Στο Tractatus de diversis materiis predicabilibus ο Στέφανος του Μπουρμπών, ιεροκύρηκας και ένας απο τους πρώτους ιεροεξεταστές, διηγείται μια παράξενη ιστορία που αντάμωσε στο ταξίδι του στην ανατολική Γαλλία τον 12ο αιώνα:τ ον Άγιο Γκινφόρ. Ερχόμενος σε επαφή με τους κατοίκους της περιοχής άκουσε για ένα Άγιο τον οποίο περιέβαλλαν με αγάπη και θαυμασμό. Όταν θέλησε να μάθει περισσότερα για αυτόν έμεινε κατάπληκτος όταν τον ενημέρωσαν πως επρόκειτο για ένα λαγωνικό το οποίο ενεπλάκη σε μια τραγική ιστορία.
Οι χωρικοί ορκίζονταν πως η ιστορία δεν ήταν προϊόν μυθοπλασίας αλλά αληθινή και ήταν η ακόλουθη. Στη περιοχή των Ντόμπ κοντά στη πόλη της Λυών ο κατσελλάνος Βιγιάρ-λε-Ντομπ φεύγει απο το πύργο του και όταν επιστρέφει γίνεται μάρτυρας ενός συγκλονιστικού σκηνικού. Το παιδί του στη κούνια βρίσκεται μέσα στα αίματα και θεωρεί το πιστό του σκύλο Γκινφόρ υπαίτιο της ανείπωτης τραγωδίας για να τον σκοτώσει με το σπαθί του. Υστερά απο λίγο, αντιλαμβάνεται πόσο βιαστικά και άδικα για τον σκύλο του αξιολόγησε τη κατάσταση. Δίπλα στη κούνια κείτεται ένα νεκρό φίδι το οποίο τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο σκύλος όχι μόνο δεν πείραξε το παιδί αλλά κινητοποιήθηκε με αυτοθυσία για να το προστατέψει. Η πεπλανημένη του πράξη και το κακό που επέρριψε στον σωτήρα του παιδιού τον γεμίζουν με βασανιστικές τύψεις. Παίρνει λοιπόν το άψυχο σώμα του σκύλου για να το θάψει με ευλάβεια και στο σημείο της ταφής φυτεύει ένα δέντρο για να τιμήσει τον αδικοχαμένο σωτήρα.
Ο Άγιος Γκινφόρ ήταν ένας σκύλος που ο άδικος χαμός του τον κατέστησε μια σεπτή φιγούρα του οποίου η ανάμνηση κράτησε για αιώνες.
Απο εκείνη τη στιγμή, όταν η ιστορία αρχίζει να κυκλοφορεί στη περιοχή, οι χωρικοί και οι γυναίκες τους, θεωρούν πως βρήκαν τον δικό τους Άγιο, εκείνον που κάτω απο την αιγίδα του θα προφυλάξει τα παιδιά τους. Σίγουρα η χριστιανική θρησκεία σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής είχε σε περίοπτη θέση τα ζώα, τους σκύλους ως συντρόφους Αγίων που τους προστάτευαν και τους αγαπούσαν. Όμως, η ανακήρυξη ενός σκύλου ως Αγίου ήταν μοναδική περίπτωση για την Καθολική εκκλησία. Στην παράδοση της Ορθόδοξης εκκλησίας υπήρχε η περίπτωση του Αγίου Χριστόφορου ο οποίος απεικονίζοταν με το κεφάλι σκύλου όμως και η δική του περίπτωση συγκέντρωνε τα πυρά της επίσημης ιεροσύνης.
Ο Στέφανος του Μπουρμπών σκανδαλισμένος απο αυτό που θεωρεί αίρεση και διαστροφή της πίστης αποφασίζει να διατάξει την εκταφή των οστών του σκύλου για να κλονίσει την δαιμονική αύρα που τον έχουν περιβάλλει. Η αντίρρηση του είχε φιλοσοφική αιτία: o Αγιός Αυγουστινος -επεκτείνοντας τις θέσεις του Αριστοτέλη- έλεγε πως η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι πως τα πρώτα δεν έχουν τη κριτική ικανότητα του τελευταίου και ως τούτου δεν μπορούν να προβούν σε ηθικές κρίσεις. Όμως η πίστη στον Γκινφόρ είχε επιπλέον στοιχεία ειδωλολατρίας που συνυφαίνονταν με τη σκοτεινή μαγεία κάτι που η Καθολική εκκλησία δεν μπορούσε να επιτρέψει την διαιώνιση τους.
Η τελετή στην οποία οι μητέρες εναπόθεταν τα παιδιά τους στη προστασία του Αγίου είχε τη μορφή μιας εξέτασης στην οποία κρινόταν αν τα παιδιά έπρεπε να ζήσουν ή όχι. Ο Στέφανος του Μπουρμπών διηγείται : «Πολλές γυναίκες που είχαν άρρωστα ή ανάπηρα παιδιά τα έφερναν σε εκείνο το μέρος. Σ’ ένα κάστρο καλούσαν μια μάγισσα, η οποία δίδασκε στις γυναίκες την τελετή, τις πληροφορούσε τι θα έπρεπε να προσφέρουν και τις μάθαινε τα λόγια της επίκλησης προς τους δαίμονες. Έπειτα τις οδηγούσε στο σημείο του τάφου. Όταν έφταναν εκεί έριχναν αλάτι κι έκαναν κι άλλες προσφορές στους δαίμονες. Κρεμούσαν τα ρουχαλάκια του μωρού στα κλαδιά του δέντρου που ήταν δίπλα τους και κάρφωναν από ένα καρφί στον κορμό καθενός από τα άλλα δέντρα. Ύστερα, η μάνα και η μάγισσα περνούσαν το γυμνό βρέφος μέσα από το άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δυο κορμούς δέντρων και το έδιναν η μία στην άλλη ενιά φορές. Προέβαιναν στη δαιμονική επίκληση κι ικέτευαν τα ξωτικά να δεχτούν το άρρωστο κι ασθενικό μωρό και να τους δώσουν το δικό τους, γερό, στρουμπουλό και υγιές. Έπαιρναν, τέλος, το μωρό και, κάτω από ένα δέντρο, το απέθεταν γυμνό πάνω στο στρώμα που σχημάτιζαν τα ρούχα του. Πλάι στο κεφάλι του τοποθετούσαν δύο κηροπήγια, τα οποία τα στερέωναν στον κορμό του δέντρου που βρισκόταν από πάνω τους.»
Mετά το πέρας της διαδικασίας, και εφόσον τα παιδιά ήταν ακόμα ζωντανά, οι μητέρες τα βούταγαν εννιά φορές στα νερά του ποταμού και αν κατάφερναν να επιβιώσουν και από αυτή τη δοκιμασία, να αποδείξουν δηλαδή τη γερή τους κράση, επέστρεφαν στη οικογενειακή τους κοιτίδα. Διαφορετικά,στην απευκταία εκδοχή, ο χαμός του δικαιολογούταν στη βάση πως τα ξωτικά το είχαν κρίνει ανάξιο και όχι οι γονείς τους. Η όλη ιεροτελεστία παραπέμπει στις δοκιμασίες της φωτιάς και του νερού που είχαν σημαντική απήχηση στον Μεσαίωνα.Το κατηγορούμενο πρόσωπο έπρεπε να βυθιστεί στο νερό ή να έχει σημάδια εγκαυματος για να αποτινάξει το ανάθεμα από το πρόσωπο του.
Ο Γκινφόρ θα παραμείνει για αιώνες ένας θρύλος που η απήχηση του, παρά την κριτική της επίσημης εκκλησίας και των αγώνων εναντίον του, έφθασε μέχρι και τον 20ο αιώνα. Η ταινία “Sorceress (Le moine et la sorcière)” του 1987 αναφέρεται σε αυτή τη μάχη των λαϊκών δοξασιών και της επίσημης εκκλησίας να τις ξεριζώσει.