Σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από την τεχνολογία των κινητών τηλεφώνων και των social media, που ελλοχεύουν κάθε στιγμή εντείνοντας την παρόρμησή μας για απόσπαση προσοχής χωρίς να μας αφήνουν κανένα περιθώριο να απλά καθόμαστε, η βαρεμάρα μπορεί να είναι επικίνδυνη. Σε αυτή τη γραμμή κριτικής, η πλήξη θεωρείται ως μια κατάσταση με την οποία στη σύγχρονη ζωή -που είναι πάντα συνδεδεμένη στο διαδίκτυο- έχουμε χάσει την επαφή με τον κόσμο.
Η προέλευση της πλήξης
Ενώ η έννοια της πλήξης είναι σχετικά νέα – τουλάχιστον κατ’ όνομα – η εμπειρία της πλήξης εκτείνεται πολύ βαθύτερα στην ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Ιστορίας και μία από τις συγγραφείς του βιβλίου Bored, Lonely, Angry, Stupid τη Σούζαν Ματ, οι ρίζες φτάνουν μέχρι την Αρχαία Ελλάδα.
«Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τη λέξη “ακηδεία“, που σήμαινε νωθρότητα, και οι πρώτοι χριστιανοί την απέδωσαν στους μοναχούς, οι οποίοι έβγαιναν στην έρημο, ζούσαν μόνοι τους και κυριεύονταν από μια μελαγχολία που τους έκανε να παραπαίουν στην αφοσίωσή τους στον Θεό», αναφέρει η Ματ.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα κήδομαι, που σημαίνει φροντίζω. Κηδεία, λοιπόν, είναι η φροντίδα (προς τους νεκρούς συνήθως) και α-κηδεία η έλλειψη φροντίδας. Σαν πνευματικός όρος η ακηδεία σημαίνει έλλειψη πνευματικής εγρήγορσης, πνευματική τεμπελιά δηλαδή.
Η ακηδία θεωρήθηκε από την εκκλησία επικίνδυνη πνευματική ασθένεια, γιατί «το μικρόβιο της πνευματικής τεμπελιάς, όταν προσβάλει το νου, τον παραλύει και τον κάνει ανίκανο να σκεφτεί ή να κάνει οτιδήποτε καλό». Γενικά ο χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι όποιος «πάσχει» από ακηδία βαριέται να προσευχηθεί, ν΄απευθύνει ένα καλό λόγο, να συμμετάσχει στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, να κάνει οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική άσκηση.
Αυτό δημιούργησε μια προβληματική κατάσταση για τους μοναχούς – πώς γίνεται να βαριέσαι ενώ κάνεις κάτι τόσο φαινομενικά σημαντικό όπως το να υπηρετείς τον Θεό; «Ήταν σημάδι της έλλειψης αφοσίωσης στον Θεό και στους μοναστικούς όρκους», λέει η Ματ.
Κι όπως πιστεύεται, «αργία μήτηρ πάσης κακίας», οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι όταν ο νους δεν ασχολείται με τα θεάρεστα αρχίζει να υποκύπτει σταδιακά στους πειρασμούς. Αρχίζει, δηλαδή, να «επιθυμεί και να ωραιοποιεί καταστάσεις που πριν είχε απορρίψει, ως αντίθετες στο θέλημα του Θεού, όπως σαρκικές ηδονές, ανθρώπινη δόξα, πλούτο κλπ». Έτσι, σύμφωνα με την Ματ, η πλήξη συνδέθηκε με την αμαρτία. Εξελίχθηκε όμως με την πάροδο των αιώνων, ξεφεύγοντας από τα όρια του μοναστηριού.
«Τώρα και ο μέσος άνθρωπος θα μπορούσε να υποφέρει από αυτό, αν δεν ήταν απολύτως πρόθυμος να κάνει τις προσευχές του». Περίπου την ίδια εποχή, οι Γάλλοι ανέπτυξαν μια παρόμοια λέξη, την ennui, η οποία δεν αφορούσε αποκλειστικά τη θρησκεία. Σήμαινε κάτι σαν «εξαντλητική ατονία».
Μέχρι τον 18ο αιώνα, η λέξη ennui είχε υιοθετηθεί από την αγγλική γλώσσα. Και στις ανερχόμενες Ηνωμένες Πολιτείες, το ennui θεωρήθηκε μάστιγα.
«Η πλήξη θα μπορούσε να οδηγήσει στη μέθη ή η μέθη θα μπορούσε να την προκαλέσει. Θα μπορούσε να οδηγήσει στον αυνανισμό ή, ίσως, ο αυνανισμός θα μπορούσε να την προκαλέσει», λέει η Ματ. «Υπάρχει λοιπόν μια ολόκληρη σειρά βικτοριανών αμαρτημάτων που συνδέονται με την απραξία και την ανία. Κάτι τέτοιο εμφανίζεται σε πολλές εκθέσεις ασύλων και εκθέσεις εφημερίδων».
Είναι σημαντικό ότι η πλήξη, όπως και η ακηδεία, εξακολουθούσε να απασχολεί κυρίως την ελίτ.
Ακριβώς όπως η ακηδεία στον πρώιμο χριστιανισμό θεωρούνταν ότι πλήττει μόνο τους μοναχούς, έτσι και η ανία κατά την πρώιμη περίοδο των ΗΠΑ θεωρούνταν ότι πλήττει μόνο τους πλούσιους. Οι εργαζόμενοι, πιστεύοταν, είχαν πολλά να τους απασχολήσουν, οπότε η ανία ήταν αυτό που ένιωθαν οι άνθρωποι όταν είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο και όχι αρκετά να κάνουν. Ήταν μια πολύ βαθιά πλήξη, αλλά και ένα είδος ενοχής ή ντροπής για όλο τον πλεονάζοντα χρόνο τους, γεγονός που έκανε την ανία μια σύνθετη εμπειρία.
Ο καθηγητής ιστορίας Λουκ Φερνάντεζ, επίσης συν-συγγραφέας του βιβλίου Bored, Lonely, Angry, Stupid, εξηγεί ότι και οι εργαζόμενοι βίωναν σίγουρα αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πλήξη, αλλά ήταν πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν λέξεις όπως «κούραση» για να περιγράψουν την κατάσταση που βίωναν, χωρίς να της αποδίδουν κάποια ηθική λειτουργία – ήταν απλώς ένα προϊόν της εργασίας τους.
«Όταν είσαι εκεί έξω στο αγρόκτημά και προσπαθείς να οργώσεις τη γη ή να θερίσεις τη σοδειά, υπάρχει πολλή ανία και μονοτονία σε αυτή τη δραστηριότητα, αλλά δεν αποδίδεις μεγάλη σημασία σε αυτό, επειδή βλέπεις παράλληλα τόση αρετή στην εργασία που κάνεις», λέει ο Φερνάντεζ. «Και έτσι, οι άνθρωποι που ανήκαν στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, οι γεωργοί, μπορεί να ένιωθαν την ανία και τη μονοτονία, αλλά δεν ανησυχούσαν γι’ αυτό όπως οι ανώτερες τάξεις».
Αντί να καταπολεμούν την πλήξη ή να προσπαθούν να την εξιλεώσουν, πολλοί εργαζόμενοι απλά την αποδέχονταν ως την πραγματικότητά τους -χρησιμοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο τους για να ονειροπολούν ή να διαβάζουν. Αυτό συνέβαινε ουσιαστικά μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Η πλήξη άλλαξε επειδή άλλαξε η σχέση μας με την εργασία
Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, η έννοια της εργασίας άλλαξε δραματικά λόγω της εκβιομηχάνισης. Και μαζί με αυτή την αλλαγή ήρθε και μια αλλαγή στο πως ορίζουμε την πλήξη, ποιος τη βιώνει και πώς.
«Όταν η εκβιομηχάνιση αναπτύχθηκε στην Αμερική στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονταν την εργασία. Προηγουμένως, πολλοί Αμερικανοί δούλευαν για λογαριασμό τους», λέει ο Feifer. «Τώρα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δούλευαν για λογαριασμό τρίτων, κλεισμένοι σε εργοστάσια, κάνοντας μια μονότονη και πληκτική εργασία μπροστά από έναν ιμάντα παραγωγής ξανά και ξανά. Μια συνθήκη που τους έδινε ελάχιστη ανταπόδοση».
«Αν το κυρίαρχο συναίσθημα για την εργασία είναι ότι φέρνει πλήξη… αυτό ήταν πρόβλημα για τους εργοδότες».
Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη «πλήξη» μπαίνει τελικά στο επίκεντρο.
Κατά τον 18ο αιώνα, η λέξη «βαρεμάρα» περιέγραφε ένα πολύ ανιαρό άτομο. Και στη συνέχεια, στα μέσα του 19ου αιώνα, αυτό εξελίχθηκε στη λέξη «πλήξη», η οποία περιέγραφε μια πνευματική κατάσταση. Έγινε μια χρήσιμη λέξη, επειδή αν και εξακολουθούσε να συνδέεται με τους πλούσιους, πλέον ο καθένας μπορούσε να βαρεθεί, ανεξάρτητα από τη δουλειά του ή την οικονομική του κατάσταση.
Αλλά αν η κυρίαρχη αίσθηση για την εργασία είναι ότι δημιουργεί πλήξη – και όχι κάποια εγγενή αξία – αυτό δημιουργεί πρόβλημα για τους εργοδότες. Ποιο σύστημα αξιών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κρατήσει αρκετούς ανθρώπους στις θέσεις εργασίας ώστε να συνεχίσει μια επιχείρηση να υπάρχει;
Όταν η δουλειά είναι χάλια, τότε ο χρόνος μας εκτός ωραρίου πρέπει με κάποιο τρόπο να το αντισταθμίσει. Πολύ γρήγορα, η βιομηχανία της ψυχαγωγίας μπήκε επίσης στη μέση για να καλύψει αυτό το κενό και αυτό, είπαν στους εργαζόμενους, είναι η ανταμοιβή σας για μια σκληρή μέρα δουλειάς. Θα πρέπει να κερδίζετε χρήματα -ακόμα και όταν βαριέστε όσο το κάνετε- ώστε να μπορείτε να ξοδέψετε αυτά τα χρήματα με μη βαρετούς τρόπους. Και οι εργαζόμενοι δέχτηκαν τη συμφωνία. Εννοώ, όχι ότι είχαν και πολλές επιλογές, αλλά τους άρεσε όλος αυτός ο νέος «ελεύθερος χρόνος».
Αυτή η αλλαγή στην εργασία επέφερε μια βαθύτερη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τη ζωή μας γενικότερα.
«Ήταν μια επανάσταση στο πώς πολλοί αντιλαμβάνονταν το νόημα της ζωής, άλλαξε τις προσδοκίες τους για το τι δικαιούνταν, αντί για τη θλίψη και την παθητική αποδοχή της αγγαρείας της ρουτίνας. Πολλοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η ευχαρίστηση, η ευτυχία, ο ενθουσιασμός και η καινοτομία ήταν το γενέθλιο δικαίωμά τους», γράφουν οι συγγραφείς στο βιβλίο Bored, Lonely, Angry, Stupid.
Η ανάγκη για απόσπαση της προσοχής
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τότε αρχίζουμε επίσης να εντοπίζουμε τους πρώτους σπόρους της σημερινής μας ανησυχίας για τον ρόλο της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας στον δημόσιο διάλογο.
Στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30, υπήρξε ένας πραγματικός διάλογος μεταξύ ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων σχολιαστών που αναρωτιούνταν: είναι καλό για τους ανθρώπους να εκτίθενται σε κινηματογραφικές αίθουσες, σε συναυλίες, στο θόρυβο του ραδιοφώνου; «Μήπως αυτό είναι υπερβολική αισθητηριακή διέγερση; Θα οδηγήσει άραγε σε αισθητηριακή υπερφόρτωση, θα οδηγήσει σε νευρικούς ανθρώπους που θα απαιτούν όλο και περισσότερες συγκινήσεις στη ζωή τους;»
Με την πάροδο του χρόνου, τα ερωτήματα αυτά μετατράπηκαν σε επιστημονικές ανησυχίες και μείζονα θέματα συζήτησης.
Τότε είναι που οι γιατροί και οι διανοούμενοι αρχίζουν να λένε: «Δεν ξέρω αν όλη αυτή η ψυχαγωγία είναι πολύ καλή για εσάς τους ανθρώπους». Μέχρι τις δεκαετίες του 1950 και του ’60, η αφήγηση είχε μετατοπιστεί ακόμη περισσότερο, η ιδέα της ψυχαγωγίας που βοηθά τους ανθρώπους να ξεφύγουν από την πλήξη συγχωνεύτηκαν σε ένα μοναδικό πράγμα. Η ίδια η βιομηχανία ψυχαγωγίας θεωρήθηκε πλέον ως η αιτία της πλήξης, ή τουλάχιστον ως η παγίδα που εμπόδιζε τους ανθρώπους να έχουν πνευματική διορατικότητα.
Μια κατάσταση χωρίς διέγερση
Ειδικοί εξηγούν ότι αυτό ξεκίνησε κάτι που θα γινόταν ένας κύκλος ανησυχίας για τις επιπτώσεις των νέων συσκευών, είτε πρόκειται για ραδιόφωνα, είτε για τηλεοράσεις – ή τώρα για τα smartphones. Θεωρείται ότι αυτός ο κύκλος είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος για να καταλήξουν οι άνθρωποι σε συναίνεση σχετικά με το τι πιστεύουν ότι είναι υγιές σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες και τον τρόπο που τις χρησιμοποιούμε.
«Ακριβώς επειδή ανησυχούμε γι’ αυτά τα πράγματα, κάνουμε τις κατάλληλες προσαρμογές», λέει ο Φερνάντεζ. «Μέσα από τη διαδικασία της ανησυχίας για αυτά τα πράγματα, μάθαμε πώς να χρησιμοποιούμε αυτές τις συσκευές πιο ευγενικά ή λιγότερο παρεμβατικά απ’ ό,τι κάναμε όταν αρχίσαμε να τις χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά … Η καινοτομία δεν αφορά μόνο τη δημιουργία προϊόντων και τη δημιουργία νέων τεχνολογιών, αλλά και το να μάθουμε πώς να χρησιμοποιούμε τις τεχνολογίες με σύνεση, και έτσι η διαδικασία της ανησυχίας, του άγχους, τουλάχιστον με την πιο φιλότιμη έννοια, είναι μια άλλη μορφή καινοτομίας».
«Η πλήξη δεν είναι μια επιθυμητή κατάσταση ύπαρξης, αλλά μάλλον μια ένδειξη ότι το μυαλό λαχταρά την απασχόληση».
Σύμφωνα με τον Τζον Ίστγουντ, καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του York, ο οποίος διευθύνει επίσης το Εργαστήριο Βαρεμάρας, είναι σημαντικό να διακρίνουμε την πλήξη από το να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση χωρίς ερεθίσματα.
«Συχνά οι άνθρωποι υποθέτουν λανθασμένα ότι η πλήξη προκύπτει απλώς όταν δεν υπάρχει τίποτα να κάνουμε γύρω μας, και αυτό είναι λάθος», λέει ο Ίστγουντ. «Στο Εργαστήριο Βαρεμάρας θα ορίζαμε την πλήξη ως αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα του να θέλεις αλλά να μην μπορείς να εμπλακείς σε μια ικανοποιητική δραστηριότητα».
Σε αυτό το πλαίσιο, η πλήξη δεν είναι μια επιθυμητή κατάσταση ύπαρξης, αλλά μάλλον μια ένδειξη ότι το μυαλό λαχταρά να ασχοληθεί με κάτι.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρούμε ότι ένα Σαββατοκύριακο που δεν έχουμε πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι κι απαραίτητα βαρετό. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε ότι ίσως πρέπει να αναπτύξουμε την ικανότητά για διανοητική απασχόληση, όταν τα εξωτερικά ερεθίσματα εκλείπουν» λέει ο Ίστγουντ. Καλούμαστε λοιπόν να καλλιεργήσουμε και να αναπτύξουμε μια σημαντική δεξιότητα.
Περνώντας τον χρόνο μας στο smartphone μας, που μπορεί να μην είναι ο ιδανικός τρόπος για να απασχολείτε το μυαλό σας, αυτό δεν σημαίνει ότι η παρόρμηση να αποφύγετε την πλήξη είναι λάθος.
Νομίζω ότι το σφυροκόπημα αυτού του μηνύματος ότι οι μικρές στιγμές ηρεμίας είναι το σημείο όπου αποκαλύπτουμε τις αδυναμίες του μυαλού μας είναι πραγματικά αντιπαραγωγικό», λέει ο Ίστγουντ. «Επειδή υπάρχουν στιγμές που βαριόμαστε. Απλώς βαριόμαστε – και δεν μας αρέσει να βαριόμαστε. Ούτε τώρα, ούτε πριν από 100 χρόνια, ούτε πριν από 1.000 χρόνια».
Οι ερευνητές επί του θέματος, πιστεύουν ότι μπορούμε να θεωρήσουμε την πλήξη ως μια ανεπιθύμητη κατάσταση χωρίς να καταδικάζουμε τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Όταν οι κριτικοί σήμερα μιλούν για τη σημασία της πλήξης, είναι σχεδόν σαν να μας μαλώνουν επειδή δεν εκμεταλλευόμαστε κάθε ευκαιρία για γαλήνη και περισυλλογή, όπου η μόνη διαφορά ανάμεσα στο να απολαμβάνουμε ήσυχες στιγμές και στο να μην τις απολαμβάνουμε είναι ότι μας έχει καταστρέψει ένα κινητό τηλέφωνο.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως δεν έχει πολύ νόημα να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να επιδιώκουν βαρετές καταστάσεις. Αντίθετα, η πλήξη μπορεί να είναι ένας δείκτης που χρησιμοποιούμε για να μας βοηθήσει να αυξήσουμε τη διάδρασή μας στον κόσμο. Σκοπός μας δεν θα πρέπει να είναι, μάλλον, να κρίνουμε αυστηρά ή να κατακεραυνώνουμε απλουστευτικά την τάδε ή δείνα ασχολία. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες συσκευές μας υπόσχονται πλέον ψυχαγωγία, ενδιαφέρουσες πληροφορίες, νέους ορίζοντες. Οι συσκευές αυτές σίγουρα αποτυγχάνουν στο σκοπό τους, δεν κρατούν την υπόσχεσή τους. Όμως ο λόγος πίσω από αυτή τη ματαίωση, δεν είναι κάποια κακή ποιότητα που μπορεί να αποδοθεί στους ίδιους τους τρόπους ψυχαγωγίας. Στην ψυχαγωγία έχει ανατεθεί εξ αρχής ένας αδύνατος στόχος. Αντιθέτως πηγή της συνεχιζόμενης πλήξης είναι ότι εξακολουθούμε να ζούμε σε έναν κόσμο που δεν τον ελέγχουμε, ζούμε ζωές που μας φαίνονται ξένες και αποξενωτικές και μας εμποδίζουν απ’ το να εμπλακούμε με τον χρόνο και το ρυθμό ζωής όπως θα θέλαμε.