14 χρόνια πριν, στις 18 Φεβρουαρίου 2010, η ανθρωπότητα θα γινόταν μάρτυρας ενός πρωτοφανούς φαινομένου διαρροής απόρρητων πληροφοριών. Ο μέχρι τότε σχεδόν άγνωστος ιστότοπος WikiLeaks δημοσίευσε ένα διπλωματικό τηλεγράφημα που διέρρευσε και περιγράφει λεπτομερώς τις συζητήσεις μεταξύ Αμερικανών διπλωματών και αξιωματούχων της Ισλανδικής κυβέρνησης. Η διαρροή του “Reikjavik13” ήταν η πρώτη από τα 750.000 ευαίσθητα έγγραφα που θα εβλεπαν το φως της δημοσιότητες τους επόμενους μήνες προκαλώντας αναστάτωση στις πολιτικές ηγεσίες παγκοσμίως.
Ο ιστότοπος του Wikileaks εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2006 από την Sunshine Press Organization και απέκτησε μια τεράστια βάση δεδομένων με περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα μέσα σε ένα χρόνο από την ίδρυση του. Πρόκειται για ένα διεθνή οργανισμός ΜΜΕ που δημοσιεύει έγγραφα από ανώνυμες πηγές και διαρροές, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Αφορμή για την δημιουργία του WikiLeaks αποτέλεσε η δεδομένη αδυναμία των κλασικών μέσων ενημέρωσης να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορία η οποία φέρει τον χαρακτηρισμό της απόρρητης και αφορά υψίστης σημασίας θέματα όπως πολιτικά, στρατιωτικά και εταιρικά μυστικά, αλλά και η περιορισμένη δυνατότητα δημοσιοποίησης της πληροφορίας με τρόπο αμερόληπτο και συνάμα αποτελεσματικό.
Kυρίαρχος στόχος τους ήταν να δώσει άλλο νόημα στην ελευθερία της πληροφόρησης με τη δημοσίευση πληροφοριών στο διαδίκτυο και τη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε είδους λογοκρισία και σε όσους προσπαθούν να θέσουν όρια και να περιορίσουν την ελευθερία του τύπου, του λόγου και εν γένει της πληροφόρησης. Ο ίδιος ο ιδρυτής του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ υποστηρίζει ότι « Στόχος μας είναι να μην καταστρέφουμε τα ηλεκτρονικά συστήματα στα οποία διεισδύουμε, να μην αλλάζουμε τις υπάρχουσες πληροφορίες και να τις μοιραζόμαστε ελεύθερα με τον κόσμο».
Αποκορύφωμα των διαρροών, που προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή ήταν τον Απρίλιο του 2010 η δημοσίευση ενός ένα αποκαλυπτικού βίντεο το οποίο συγκλόνισε και συνεχίζει να συγκλονίζει την κοινή γνώμη παγκοσμίως. Πρόκειται για το «Collateral murder video» στο οποίο απεικονίζεται αεροπορική επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 12 άμαχοι Ιρακινοί στη Βαγδάτη. Την εντολή έδωσε ένας ανώτερος αξιωματικός με περίφημη φράση «light-em -up». Μεταξύ των αμάχων που δολοφονήθηκαν ήταν και ο φωτορεπόρτερ του πρακτορείου ειδήσεων Reuters Ναμίρ Νούρ-Ελντίν και ο οδηγός του οι οποίοι έπεσαν νεκροί από τα πυρά του αμερικανικού ελικοπτέρου.
Αργότερα την ίδια χρονιά, είδαν το φως της δημοσιότητας μισό εκατομμύριο έγγραφα που σχετίζονται με τις επιθέσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα οποία περιελάμβαναν πληροφορίες για θανάτους πολιτών, αλλά και ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με το ανθρωποκυνηγητό του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Η αναλύτρια πληροφοριών του αμερικανικού στρατού Chelsea Manning ήταν εκείνη που παρέδωσε εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα στο WikiLeaks και καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκιση για κατασκοπεία και κλοπή. Η θέση της, της έδινε τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε κάθε είδους απόρρητες και ευαίσθητες πληροφορίες από διάφορα κρατικά όργανα. Στις 5 Ιανουαρίου 2010, άρχισε να κατεβάζει τεράστιες ποσότητες υλικού, ξεκινώντας με 400.000 έγγραφα που αφορούσαν τον πόλεμο στο Ιράκ. Θεωρείται πλέον ένας από τους πιο παραγωγικούς και σημαντικούς πληροφοριοδότες στην αμερικανική ιστορία, καθώς οι διαρροές της έριξαν φως στις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, αποτύπωσαν μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και έφεραν σε μεγάλη αμηχανία το διπλωματικό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Manning έβαλε τις πληροφορίες σε ένα CD με την ένδειξη «Lady Gaga» για να τις μεταφέρει λαθραία στο σπίτι και να τις ανεβάσει στον προσωπικό της υπολογιστή. Σε άδεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγόρασε τις πληροφορίες τόσο στους New York Times όσο και στην Washington Post, αλλά καμία δεν έδειξε ενδιαφέρον. Άρχισε να στέλνει υλικό στο WikiLeaks στις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά και πάλι δεν έλαβε καμία απάντηση.
Ανάλογη κατακραυγή υπήρξε και με σχεδόν 800 έγγραφα σχετικά με τις φυλακές στο Γκουαντάναμο και στον τρόπο που συμπεριφοράς και αξιολόγησης των κρατουμένων όσον αφορά την επικινδυνότητά τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Αυτά τα έγγραφα είναι αξιοσημείωτα γιατί δείχνουν πόσο αμφισβητήσιμη ήταν η βάση της κυβέρνησης για την κράτηση εκατοντάδων ανθρώπων, σε ορισμένες περιπτώσεις επ’ αόριστον, στο Γκουαντάναμο», δήλωσε στη δήλωση η Hina Shamsi, διευθύντρια του ACLU’s National Security Project.
«Οι μονόπλευρες εκτιμήσεις είναι γεμάτες με μη επιβεβαιωμένα στοιχεία, πληροφορίες που αποκτήθηκαν μέσω βασανιστηρίων, εικασίες, λάθη και ισχυρισμούς που έχουν αποδειχθεί ψευδείς. Αυτά τα έγγραφα είναι ο καρπός του προπατορικού αμαρτήματος με το οποίο καταργήθηκε το κράτος δικαίου όταν οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο συνελήφθησαν για πρώτη φορά. Εάν η κυβέρνηση είχε ακολουθήσει το νόμο, θα είχε καθιερώσει μια ουσιαστική και άμεση διαδικασία για να διαχωρίσει τους αθώους από αυτούς που κρατούνται νομίμως» .
Τον Νοέμβριο του 2010 είδαν το φώς της δημοσιότητας οι μεγαλύτερες ίσως αποκαλύψεις που έχει κάνει ο ιστότοπος του WikiLeaks έως σήμερα και αφορούν την δημοσίευση 250.000 απορρήτων εγγράφων και διπλωματικών τηλεγραφημάτων πρεσβειών των Η.Π.Α. καθώς και απόρρητων κρατικών μυστικών που προέρχονταν από 274 πρεσβείες των Ηνωμένων Πολιτειών και χρονολογούνταν από τις 28 Δεκεμβρίου 1996 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010 και περιείχαν πληροφορίες σχετικά με εγκλήματα πολέμου, αντικατασκοπία, μυστική διπλωματία, απόπειρες αντίστασης στον πυρηνικό αφοπλισμό, πολιτικές υπεκφυγές σχετικά με την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, συζητήσεις για το μεσανατολικό. Οι αποκαλύψεις αυτές γνωστές και ως cablegate προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή ενάντια στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και πυροδότησαν την αντίδραση των ΗΠΑ ενάντια στο WikiLeaks.
Οι αμερικανικές αρχές μετά από τις πρωτοφανείς αυτές διαρροές χαρακτήρισαν την δημοσίευση των μυστικών εγγράφων της χώρας τους ως κλοπή και εθνική ντροπή θεωρώντας μάλιστα την πράξη της δημοσίευσης ως βανδαλισμό που πραγματοποιήθηκε από κάποιον επικίνδυνο αντιαμερικανό. Κάποια πολιτικά πρόσωπα στις Η.Π.Α. μάλιστα μεταξύ των οποίων και η Σάρα Πέιλιν δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Ασάνζ ως τρομοκράτη και να τον συγκρίνουν με την Αλ Κάϊντα. Η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον κατήγγειλε τη δημοσιοποίηση των διπλωματικών τηλεγραφημάτων ως «επίθεση στη διεθνή κοινότητα» και ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποκάλεσε τον ιδρυτή του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ «τρομοκράτη υψηλής τεχνολογίας» .
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Πίτερ Κίνγκ υποστήριξε « ο Τζούλιαν Ασάνζ θα πρέπει να διωχθεί ποινικά υπό το καθεστώς της κατασκοπίας (espionage act) και ο ιστότοπος του να θεωρηθεί ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση. Μετά από επτά χρόνια ανθρωποκυνηγητού και έχοντας βρει άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο και, ο ιδρυτής των WikiLeaks τελικά εκδιώχθηκε από το κτίριο και παραδόθηκε στις βρετανικές αρχές επιβολής του νόμου στις 11 Απριλίου 2019.
Οι ασκοί του Αιόλου είχαν ανοίξει και κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει τις συνεχείς διαρροές όσες επιθέσεις λεκτικές και πρακτικές και αν εξαπέλυσαν στο Wikileaks.
Η Amazon, η οποία φιλοξενούσε δεδομένα WikiLeaks στο cloud της, αφαίρεσε τα δεδομένα από τους διακομιστές της. Η Apple αφαίρεσε μια εφαρμογή για την ανάγνωση των διαρροών από το App Store της και η MasterCard, η Visa και το PayPal σταμάτησαν να μεταφέρουν πληρωμές στο WikiLeaks. Αυτές οι ενέργειες ανταποκρίθηκαν σε άμεσες εκκλήσεις του γερουσιαστή Joe Lieberman και είχαν σιωπηρή υποστήριξη από την κυβέρνηση Ομπάμα.
Η μαζική αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων και διπλωματικών τηλεγραφημάτων των ΗΠΑ από το WikiLeaks είναι ένα γεγονός ιστορικής σημασίας.
Αυτές οι διαρροές είχαν βαθύ αντίκτυπο στην παγκόσμια πολιτική και τον δημόσιο λόγο, αποκαλύπτοντας πληροφορίες για στρατιωτικές ενέργειες, διπλωματικές σχέσεις και επιχειρήσεις πληροφοριών.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος των αποκαλύψεων του WikiLeaks είναι τεράστιος τόσο πολιτικά όσο και νομικά, αλλά είναι και εμφανής στον κόσμο της δημοσιογραφίας και το μέλλον της ελευθερίας του διαδικτύου.
Οι κυβερνήσεις αναμφίβολα έπσευσαν να διασφαλίσουν τα δεδομένα τους. Αν μία υπερδύναμη, με τόσο προηγμένες τεχνολογίες, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη μυστικότητα τόσο σοβαρών εγγράφων ο κίνδυνος είναι ορατός και τεράστιος.
Λίγο μετά τις διαρροές, τρεις Αμερικανοί γερουσιαστές (Ensign, Lieberman, Brown) εισήγαγαν ένα νομοσχέδιο με στόχο να σταματήσει το WikiLeaks καθιστώντας παράνομη τη δημοσίευση ονομάτων πληροφοριοδότη της στρατιωτικής κοινότητας ή της κοινότητας πληροφοριών ώστε να μην υπάρξει ξανά παρόμοια διαρροή με το WikiLeaks. Ενώ ένα άλλο νομοσχέδιο έδωσε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ διευρυμένα δικαιώματα για να παρακολουθεί όλες τις διαδικτυακές επικοινωνίες και την κίνηση στο Διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών που εδρεύουν στο εξωτερικό. Το νομοσχέδιο για τις υποκλοπές θα απαιτούσε επίσης από τους προγραμματιστές λογισμικού που επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ ομοτίμων να επανασχεδιάσουν την υπηρεσία τους ώστε να επιτρέπεται η παρακολούθηση.
Το μέλλον της δημοσιογραφίας και της ελευθερίας του λόγου κινδυνεύει
Στις αρχές Δεκεμβρίου 2010, οι Αμερικανοί γερουσιαστές Τζο Λίμπερμαν και Νταϊάν Φάινσταϊν επικαλέστηκαν τον Νόμο περί Κατασκοπείας του 1917 και προέτρεψαν τη χρήση του για τη δίωξη του Τζούλιαν Ασάνζ. Ο Λίμπερμαν επέκτεινε επίσης την επίκλησή του για να συμπεριλάβει τη χρήση αυτού του Νόμου για τη διερεύνηση των New York Times, οι οποίοι δημοσίευσαν τα διπλωματικά τηλεγραφήματα του WikiLeaks. Η Naomi Wolf, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια για τα πολιτικά δικαιώματα, προειδοποίησε για τις συνέπειες αυτής της πρακτικής: «Ο Assange, ας θυμηθούμε, είναι οι New York Times στην παράλληλη περίπτωση των Pentagon Papers, όχι ο Daniel Ellsberg. είναι ο εκδότης, όχι αυτός που αποκάλυψε τις απόρρητες πληροφορίες — τότε κάθε μέσος, οποιοσδήποτε πολίτης, που συζητά ή απευθύνεται σε «διαβαθμισμένες» πληροφορίες μπορεί να συλληφθεί για λόγους «εθνικής ασφάλειας»».
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η προστασία των πηγών. Τι θα συμβεί με τα δικαιώματα των δημοσιογράφων να δημοσιεύουν πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει; Αμερικανός δικηγόρος και ακτιβιστής πολιτικών δικαιωμάτων. Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικηγόρος Glenn Greenwald συμπυκνώνει αυτή την ανησυχία με σαφήνεια: «Με απλά λόγια, δεν υπάρχει διανοητικά συνεκτικός τρόπος να διακρίνει κανείς τι έχει κάνει το WikiLeaks με αυτά τα διπλωματικά τηλεγραφήματα με αυτό που έκαναν οι εφημερίδες σε όλο τον κόσμο σε αυτή την περίπτωση και τι κάνουν συνεχώς: δηλαδή, λαμβάνουν και μετά δημοσιεύουν απόρρητες πληροφορίες χωρίς εξουσιοδότηση»
Οι συνέπειες της απώλειας του δικαιώματος προστασίας των πηγών μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία διαφάνεια, αλλά οδηγεί στο είδος της διαφάνειας που θα υποστήριζε τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών; Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος, Claire Berlinski αποκαλύπτει την εσφαλμένη λογική αυτού του είδους της φιλοσοφίας στη δήλωσή της: «Η υποκρισία και τα διπλά πρότυπα των δημοσιογράφων, ιδιαίτερα, που δεν καταλαβαίνουν γιατί η κυβέρνηση πρέπει μερικές φορές να προστατεύει τις πηγές πληροφόρησής της είναι συγκλονιστική. Οι δημοσιογράφοι, όλων των ανθρώπων, θα πρέπει να το καταλάβουν αυτό καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Πολλές πηγές θα έχαναν τις δουλειές τους, τη φήμη τους, την ελευθερία τους ή τη ζωή τους για να μιλήσουν με δημοσιογράφους στο αρχείο. Αν οι άνθρωποι που μας μίλησαν δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τα ονόματά τους μακριά από την ιστορία, δεν θα άνοιγαν ποτέ ξανά το στόμα τους. Αυτό θα έκανε τον κόσμο πιο διαφανή;»
Η διπλωματία σίγουρα επηρεάστηκε σημαντικά. Το τεκμήριο ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους μυστικά μεταξύ τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα του κοινού, αποτελεί παρελθόν. Διπλωμάτες και αξιωματούχοι σε όλο τον κόσμο συνειδητοποίησαν ότι οτιδήποτε λένε μπορεί κάποια στιγμή να βγει στη δημοσιότητα.
Διαρροές ως τακτικό όπλο
Το WikiLeaks έχει πιστωθεί ως δύναμη πολιτικής αλλαγής που επηρέασε από την επανάσταση της Αιγύπτου έως τη μάχη για πόρους στον Αρκτικό Ωκεανό.
Οι κρυφές συνομιλίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που κυκλοφόρησε ο οργανισμός στα τέλη του 2010 αποτέλεσαν μέρος της σπίθας που τροφοδότησε την επανάσταση της Τυνησίας. Εκρήξεις συμπαράστασης δημιούργησαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που άγγιξε την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη.
Ο Ασάνζ περιέγραψε κάποτε το WikiLeaks ως «ένα μηχανισμό για τη μεγιστοποίηση της ροής πληροφοριών για τη μεγιστοποίηση του όγκου της δράσης που οδηγεί σε δίκαιη μεταρρύθμιση». Αν το WikiLeaks ήταν απλώς μια αρχή για μια πιο ανοιχτή, διαφανή ροή πληροφοριών που δημιουργεί θετικές αλλαγές στον κόσμο, οι διαρροές αυτές φαίνεται να αποτελούσαν το τακτικό όπλο, σε ένα ανώτερο στρατηγικό στόχο: την ανακατανομή της δύναμης.
14 χρόνια πριν, στις 18 Φεβρουαρίου 2010, η ανθρωπότητα θα γινόταν μάρτυρας ενός πρωτοφανούς φαινομένου διαρροής απόρρητων πληροφοριών. Ο μέχρι τότε σχεδόν άγνωστος ιστότοπος WikiLeaks δημοσίευσε ένα διπλωματικό τηλεγράφημα που διέρρευσε και περιγράφει λεπτομερώς τις συζητήσεις μεταξύ Αμερικανών διπλωματών και αξιωματούχων της Ισλανδικής κυβέρνησης. Η διαρροή του “Reikjavik13” ήταν η πρώτη από τα 750.000 ευαίσθητα έγγραφα που θα εβλεπαν το φως της δημοσιότητες τους επόμενους μήνες προκαλώντας αναστάτωση στις πολιτικές ηγεσίες παγκοσμίως.
Ο ιστότοπος του Wikileaks εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2006 από την Sunshine Press Organization και απέκτησε μια τεράστια βάση δεδομένων με περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα μέσα σε ένα χρόνο από την ίδρυση του. Πρόκειται για ένα διεθνή οργανισμός ΜΜΕ που δημοσιεύει έγγραφα από ανώνυμες πηγές και διαρροές, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Αφορμή για την δημιουργία του WikiLeaks αποτέλεσε η δεδομένη αδυναμία των κλασικών μέσων ενημέρωσης να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορία η οποία φέρει τον χαρακτηρισμό της απόρρητης και αφορά υψίστης σημασίας θέματα όπως πολιτικά, στρατιωτικά και εταιρικά μυστικά, αλλά και η περιορισμένη δυνατότητα δημοσιοποίησης της πληροφορίας με τρόπο αμερόληπτο και συνάμα αποτελεσματικό.
Kυρίαρχος στόχος τους ήταν να δώσει άλλο νόημα στην ελευθερία της πληροφόρησης με τη δημοσίευση πληροφοριών στο διαδίκτυο και τη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε είδους λογοκρισία και σε όσους προσπαθούν να θέσουν όρια και να περιορίσουν την ελευθερία του τύπου, του λόγου και εν γένει της πληροφόρησης. Ο ίδιος ο ιδρυτής του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ υποστηρίζει ότι « Στόχος μας είναι να μην καταστρέφουμε τα ηλεκτρονικά συστήματα στα οποία διεισδύουμε, να μην αλλάζουμε τις υπάρχουσες πληροφορίες και να τις μοιραζόμαστε ελεύθερα με τον κόσμο».
Αποκορύφωμα των διαρροών, που προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή ήταν τον Απρίλιο του 2010 η δημοσίευση ενός ένα αποκαλυπτικού βίντεο το οποίο συγκλόνισε και συνεχίζει να συγκλονίζει την κοινή γνώμη παγκοσμίως. Πρόκειται για το «Collateral murder video» στο οποίο απεικονίζεται αεροπορική επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 12 άμαχοι Ιρακινοί στη Βαγδάτη. Την εντολή έδωσε ένας ανώτερος αξιωματικός με περίφημη φράση «light-em -up». Μεταξύ των αμάχων που δολοφονήθηκαν ήταν και ο φωτορεπόρτερ του πρακτορείου ειδήσεων Reuters Ναμίρ Νούρ-Ελντίν και ο οδηγός του οι οποίοι έπεσαν νεκροί από τα πυρά του αμερικανικού ελικοπτέρου.
Αργότερα την ίδια χρονιά, είδαν το φως της δημοσιότητας μισό εκατομμύριο έγγραφα που σχετίζονται με τις επιθέσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα οποία περιελάμβαναν πληροφορίες για θανάτους πολιτών, αλλά και ευαίσθητα δεδομένα σχετικά με το ανθρωποκυνηγητό του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Η αναλύτρια πληροφοριών του αμερικανικού στρατού Chelsea Manning ήταν εκείνη που παρέδωσε εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα στο WikiLeaks και καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλάκιση για κατασκοπεία και κλοπή. Η θέση της, της έδινε τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε κάθε είδους απόρρητες και ευαίσθητες πληροφορίες από διάφορα κρατικά όργανα. Στις 5 Ιανουαρίου 2010, άρχισε να κατεβάζει τεράστιες ποσότητες υλικού, ξεκινώντας με 400.000 έγγραφα που αφορούσαν τον πόλεμο στο Ιράκ. Θεωρείται πλέον ένας από τους πιο παραγωγικούς και σημαντικούς πληροφοριοδότες στην αμερικανική ιστορία, καθώς οι διαρροές της έριξαν φως στις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, αποτύπωσαν μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και έφεραν σε μεγάλη αμηχανία το διπλωματικό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η Manning έβαλε τις πληροφορίες σε ένα CD με την ένδειξη «Lady Gaga» για να τις μεταφέρει λαθραία στο σπίτι και να τις ανεβάσει στον προσωπικό της υπολογιστή. Σε άδεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγόρασε τις πληροφορίες τόσο στους New York Times όσο και στην Washington Post, αλλά καμία δεν έδειξε ενδιαφέρον. Άρχισε να στέλνει υλικό στο WikiLeaks στις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά και πάλι δεν έλαβε καμία απάντηση.
Ανάλογη κατακραυγή υπήρξε και με σχεδόν 800 έγγραφα σχετικά με τις φυλακές στο Γκουαντάναμο και στον τρόπο που συμπεριφοράς και αξιολόγησης των κρατουμένων όσον αφορά την επικινδυνότητά τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Αυτά τα έγγραφα είναι αξιοσημείωτα γιατί δείχνουν πόσο αμφισβητήσιμη ήταν η βάση της κυβέρνησης για την κράτηση εκατοντάδων ανθρώπων, σε ορισμένες περιπτώσεις επ’ αόριστον, στο Γκουαντάναμο», δήλωσε στη δήλωση η Hina Shamsi, διευθύντρια του ACLU’s National Security Project.
«Οι μονόπλευρες εκτιμήσεις είναι γεμάτες με μη επιβεβαιωμένα στοιχεία, πληροφορίες που αποκτήθηκαν μέσω βασανιστηρίων, εικασίες, λάθη και ισχυρισμούς που έχουν αποδειχθεί ψευδείς. Αυτά τα έγγραφα είναι ο καρπός του προπατορικού αμαρτήματος με το οποίο καταργήθηκε το κράτος δικαίου όταν οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο συνελήφθησαν για πρώτη φορά. Εάν η κυβέρνηση είχε ακολουθήσει το νόμο, θα είχε καθιερώσει μια ουσιαστική και άμεση διαδικασία για να διαχωρίσει τους αθώους από αυτούς που κρατούνται νομίμως» .
Τον Νοέμβριο του 2010 είδαν το φώς της δημοσιότητας οι μεγαλύτερες ίσως αποκαλύψεις που έχει κάνει ο ιστότοπος του WikiLeaks έως σήμερα και αφορούν την δημοσίευση 250.000 απορρήτων εγγράφων και διπλωματικών τηλεγραφημάτων πρεσβειών των Η.Π.Α. καθώς και απόρρητων κρατικών μυστικών που προέρχονταν από 274 πρεσβείες των Ηνωμένων Πολιτειών και χρονολογούνταν από τις 28 Δεκεμβρίου 1996 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2010 και περιείχαν πληροφορίες σχετικά με εγκλήματα πολέμου, αντικατασκοπία, μυστική διπλωματία, απόπειρες αντίστασης στον πυρηνικό αφοπλισμό, πολιτικές υπεκφυγές σχετικά με την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον, συζητήσεις για το μεσανατολικό. Οι αποκαλύψεις αυτές γνωστές και ως cablegate προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή ενάντια στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και πυροδότησαν την αντίδραση των ΗΠΑ ενάντια στο WikiLeaks.
Οι αμερικανικές αρχές μετά από τις πρωτοφανείς αυτές διαρροές χαρακτήρισαν την δημοσίευση των μυστικών εγγράφων της χώρας τους ως κλοπή και εθνική ντροπή θεωρώντας μάλιστα την πράξη της δημοσίευσης ως βανδαλισμό που πραγματοποιήθηκε από κάποιον επικίνδυνο αντιαμερικανό. Κάποια πολιτικά πρόσωπα στις Η.Π.Α. μάλιστα μεταξύ των οποίων και η Σάρα Πέιλιν δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Ασάνζ ως τρομοκράτη και να τον συγκρίνουν με την Αλ Κάϊντα. Η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον κατήγγειλε τη δημοσιοποίηση των διπλωματικών τηλεγραφημάτων ως «επίθεση στη διεθνή κοινότητα» και ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποκάλεσε τον ιδρυτή του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ «τρομοκράτη υψηλής τεχνολογίας» .
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Πίτερ Κίνγκ υποστήριξε « ο Τζούλιαν Ασάνζ θα πρέπει να διωχθεί ποινικά υπό το καθεστώς της κατασκοπίας (espionage act) και ο ιστότοπος του να θεωρηθεί ως αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση. Μετά από επτά χρόνια ανθρωποκυνηγητού και έχοντας βρει άσυλο στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο και, ο ιδρυτής των WikiLeaks τελικά εκδιώχθηκε από το κτίριο και παραδόθηκε στις βρετανικές αρχές επιβολής του νόμου στις 11 Απριλίου 2019.
Οι ασκοί του Αιόλου είχαν ανοίξει και κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει τις συνεχείς διαρροές όσες επιθέσεις λεκτικές και πρακτικές και αν εξαπέλυσαν στο Wikileaks.
Η Amazon, η οποία φιλοξενούσε δεδομένα WikiLeaks στο cloud της, αφαίρεσε τα δεδομένα από τους διακομιστές της. Η Apple αφαίρεσε μια εφαρμογή για την ανάγνωση των διαρροών από το App Store της και η MasterCard, η Visa και το PayPal σταμάτησαν να μεταφέρουν πληρωμές στο WikiLeaks. Αυτές οι ενέργειες ανταποκρίθηκαν σε άμεσες εκκλήσεις του γερουσιαστή Joe Lieberman και είχαν σιωπηρή υποστήριξη από την κυβέρνηση Ομπάμα.
Η μαζική αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων και διπλωματικών τηλεγραφημάτων των ΗΠΑ από το WikiLeaks είναι ένα γεγονός ιστορικής σημασίας.
Αυτές οι διαρροές είχαν βαθύ αντίκτυπο στην παγκόσμια πολιτική και τον δημόσιο λόγο, αποκαλύπτοντας πληροφορίες για στρατιωτικές ενέργειες, διπλωματικές σχέσεις και επιχειρήσεις πληροφοριών.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος των αποκαλύψεων του WikiLeaks είναι τεράστιος τόσο πολιτικά όσο και νομικά, αλλά είναι και εμφανής στον κόσμο της δημοσιογραφίας και το μέλλον της ελευθερίας του διαδικτύου.
Οι κυβερνήσεις αναμφίβολα έπσευσαν να διασφαλίσουν τα δεδομένα τους. Αν μία υπερδύναμη, με τόσο προηγμένες τεχνολογίες, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη μυστικότητα τόσο σοβαρών εγγράφων ο κίνδυνος είναι ορατός και τεράστιος.
Λίγο μετά τις διαρροές, τρεις Αμερικανοί γερουσιαστές (Ensign, Lieberman, Brown) εισήγαγαν ένα νομοσχέδιο με στόχο να σταματήσει το WikiLeaks καθιστώντας παράνομη τη δημοσίευση ονομάτων πληροφοριοδότη της στρατιωτικής κοινότητας ή της κοινότητας πληροφοριών ώστε να μην υπάρξει ξανά παρόμοια διαρροή με το WikiLeaks. Ενώ ένα άλλο νομοσχέδιο έδωσε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ διευρυμένα δικαιώματα για να παρακολουθεί όλες τις διαδικτυακές επικοινωνίες και την κίνηση στο Διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών που εδρεύουν στο εξωτερικό. Το νομοσχέδιο για τις υποκλοπές θα απαιτούσε επίσης από τους προγραμματιστές λογισμικού που επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ ομοτίμων να επανασχεδιάσουν την υπηρεσία τους ώστε να επιτρέπεται η παρακολούθηση.
Το μέλλον της δημοσιογραφίας και της ελευθερίας του λόγου κινδυνεύει
Στις αρχές Δεκεμβρίου 2010, οι Αμερικανοί γερουσιαστές Τζο Λίμπερμαν και Νταϊάν Φάινσταϊν επικαλέστηκαν τον Νόμο περί Κατασκοπείας του 1917 και προέτρεψαν τη χρήση του για τη δίωξη του Τζούλιαν Ασάνζ. Ο Λίμπερμαν επέκτεινε επίσης την επίκλησή του για να συμπεριλάβει τη χρήση αυτού του Νόμου για τη διερεύνηση των New York Times, οι οποίοι δημοσίευσαν τα διπλωματικά τηλεγραφήματα του WikiLeaks. Η Naomi Wolf, δημοσιογράφος και ακτιβίστρια για τα πολιτικά δικαιώματα, προειδοποίησε για τις συνέπειες αυτής της πρακτικής: «Ο Assange, ας θυμηθούμε, είναι οι New York Times στην παράλληλη περίπτωση των Pentagon Papers, όχι ο Daniel Ellsberg. είναι ο εκδότης, όχι αυτός που αποκάλυψε τις απόρρητες πληροφορίες — τότε κάθε μέσος, οποιοσδήποτε πολίτης, που συζητά ή απευθύνεται σε «διαβαθμισμένες» πληροφορίες μπορεί να συλληφθεί για λόγους «εθνικής ασφάλειας»».
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η προστασία των πηγών. Τι θα συμβεί με τα δικαιώματα των δημοσιογράφων να δημοσιεύουν πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει; Αμερικανός δικηγόρος και ακτιβιστής πολιτικών δικαιωμάτων. Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικηγόρος Glenn Greenwald συμπυκνώνει αυτή την ανησυχία με σαφήνεια: «Με απλά λόγια, δεν υπάρχει διανοητικά συνεκτικός τρόπος να διακρίνει κανείς τι έχει κάνει το WikiLeaks με αυτά τα διπλωματικά τηλεγραφήματα με αυτό που έκαναν οι εφημερίδες σε όλο τον κόσμο σε αυτή την περίπτωση και τι κάνουν συνεχώς: δηλαδή, λαμβάνουν και μετά δημοσιεύουν απόρρητες πληροφορίες χωρίς εξουσιοδότηση»
Οι συνέπειες της απώλειας του δικαιώματος προστασίας των πηγών μπορεί να οδηγήσουν σε ακραία διαφάνεια, αλλά οδηγεί στο είδος της διαφάνειας που θα υποστήριζε τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών; Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος, Claire Berlinski αποκαλύπτει την εσφαλμένη λογική αυτού του είδους της φιλοσοφίας στη δήλωσή της: «Η υποκρισία και τα διπλά πρότυπα των δημοσιογράφων, ιδιαίτερα, που δεν καταλαβαίνουν γιατί η κυβέρνηση πρέπει μερικές φορές να προστατεύει τις πηγές πληροφόρησής της είναι συγκλονιστική. Οι δημοσιογράφοι, όλων των ανθρώπων, θα πρέπει να το καταλάβουν αυτό καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Πολλές πηγές θα έχαναν τις δουλειές τους, τη φήμη τους, την ελευθερία τους ή τη ζωή τους για να μιλήσουν με δημοσιογράφους στο αρχείο. Αν οι άνθρωποι που μας μίλησαν δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τα ονόματά τους μακριά από την ιστορία, δεν θα άνοιγαν ποτέ ξανά το στόμα τους. Αυτό θα έκανε τον κόσμο πιο διαφανή;»
Η διπλωματία σίγουρα επηρεάστηκε σημαντικά. Το τεκμήριο ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους μυστικά μεταξύ τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα του κοινού, αποτελεί παρελθόν. Διπλωμάτες και αξιωματούχοι σε όλο τον κόσμο συνειδητοποίησαν ότι οτιδήποτε λένε μπορεί κάποια στιγμή να βγει στη δημοσιότητα.
Διαρροές ως τακτικό όπλο
Το WikiLeaks έχει πιστωθεί ως δύναμη πολιτικής αλλαγής που επηρέασε από την επανάσταση της Αιγύπτου έως τη μάχη για πόρους στον Αρκτικό Ωκεανό.
Οι κρυφές συνομιλίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που κυκλοφόρησε ο οργανισμός στα τέλη του 2010 αποτέλεσαν μέρος της σπίθας που τροφοδότησε την επανάσταση της Τυνησίας. Εκρήξεις συμπαράστασης δημιούργησαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που άγγιξε την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη.
Ο Ασάνζ περιέγραψε κάποτε το WikiLeaks ως «ένα μηχανισμό για τη μεγιστοποίηση της ροής πληροφοριών για τη μεγιστοποίηση του όγκου της δράσης που οδηγεί σε δίκαιη μεταρρύθμιση». Αν το WikiLeaks ήταν απλώς μια αρχή για μια πιο ανοιχτή, διαφανή ροή πληροφοριών που δημιουργεί θετικές αλλαγές στον κόσμο, οι διαρροές αυτές φαίνεται να αποτελούσαν το τακτικό όπλο, σε ένα ανώτερο στρατηγικό στόχο: την ανακατανομή της δύναμης.