Κι όμως, οι ΗΠΑ δεν είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο παχύσαρκο πληθυσμό στον κόσμο, όπως μπορεί να νομίζατε. Αυτός ο τίτλος ανήκει τη μικρότερη νησιωτική χώρα του Ειρηνικού και του κόσμου, η οποία επίσης φημίζεται και για τα κοιτάσματα φωσφορικών αλάτων, το Ναούρου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εκτιμάται ότι πάνω από το 70% του πληθυσμού του νησιωτικού έθνους είναι παχύσαρκοι. Μάλιστα, το νησί μαστίζεται από υψηλά ποσοστά καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικών επεισοδίων και διαβήτη.

Πώς, λοιπόν, οι άνθρωποι στο Ναούρου έγιναν τόσο παχύσαρκοι; Η άμεση αιτία θα μπορούσε να είναι η εξάρτησή του από τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Όμως, δεν είναι αυτά ο πραγματικός ένοχος.

Πολύ πριν γίνει ανεξάρτητο κράτος, ακόμα και πριν την ύπαρξη του διεθνούς δικαίου, οι άνθρωποι στο νησί προμηθεύονταν την τροφή τους από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν και φυσικά, διατηρούνταν αρκετά αδύνατοι. Αυτό δεν άλλαξε ούτε με το κυνήγι και ούτε με τις καλλιέργειες φρούτων και λαχανικών.

Για χιλιάδες χρόνια, η κυρίαρχη πηγή λίπανσης των καλλιεργειών ήταν η κοπριά, ώσπου το 1804 ο φυσιοδίφης Alexander von Humboldt εντόπισε κάποια δείγματα γκουανό (μείγμα αποσυντεθειμένων περιττωμάτων). Μετά από ανάλυσή τους, αποκαλύφθηκε μια αξιοσημείωτη περιεκτικότητα σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο, γεγονός που καθιστούσε το λίπασμα εξαιρετικά αποτελεσματικό. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1845 ξεκίνησε η εντατική εκμετάλλευση φωσφορικών αλάτων από τα βουνά, τα οποία είχαν διαμορφωθεί από τις αποθέσεις που είχαν συσσωρεύσει επί αιώνες οι αποικίες των θαλασσοπουλιών σε ορισμένα απομακρυσμένα νησιά του Ειρηνικού. Ήταν μία καταπληκτική πηγή πλούτου, με έντονη ζήτηση από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, εν μέσω της γεωργικής επανάστασης.

Ναούρου
Ναούρου (Φωτ.: Winston Chen / Unsplash)

Για τις επόμενες δύο δεκαετίες, η κυβέρνηση του μικρού νησιού του Ειρηνικού συνέχισε να εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα φωσφορικών αλάτων, γεγονός που την ανέδειξε στη πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Βέβαια, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας του το 1968, το Ναούρου γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξορύσσονταν φωσφορικά άλατα. Τότε, είχε σημειώσει το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στον κόσμο. Σε ένα άρθρο των New York Times το 1982, το Ναούρου, ή αλλιώς το «κομμάτι του γκρίζου σεληνιακού τοπίου που περικλείεται από μια λεπτή πράσινη κορδέλα κατά μήκος της ακτογραμμής», σημειώνεται ότι «τεχνικά ήταν η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, επειδή το ετήσιο εισόδημα της κυβέρνησης από την πώληση φωσφορικών αλάτων ήταν τουλάχιστον 123 εκατομμύρια δολάρια, ή περισσότερα από 27.000 δολάρια το χρόνο για κάθε Ναουρουανό, γυναίκα και παιδί».

Η μικροσκοπική δημοκρατία με τους 11.000 πολιτές μπορεί να έφτασε στη κορυφή της κατάταξης με τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα στον κόσμο τη δεκαετία του ’70, αλλά αυτό έμελλε να υπονομεύσει τη κουλτούρα της, όταν άρχισε να υιοθετείται ο δυτικός τρόπος ζωής και διατροφής. Ο πλούτος έφερε στους Ναουρουανούς μια αεροπορική εταιρεία, επικοινωνίες, εισαγωγές βιομηχανικών τροφίμων, αλκοόλ, αυτοκινήτων, ηλεκτρικών συσκευών και τηλεοράσεων που ενθάρρυναν έναν καθιστικό τρόπο ζωής. Η καταναλωτική κοινωνία φαίνεται ότι άνθισε υπό την ομπρέλα της κυβέρνησης που κατήργησε τους φόρους και πλήρωνε για την υγεία και την εκπαίδευση όλων των κατοίκων. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι από τους πολίτες έκαναν την αδράνεια τρόπο ζωής, και κάπως έτσι μειώθηκε και το ποσοστό άσκησης με την εικόνα της χώρας σταδιακά να αλλάζει ριζικά.

Πολίτες του Ναούρου

Οι δραστηριότητες εξόρυξης φωσφορικών αλάτων απογύμνωσαν τα βασικά ορυκτά από το 80% της γης του Ναούρου, και τη δεκαετία του ’90 το μεγαλύτερο μέρος του νησιού είχε μετατραπεί σε άγονο. Αυτό σήμαινε ότι η γη που κάποτε ήταν κατάλληλη για γεωργία δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει μια σταθερή παροχή τροφίμων για τους κατοίκους της. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Τα κοιτάσματα φωσφορικών αλάτων τελικά εξαντλήθηκαν, με αποτέλεσμα τα ποσοστά ανεργίας να εκτοξευθούν στο 90% της χώρας. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν τους κατοίκους του νησιού να εξαρτώνται κυρίως από τα εξαιρετικά επεξεργασμένα και φθηνά τρόφιμα που εισάγονταν από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, με τα φρέσκα φρούτα και τα ψάρια εξαφανίζονται από τη διατροφή τους. Για να καταπολεμήσει τις αυξανόμενες επιπλοκές στην υγεία, το Ναούρου ενθάρρυνε τους κατοίκους του να κάνουν γυμναστική, αλλά αυτή δεν αρκεί προφανώς για να αντιμετωπιστεί ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής.

Αυτή η επιδείνωση των διατροφικών συνηθειών, σε συνδυασμό με την έλλειψη άσκησης, χάρισε στο Ναούρου έναν νέο τίτλο: «η χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στον κόσμο», ανακηρρύσοντας τους Ναουρουανούς, τον πιο παχύσαρκο λαό. Σήμερα, το 94% του πληθυσμού του είναι υπέρβαρο και ο διαβήτης πλήττει το 66% των ατόμων ηλικίας 55 ετών. Σύμφωνα με τη The Financial Express, η χώρα έχει εξαρτηθεί τόσο πολύ από τα επεξεργασμένα τρόφιμα της Δύσης, ώστε η ανθρωπολόγος Amy McLennan από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η οποία επισκέφθηκε τη χώρα και έμεινε εκεί για έντεκα μήνες, δήλωσε ότι «ήταν θέμα τύχης αν έβρισκα ένα λαχανικό μία φορά την εβδομάδα».

Με πληροφορίες από: El País, Medium