Με την χώρα να έχει μπει, εδώ και καιρό, σε προεκλογική περίοδο, συχνά πυκνά κάθομαι και απευθύνω στον εαυτό μου το εξής ερώτημα, το οποίο με ταλανίζει όπως αντίστοιχα με ταλανίζουν και οι ατέλειωτες λίστες που κατά καιρούς σκέφτομαι και φτιάχνω περί μουσικών άλμπουμ ή ταινιών ή βιβλίων: «ποια να ήταν άραγε η καλύτερη και πιο αποτελεσματική, σε οικονομικοκοινωνικό επίπεδο, κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης;»
Οντας ένας άνθρωπος 46 ετών που έχει ζήσει πολλές κυβερνήσεις, ειδικά από το 1990 και μετά που είχα αποκτήσει μια υποτυπώδη πολιτική και κοινωνική συνείδηση, η απάντηση στο μυαλό μου ήταν ψιλοξεκάθαρη (και πάντα και με βάση τις διηγήσεις των λίγο μεγαλυτέρων μου που έζησαν το ΠΑΣΟΚ και τον παπανδρεϊσμό των ’80s): η πρώτη τετραετία του Ανδρέα, αυτή του 1981-85, λογικά θα βρισκόταν υψηλά ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές της επιδόσεις και αποδόσεις, όπως αντίστοιχα και οι κυβερνήσεις των τελών της δεκαετίας του ’90, που τις έζησα γερά στο πετσί μου ως μια εποχή ευμάρειας και ανάπτυξης.
Επίπλαστης βέβαια, όπως φάνηκε στη συνέχεια, καθώς τα νούμερα και οι αριθμοί αποδείχθηκε ότι «μαγειρεύτηκαν» δόλια προς τα πάνω προκειμένου η χώρα να πιάσει τα στάνταρ της ΟΝΕ για την ένταξη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες μας πήρε όλους η κατηφόρα. Οι κυβερνήσεις των ετών εκείνων προσπάθησαν, άλλες επιτυχημένα, άλλες αποτυχημένα, να κρατήσουν το καράβι που λέγεται «ελληνική οικονομία» μακριά από τις ξέρες και τα βράχια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, αλλά οι Βρυξέλλες είχαν πάντα τον τελευταίο λόγο. Με τα γνωστά αποτελέσματα των Μνημονίων και της διαρκούς «επιτήρησης» από τους «Θεσμούς».
Το Olafaq απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Κώστα Καλλωνιάτη, ο οποίος έχει κάνει τις δικές του προσωπικές μελέτες και έρευνες πάνω σε ζητήματα οικονομίας. Ο κ. Καλλωνιάτης έχει βάλει κάτω τα νούμερα και τους αριθμούς – οι οποίοι είναι αμείλικτοι και, συνήθως, λένε την αλήθεια – και μας δίνει μια εικόνα των οικονομικών επιδόσεων της κάθε κυβέρνησης από την Μεταπολίτευση και έπειτα, συμπεριλαμβανομένης και της νυν κυβέρνησης, του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία οσονούπω φτάνει στο τέλος της τετραετούς της διακυβέρνησης – και θα κριθεί αναλόγως από τους πολίτες στις επερχόμενες εκλογές.
Η πρώτη έρευνα του κ. Καλλωνιάτη – η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εφ.Συν. το 2019 – αφορούσε στις κυβερνήσεις μέχρι ΚΑΙ εκείνη του Αλέξη Τσίπρα κατά την τετραετία 2015-2019. Ο οικονομολόγος επέλεξε τότε 10 οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια που θεωρούσε ότι είναι και τα πλέον σημαντικά για τη στάθμιση της κατάστασης και την εξέλιξη της χώρας στη διάρκεια των πέντε τελευταίων δεκαετιών.
Τα κριτήρια ήταν: το εθνικό εισόδημα, το δημοσιονομικό ισοζύγιο, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ο ιδιωτικός πλούτος, η απασχόληση και η ανεργία, το εξωτερικό ισοζύγιο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και, τέλος, το μέγεθος του δημόσιου τομέα όπως το καταγράφει η σχέση εργαζομένων στο Δημόσιο με αυτό του συνόλου της οικονομίας.
Στον Πίνακα 1 που βλέπετε παρακάτω, ο κ. Καλλωνιάτης κατέγραψε τη μεταβολή των 10 αυτών μεγεθών στη διάρκεια κάθε διακυβέρνησης της Μεταπολίτευσης, αφήνοντας τον ίδιο τον αναγνώστη να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματά.
Από τη σύγκριση, λοιπόν, των δεδομένων του Πίνακα 1 προκύπτει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία για τις κυβερνήσεις της περιόδου 1974-1989 δεν καλύπτουν όλα τα κριτήρια, με εξαίρεση την περίοδο 1982-89 για την οποία δείχνουν σημαντικότατη αύξηση του δημοσίου χρέους και της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, όπως και μεγάλη επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Με τη συγκεντρωτική ταξινόμηση του Πίνακα 2 που θα δείτε παρακάτω, προκύπτει ότι η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, μεταξύ 1996-2003, εμφανιζει όντως εξαιρετικές επιδόσεις. Ακολουθεί η οκταετία του Ανδρέα Παπανδρέου, όπου όντως έγιναν και σημαντικές κοινωνικές τομές για την Ελλάδα (όπως π.χ. η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983), αλλά και η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία ωστόσο αφενός δεν υπάρχουν όλα τα αντιπροσωπευτικά νούμερα προκειμένου να κριθεί συνολικά (αν και στον Καραμανλή πιστώνεται τόσο ο φιλοδυτικός προσανατολισμός της χώρας μας όπως φάνηκε με την έναρξη της διαδικασίας για την ένταξη στην ΕΟΚ, όσο και αποφάσεις όπως η νομιμοποίηση του ΚΚΕ), και αφετέρου προερχόταν από την σκοτεινότερη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, την Επταετία των Συνταγματαρχών, η οποία «βύθισε» οικονομικά την χώρα.
Η πραγματική έκπληξη έρχεται όταν στο καζάνι των αναλύσεων μπαίνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οικονομολόγος υποστηρίζει – και τα νούμερα το αποδεικνύουν – ότι «η κυβέρνηση Τσίπρα εμφανίζεται συχνότερα από όλες τις άλλες στις 3 καλύτερες επιδόσεις, ενώ απουσιάζει εντελώς από τις 3 χειρότερες επιδόσεις σε όλα τα κριτήρια».
«Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ενδεχομένως τα κριτήρια που επιλέχθηκαν, αλλά, με βάση αυτά το συμπέρασμα είναι πως η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της, τα πήγε εμφανώς καλύτερα όλων των άλλων στη διαχείριση –να μην το ξεχνάμε– μιας ήδη χρεοκοπημένης οικονομίας», καταλήγει στο συμπέρασμά του ο κ. Καλλωνιάτης.
Οι οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη
Τι γίνεται ωστόσο με το τώρα; Πώς κρίνεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 μέχρι και σήμερα;
«Η νυν κυβέρνηση πανηγυρίζει για την ισχυρή επέκταση της οικονομίας το 2021-22 (7% ετησίως περίπου). Αλλά ξεχνά πως αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πρόσκαιρης επιδοματικής πολιτικής που άσκησαν οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η απουσία ενδογενούς δυναμικής στην οικονομική μεγέθυνση φαίνεται ήδη από την σημαντική της επιβράδυνση: 8,3% το 2021, 5,6% το 2022 και 1,5% το 2023 σύμφωνα με ΕΚΤ», λέει μιλώντας στο Olafaq ο κ. Καλλωνιάτης.
Παρακάτω βλέπετε τον ετήσιο ρυθμό (%) επέκτασης της ελληνικής οικονομίας 2020-2022 (ΑΕΠ):
Συγχρόνως, κατά τον οικονομολόγο, από τη μεγέθυνση αυτή της οικονομίας επωφελήθηκαν μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα, αφού σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όλοι οι δείκτες ανισότητας χειροτέρεψαν την περίοδο 2019-2021. Οι ανισότητες επιδεινώθηκαν δραματικά το 2022 λόγω της εκτίναξης του πληθωρισμού (9%) και ειδικότερα του πληθωρισμού τροφίμων (13%) που πλήττει τα χαμηλά εισοδήματα κι ενόσω οι μισθοί έμειναν στάσιμοι ή αυξήθηκαν ελάχιστα.
Σημειώνεται δε, πως την περίοδο 2019-2022 ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά
-6,9% (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ).
Επίσης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2019 (-1,5%) και 2022 (-5,3%) εξαιτίας των ενεργειακών ανατιμήσεων και της αυξανόμενης εισαγωγικής διείσδυσης που μαρτυρά απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Επίσης, κατά τον κ. Καλλωνιάτη, οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις το τελευταίο 12μηνο βαίνουν μειούμενες, οπως βλέπετε και στο παρακάτω διάγραμμα:
Ακόμη, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ που το 2019 ήταν πλεονασματικό (1,1%) το 2021 είχε γίνει ελλειμματικό (-7,4%). Το 2022 είχαμε περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος χάρις στην προσωρινή αύξηση των εσόδων (λόγω πληθωρισμού) αλλά χωρίς περιορισμό της σπατάλης των δαπανών.
Παρομοίως, κατά τον οικονομολόγο, η μείωση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού, δεν απέτρεψε την αύξηση του ονομαστικού χρέους λόγω έκτακτων δαπανών αλλά και των τιτλοποιήσεων του προγράμματος «Ηρακλής».
Το χρέος, το οποίο μέχρι στιγμής είναι διαχειρίσιμο λόγω του ότι τα ελληνικά ομόλογα αγοράζονται ακόμη από την ΕΚΤ, αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας στο βαθμό που τα επιτόκια δανεισμού των κρατικών ομολόγων συνεχίσουν να αυξάνονται: πριν ένα χρόνο η απόδοση του 10ετούς ήταν 2,4% ενώ σήμερα είναι 4,2%.
«Η Ελλάδα παραμένει κατεξοχήν χώρα ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Την σχετική Αρχή για το ξέπλυμα απασχόλησαν το 2022 γύρω στις 25.000 υποθέσεις για τις οποίες προέκυψαν μόλις 1200 πορίσματα που διαβιβάστηκαν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές για να καταλήξουν σε μόλις 200 δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων και περιουσιακών στοιχείων», συνοψίζει ο κ. Καλλωνιάτης.
Τέλος, οι λιανικές πωλήσεις σε Ελλάδα και ΕΕ βαίνουν μειούμενες, ένδειξη ότι η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών γνωρίζει σημαντική πτωτική πίεση.
Ιδού η εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των λιανικών πωλήσεων στην Ελλάδα:
Ελληνικά νοικοκυριά, τα πιο επιβαρυμένα της Ευρώπης
Την εξαιρετικά βαριά και δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουν περιπέσει τα ελληνικά νοικοκυριά (και, κατά συνέπεια, το βιοτικό επίπεδο όλων μας από το 2010 ώς το 2021), επιβεβαιώνουν επίσης περίτρανα και τα στοιχεία της πρόσφατης μελέτης του Παρατηρητηρίου Περιφερειακών Πολιτικών.
Η επιδείνωση της Ελλάδας σε μια σειρά βασικών ευρωπαϊκών δεικτών, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η απασχόληση, η εκπαίδευση, η στέγαση και το διαθέσιμο εισόδημα είναι ραγδαία, όπως φαίνεται στη μελέτη με θέμα «Η Ελλάδα στους Ευρωπαϊκούς δείκτες: γήρανση, απασχόληση, εκπαίδευση, στέγαση, διαθέσιμο εισόδημα», η οποία επεξεργάζεται τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ.
Η Ελλάδα διατηρεί επίσης μια σειρά από θλιβερές αρνητικές «πρωτιές» ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, σε ζητήματα όπως το υπερβολικό κόστος στέγασης, η μακροχρόνια ανεργία, η ανεργία των πτυχιούχων και η έλλειψη κράτους πρόνοιας, ενώ σε θέματα φτώχειας συγκρίνεται μόνο με κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, όπως υπερτονίζουν οι συγγραφείς της έρευνας, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής Γιώργος Παγουλάτος και ο ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ Θάνος Δελατόλας.
Ανάμεσα στα στοιχεία που θα πρέπει να προβληματίσουν άμεσα την επόμενη κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή, είναι: τα ποσοστά ανεργίας του γενικού πληθυσμού παραμένουν υπερδιπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στο 14,7% από 7% στην Ε.Ε., ενώ στο ζενίθ της μνημονιακής κρίσης, το 2013, άγγιξαν το 27,8%.
Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε. μετά την Ισπανία (14,8%), κατέχει όμως τα πρωτεία στο ποσοστό των ανέργων 25 έως 49 ετών που χρειάζονται τουλάχιστον 12 μήνες προκειμένου να ξαναβρούν απασχόληση, το οποίο φτάνει το 62,6%, έναντι 39,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η υποβάθμιση της ποιότητας της Δημοκρατίας
Εντυπωσιακά είναι επίσης τα ευρήματα – με αναλυτικά στοιχεία και από την πλατφόρμα Govwatch – που αφορούν στην υποβάθμιση της ποιότητας της Δημοκρατίας στην Ελλάδα για το έτος 2022.
Όπως αναφέρει η συντακτική ομάδα του Vouliwatch, «η υποβάθμιση της ποιότητας της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή επιδείνωση των θεσμικών ελέγχων και ισορροπιών που αποτελούν τις αρχές της δημοκρατίας και διασφαλίζουν το Κράτος Δικαίου. Σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα, η οποία προς τιμή μας, χρησιμοποίησε σαν πηγή άντλησης δεδομένων και την πλατφόρμα μας για το Κράτος Δικαίου, Govwatch, η Ελλάδα, μαζί με την Αρμενία και τον Μαυρίκιο, είναι οι χώρες που έχουν υποστεί την εντονότερη αυταρχικοποίηση και τείνουν με πιο γοργούς ρυθμούς σε πολίτευμα με απολυταρχικά χαρακτηριστικά».
Η αλλαγή αυτή αποτυπώνεται στη μείωση των 10 κορυφαίων δεικτών που χαρακτηρίζουν την φιλελεύθερη και εύρωστη δημοκρατία, στην περίοδο μεταξύ 2017 και 2022. «Το νομοθετικό σώμα, και σε μικρότερο βαθμό το δικαστικό, δηλαδή οι δύο πυλώνες της δημοκρατίας, αποδυναμώνονται σημαντικά στην Ελλάδα. Η de facto ικανότητα του νομοθετικού σώματος να διερευνά τις ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας διαβρώνεται περισσότερο, ακολουθούμενη από το εύρος των διαβουλεύσεων της κυβέρνησης με άλλους κοινωνικούς φορείς, και η συμμόρφωση της κυβέρνησης με τις αποφάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου», αναφέρουν οι συντάκτες του Vouliwatch, την ίδια στιγμή που η χώρα μας εμφανίζει πτωτική τάση σε δείκτες όπως η ελευθερία της έκφρασης, η παρενόχληση δημοσιογράφων και η λογοκρισία των ΜΜΕ από την κυβέρνηση, η ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου και των κατώτερων δικαστηρίων, η ελευθερία από βασανιστήρια, η εκτελεστική εποπτεία, το εύρος διαβουλεύσεων, η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία πολιτιστικής έκφρασης, η συμμόρφωση με το Ανώτατο Δικαστήριο και οι έρευνες του νομοθετικού σώματος.
Τελειώνοντας την κουβέντα μας με τον κ. Καλλωνιάτη, τον ρωτάω ευθέως να μου πει την δική του θεώρηση ως προς «την καλύτερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης».
«Δεν νομίζω πως μπορώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, γιατί μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικές περιόδους: αυτή μέχρι το 2008 που χαρακτηρίζονταν από μία σχετικά σταθερή πορεία και αυτήν μετά το 2008 που είναι βουτηγμένη στην κρίση χρέους και τα μνημόνια. Εξάλλου, δεν υπάρχουν επακριβώς συγκρίσιμα στοιχεία για την προ της νέας χιλιετίας περίοδο. Συνεπώς, μιλώντας μόνο για την περίοδο της κρίσης θεωρώ πως η περίοδος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν η καλύτερη με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια», επισημαίνει.
Και καταλήγει εμφατικά:
«Σχετικά με τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, πιστεύω πως θα είναι περιορισμένα γιατί η περίοδος 2020-22 εξάντλησε σε σημαντικό βαθμό τα δημοσιονομικά περιθώρια δημιουργώντας διεθνώς νέα ελλείμματα και χρέη, ενώ ο πόλεμος, ο πληθωρισμός, η αύξηση των επιτοκίων και η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση εκθέτουν τις ήδη υπερχρεωμένες οικονομίες όπως η ελληνική σε νέες πιέσεις. Ο δε ευρωπαϊκός Βορράς επιδιώκει την αυστηρότερη ενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και οι ελληνικές εκλογές αναμένεται να αναδείξουν συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα με τους ανάλογους συμβιβασμούς και δυσπραγία σε επίπεδο άσκησης κυβερνητικών πολιτικών. Συνεπώς, κρατώ πολύ μικρό καλάθι προσδοκιών».