Στις 10 Φεβρουαρίου η Σύλβια Πλαθ ζέστανε γάλα με κακάο για τα δυο της παιδιά Φρίντα και Νίκολα Χιούζ, τους διάβασε παραμύθι και αφού τα κοίμισε τοποθέτησε βρεγμένες πετσέτες στην πόρτα του δωματίου τους. Λίγο αργότερα άνοιξε το γκάζι του φούρνου. Την επόμενη ημέρα την βρήκαν νεκρή δίπλα σε μια πιατέλα με μπισκότα και τη φωτογραφία του πατέρα της. Οι εφημερίδες έγραψαν αιτία θανάτου δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα.
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1932. Το πρώτο της ποίημα το έγραψε σε ηλικία 8 ετών το οποίο δημοσιεύτηκε στην παιδική κατηγορία της εφημερίδας Boston Herald το 1941. Ήταν ακριβώς μετά το θάνατο του πατέρα της. Στην εφηβεία αρχίζει να έχει μανιακά επεισόδια. Η διάγνωση ήταν διπολική διαταραχή. Λίγο πριν ολοκληρώσει τις σπουδές της έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Αυτός ήταν και ο λόγος του εγκλεισμού της στο ψυχιατρικό ίδρυμα ΜακΛίν. Εκεί έγραψε και το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “The Bell Jar”.
Οι σπουδές της συνεχίστηκαν στο Κέιμπριτζ ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε για λογαριασμό της φοιτητικής εφημερίδας Varsity. Διαβάζει ποίηση, ερωτεύεται, πίνει και αρκετές φορές ξεχνάει τα πάρει τα φάρμακα της. Εκείνη την περίοδο γνωρίζεται με τον ποιητή Τεντ Χιούζ.
Η συγγραφή αρχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Τα ποιήματα της είναι σκοτεινά, άγρια, με μια θλίψη που σε κρατούσε εκεί. Σεξουαλικοί ιδεασμοί, παρόρμηση και μια τραγικότητα που δεν σε συγκινούσε αλλά σε ξεβόλευε. Πολλοί την συγκρίνουν με την Ανν Σέξτον. Όταν διαβάζω ποιήματα της Σύλβια Πλαθ το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι η εικόνα του Τενεσί Ουίλιαμς. Είναι κρίμα που αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Το αυτοβιογραφικό της ποίημα ο “Πατερούλης” είναι ίσως από τα πιο σκληρά και συνάμα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί και ανήκουν στη σχολή της confessional poetry. Μια εξομολόγηση για τον άνθρωπο που αγάπησε και μίσησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της. Ο Όττο Πλαθ, ήταν Γερμανός και δίδασκε για χρόνια σε πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Η σχέση με την κόρη του άγγιζε τα όρια της εμμονής. Μετά, το θάνατο του διέρρευσαν έγγραφα από φακέλους του FBI όπου αποκάλυπταν πως ο σπουδαίος ακαδημαϊκός στην πραγματικότητα ήταν ένας ναζί που συνεργαζόταν με την αυστριακή κατασκοπεία. Μάλιστα βρέθηκε και η αλληλογραφία που αντάλλαζε με αξιωματικούς των Ες Ες.
Γράφει στον “Πατερούλη” «Όχι Θεός αλλά μια σβάστικα. Τόσο μαύρη που κανείς ουρανός δεν θα τρυπούσε. Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα. Στο πρόσωπο την μπότα, την κτηνώδη».
Η Σύλβια Πλαθ βρίσκεται για ακόμη μια φορά στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Τον κατηγορεί ότι την εγκατέλειψε. Ότι πρόδωσε και την ίδια και τον μοναδικό μέρος που αγάπησε ποτέ της, την Πολωνία, τον τόπο καταγωγής τους. Σε όλη της τη ζωή ψάχνει τον πατέρα της για να τον αγαπήσει και να τον εκδικηθεί. Ο γάμος της με τον Τεντ Χιουζ είναι χειριστικός. Ένας από τους λόγους που το συγγραφικό της έργο δεν αναγνωρίζεται εγκαίρως είναι η ανταγωνιστική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Όταν ο Χιουζ δημιουργεί παράλληλη σχέση με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ η Πλαθ δίνει τέλος στη ζωή της.
Το ταλέντο της Σύλβια Πλαθ αναγνωρίζεται μετά θάνατον όταν εκείνη δεν είναι εκεί για να την τρομάζει. Το 1965 η κόρη της Φρίντα Χιουζ επιμελείται και δίνει προς κυκλοφορία το “Αριελ”. Ο Τεντ Χιουχ λογοκρίνει κάποια αποσπάσματα που μιλάνε για τον ίδιο και τον πατέρα της. Αυτό σήκωσε θύελλα αντιδράσεων στον κόσμο των γραμμάτων με έναν Χιουζ να απομονώνεται κοινωνικά. Το 1982 της απονέμεται το Βραβείο Πούλιτζερ.