Ο Πιερ καθόταν σε ένα σκοτεινό μπαρ του Παρισιού, με ένα ποτήρι αψέντι μπροστά του. Το φως των κεριών έτρεμε, δημιουργώντας σκιές στους πέτρινους τοίχους. Σήκωσε το ποτήρι του και είδε το αψέντι να λάμπει με μια αινιγματική πράσινη απόχρωση. Καθώς έριχνε το παγωμένο νερό, το ποτό θόλωσε σαν ένα φάντασμα που αναδύεται από τα βάθη των χρόνων.

Με την πρώτη γουλιά, ένιωσε τον κόσμο γύρω του να αλλάζει. Οι ήχοι του μπαρ άρχισαν να χαμηλώνουν, σαν να απομακρύνονταν. Τα χρώματα ζωντάνεψαν, οι σκιές χόρευαν στους τοίχους και τα σχέδια στο ταβάνι άρχισαν να παίρνουν μορφή. Mέσα στο ποτήρι του είδε ένα δάσος, εκείνο όπου είχε χαθεί κάποτε παιδί και σαν να θυμήθηκε να ακούρι τα γέλια των ξωτικών. Ένιωσε να ταξιδεύει πέρα από τον χρόνο, σε κόσμους μακρινούς και παράξενους, όπου η πραγματικότητα και το όνειρο ήταν ένα και το αυτό.

Όταν οι αισθήσεις του τον έφεραν πίσω στο μπαρ, η νύχτα είχε προχωρήσει. Το αψέντι στο ποτήρι του είχε τελειώσει, αλλά η γεύση του παράξενου και του ανεξερεύνητου παρέμεινε στα χείλη του. Αναρωτήθηκε αν όλα ήταν απλώς ένα όνειρο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα παλιό, κίτρινο λουλούδι που είχε βρει στο δάσος όταν ήταν παιδί. Το άφησε απαλά στο τραπέζι, χαμογέλασε και βγήκε στο σκοτάδι του Παρισιού, με την αίσθηση πως η περιπέτειά του μόλις είχε αρχίσει.

Αυτή είναι μόνο μία από τις «υπερβολικές» ιστορίες που μπορεί να διαβάσει κάποιος σήμερα στα αρχεία του Reddit αν θέλει να μάθει περισσότερα για την ιστορία ενός ποτού, που μέχρι τις αρχές των 90s θεωρούνταν επικίνδυνα εθιστικό, ακριβώς όπως και ένα χημικό ναρκωτικό.

Το αψέντι, ωστόσο, για όσους δεν το έχουν δοκιμάσει, δεν είναι εθιστικό, δεν είναι ναρκωτικό, και δεν είναι επικίνδυνο ως αλκοολούχο ποτό (σε μετρημένες δοσολογίες πάντα). Είναι ένα ποτό με έντονη γεύση και χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα, αλλά ναι έχει μια μακρά και πολύ μυστηριώδη ιστορία η οποία ξεκινά από τον 18ο αιώνα. Αρχικά, παρασκευαζόταν από την αγριαψιθιά, ένα φαρμακευτικό φυτό, και γρήγορα κέρδισε δημοτικότητα στην Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία, όπου έγινε το αγαπημένο ποτό των καλλιτεχνών, των διανοούμενων, αλλά και των καταραμένων ποιητών. Και, ίσως, αυτό έπαιξε έναν ρόλο και έτσι η φήμη του δεν ήταν μόνο θετική.

Η πρώτη απόσταξη του αψέντι έγινε από έναν Γάλλο γιατρό, φυγά στην Ελβετία, τον Pierre Ordinaire, στα τέλη του 18ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τις νέες τότε τεχνικές απόσταξης κατόρθωσε να «απαλύνει» την πίκρα του ελιξίριου που έσταζε από το φυτό Αρτεμισία το αψίνθιον (Artemisia absinthium), ένα φυτό το οποίο ήταν ήδη γνωστό για τις «ευεργετικές του στον οργανισμό ιδιότητες».  Το 1905 η συνταγή πέρασε στα χέρια του Major Dubied και του γαμπρού του Henri-Louis Pernod οι οποίοι κατασκεύασαν ένα μικρό αποστακτήριο στα σύνορα της Γαλλίας με την Ελβετία με αποκλειστικό στόχο την παραγωγή του πράσινου tonic. Με τη μετάβαση από τη χειρωνακτική στη βιομηχανική παραγωγή του αψέντι, το ποτό βρήκε το δρόμο του προς έναν ευρύτερο πληθυσμό. Ωστόσο, αυτός περιελάμβανε αρχικά κυρίως την ελίτ της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένων των αργόσχολων πλουσίων.

“Café Table with Absinthe”, πίνακας του Vincent Van Gogh του 1887. Το ποτήρι περιέχει αψέντι, ένα δημοφιλές απεριτίφ, που ο Βαν Γκογκ έπινε συχνά.

Και η ιστορία του συνεχίζεται σαν ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα που αρχικά ανέτειλε ανάμεσα στα εκλεκτά τραπέζια των Παριζιάνων μπον βιβέρ, για να βυθιστεί αργότερα στους σκοτεινούς δρόμους της τέχνης και της απόγνωσης. Το 1868, ένα άρθρο στη Lancet επισήμανε την παράξενη γοητεία του: «[…] το αψέντι είχε αρχίσει να κάνει θόρυβο στο Παρίσι, λόγω του ότι είχε γίνει το ποτό των μοντέρνων τεμπέληδων, αντί να είναι η χυδαία πολυτέλεια των αγροτών και των εργατών». Ο κοινωνικός του χαρακτήρας άρχισε να αλλάζει και να γίνεται όλο και περισσότερο το ποτό της επιλογής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των άφραγκων καλλιτεχνών, μέσα από το έργο των οποίων μπορούμε σήμερα να θαυμάσουμε τον ρόλο του ποτού στη γαλλική κοινωνία εκείνης της εποχής. Ναι, το αψέντι εμφανίζεται στους πίνακες μεταξύ άλλων των Van Gogh, του Manet και του Degas. Ποιητές όπως ο Rimbaud, ο Verlaine και ο Ernest Dowson έπιναν αψέντι και έγραφαν μεγάλους στίχους για την δόξα του. Ενώ ο Oscar Wilde είχε γράψει χαρακτηριστικά: «Ένα ποτήρι αψέντι είναι τόσο ποιητικό όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε ένα ποτήρι αψέντι και ένα ηλιοβασίλεμα;».

Ωστόσο, το αψέντι, με το χαρακτηριστικό του άρωμα που μυρίζει μέταλλο και αφήνει στο στόμα την αίσθηση του χαλκού, σύμφωνα με τον μυθιστοριογράφο Joris-Karl Huysmans, ήταν (και παραμένει) ένα μυστήριο που μαγνητίζει τους ανήσυχους της νύχτας. Ένα ποτό που γέννησε στίχους και πίνακες, αλλά και φλόγες στο σκοτάδι. «Ακόμα και όταν γίνεται λιγότερο επιθετικό με μια σταγόνα ζάχαρης, το αψέντι εξακολουθεί να μυρίζει χαλκό και να αφήνει στον ουρανίσκο τη γεύση ενός μεταλλικού κουμπιού που το πιπιλάς αργά», θα γράψει ο σπουδαίος Γάλλος εκφραστής του Κινήματος της Παρακμής.

Η κατανάλωση του αψέντι προϋπέθετε μια συγκεκριμένη τελετουργία και εργαλεία όπου το βασικό ήταν ένα κουταλάκι με τρύπες. Ο καταναλωτής έβαζε σε ένα ποτήρι μια δόση καταπράσινο αψέντι και στην συνέχεια γέμιζε με χοντρή ζάχαρη το κουταλάκι. Έριχνε με αργό τρόπο λίγο κρύο νερό πάνω στο κουταλάκι με την ζάχαρη και καθώς το νερό κυλούσε παρέσυρε την ζάχαρη μέσα στο αψέντι. Καθώς το νερό έρχονταν σε επαφή με το αψέντι, αυτό άλλαζε χρώμα και από πράσινο μετατρέπονταν σε γαλακτώδες λευκό. Η ζάχαρη απλά βοηθούσε στο να απαλύνει την έντονη πίκρα που έβγαζε το αψέντι.

Φωτ.: Getty Images / Unsplash+

Στη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι το ποτό προκαλούσε ψυχικές διαταραχές και εθισμό, με αποτέλεσμα να θεωρείται επικίνδυνο. Οι υπερβολικές καταναλώσεις του συνδέθηκαν με βίαιες συμπεριφορές και κοινωνικά προβλήματα, γεγονός που οδήγησε σε μια ευρεία ανησυχία για τις επιπτώσεις του. Σαν να λέμε δηλαδή ότι οι υπερβολικές καταναλώσεις ουίσκι ή τζιν δεν ήταν ποτέ οι αιτίες για βίαιες συμπεριφορές, ειδικά από άτομα που ήταν εθισμένα σε αυτά τα ποτά. Ωστόσο, η κορύφωση αυτής της ανησυχίας ήρθε το 1915, όταν πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, αποφάσισαν να απαγορεύσουν, όχι μόνο την παραγωγή αλλά και την κατανάλωση του αψέντι. Η απαγόρευση αυτή βασίστηκε σε τυχαία περιστατικά, ψευδείς παραστάσεις και προκαταλήψεις, οι οποίες συχνά υπερβάλλονταν και από τα μέσα ενημέρωσης της εποχής.

Η «Πράσινη Νεράιδα» όπως αποκαλούσαν οι φανατικοί «χρήστες» το ποτό, αποκλείστηκε ξαφνικά από την καθημερινότητα δεκάδων χιλιάδων Ευρωπαίων, όταν η κατανάλωσή του απαγορεύτηκε καθολικά και έμεινε σαν μια «απαγορευμένη ανάμνηση» στα ιστορικά βιβλία και την τέχνη του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Η κυριαρχία του αψέντι σε εκείνα τα χρόνια μπορεί να κατανοηθεί μόνο αν συνυπολογιστεί σε αυτό η εντατική εκβιομηχάνιση που γνώρισε η Γαλλία με επίκεντρο το Παρίσι εκείνη την εποχή. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέφθαναν καθημερινά στα μεγάλα αστικά κέντρα για δουλειά στα εργοστάσια σε απάνθρωπες συνθήκες και ατελείωτες ώρες εργασίας. Το αψέντι, αρκετά φτηνό και με φήμη γύρω από τις ανορθωτικές του ιδιότητες, έγινε το καθολικό αντίδοτο στην εξαθλίωση. Την ίδια στιγμή η ενεργή αποικιοκρατική παρουσία των Γάλλων στην Βόρεια Αφρική έστειλε χιλιάδες νέους σε αφιλόξενα τμήματα της Αφρικής όπου οι γιατροί συνταγογραφούσαν χωρίς καμιά αναστολή αψέντι σαν το φάρμακο που θα αντιμετώπιζε όλα τα προβλήματα.

Βέβαια, η ιστορία που στιγμάτισε για πάντα τη φήμη του ποτού είναι εκείνη του αγρότη Jean Lanfray ο οποίος ζούσε σε μια αγροτική πόλη της Ελβετίας, την Commugny. Ο Lanfray καταδικάστηκε για τη δολοφονία της εγκύου συζύγου του και των δύο παιδιών του σε κατάσταση μέθης το απόγευμα της 28ης Αυγούστου 1905. Αργότερα αποκαλύφθηκε από την αστυνομία ότι είχε καταναλώσει μια υπερβολική ποσότητα κρασιού, μπράντι, crème de menthe εκείνο το πρωί, μαζί με δυό ποτηράκια αψέντι. Ωστόσο, λόγω του ηθικού πανικού κατά του αψέντι στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, οι δολοφονίες του αποδόθηκαν αποκλειστικά στην επίδραση του αψέντι, με αποτέλεσμα να υποβληθεί αίτηση για την απαγόρευση του ποτού στην Ελβετία λίγο μετά τους φόνους. Η αίτηση έλαβε 82.000 υπογραφές σε ένα συνταγματικό δημοψήφισμα του 1908, το οποίο οδήγησε στην απαγόρευση του αψέντι σε ολόκληρη την Ελβετία, ενώ στη συνέχεια απαγορεύτηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (και στις Ηνωμένες Πολιτείες) πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσο για τον Lanfray, μετά τις αποτρόπαιες πράξεις του, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Αλλά η ιστορία του δεν τελείωσε εκεί…

Όταν η αστυνομία έφτασε στον τόπο του εγκλήματος, όχι μόνο διαπίστωσε ότι ο Lanfray είχε επιβιώσει από τον μοιραίο πυροβολισμό, αλλά είχε και τις αισθήσεις του. Κάποιοι πίστεψαν τότε ότι αυτό οφειλόταν στις σκοτεινές μυστηριώδεις δυνάμεις του αψέντι. Μόνο που Lanfray επέζησε απλώς για να κρεμαστεί λίγο αργότερα μέσα στη φυλακή.

Οι παραγωγοί αψέντι δεν κατάφεραν ποτέ να αποκρούσουν τους χείμαρρους αρνητικής προσοχής που δόθηκε στο ποτό από τους πολιτικούς, την ιατρική κοινότητα, τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και τη βιομηχανία κρασιού. Το αψέντι συνδεόταν διαρκώς και συνεχώς με την τρέλα, την αυτοκτονία, την εγκληματική συμπεριφορά και τον εθνικό εκφυλισμό. 

Φωτ.: Envato

Η σιωπή τύλιξε το αψέντι για σχεδόν έναν αιώνα, μετά την απαγόρευσή του. Σήμερα φαίνεται να επανέρχεται στη μόδα, ενώ οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν άρει και πάλι την απαγόρευση του. Πρωταγωνίστησε σε πολλές δημοφιλείς ταινίες του Χόλιγουντ – για παράδειγμα, στο “From Hell” (2001), με τον Johnny Depp στον ρόλο του εθισμένου στο όπιο-λάβδανο-αψέντι ντετέκτιβ που ερευνά τους φόνους του Τζακ του Αντεροβγάλτη στο Λονδίνο, στο “Moulin Rouge” (2001), στο “Dracula” του Κόπολα και στο “Murder by Νumbers” (2002), όπου δύο πανέξυπνοι αλλά βαριεστημένοι μαθητές (Ryan Gosling και Michael Pitt) προσπαθούν να διαπράξουν τον τέλειο φόνο, απαγγέλουν Rimbaud και αρμενίζουν με την μεθυσμένη βάρκα τους σε πράσινα νερά. Το 2001, στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, άνοιξε τις πόρτες του ένα νέο μπαρ που έφερε το όνομα “Absinthe Bar”, πρωταγωνίστησε σε όλα τα glamorous περιοδικά του πλανήτη και κάπως έτσι η (πιο) μοντέρνα κοινότητα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτές οι κινήσεις σηματοδοτούσαν την λήξη μιας απαγόρευσης, μιας σιωπής και μιας άρνησης που κράτησε έναν ολόκληρο αιώνα και αφορούσε τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό του ποτού από την καθημερινότητα της δυτικής κοινωνίας.

Με την αναβίωση του αψέντι, έχουν εγερθεί ανησυχίες για την πιθανή χρήση του ως δημοφιλές ναρκωτικό, ειδικά με την ευκολία απόκτησής του μέσω του Διαδικτύου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το αψέντι ενδέχεται να απειλεί τη δημόσια υγεία, λόγω των δραστικών συστατικών του και της υψηλής περιεκτικότητάς του σε αλκοόλ. Παρ’ όλα αυτά, η επιστημονική κοινότητα έχει αντιδράσει ελάχιστα σε τέτοιες ανησυχίες. Σήμερα, η πρόσβαση σε αψέντι είναι αρκετά εύκολη, τόσο στο διαδίκτυο όσο και σε μπαρ και κάβες. Ποια, λοιπόν, είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος;

Σήμερα, το αψέντι που βρίσκουμε στα ράφια των μπαρ και των καταστημάτων δεν έχει καμία σχέση με το αψέντι που απολάμβαναν οι άνθρωποι πριν από την απαγόρευσή του. Η νομοθεσία της ΕΕ έχει επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στην ποσότητα της θουγιόνης, του ενεργού συστατικού του ελαίου αψιθιάς, που μπορεί να περιέχεται στα ποτά. Πλέον, η θουγιόνη δεν μπορεί να ξεπερνά τα 35 mg/kg, καθιστώντας το σημερινό αψέντι μια πιο αθώα επιλογή σε σύγκριση με το παρελθόν. Η θουγιόνη, γνωστή για τις νευροτοξικές της ιδιότητες, έχει ανασταλτική επίδραση στους υποδοχείς των νευροδιαβιβαστών GABA A στο κεντρικό νευρικό σύστημα, συμμετέχοντας στη μείωση του άγχους. Αντίθετα, η αιθανόλη και οι βενζοδιαζεπίνες διευκολύνουν τη σύνδεση με αυτούς τους υποδοχείς, προσφέροντας ανακούφιση από το άγχος. Έτσι, το σημερινό αψέντι, αν και μπορεί να έχει συγκέντρωση αλκοόλης που αγγίζει το 70%, είναι αναμφισβήτητα λιγότερο επικίνδυνο από το παλιό αψέντι, το οποίο περιείχε έως και 25 φορές περισσότερη θουγιόνη.

Φωτ.: Jonah Brown / Unsplash+

Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να μάθουμε από το παράδειγμα του αψέντι (όπως και από την μεταγενέστερη απαγόρευση του καπνίσματος, αλλά και την τεράστια εξάπλωση της παχυσαρκίας) είναι ότι οι κοινωνικές ανισότητες στην υγεία, ως αποτέλεσμα ανισοτήτων σε συμπεριφορές που σχετίζονται με την υγεία -ιδιαίτερα στη χρήση ουσιών- θα πρέπει να προλαμβάνονται όταν οι επιδημίες τέτοιων συμπεριφορών εντοπίζονται από την αρχή, πριν απλωθούν πλήρως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, η απαγόρευση του αψέντι ήταν αποτέλεσμα τόσο πολύπλοκων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών όσο και στοχευμένων προσπαθειών πολιτικών και γιατρών. Άλλωστε η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι όσο δεν δίνεται προσοχή στο υποκείμενο άγχος που προκαλεί μια θέση στον πάτο μιας κοινωνίας, δεν είναι καθόλου περίεργο να βλέπουμε ότι όλα μπορούν να αντισταθμιστούν από την αύξηση άλλων «εθισμών» εξίσου κακών για την υγεία των ανθρώπων.

Η μαγεία που είχε το παλιό αψέντι ήταν ότι λειτουργούσε ταυτόχρονα ως διεγερτικό και χαλαρωτικό, δημιουργώντας μια μοναδική, και πιθανόν για κάποιους οργανισμούς, επικίνδυνη εμπειρία. Ωστόσο, η αρνητική εικόνα του αψέντι, που το συνέδεε με σοβαρές ψυχικές ασθένειες και αυτοκτονίες, είχε τις ρίζες της στη γαλλική κοινωνία της εποχής. Η κοινωνική κατανομή του ποτού, καθώς και η σχέση του με την αθλιότητα και τη φτώχεια, διαμόρφωσαν μια λανθασμένη μαζική αντίληψη γύρω από αυτό. Και γι’ αυτό οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις του ποτού μπορεί να προήλθαν περισσότερο από τις πολεμικές των γιατρών, των δημοσιογράφων και των πολιτικών, παρά από αξιόπιστες ιατρικές έρευνες της εποχής.

Φωτ.: Timon Studler / Unsplash+

Επίλογος

Καθώς η νύχτα απλώνεται σαν ένα πράσινο πέπλο πάνω από τις παλιές καφετέριες και τα μπαρ της Ευρώπης, αυτό το θρυλικό ποτό αναδύεται από τις σκιές της ιστορίας, μεταφέροντάς μας σε μια εποχή, που είτε μας αρέσει είτε όχι, ήταν γεμάτη μυστήριο και δημιουργικότητα. Το αψέντι, με την εθιστική του γεύση και την έντονη του χροιά, δεν είναι απλώς ένα αλκοολούχο ποτό, αλλά μια πύλη σε έναν κόσμο ονείρων και φαντασίας. Στο φως των κεριών, οι καλλιτέχνες και οι ποιητές του παρελθόντος συναντώνται ξανά, μοιράζοντας τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους, καθώς το αψέντι ρέει σαν το φως του φεγγαριού μέσα στα ποτήρια τους. Γι αυτό αν τυχόν το δοκιμάσετε να θυμάστε ότι κάθε γουλιά είναι μια αναδρομή σε παλιές εποχές, όπου οι θρύλοι και οι πραγματικότητες μπλέκονταν σε έναν ξεχασμένο χορό, δημιουργώντας ιστορίες που ζωντάνευαν με την κάθε σταγόνα. Αυτή η μαγευτική ουσία, που κάποτε θεωρήθηκε επικίνδυνη και καταστροφική, τώρα αναβιώνει, θυμίζοντας μας ότι η ομορφιά και ο κίνδυνος συχνά συνυπάρχουν. Το αψέντι, με την ιστορία του γεμάτη αντιφάσεις, υπάρχει για όποιον θέλει να το ανακαλύψει, να το γευτεί και να το αποδεχτεί ως ένα κομμάτι μιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Εξάλλου, το παρελθόν είναι γεμάτο ιαματικές ιστορίες και η ιστορία του αψέντι είναι μια από αυτές: καθώς οι νότες του παρελθόντος αντηχούν στο παρόν, η «Πράσινη Νεράιδα» παραμένει μια μαγική σύνθεση, που μας ταξιδεύει σε κόσμους άγνωστους, γεμάτους φανταστικές ιστορίες, προσκαλώντας μας να ονειρευτούμε τον κόσμο από την αρχή.

 

➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.