Ο Κυριάκος Παπαχρόνης γεννήθηκε το 1960 στην Ξάνθη και ήταν το ένα από τα τρία παιδιά της Εριφύλης και του Χαράλαμπου Παπαχρόνη, που ήταν ιδιοκτήτες ενός καφενείου. Όταν ο Κυριάκος τελείωσε το σχολείο, κατέβηκε στην Αθήνα όπου και εργάστηκε σε ξενοδοχεία μέχρι να πάει στο στρατό, ενώ διέπρεψε στην πυγμαχία και στο καράτε στα οποία είχε ανακηρυχθεί πρωταθλητής. Ο αστικός μύθος, αναφέρει ότι σε ηλικία 14 ετών επισκέφθηκε μια εργαζόμενη στο σεξ με την οποία όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ερωτική τους συνεύρεση με αποτέλεσμα εκείνη να τον προσβάλλει αποκαλώντας τον “ανίκανο” κάτι το οποίο του δημιούργησε τραύμα και αίσθημα κατωτερότητας απέναντι στις γυναίκες τις οποίες από εκείνη τη στιγμή άρχισε να σκέφτεται τον τρόπο για να εκδικηθεί.
«Το ‘ξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το παιδί. Πάντα έτρωγε πρώτα το γλυκό του και μετά το φαγητό του» είχε πει η μητέρα του.
Στα 19 του χρόνια ήταν καταδρομέας, έφεδρος αξιωματικός και έφερε το βαθμό του ανθυπολοχαγού υπηρετώντας στην 5η Μοίρα των ΛΟΚ στη Δράμα. Ξεκίνησε να αναπτύσσει την εγκληματική του δράση στις πόλεις της Δράμας, της Καβάλας, της Ξάνθης και της Θεσσαλονίκης. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι έκανε επίθεση σε ανυποψίαστες γυναίκες και επιχειρούσε να τις βιάσει και να τις σκοτώσει. Εκτός από τους βιασμούς και τις δολοφονίες γυναικών, του καταλογίστηκαν από το δικαστήριο πέντε βομβιστικές επιθέσεις και ένας εμπρησμός.
Η δράση του ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1981 και τελείωσε το Δεκέμβριο του 1982 όταν και συνελήφθη από τις αρχές.
Συνολικά, ο Κυριάκος Παπαχρόνης είχε διαπράξει δυο ανθρωποκτονίες γυναικών, επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών, οκτώ απόπειρες βιασμών, πολλαπλές κακοποιήσεις και πέντε βομβιστικές επιθέσεις. Καθοριστικό ρόλο στη σύλληψή του έπαιξε το ότι ο Παπαχρόνης πραγματοποίησε τις περισσότερες από τις επιθέσεις φορώντας τη στολή του καθώς και οι μαρτυρίες των θυμάτων που επέζησαν από τις επιθέσεις του. Η σύλληψή τουπραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1982 από την Ασφάλεια Δράμας μετά από κινητοποίηση όλων των Αρχών της Ανατολικής Μακεδονίας. Αρχικά αρνήθηκε κάθε κατηγορία, μετά όμως από μαραθώνια ανάκριση ομολόγησε και πέρασε στην ιστορία ως ο “δράκος της Δράμας”.
Λόγω του ότι ο Παπαχρόνης ήταν έφεδρος δόκιμος αξιωματικός, δικάστηκε από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και οι κατηγορίες οι οποίες αντιμετώπισε ήταν της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της παράνομης οπλοχρησίας και οπλοκατοχής κατ’ εξακολούθηση. Η ποινή του ήταν «δις εις θάνατον», η οποία μετατράπηκε σε 22 χρόνια κάθειρξη. Τα πρώτα χρόνια στη φυλακή υπήρξε απείθαρχος και βίαιος, στη συνέχεια όμως, από το 1990 και ως το 2004 που αποφυλακίστηκε σε ηλικία 44 ετών είχε μετατραπεί σε υποδειγματικό κρατούμενο. Έκτοτε ζει στη Λάρισα και δεν απασχόλησε ξανά.
Έμεινε στη φυλακή 21 χρόνια και 6 μήνες.
Η δήλωσή του όταν αποφυλακίστηκε ήταν η εξής :«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Eωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από “μέσης ψυχής” για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ “εν αγνεία και σεμνή πολιτεία…” και φυσικά “άμεμπτος εν παντί…”».
Τα θύματα και οι εμπρησμοί
Θύματά του υπήρξαν συνολικά εννέα γυναίκες: η εργαζόμενη στο σεξ Γρ. Θεοχαρίδου την οποία βίασε και σκότωσε με στιλέτο στις 5-9-1981 στη Δράμα, η Μ. Ποστιάδου την οποία αποπειράθηκε να σκοτώσει στις 20-12-1981 στη Δράμα, η φοιτήτρια Ε. Παπαδοπούλου την οποία αποπειράθηκε να βιάσει και να σκοτώσει στις 15-1-1982 επίσης στη Δράμα, η φοιτήτρια Αναστασία Αλεξανδρίδου την οποία βίασε και σκότωσε στις 15-8-1982 στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης, η Αγοραστή Τέζα την οποία αποπειράθηκε να βιάσει και να δολοφονήσει και η Βασιλική Λαζαρίδου την οποία επίσης προσπάθησε να βιάσει και να σκοτώσει και τις δυο στην πόλη της Δράμας, καθώς και η Δ. Πεχλιβανίδου την οποία επιχείρησε να βιάσει και να σκοτώσει. Εκτός από αυτές τις γυναίκες, κρίθηκε ένοχος για δυο ακόμη απόπειρες βιασμού και δολοφονίας εναντίον μιας εργαζόμενης στο σεξ και μιας ακόμη γυναίκας στην πόλη της Ξάνθης, για πέντε βομβιστικές επιθέσεις και έναν εμπρησμό στο Αεροδρόμιο Καβάλας. Το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον καταδίκασε για τις βομβιστικές επιθέσεις σε 15 χρόνια κάθειρξη καθώς και σε 20ετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ του αναγνώρισε και ένα ελαφρυντικό, το ότι δηλαδή «δεν κινούταν στις πράξεις του εκ ταπεινών ελατηρίων».
Ο κυνισμός κατά την ανάκριση
Ο Κυριάκος Παπαχρόνης προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη με τον τρόπο που αντιμετώπισε την ανακριτική διαδικασία. Ισχυριζόταν πως τον ερέθιζε και ταυτόχρονα τον τρέλενε ο ήχος των γυναικείων τακουνιών, ενώ σάλο είχε προκαλέσει η φράση που είπε όταν απευθύνθηκ σε μια δημοσιογράφο της ΕΡΤ: «Εσένα σ’ αγαπάω γιατί φοράς ψηλά τακούνια»! Όταν ρωτήθηκε γιατί σκότωνε δήλωσε «Θόλωνε το μυαλό μου. Ήθελα να χτυπήσω. Έφθανα στο μεγαλείο. Την χτυπούσα, τελείωνε…». Στο άκουσμά της έδειξε ακόμα μια φορά πως ήταν παράφρων: Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να χειροκροτάει λέγοντας «Ευχαριστώ! Τι βάζετε τέτοιες ποινές; Πόσα χρόνια θα ζήσουμε;» ενώ δήλωνε αμετανόητος « Στείλτε με στο απόσπασμα, γιατί αν βγω έξω, πάλι τα ίδια θα κάνω».
Η περίπτωση Παπαχρόνη ήταν ένα κρεσέντο παραλογισμού και βίας που συνδυάζονταν με πολλά ψυχολογικά προβλήματα και απωθημένα. Οι γνωστοί και οι συνάδελφοί του τον χαρακτήριζαν ένα άτομο βίαιο, ιδιαίτερα δυνατό, που αγαπούσε πολύ το στρατό .Το οξύμωρο του πράγματος είναι πως παρόλο που ο Κυριάκος Παπαχρόνης ήταν κατ ομολογίαν βιαστής και δολοφόνος, όσο καιρό έμεινε στη φυλακή, λάμβανε ερωτικά γράμματα από πολλές γυναίκες οι οποίες επιθυμούσαν να τον γνωρίσουν, ένα φαινόμενο που απασχόλησε ψυχολόγους και ειδικούς επιστήμονες που προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτή τη συμπεριφορά.