στο Παρίσι.

Σε μία βραδιά χορού Μαμέιν και ο Καμύ ήρθαν πιο κοντά και της αποκάλυψε ότι νιώθει έλξη γι’ αυτήν και ότι θα μπορούσε να την ερωτευτεί. «Δεν έχεις ιδέα πόσο ελκυστικός και συμπαθητικός είναι ο Καμύ», έγραψε αργότερα η Μαμέιν στη Σίλια.

Αν και η Μαμέιν δεν ήθελε να προδώσει τον Κέστλερ, μετά από πολλές επιστολές και λουλούδια από τον Καμύ, τελικά υπέκυψε στα αισθήματά της. «Ίσως πιστεύεις ότι είναι εύκολο για μένα, όμως πρέπει απλά να πω ότι είναι ξεκάθαρο τι πρέπει να κάνουμε και δεν πρόκειται να σε ξαναδώ. […] είναι κόλαση να το κάνεις εξαιτίας της αφόρητης αίσθησης ότι χάνεις μια μοναδική ευκαιρία, από αυτές που υπάρχουν πολύ λίγες σε ολόκληρη τη ζωή σου», έγραψε στην αδερφή της.

Στο ημερολόγιό της η Μαμέιν κατέγραψε τις μαγευτικές στιγμές που πέρασαν μαζί στην Προβηγκία: «Γεύμα στο μικρό ξενοδοχείο… ο Κ μου αγόρασε ένα κίτρινο πουλόβερ στην επιστροφή, κοιμήθηκα, με ξύπνησε με μερικά κόκκινα τριαντάφυλλα… χόρεψα tango στο ισπανικό νυχτερινό κέντρο… καθόμουν στο λόφο με το κεφάλι του Κ στην αγκαλιά μου και τον ήλιο να περνάει μέσα από τα δέντρα. Ποτό δίπλα στη σόμπα στο καφέ- ο Κ να λέει: “Κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας με έκανες τόσο ευτυχισμένο και τόσο δυστυχισμένο όσο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος”».

Δυστυχία, γιατί η Μαμέιν είχε αποφασίσει να επιστρέψει στον Κέστλερ, χωρίς βέβαια να του αποκαλύψει τίποτα. Όσο οξύθυμος και απαιτητικός κι αν ήταν ο Κέστλερ, δεν μπορούσε να χωρίσει μετά από τόσα χρόνια σχέσης. Παρόλα αυτά στον Καμύ, είχε βρει μια πρωτόγνωρη αγάπη, που την απελευθέρωνε και μπορούσε να είναι ο εαυτός της.

Τελικά η Μαμέιν αποκάλυψε στον Κέστλερ τη σχέση της με τον Καμύ, ο οποίος κόντρα στην οξύθυμη συμπεριφορά του, αντέδρασε με σχετική ψυχραιμία (άλλωστε, δεν είχε κοιμηθεί μόνο με τη Ρωσίδα δημοσιογράφο, αλλά είχε και μια σύντομη περιπέτεια με την Ντε Μπουβουάρ). Ωστόσο, η ζήλια του για τον Καμύ σιγόβραζε για χρόνια μέσα του. Μετά από αυτή την εξομολόγηση, οι εντάσεις ανάμεσα στο ζευγάρι αυξήθηκαν δραματικά. «Χθες είχαμε έναν καυγά και πέταξα μια κατσαρόλα γεμάτη πουρέ πατάτας στον τοίχο», έγραψε στο ημερολόγιό της η Μαμέιν.

δίδυμες
Φωτ.: National Portrait Gallery, London

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Όργουελ για τη Σίλια

Από τους πρώτους μήνες γνωριμίας Μαμέιν με τον Κέστλερ, το ίδιο διάστημα η Σίλια βρισκόταν υπό ερωτική πολιορκία από τον Τζορτζ Όργουελ. Η Σίλια είχε γοητευτεί από το πνεύμα του και της άρεσε να περνάει χρόνο με τον γιο του, Ρίτσαρντ, αλλά δεν την έλκυε σωματικά και αυτό ήταν γενικά ένα μεγάλο πρόβλημα για τον συγγραφέα της “Φάρμας των Ζώων”. Όταν είχε ερωτηθεί κατά τη διάρκεια ενός δείπνου ποια χαρακτηριστικά θα ήθελε να έχει, είχε απαντήσει: «Θα ήθελα να είμαι ακαταμάχητος στις γυναίκες».

Αν και είχε αναπτυχθεί από την αρχή μία ισχυρή φιλία, στις αρχές Ιανουαρίου του 1946, καθώς γευμάτιζαν, της ζήτησε να τον παντρευτεί. Λίγες ημέρες αφότου τον απέρριψε, εμυστηρεύτηκε η Σίλια στη Μαμέιν, «με ρώτησε ξανά αν θα σκεφτόμουν να τον παντρευτώ ή, εν πάση περιπτώσει, να έχω σχέση μαζί του». Αναρωτώμενη πώς θα διαχειριζόταν την κατάσταση, είπε «το κάνει κάπως τρομερά δύσκολο να αρνηθώ». Όταν του εξομολογήθηκε ότι δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, προσπαθώντας να την πείσει της έστειλε μια τετρασέλιδη χειρόγραφη επιστολή στις 31 Ιανουαρίου.

«Αυτό που πραγματικά ήθελα να σου πω είναι ότι σε αγαπώ, κάτι που ήδη γνωρίζεις. Είναι όλα πολύ κατακριτέα & ανεπιθύμητα, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Όπως σου είπα άρχισα να σε αγαπώ όταν ήσουν καλή με τον Ρίτσαρντ & άρχισα να σε θέλω σωματικά όταν σε είδα να περπατάς πάνω μπροστά μου. Αλλά αυτό στο οποίο καταλήγω, αγαπητή μου, είναι να σου πω ξανά ότι σε όλα αυτά πρέπει να σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Αν θέλεις να με παντρευτείς ή να κοιμηθείς μαζί μου, κάνε το, αν όχι, μην το κάνεις, αλλά σκέψου το από τη δική σου οπτική γωνία, γιατί είσαι νέα & μπορείς να κάνεις κάτι στη ζωή σου. Θα μπορούσες να μου κάνεις πολύ καλό αν γινόσουν ερωμένη μου έστω και για μια βδομάδα, αλλά αν απλά πεις ότι δεν θέλεις ή ότι έχεις βρει κάποιον συνομήλικο σου που σου ταιριάζει, κατά μία έννοια δεν θα με νοιάζει. Σε κάθε περίπτωση, μου κάνει καλό και μόνο που σε βλέπω…».

Σε ένα γράμμα προς την δίδυμη αδερφή της, ξεκαθάρισε ότι δεν ήξερε πόσο καιρό θα μπορούσε να αντέξει την επιθυμία του Όργουελ να πάει στο κρεβάτι μαζί της. Η απόφασή του να μετακομίσει στο νησί Jura, στα ανοικτά των δυτικών ακτών της Σκωτίας, αποδείχθηκε σωτήρια για τη Σίλια, με την επικοινωνία τους να συνεχίζεται σε φιλικό επίπεδο μέσω αλληλογραφίας. Τον Δεκέμβριο του 1947, της είπε ότι ήταν τόσο άρρωστος που χρειάστηκε να εισαχθεί σε ένα σκωτσέζικο σανατόριο για τρεις μήνες.

«Είναι φυματίωση, η οποία φυσικά ήταν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα με έπιανε, στην πραγματικότητα την έχω ξαναπάθει, αν και όχι τόσο άσχημα», παραδέχτηκε τον Ιανουάριο του 1948.

Την επόμενη χρονιά, ο Κέστλερ επέστρεψε στο Παρίσι με τη Μαμέιν, όπου τους συνάντησαν και πάλι οι Καμύ, ο Σαρτρ και η ντε Μποβουάρ για μια περιπλάνηση σε νυχτερινά κέντρα.

Η Μαμέιν έγραψε στο ημερολόγιό της: Ο Καμύ ήταν μεθυσμένος και άρχισε ξαφνικά να μου μιλάει με μεγάλη ένταση συναισθημάτων. Όταν τον ρώτησε αν ήταν ευτυχισμένος της απάντησε «όχι, απελπιστικά δυστυχισμένος – είμαι δυστυχισμένος από τότε που χωρίσαμε», συμπληρώνοντας «τώρα δεν μου έχει μείνει τίποτα».

Ο Όργουελ πέρασε μεγάλο μέρος του 1949 σε οίκο ευγηρίας στο Γκλόστερσαϊρ. Σε ένα από τα γράμματά του προς τη Σίλια, της έλεγε ότι τελείωνε «ένα βιβλίο με το οποίο ασχολούμαι εδώ και πολύ καιρό» – το 1984. Της υποσχέθηκε ένα αντίγραφο, προσθέτοντας: «Αλλά δεν περιμένω να σου αρέσει- είναι πραγματικά ένα απαίσιο βιβλίο».

Τον επισκέφθηκε στο γηροκομείο, όπου κάθισαν σε μια υγρή ξύλινη καλύβα και έφαγαν ένα γεύμα που αποτελούνταν κυρίως από κονσερβοποιημένο αρακά. Ο Όργουελ, διαπίστωσε ότι ήταν μια φυσική σκιά του προηγούμενου εαυτού του.

Μέχρι τότε, η Σίλια εργαζόταν για ένα τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών που παρήγαγε προπαγάνδα κατά του κομμουνισμού, οπότε ζήτησε συμβουλές για διάσημα ονόματα που θα μπορούσε να προσεγγίσει για την υποστήριξή τους.

Ο Όργουελ της έδωσε μια λίστα -την οποία βρήκα στο τενεκεδένιο μπαούλο- με 38 ανθρώπους που θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να είναι “αναξιόπιστοι” όταν επρόκειτο να καταγγείλουν τον κομμουνισμό. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τ. Μ. Πρίστλεϊ και ο ηθοποιός Μάικλ Ρεντγκρέιβ.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο γηροκομείο ο Όργουελ δέχτηκε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη από τη Σόνια Μπράουνελ, μια φίλη των διδύμων, στην οποία είχε επίσης ζητήσει κάποτε να τον παντρευτεί. Όταν την ρώτησε ξανά, η Σόνια συμφώνησε, αν και δεν υπήρχε καμία προσποίηση ρομαντισμού από καμία πλευρά. «Είναι μάλλον λυπηρό να παντρεύεσαι έναν ηλικιωμένο, άρρωστο άνθρωπο», παραδέχθηκε η Σόνια στη Σίλια.

Η Σίλια συνέχισε να επισκέπτεται τον Όργουελ όποτε μπορούσε. Στις 20 Ιανουαρίου 1950, του τηλεφώνησε όπως συνήθιζε, για να τον ρωτήσει πότε μπορεί να τον επισκεφθεί, με εκείνον να της απαντάει «λοιπόν, την επόμενη Τετάρτη θα πάω με τη Σόνια στην Ελβετία». Τελικά, πέθανε εκείνο το βράδυ.

Την ίδια χρονιά, η Μαμέιν παντρεύτηκε καθυστερημένα τον Κόστλερ, με την ελπίδα ότι ο γάμος θα βοηθούσε να ηρεμήσει η ασταθής σχέση τους. Ωστόσο, αυτή ναυάγησε μετά από μόλις 17 μήνες – και όχι μόνο επειδή εκείνος κοιμόταν με τη γραμματέα του.

Ήταν απόφαση της Μαμέιν να χωρίσει: μετά από επτά χρόνια δεν μπορούσε να αντέξει άλλο. Παρόλα αυτά εκείνη και ο Κόστλερ συνέχισαν να συναντιούνται τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και παρέμειναν κοντά. Μέχρι τότε, η σχέση της με τον Καμύ είχε εξομαλυνθεί σε μια στοργική αλληλογραφία, στέλνοντας ο ένας στον άλλον βιβλία και δίσκους.

Για τις δίδυμες, το 1954 ήταν η καλύτερη χρονιά για τη Σίλια που παντρεύτηκε τον διπλωμάτη Άρθουρ Γκούντμαν και η χειρότερη για τη Μαμέιν, η οποία αρρώστησε βαριά μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις άσθματος.

Ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο, ο Καμύ έγραφε συχνά για να της κρατάει το ηθικό ψηλά. Στις 30 Μαΐου, θορυβημένος που δεν είχε απαντήσει στο τελευταίο του γράμμα, έγραψε στη Σίλια. «Ανησυχώ πολύ. Θα μπορούσες, χωρίς πολύ κόπο, να με καθησυχάσεις με μια λέξη, έστω και σύντομη;».

Δύο ημέρες αργότερα, η Σίλια του έστειλε ένα σημείωμα για να τον ενημερώσει ότι η Μαμέιν είχε πεθάνει εκείνο το πρωί, σε ηλικία μόλις 37 ετών. «Είμαι τόσο αναστατωμένη που δεν ξέρω πώς να σου γράψω», απάντησε. «Σε αγκαλιάζω, όπως θα την αγκάλιαζα κι εγώ, με όλο μου τον πόνο και όλη μου την τρυφερότητα».

Πέρασαν έξι εβδομάδες προτού η Σίλια αισθανθεί ικανή να γράψει ένα μεγαλύτερο γράμμα στον Καμύ. «Σου είμαι βαθύτατα ευγνώμων που είσαι αυτό που είσαι: κάποιος που η Μαμέιν θα μπορούσε να αγαπήσει μέχρι την ημέρα που θα πέθαινε και δεν θα έπαυε ποτέ να αγαπάει αν ζούσε μέχρι τα 90 της χρόνια»

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Καμύ έγραψε στη Σίλια ότι είχε αγοράσει ένα σπίτι σε ένα χωριό που είχε επισκεφθεί με τη Μαμέιν κατά τη διάρκεια της μεθυστικής εβδομάδας τους στην Προβηγκία. Ήταν το τελευταίο της γράμμα από εκείνον: λίγους μήνες αργότερα, σε ηλικία 46 ετών, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

[Ο Κόστλερ παντρεύτηκε την πρώην γραμματέα του το 1965 και -ενώ έπασχε από Πάρκινσον- αυτοκτόνησε μαζί της το 1983. Η Σίλια (Πάτζετ) Γκούντμαν πέθανε το 2002.]

Με πληροφορίες από Daily Mail