Ως έφηβη, υπέφερα από κατάθλιψη ❤️🩹. Τις περισσότερες μέρες ξυπνούσα τις με μια αίσθηση κόπωσης και απελπισίας. Οι σκοτεινές μου διαθέσεις με οδήγησαν στις σκοτεινές μουσικές της δεκαετίας του 1980, όπως ο Nick Cave, οι Bauhaus, οι Damned και οι Chameleons και Διάφανα Κρίνα. Μεταξύ αυτών ήταν το Pornography των Cure, το Closer των Joy Division και το Low του David Bowie.
Το Low γράφτηκε και ηχογραφήθηκε το 1976 κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία ο Bowie προσπαθούσε να κόψει την κοκαΐνη. Εκείνη την εποχή, ο στενός του φίλος Iggy Pop βρισκόταν σε ψυχιατρική κλινική και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον εθισμό στην ηρωίνη. Η ζωή του Bowie ήταν χαοτική και είχε εμμονή με τη μαύρη μαγεία, το Άγιο Δισκοπότηρο και τις παρανοϊκές παραισθήσεις. Μετακόμισε στο Βερολίνο και πήρε ένα διαμέρισμα πάνω από ένα κατάστημα ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Γραμμένο με τον Brian Eno, το Low είναι μια μουσική εξερεύνηση της αγωνίας και του πόνου καθώς ο Bowie πάλευε να παραμείνει νηφάλιος. Το άλμπουμ έγινε το πρώτο της «τριλογίας του Βερολίνου» (“Berlin Trilogy”) του Bowie (ακολούθησαν τα Heroes και The Lodger).
Καθώς η εφηβική μου ψυχή βυθιζόταν σε μια γκλουμ διάσταση, το Low έγινε έκφραση του εσωτερικού μου πόνου. Ταυτίστηκα με το μαρτύριο του Bowie και η μουσική του με βοήθησε τρόπον τινά να ανοίξω έναν διάλογο με το δικό μου σκοτάδι. Έπαιζα το άλμπουμ ξανά και ξανά, και κάθε φορά που το άκουγα βυθιζόμουν όλο και βαθύτερα στην άβυσσο. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να αντέξω άλλο την αγωνία. Έκαψα το άλμπουμ σε μια τελετουργική φωτιά μαζί με τα Songs of Love and Hate του Leonard Cohen και το Berlin του Lou Reed.
Τα χρόνια πέρασαν και ανακάλυψα την ποίηση, τις συναυλίες, τα κινήματα, την κοινωνιολογία και τους φίλους – όλα αυτά λειτούργησαν θεραπευτικά. Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας και με το πέρασμα του χρόνου, η κατάθλιψή μου υποχώρησε. Η δεκαετία των δεκαετία των 20 ήταν για μένα μια περίοδος ανάπτυξης και αυτογνωσίας και οι μουσικές μου επιλογές αντανακλούσαν αυτή τη μεταστροφή.
‘Ήταν τα χρόνια που τα μπουζούκια και τα σκυλάδικα μεσουρανούσαν. H ιστορία είναι σε όλους μας λίγο πολύ γνωστή. Σημίτης, έργα, Ολυμπιάδα, Κωστόπουλοι, κλίκ, λεφτά, λαιφστάιλ, γενικά μια αντιδραστική μάτσο χαζομάρα. Πράγματα με τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να ταυτιστώ, και παράλληλα δεν οραματιζόμουν κάποια καριέρα. «Δεν με πολυενδιέφερε βασικά κιόλας 😛».
Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 90, μέσω κάποιων μεγαλύτερων παιδιών, έγινε η γνωριμία μου με τον Bowie, κι ευθύς, ένα ολόκληρο σύμπαν, ένας καινούριος αστερισμός ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Σε αυτή την ανήσυχη ηλικία όπου δεν σε χωράει ο τόπος, θυμάμαι πάρα πολλούς της ηλικίας μου, μαζί κι εμένα, να ταυτιζόμαστε με τη μουσική και τους στίχους του, και να βρίσκουμε απαντήσεις σε ζητήματα που ταλάνιζαν τότε τα εφηβικά μυαλά μας, γύρω από τα υπαρξιακά μας ερωτήματα, τη θρησκεία, την μουσική, την πολιτική, το αίνιγμα του θανάτου και το πάθος για την ζωή και τον έρωτα, και μαζί τους αλωνίζαμε και ξεφαντώναμε σε γιορτές αδερφικές, κάτι που ακόμα θυμάμαι σαν από τις πιο όμορφες στιγμές της εφηβικής μου ζωής. Με έναν τρόπο αβίαστο είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη κοινότητα, χρωματισμένη από την ταυτότητα του παράταιρου, που πάραυτα, ολοένα και βάθαινε η αίσθηση του συνανοίκειν.
Μεταξύ μας ανταλλάζαμε μουσικές, ποιήματα, κασέτες, βιβλία και σιντί και πολλοί μάλιστα από τα παιδιά αυτά άρχισαν να πειραματίζονται γράφοντας οι ίδιοι ποιήματα και στίχους αλλά και μουσική, συνομιλία φούντωνε σαν μια κοινωνική επιτελεστικότητα μιας συμβολικής συνάθροισης.
Στην κορυφή της λίστας μου ήταν το Dark Side of the Moon των Pink Floyd, το Quadrophenia των The Who, το The Hurting των Tears for Fears και το αγαπημένο μου, το Hunky Dory του Bowie. Το Hunky Dory είναι ένας ποιητικός και μουσικός εορτασμός της ζωής. Αν και γράφτηκε το 1971, κάποια χρόνια πριν από το Low, το άλμπουμ γιορτάζει μια αισιόδοξη προοπτική για τον Bowie, γεμάτη ελπίδα, καλλιτεχνικό πειραματισμό, μέσα από μια πιο χαρούμενη μουσική εκφορά. Ξεκινώντας με το τραγούδι “Changes“, ο Bowie προβληματίζεται για τις «αλλαγές που περνάω». Τραγουδάει: «Παρακολουθώ τους κυματισμούς να αλλάζουν το μέγεθός τους, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπουν το ρεύμα της θερμής παροδικότητας». Έχει μάθει ότι όλα τα πράγματα στη ζωή είναι προσωρινά, ακόμα και ο πόνος. Στο ρεφρέν του τραγουδιού, μας προτρέπει να “γυρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε το παράξενο, να γυρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε την ένταση”. Αυτό ήταν ένα τέλειο συνοδευτικό για τις συμβουλές που προσέφερε η δική μου θεραπεύτρια: «αντιμετώπισε τον πόνο σου, αποδέξου τον και άφησέ τον να φύγει».
Στο τραγούδι “Quicksand“, ο Bowie αναγνωρίζει την προβληματική του εμμονή με τον αποκρυφισμό, αναφερόμενος στον Aleister Crowley και την τρομακτική εικόνα του Himmler και του Τρίτου Ράιχ. Τραγουδάει ότι «είναι διχασμένος ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι» και ότι «δεν έχει πια τη δύναμη» για να αποφύγει να «βυθιστεί στην κινούμενη άμμο της σκέψης μου».
Ένιωσα σαν να μου μιλούσε απευθείας ο Bowie. Εκείνη την εποχή διάβαζα βιβλία όπως το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Friedrich Nietzsche, το Πατέρες και Παιδιά του Turgenev και το Κάτω από το Ηφαίστειο του Malcom Lowry. Το Hunky Dory έγινε το soundtrack για το πνευματικό μου ταξίδι. Μάθαινα ότι η ελευθερία έρχεται από την απελευθέρωση του εγώ (θάνατος του Εαυτού) και την ευθυγράμμιση με τη συμπαντική ενέργεια. Ο Βούδας μίλησε για την παράδοση των πεποιθήσεων που επιτρέπει στο νου να κινηθεί προς την απελευθέρωση. Όπως τραγουδάει ο Bowie στο “Quicksand” – «Μην πιστεύεις στον εαυτό σου, μην ξεγελιέσαι με την πίστη. Η γνώση έρχεται με την απελευθέρωση του θανάτου».
Το πιο χαρούμενο και ζωογόνο τραγούδι στο Hunky Dory είναι το “Fill Your Heart“. Γραμμένο από τον κωμικό Biff Rose (συγγραφέα του George Carlin) και τον Paul Williams (συνθέτη της Barbra Streisand και της Karen Carpenter), το “Fill Your Heart” είναι ένας ύμνος στην γαλήνη και την τρυφερότητα. Το τραγούδι υπόσχεται ότι τα βάσανα της ζωής μπορούν να ξεπεραστούν με τη δύναμη της αγάπης. Ο Bowie μας λέει: «Γέμισε την καρδιά σου με αγάπη σήμερα, μην παίζεις το παιχνίδι του χρόνου. Πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν, ανήκουν πλέον μόνο στο μυαλό σου». Όταν τραγουδάει: «Η ευτυχία έρχεται, οι δράκοι έχουν ματώσει», είναι λες και ο Bowie να γιόρταζε τη μελλοντική θανάτωση των δικών του δαιμόνων του εθισμού. Μια ενδυναμωτική ενέργεια διατρέχει το τραγούδι με αποκορύφωμα τους στίχους: «Ο φόβος είναι μόνο στο κεφάλι σου, οπότε ξέχνα το κεφάλι σου και θα είσαι ελεύθερος».
Ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου ο κόσμος του Bowie σαν ένας γοητευτικός λαβύρινθος! Βίωνα μέσα από το πρίσμα του την επιθυμία για φιλία και έρωτα , την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και στον ρομαντισμό στο οποίο σπιθοβολούσε με χαρά και αυθάδεια η υπαρξιακή μου περιέργεια και το εφηβικό μου πνεύμα, κι απορροφούσα σαν σφουγγάρι οτιδήποτε μου έδινε από τον κόσμο του, μέσα από τη μουσική του. Η βαθιά μου ανάγκη για την οικειοποίηση του ανοίκειου κόσμου γύρω μου, έβρισκε τον δικό της τόπο.
Ο βαθύς συναισθηματισμός του “Fill Your Heart” πάντα με κερδίζει. Είχα αρκετό πόνο και δυστυχία. Λαχταρούσα τη χαρά. Όντας νεοφερμένη στο παιχνίδι της ευτυχίας, οι πρώτες μου προσπάθειες ήταν απλές αλλά την επιθυμούσα πολύ. Η μουσική του Bowie με βοήθησε να ξαναγίνω παιδί, ανακαλύπτοντας ξανά την πράξη του χαμόγελου. Ίσως αυτό να φαινόταν παιδικό στους άλλους. Αλλά καθώς μάθαινα να απολαμβάνω τη ζωή, αποκτούσα την πεποίθηση ότι η ευτυχία δεν σου χαρίζεται, αλλά εντούτοις είναι ένα διακύβευμα. Και γι’ αυτό είμαι βαθιά ευγνώμων στον David Bowie 🖤 .
Διαβάστε επίσης: Η όχι και τόσο φαντασμαγορική πορεία του David Bowie προτού μεταμορφωθεί σε Ziggy Stardust