«Αναβάλλω τον θάνατο ζώντας, υποφέροντας, κάνοντας λάθη, ρισκάροντας, δίνοντας, χάνοντας».
Είναι 2 Μαρτίου του 1932 και η Αναΐς Νιν γράφει αυτό το γράμμα στον Χένρι Μίλερ. Τη φαντάζομαι με το στυλό στο χέρι (γιατί έχει δανείσει στον Χένρι τη γραφομηχανή της) σε ένα από εκείνα τα μαυριτανικά/μποέμικα δωμάτια βαμμένα βερικοκί στη βίλα της στη Λουβσιέν. Ίσως το φύλλο χαρτί να έχει μπει ανάμεσα στις σελίδες ενός σκληρόδετου βιβλίου. Πολυάριθμα γυάλινα αντικείμενα art nouveau περιβάλλουν τη συγγραφέα, διαθλώντας κι αντανακλώντας, σαν τόσοι πολλοί Ναμπόκοφικοί καθρέφτες, το δωμάτιο, τη γυναίκα κουλουριασμένη σε μαξιλάρια πάνω στο περσικό χαλί, τον φιλήσυχο σύζυγό της που μόλις επέστρεψε από τη δουλειά του στην τράπεζα, τη φωτιά στο τζάκι, τις μεταξωτές κουρτίνες τραβηγμένες ενάντια στη νύχτα. «Τι κάνεις γατούλα;» ρωτάει ο Χιου Γκίλερ, ο άντρας με τον οποίο η Νιν θα παραμείνει παντρεμένη σε όλη της τη ζωή. «Γράφω το ημερολόγιό μου», απαντά εκείνη γαλήνια.
Την επόμενη ημέρα θα ταχυδρομήσει την επιστολή. Λίγες μέρες νωρίτερα, αυτή και ο Χένρι Μίλερ, ένας άφραγκος ξενιτεμένος συγγραφέας, που γνώριζε πολύ καλά από κοριούς και πείνα, συναντήθηκαν σε ένα καφέ του Μονπαρνάς όπου εξομολογήθηκαν τον έρωτά τους. Δύο μέρες αργότερα θα τον ολοκληρώσουν στο κρεβάτι ενός άθλιου ξενοδοχείου, όπου ο Μίλερ ντρεπόταν να την πάει. «Η εκτυφλωτική λάμψη του δωματίου σας», του γράφει αργότερα από ένα από εκείνα τα βερικοκί δωμάτια στο Λουβσιέν. «Πώς μπορεί μια στιγμή να είναι ταυτόχρονα τόσο εξωπραγματική και τόσο θερμή – τόσο θερμή». Πειράζοντάς τον, του θυμίζει τη φράση του, «Μόνο οι πόρνες με εκτιμούν», και του λέει, «μπορείς να έχεις μια σωματική εγγύτητα με τις πόρνες, ωστόσο υπάρχει πάρα πολύ πνεύμα μεταξύ μας, πάρα πολλή λογοτεχνία, σάρκες μπερδεμένες με αισθήσεις και αναπνοές μαζί με ηδυπάθεια».
Όποιες κι αν ήταν οι διακυμάνσεις και οι μετατροπές της σχέσης τους, θα συνεχίσουν να αλληλογραφούν για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Από καιρόν εις καιρού συμβουλεύει ο ένας τον άλλον να καταστρέψει τα γράμματα. Αλλά σχεδόν ποτέ δεν το κάνουν. Τα περισσότερα από αυτά τα γράμματα της επικίνδυνης κι ένοχης αλληλογραφίας θα φυλαχτούν προσεκτικά.
Η Αναΐς Νιν γνώρισε τον Χένρι Μίλερ λίγο αφότου βρήκε το κουράγιο να πάρει στα σοβαρά το γράψιμό της, να πιστέψει ότι το ημερολόγιο που κρατούσε από την παιδική της ηλικία θα μπορούσε να είναι κάτι αξιόλογο. Ήταν 28 ετών, και προσπαθούσε να ξεπεράσει μια αποτυχημένη εξωσυζυγική σχέση με τον συγγραφέα Τζον Έρσκιν, ο οποίος ήταν ο μέντορας του συζύγου της στο κολέγιο. Τη σχέση αυτή την είχε εξομολογηθεί εν μέρει στον Χιου – τα πάντα, εκτός από το γεγονός της σωματικής συνεύρεσης. Και η Νιν είχε κάνει μια εκπληκτική ανακάλυψη: ότι η εξομολόγηση είχε απλώς ενισχύσει και εντείνει την αγάπη του ενός για τον άλλον. «Αυτό που προσφέρω στους άλλους δεν υποτιμά τον Χιου – μέχρι ενός ορισμένου σημείου», έγραψε στο ημερολόγιό της τον Ιανουάριο του 1929. Προφανώς ο Χιου πρέπει να το είχε συνειδητοποιήσει κι αυτός, γιατί, παρόλο που υπέφερε, το ζευγάρι κατέληξε σε μια μετριοπαθή, αν και όχι εντελώς ειλικρινή συμφωνία: Ο καθένας έδινε στον άλλον την άδεια να παραστρατήσει, τουλάχιστον πνευματικά, ενώ υποσχόταν να τηρήσει μυστικότητα και να παραμείνει σεξουαλικά πιστός. Αν και η Νιν το υποσχέθηκε, ήξερε πολύ καλά ότι θα παραβίαζε αυτόν τον κανόνα. «Αγαπώ τον Χιου, αλλά αγαπώ επίσης τη ζωή», είχε γράψει την ίδια χρονιά. Μέχρι το 1931, δεν μοιραζόταν πλέον το ημερολόγιό της με τον σύζυγό της.
Η ζωή ήταν ο Χένρι Μίλερ. Η ζωή ήταν επίσης η σύζυγος του Μίλερ, η Τζουν, πρώην χορεύτρια του Μπρόντγουεϊ, η οποία συντηρούσε τον Μίλερ για χρόνια με χρήματα που είχε αποκτήσει με αμφίβολο τρόπο από διάφορους άνδρες. Μια αχόρταγη, ανήθικη, μυθομανής φιγούρα, η Τζουν είχε μια συναρπαστική ενέργεια που η Αναΐς έβρισκε ακαταμάχητη. Οι δύο γυναίκες είχαν μια σύντομη, παθιασμένη σχέση μεταξύ τους – χωρίς να το κρύψουν από τον Χένρι – προτού η Τζουν επιστρέψει στην Αμερική τον Ιανουάριο του 1932. Αυτήν την αμοιβαία εμμονή τους για την Τζουν, την ανέλυαν ασταμάτητα με βαθιά συγγραφικό τρόπο, που αποτέλεσε τον πρώτο ισχυρό δεσμό μεταξύ του Μίλερ και της Νιν.
Φεβρουάριος 1932, Παρίσι, γράμμα της Αναΐς προς την Τζούν
«Τζουν… Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα σε ξαναδώ να έρχεσαι προς το μέρος μου, ξεπροβάλλοντας από τα σκοτάδια του κήπου. Περιμένω μερικές φορές στο σημείο όπου συνηθίζαμε να συναντιόμαστε, προσδοκώντας να σε δω ξανά να περπατάς προς το μέρος μου, ξεμακραίνοντας από το πλήθος εσύ, τόσο ξεχωριστή και μοναδική. Όταν έφυγες, το σπίτι άρχισε να με πνίγει. Ήθελα να βρεθώ μόνη μου με την εικόνα σου… Νοίκιασα λοιπόν ένα στούντιο στο Παρίσι, ένα μικρό, ετοιμόρροπο διαμερισματάκι και καταφεύγω εκεί τουλάχιστον λίγες ώρες την ημέρα. Ποια είναι όμως αυτή η “άλλη” ζωή που θέλω να ζήσω χωρίς εσένα; Μερικές φορές πρέπει να φαντασθώ ότι είσαι παρούσα, Τζουν. Νιώθω σαν να θέλω να γίνω εσύ. Ποτέ άλλοτε δεν θέλησα να γίνω κανένας άλλος εκτός από τον εαυτό μου. Τώρα θέλω να λιώσω μέσα σου, να έρθω τόσο απίστευτα κοντά σου που ο εαυτός μου να εξαφανισθεί…»
«Έχουμε και οι δύο χάσει το μυαλό μας για την Τζουν», έγραψε η Νιν στον Μίλερ τον Φεβρουάριο του 1932. «Επινοεί τη ζωή της καθώς προχωράει χωρίς να κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, και το αγαπάμε πολύ αυτό σ’ε εκείνην». Σε μια άλλη επιστολή της παραδέχεται ότι φοβάται να μοιάσει στην Τζουν: «το απόλυτο χάος της Τζουν μου προξενεί ένα αίσθημα άγχους. Θέλω να είμαι σε θέση να ζήσω με την Τζουν στην απόλυτη τρέλα, αλλά θέλω επίσης να είμαι σε θέση να καταλάβω μετά, να συλλάβω αυτό που έζησα».
Η Τζουν θα παραμείνει κεντρική φιγούρα στη φαντασία του Μίλερ και στη μυθοπλασία του, αλλά όταν επέστρεψε στο Παρίσι τον Δεκέμβριο, ο γάμος τους ουσιαστικά έληξε. Μέχρι τότε η Αναΐς είχε αντικαταστήσει την Τζουν ως βασίλισσα των εμμονών του.
«Αγάπη;» Της γράφει ο Μίλερ. «Την αγοράζεις σε χάρτινες συσκευασίες από τους Ιάπωνες, την ρίχνεις σε ένα ποτήρι νερό. Ο έρωτας είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στο H2O». Της λέει ότι θα είναι βάναυσα ειλικρινής μαζί της γιατί είναι ίσοι. «Όταν βλέπω γυναίκες με μάτια που λένε ψέματα, τις λατρεύω. Ποιο δικαίωμα έχει μια γυναίκα να σε κοιτάζει με πίστη μάτια; Η γυναίκα φέρνει πόνο. Η γυναίκα είναι κακιά». Αυτές οι παράξενες, παράλογες ιδέες του για τις γυναίκες δεν προβλημάτισαν ιδιαίτερα τη Νιν: ο δικός της ναρκισσισμός την προστάτευε – η ιδέα ότι μόνο εκείνη είχε βρει την «τρυφερότητα» στον Μίλερ. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, συχνά συναναστρεφόταν με διάφορους δύσκολους και προκλητικούς άντρες. Αυτές οι σχέσεις της παρείχαν την περιπέτεια, το ρίσκο και το δράμα που τόσο λαχταρούσε. Ωστόσο, καθώς ήταν παντρεμένη, αυτό την διατηρούσε πάντα υπό ένα καθεστώς προστασίας από το να απορροφηθεί πολύ βαθιά από τη «ζωή» ή από το να κατακτηθεί από έναν άνδρα όπως ο Μίλερ – έναν άνδρα με ακόρεστο εγωισμό, του οποίου η ζήλεια της ξυπνούσε όλα τα φεμινιστικά της ένστικτα. Ένας τέτοιος άντρας δεν θα της επέτρεπε ποτέ τις ελευθερίες που της παρείχε ο Χιου.
Η Νιν ήταν συχνά νευρωτικά εγωκεντρική και παράλληλα αυτάρεσκη – αυτή η υπεροψία της αμαυρώνει και το έργο της, ιδίως όταν εμφανίζεται με ειλικρίνεια στις σελίδες του ημερολογίου της. Ως ερωμένη ωστόσο, ήταν γενναία, αφοσιωμένη, ανιδιοτελής κι ακούραστη. Ακόμα και πριν γίνουν εραστές, στηριξε οικονομικά τον τότε μη αναγνωρισμένο Χένρι Μίλερ καθώς μοιράστηκε μαζί του την οικονομική άνεση που της παρείχε ο Χιου Γκίλερ. Οι επιταγές που έστελνε στον Μίλερ ήταν άλλοτε χρήματα του Χιου, άλλοτε δικά της με κόπο κερδισμένα, αλλά συνέχιζαν να έρχονται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν επιτέλους εκείνος ήταν τελικά σε θέση να ζήσει με το εισόδημα από την εργασία του. Κατά καιρούς, το όνειρο του Μίλερ «Λέω πως αυτό είναι ένα άγριο όνειρο – αλλά είναι ένα όνειρο που θέλω να βιώσω. Ζωή και λογοτεχνία να συνδυάζονται κι εσύ με τη χαμαιλεόντια ψυχή σου να μου δίνεις χιλιάδες αγάπες, που θα βρίσκουν καταφύγιο σε οποιαδήποτε καταιγίδα μας τύχει» μπορεί να την έβαζε σε μεγάλο πειρασμό, αλλά εκείνη παρέμεινε πολύ λιγότερο επιρεασμένη από τις ρομαντικές του φαντασιώσεις. «Αυτό που θέλω να θυμάσαι», του έγραψε κάποτε, «είναι ότι μπορώ να σε κάνω πολύ πιο ευτυχισμένο και να σου δώσω πολύ περισσότερα και να σε ενδυναμώσω με κάθε τρόπο, χωρίς να έχεις τίποτα άλλο να σε ανησυχεί πέραν της δουλειάς σου».
Κατέληξε με μια διαρρύθμιση που πραγματικά της ταίριαζε – για το καλύτερο τόσο του Γκίλερόσο και του Μίλερ. Αν και ο Μίλερ ήταν ένας εγωπαθής εραστής, ένας ομολογουμένως μισογύνης, ένας άντρας που συχνά επέκρινε ως ψυχρό και αδιάφορο, συναδελφικά εκείνος ανταποκρίθηκε στη Νιν ως συγγραφέα με απόλυτη γενναιοδωρία και ανυπόκριτο θαυμασμό, σε μια εποχή που λίγοι άνδρες έπαιρναν στα σοβαρά τις λογοτεχνικές προσπάθειες των γυναικών. Διάβαζε τα ημερολόγιά της χωρίς ίχνος ερωτικής ζήλιας, τη βοηθούσε να τα επιμεληθεί ή και να τα δακτυλογραφήσει και την παρότρυνε να τα εκδώσει. Τα αναγνώριζε δικαίως ως το καλύτερο έργο της, βρίσκοντας σε αυτά μια δύναμη και μια αμεσότητα που απουσίαζε από τα μυθιστορήματά της, όπου η προσπάθεια να ρίξει πέπλα πάνω από την πραγματικότητα την οδηγούσε στην ασάφεια και την υπερβολικά περίτεχνη πρόζα. Ήταν το καλύτερο είδος αναγνώστη που θα μπορούσε να έχει ένας συγγραφέας – πάντα στηρίζοντας το έργο της, αλλά και παράλληλα χωρίς να φοβάται να ασκήσει κριτική. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την ανταπόκρισή του στα χειρόγραφα που του έδειχνε.
Γύρω στο 1942, η σχέση τους τελείωσε φθαρμένη από την υπερβολική ζήλια και την αυξανόμενη αρρωστημένη εξάρτησή του Μίλερ από τη Νιν. Ως συγγραφείς, όμως, παρέμειναν πολύ καλοί φίλοι.
Γράμμα του Χένρι Μίλλερ στην Αναΐς 14 Αυγούστου, 1932 Αναΐς:
«Αναίς, μην περιμένεις από μένα πια να είμαι νουνεχής. Ας μην είμαστε πια λογικοί. Ήταν ένας γάμος στο Λουβεσιέν – δεν μπορείς αυτό να το αμφισβητήσεις. Έφυγα έχοντας κολλημένα πάνω μου διάφορα κομμάτια από σένα. Περπατώ εδώ κι εκεί, κολυμπώντας μέσα σε ένα ωκεανό αίματος, του δικού σου ανδαλουσιανού αίματος που είναι διυλισμένο και δηλητηριώδες. Ό,τι κάνω και λέω και σκέφτομαι, έχει σχέση με εκείνο το γάμο. Σε είδα ως αφέντρα του σπιτιού σου, μια Μαυριτανή με πρόσωπο βαρύ, μια νέγρα με λευκό κορμί, με μάτια σ’ όλη σου την επιδερμίδα, γυναίκα, γυναίκα, γυναίκα. Δεν ξέρω τώρα πως μπορώ να συνεχίσω να ζω μακριά από σένα – αυτό το μεσοδιαστήμα είναι θάνατος».
Για χρόνια υπήρχαν φήμες, για την Αναΐς και τον Χένρι. Έγραφε για τον Χένρι και τις παράλληλες σχέσεις της με άλλους άνδρες, για τον Χιου, για τις δαιδαλώδεις στροφές της σεξουαλικότητάς της, σε τόμους του ημερολογίου της που λαχταρούσε και φοβόταν να δημοσιεύσει όσο ζούσε. Τα έγραφε διακριτικά και φύλαγε τις ερωτικες επιστολές τις οποίες επικολλούσε στα σημειωματάριά της. Δεκαπέντε χιλιάδες σελίδες μαζεύτηκαν σε ένα τραπεζικό θησαυροφυλάκιο στο Παρίσι. Στα εξήντα της, προσέλαβε έναν επιμελητή για να τη βοηθήσει να στήσει το βιβλίο της ζωής της. Η ίδια «καιγόταν» για αναγνώριση, αλλά δεν ήθελε να πληγωθεί κανείς, ειδικά ο Χιου. Γι’ αυτόν επέλεξε να κάνει τη μεγαλύτερη θυσία ενός συγγραφέα: τη σιωπή. Και ίσως το μεγαλύτερο δώρο του Χιου Γκίλερ στη γυναίκα του ήταν ότι την άφησε να πιστέψει ότι τόσα χρόνια τον εξαπατούσε με επιτυχία.
Ίσως. Ποιος ξέρει; Η ιστορία εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα σε θραύσματα από χρωματιστό γυαλί. Τα γράμματα λένε εκείνα τα ψέματα που αποτελούν μέρος της αλήθειας για την ανθρώπινη αγάπη.
Λος Άντζελες, Σεπτέμβριος 1976 Η Αναΐς Νιν γράφει για τα ημερολόγια της:
«Από εκείνη την εποχή, όταν όλοι μας γράφαμε ερωτικά κομμάτια για ένα δολάριο τη σελίδα, κατάλαβα ότι αιώνες τώρα είχαμε ένα και μόνο μοντέλο για αυτό το είδος λογοτεχνίας: το αντρικό γράψιμο. Είχα ήδη συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στην αντρική και τη γυναικεία συμπεριφορά της σεξουαλικής πείρας. Ήξερα ότι υπήρχε μια απέραντη διαφορά ανάμεσα στη σαφήνεια του Χένρι Μίλερ και στα δικά μου διφορούμενα: ανάμεσα στη δική του χιουμοριστική, γεμάτη οίστρο ακολασίας άποψη για το σεξ και στις δικές μου ποιητικές περιγραφές ερωτικών δεσμών στα αδημοσίευτα κομμάτια του “Ημερολογίου”. […] Οι γυναίκες, σκεφτόμουν, είναι περισσότερο ικανές να ενώνουν το σεξ με το συναίσθημα, με τον έρωτα, και να ανήκουν μάλλον σε ένα μόνο άντρα παρά να είναι ασύδοτες. Αυτό το κατάλαβα καλύτερα όταν έγραφα τα μυθιστορήματα και το “Ημερολόγιο” και το είδα ακόμα πιο καθαρά όταν άρχισα να διδάσκω. Όσο κι αν η στάση όμως της γυναίκας απέναντι στο σεξ είναι διαφορετική από του άντρα, δεν είχαμε μάθει ακόμα πώς να την περιγράφουμε. Εδώ, στα “Ερωτικά” έγραψα για ψυχαγωγία κάτω από την πίεση ενός πελάτη (σ.σ. του συλλέκτη-εντολοδόχου τους), που μου ζητούσε “να παρατήσω την ποίηση”. Πίστευα ότι το ύφος μου προερχόταν από διαβάσματα έργων των αντρών. Γι’ αυτό το λόγο, από καιρό νόμιζα ότι συμβιβάστηκα με το γυναικείο μου εαυτό. Έβαλα τα “Ερωτικά” στην άκρη. Διαβάζοντάς τα ξανά πολλά χρόνια αργότερα, βλέπω ότι η προσωπική μου φωνή δεν είχε απόλυτα καταπιεστεί. Σε πολλά μέρη χρησιμοποιούσα ενστικτωδώς γυναικεία γλώσσα, βλέποντας τη σεξουαλική εμπειρία από γυναικεία άποψη. Τελικά αποφάσισα να επιτρέψω τη δημοσίευση των “Ερωτικών” μια και δείχνουν τις αρχικές προσπάθειες μιας γυναίκας σε έναν κόσμο ο οποίος είναι ιδιοκτησία των αντρών. Αν εκδοθεί ποτέ το “Ημερολόγιο” χωρίς περικοπές, αυτή η γυναικεία άποψη θα καθιερωθεί ακόμα πιο καθαρά. Θα δείξει ότι οι γυναίκες (και εγώ, στο “Ημερολόγιο”), δεν ξεχωρίζουμε ποτέ το σεξ από το αίσθημα, από τον έρωτα για ολόκληρο τον άντρα».