Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω με κάποιο τρόπο τα Εξάρχεια, θα έλεγα ότι είναι η πιο «ομορφάσχημη» γειτονιά της πρωτεύουσας.
Αν τα Εξάρχεια ήταν άνδρας θα ήταν ο Βενσάν Κασέλ (φυσιογνωμικά, ένας άνθρωπος με τρανταχτά ελαττώματα, όπως μεγάλη μύτη, αλλά εξαιρετικά ελκυστικός, ως παρουσία, ειδικά όταν αρχίζει να μιλάει), αν ήταν γυναίκα θα ήταν η Τίλντα Σουίντον (φαινομενικά άσχημη και ελαφρώς εκκεντρική, που κρύβει ένα σωρό προτερήματα «χαρακτήρα» πίσω από την εμφάνιση ενός «ξωτικού / Ευχούλη»).
Έχω μείνει μόνιμα σε αυτήν την «ομορφάσχημη» γειτονιά για ένα χρονικό διάστημα -αλλά ήταν παλιά, προ δεκαετίας.
Πλέον -και καθώς υπήρξα από μικρός ένα παιδί των Εξαρχείων, χωμένος από τα 13-14 μου στα δισκάδικα πέριξ της περιοχής- επισκέπτομαι σχεδόν καθημερινά την συνοικία για ποτά με φίλους, φαγητό στα πολύ καλα μεζοδοπωλεία του ή απλούς καφέδες στα καφέ και τα ολήμερα μπαράκια της συνοικίας.
Γνωρίζω, φυσικά, πάνω-κάτω όλες τις «καβάτζες» ως προς το που να παρκάρω το αυτοκίνητό μου -δοκιμάστε οπουδήποτε στο Λόφο του Στρέφη ή κοντά στο γήπεδο του Αστέρα Εξαρχείων, όπου δεν έχει πρόσβαση σχεδόν κανείς «ύποπτος» [θα αναφερθώ παρακάτω ποιος είναι αυτός] για τυχόν μπάχαλα.
Σημειωτέον δε, ότι ποτέ δεν έχω δει το ΙΧ μου να παθαίνει ζημιά στα Εξάρχεια, σε αντίθεση με το «υστερικό τρίγωνο» της πόλης, γύρω από πλατεία Καρύτση ή Ψυρρή / Γκάζι, όπου μου έχουν αφαιρέσει από καλύμματα καθρεπτών, ζάντες, μέχρι και υαλοκαθαριστήρες – για να μην μιλήσω για τυχόν κλήσεις Τροχαίας που δεν παίζει με την καμία να «φας» με το ΙΧ σου παρκαρισμένο στα Εξάρχεια, ειδικά πάνω από την Καλλιδρομίου.
Υπό την άποψη αυτή, το πρώτο πράγμα που είναι ασφαλές στα Εξάρχεια, θεωρώ ότι είναι το αυτοκίνητό μου.
Κατά δεύτερον, εγώ ο ίδιος θεωρώ ότι είμαι ασφαλής στα Εξάρχεια. Έχοντας γυρίσει, περπατήσει και «αναπνεύσει» μέχρι τα ξημερώματα σε γειτονιές της πρωτεύουσας – από Αργυρούπολη και Ηλιούπολη μέχρι Περιστέρι και Καλλιθέα και από Πανόρμου μέχρι Αττική, Κεραμεικό και Αγιο Ελευθέριο – δεν έχω νιώσει ποτέ μου ότι στα Εξάρχεια πρέπει να «κοιτάξω πίσω από την πλάτη μου» σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της ημέρας.
Για μένα τα Εξάρχεια ήταν και είναι (και ελπίζω να παραμείνουν) όντως ένα «άβατο», όπως πολύ σκωπτικά και ανακριβώς το έχουν περιγράψει κατά καιρούς διάφοροι πολιτικοί (ακρο)δεξιών πεποιθήσεων, όπως ο Θανασάκης ο Πλεύρης, που έσπευσε να τα επισκεπτεί, ένα πρωί, ξημερώματα, προ τριετίας, προκειμένου να φάει ο άνθρωπος το «βρώμικό» του. Και δεν εννοώ το ξύλο του. Αν και η αντίδράση του στο παρακάτω βίντεο, αποδεικνύει ότι ο Θανασάκης ο Πλεύρης είναι, μάλλον, ο μόνος που φοβάται πραγματικά από την απειροελάχιστη χρονική του παραμονή στην πλατεία.
Τα Εξάρχεια αποτελούν όντως ένα «άβατο»: αλλά ένα άβατο δημιουργικότητας, αλληλεγγύης, κοινωνικού αυθορμητισμού, ζύμωσης ιδεών σε πολιτικοκοινωνικά στέκια όπως Το Στέκι Μεταναστών ή το Nosotros), γκαλερί και σπουδαίους εκδοτικούς οίκους. Και κυρίως, τους ίδιους του τους κατοίκους, οι οποίοι έχουν μάθει, χρόνια τώρα, ότι με τόσο «κακή διαφήμιση» -στα όρια της συκοφαντικής δυσφήμησης- που έχει υποστεί η γειτονιά από κάποια συγκεκριμένα ΜΜΕ με «ύποπτους» σκοπούς και στόχους, το μόνο όπλο τους είναι η κοινωνική τους αλληλεγγύη. Η οποία είναι πανταχού παρούσα στα Εξάρχεια, ούσα μια από τις γειτονιές της Αθήνας που διατηρεί ακόμη αυτή την αίσθηση του «ανήκειν».
Εδώ, φυσικά, υπάρχουν κάποιοι αστερίσκοι που πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθούν: ναι, έχουν σημειωθεί κατά καιρούς και άσχημα περιστατικά. Λόγου χάρη, πέρσι, στην οδό Ιουστινιανού, καταγράφηκαν 2-3 περιστατικά βιασμών γυναικών και ληστειών από αγνώστους.
Τα περιστατικά αυτά, ωστόσο, εκτός του ότι ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες καταγράφτηκαν από τις παθούσες και τους παθόντες στα social media, επιπροσθέτως, αυτοστιγμεί απλώθηκε ένα αόρατο και ορατό «πέπλο» βοήθειας (έργω και λόγω, με καταγγελίες και «φωτογραφήσεις» των δραστών) πάνω από τα θύματα, την στιγμή που συνέβησαν τα συγκεκριμένα άσχημα περιστατικά.
Τα οποία, μέχρι σήμερα, αποτέλουν απλώς τις αλγεινές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ότι, στην βάση τους, τα Εξάρχεια είναι ασφαλή. Και αυτό δεν το λέω εγώ, ο «ξένος», ο περιοδικός και παροδικός, έστω και σχεδόν σε καθημερινή συχνότητα, «επισκέπτης» της περιοχής.
Το λένε και οι μόνιμοι κάτοικοι της γειτονιάς, όπως ο φίλος μου και παλιός μου συμφοιτητής, ο Γιάννης Καβατζίκης, λογιστής στο επάγγελμα.
«Μένω στη Νεάπολη Εξαρχείων από το 2002, κλείνω ήδη 21 χρόνια στην συγκεκριμένη περιοχή και μπορώ να σου ότι πλέον έχω καταλάβει το πώς λειτουργούν πολλά πράγματα στην συγκεκριμένη περιοχή», μου λέει ο Γιάννης, προσθέτοντας ότι «νομίζω πως τα Εξάρχεια, από τις αρχές της χιλιετίας μέχρι σήμερα, έχουν ζήσει τρεις περιόδους: η μία ήταν αυτή προ της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, που υπήρχε μαι απόλυτη αρμονία στην περιοχή, αν εξαιρέσεις κάποια ζητήματα και μπάχαλα στην πλατεία με τους τοξικοεξαρτημένους και τα “ντίλια” τους με τους εμπόρους ναρκωτικών. Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή που ακολούθησε μετά την δολοφονία του Αλέξη. Εκεί πια, από το 2009 και μετά, όλοι “ξεσάλωσαν”. Η αστυνόμευση αυξήθηκε δραματικά, οι έλεγχοι σε τυχαίους περαστικούς, γυναίκες, άνδρες, μέχρι και εφήβους, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο συχνοί και να διογκώνεται η δυσαρέσκεια των κατοίκων απέναντι σε αυτές τις ελαφρώς αντιδημοκρατικές τακτικές. Θυμάμαι, ενα βράδυ, να ήταν 2011 ή 2012, να έχουμε βγει όλοι στα μπαλκόνια μας και να “κράζουμε” μια ολόκληρη διμοιρία των ΜΑΤ που έκανε ενοχλητικά εριστικό, σε σημείο σεξουαλικής παρενόχλησης, έλεγχο στοιχείων σε δυο έφηβα κορίτσια. Οι κάτοικοι των γύρω πολυκατοικιών φώναζαν “αφήστε τα κορίτσια” και απειλούσαν ότι θα ανεβάσουν στα social media τα πλάνα που τραβούσαν με τα κινητά τους τηλέφωνο. Τελικά, τα ΜΑΤ και μόνο υπό την λαϊκή κατακραυγή, αποχώρησαν, φυσικά βρίζοντας τα κορίτσια. Αυτή η αίσθηση κοινωνικής αλληλυγγύης δεν υπάρχει πουθενά άλλού, πιστεύω. Και πηγάζει από το γεγονός ότι όλοι μας νιώθουμε, εν δυνάμει, θύματα παρόμοιων “ασφαλίτικων” τακτικών και πρακτικών».
Τότε ήταν, περίπου, η χρονική περίοδος που έζησα και εγώ ένα περιστατικό όπου πραγματικά φοβήθηκα για πρώτη μου φορά στα Εξάρχεια. Κάναμε ένα πάρτι μουσικού site / περιοδικού στο «Φλοράλ», το μπαρ / καφετέρια που δεν υπάρχει πια, αλλά τότε, το 2010, βρισκόταν κάτω από την διάσημη «Μπλε Πολυκατοικία» στην πλατεία.
Είμαστε στα «τραπεζάκια έξω» του «Φλοράλ» και ξαφνικά, από το πουθενά, μας «την πέφτουν» αφενός κάτι περίεργοι τύποι που κάνουν μπάχαλα έξω και μέσα στο μαγαζί και κατόπιν «σκάνε» και διμοιρίες των ΜΑΤ. Πέφτουν δακρυγόνα, επικρατεί ένα μπουρδέλο, η ατμόσφαιρα μυρίζει «φιτίλι», οι [άγνωστοι] «μπάχαλοι», ακροαριστεροί ή προβοκάτορες παρακρατικοί (δεν μάθαμε ποτέ), έχουν μπει μέσα στο μπαρ και το διαλύουν από άκρη σε άκρη και φυσικά «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα» και η όλη βραδιά έχει έκτοτε μπει στα μαύρα κατάστιχα της πλατείας.
Η δεύτερη στιγμή που βρέθηκα μπλεγμένος, χωρίς να το θέλω, σε ένα γνήσιο εξαρχειώτικο μπάχαλο ήταν το περασμένο φθινόπωρο, αυτό του 2022. Έπινα τα ποτά μου στην μπάρα της «Ιντριγκας», ενός από τα αγαπημένα μου στέκια. Ήταν μια απλή, υπεράνω πάσης υποψίας, Παρασκευή του Σεπτεμβρίου και ξαφνικά, εκεί που κάθομαι στην εσωτερική μπάρα του μαγαζιού, βλέπω καμιά δεκαριά μοτοσυκλέτες της ομάδας ΔΙΑΣ να καβαλάνε τον πεόδρομο της Θεμιστοκλέους από το ύψος του ΒΟΞ μέχρι ψηλά, στην Καλλιδρομίου.
Ο λόγος; Την ίδια στιγμή συνέβαινε μια πορεία συλλογικοτήτων ενάντια στις γυναικοκτονίες με εκατοντάδες συμμετέχοντες και συμμετέχουσες – είναι η βραδιά όπου διέρρευσαν στα social media διάφορα άσχημα βίντεο από μπάτσους να χτυπάνε με γκλομπιές και να τραβάνε από τα μαλλιά μέχρι και ηλικιωμένες διαδηλώτριες 65 και 70 ετών. Πέσανε δακρυγόνα (άνευ λόγου και αφορμής, καθώς η διαδήλωση ήταν η πιο ειρηνική των τελευταίων ετών), κλασικά οι μπάτσοι της ΔΙΑΣ προκάλεσαν με την συμπεριφορά τους τους διαδηλωτές και τελικά, τα παιδιά της «Ιντριγκας», υπό αυτό το ιδιότυπο κα ξαφνικό κλίμα τρομοκρατίας, αναγκάστηκαν και μας έδιωξαν από το μπαρ κακήν κακώς και ζητώντας μας χίλια συγγνώμη, προκειμένου (και μαθημένοι όντες στα μπάχαλα) να προστατεύσουν την περιουσία τους. Κατέβασαν ρολά, έβαλαν τις σιδεριές και εγώ με την παρέα μου μεταφερθήκαμε προς Ασκληπιού μεριά, όπου η ατμόσφαιρα δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνη της πλατείας.
Υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά στο «μπάχαλο» του 2010 με εκείνο του 2022: στο πρώτο, πραγματικά φοβήθηκα για την σωματική μου ακεραιότητα. Στο δεύτερο όχι. Ήξερα ποιος προκαλεί και ποιος προκλήθηκε. Ήξερα ότι οι διαδηλωτές δεν θα άφηναν, από μόνοι τους, το κλίμα να παρεκτραπεί και δεν θα απαντούσαν στις εριστικές προκλήσεις των ανδρών της ομάδας ΔΙΑΣ.
Γεγονός που μας φέρνει στην τρίτη περίοδο των Εξαρχείων. Το σήμερα.
«Η μόνη απειλή σήμερα στα Εξάρχεια είναι οι ίδιοι οι μπάτσοι», μου λεει ο Γιάννης. «Συζητώντας με φίλους και γνωστούς, και οι ίδιοι θεωρούν ότι η μόνη περίπτωση να δούμε τα μπάχαλα περασμένων εποχών στην γειτονιά, είναι αποκλειστικά κατ’ επιλογήν και με το “κοουτσάρισμα” της ΔΙΑΣ ή των ΜΑΤ. Ό,τι άσχημο περιστατικό έχει συμβεί τα τελευταία 5-6 χρόνια στην περιοχή, έχει υποκινηθεί από την αστυνομική εξουσία. Εμείς όλοι ζούμε ήσυχες και απλές ζωές, οι οποίες κάποια βράδια περιπλέκονται λόγω της εξωγενούς παρέμβασης τρίτων, που θέλουν να δούνε την συνοικία των Εξαρχείων “καμμένη γη”, για ευνόητους λόγους. Επικοινωνιακούς αλλά και οικονομικούς – πολλα funds έχουν στην ιδιοκτησία τους ολόκληρες πολυκατοικίες, τις οποίες θέλουν να πουλήσουν σε νέους αγοραστές, κυρίως Κινέζους. Η ιστορία με την κατασκευή του μετρό περιπλέκει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, αλλά όπως είδες και εσύ, και πάλι οι όποιες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες αντιμετωπίστηκαν πολύ εχθρικά και όχι με τον δέοντα τρόπο από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία μάς αντιμετώπισε όχι ως κατοίκους της περιοχής, αλλά περισσότερο ως “απόβλητα” που διεκδικούν κάτι που οι ίδιοι οι νυν κυβερνώντες θεωρούν ως μη-αναστρέψιμο. Και αυτό που πρέπει να καταλάβουν όλοι όσοι θέλουν να βάλουν “χέρι” στα Εξάρχεια είναι το εξής: έχουμε εμείς περάσει, ως χρόνια κάτοικοι εδώ, τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούν να μας “δαμάσουν” πια με μια κρότου-λάμψης ή με χημικά. Οι γειτονιές δεν “δαμάζονται” με αυτόν τον τρόπο εν έτει 2023».
«Η πρώτη μου αντίδραση πάντα στο ερώτημα “είναι ασφαλή τα Εξάρχεια;” είναι να μπω σε θέση άμυνας και να απαντήσω πως δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ασφάλειας στα Εξάρχεια, αφού μια χαρά κυκλοφορώ στη γειτονιά που τόσο αγαπώ, εδώ και 25 χρόνια. Και ίσως θα περίμενε κανείς να είναι έτσι τα πράγματα, στην πλέον αστυνομοκρατούμενη περιοχή της Αθήνας. Παρόλο που δεν θεωρώ τα Εξάρχεια επικίνδυνη γειτονιά – ίσα ίσα, που αισθάνομαι τυχερή που ζω σε μια τόσο ζωντανή περιοχή – ωστόσο δεν μπορώ να παραβλέψω τις κλοπές σε σπίτια γειτόνων, τις επιθέσεις σε κατοίκους ή επισκέπτες και τις ληστείες με καλάσνικοφ σε καταστήματα των Εξαρχείων. Θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε το ποσοστό της εγκληματικότητας της περιοχής σε σχέση με άλλες περιοχές του κέντρου της Αθήνας, ωστόσο θα ήταν άτοπο να παραβλέψουμε την ύπαρξη του προβλήματος», μου λέει από την πλευρά της η Βαρβάρα Σαββίδη, ραδιοφωνική παραγωγός και δημοσιογράφος, θέτοντας το δάκτυλο… επί τον τύπον των ήλων ενός ευρύτερου προβλήματος που δεν ισχύει μόνο και αποκλειστικά στα Εξάρχεια: ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε γειτονιά με, στην πραγματικότητα, πλημμελή αστυνόμευση, έτσι και τα Εξάρχεια εξακολουθούν να λυμαίνονται διάφορες μικρο-συμμορίες εν είδη ντόπιας μαφίας που κάνουν τα γνωστά, αυτά που γίνονται δηλαδή και στα Πετράλωνα, στο Κουκάκι, την Καλλιθέα, το Περιστέρι, τη Νέα Χαλκηδόνα.
Προχθές πάντως, εγώ ξαναπερπάτησα στα Εξάρχεια και είδα μια κοπέλα, γύρω στα 30 της χρόνια, πεσμένη στο δρόμο, κάπου στην Βαλτετσίου. Δεν είχε συμβεί κάτι, δεν της την είχαν πέτσει άνδρες της ΔΙΑΣ ή κάποιος μικροκακοποιός – η κοπέλα απλά λιποθύμησε, για λόγους υγείας. Γύρω της έσπευσαν αμέσως πάνω από δέκα άτομα. Αυτό είναι το κοινωνικό και αλληλέγγυο κλίμα των Εξαρχείων: που ένας πέφτει κάτω, επειδή του ήρθε σκοτοδίνη, και αμέσως σπεύδουν από πάνω του δέκα να τον βοηθήσουν.
Εκεί που μένω, στο Μαρούσι, αν έπεφτε ένας κάτω στην πλατεία του ΗΣΑΠ, το πιθανότερο είναι να έσπευδαν από πάνω του προκειμένου να του πάρουν το πορτοφόλι. Προφανώς και υπερβάλλω, ωστόσο διαμέσου την υπερβολής αυτής κάνω για ακόμη μια φορά το βασικό μου point: στα Εξάρχεια υπάρχει ένα κοινωνικό safety net που ενδεχομένως να μην συναντάται πουθενά αλλού, τουλάχιστον στο «κέντρο-κέντρο» της Αθήνας.
Και η διαρκής παρουσία των ΜΑΤ και των ΔΙΑΣ, αντί να επιτείνει το αίσθημα της προστασίας – to protect and to serve, που λένε στις ΗΠΑ για την Αστυνομία – αντιθέτως το μειώνει.Το αίσθημα προστασίας πηγάζει από τους ίδιους τους κατοίκους των Εξαρχείων, από την ζωντάνια της περιοχής, από το γεγονός ότι θα περπατάς στις 5 το πρωί σε κάποιο από τα στενά του και θα δεις ένα ζευγαράκι, κάποιον γνωστό ή έστω κάποιον άγνωτο που θα σου γνέψει «καλημέρα» με την λογική ότι αυτόν και εσένα σας ενώνει ένα κοινό: η παρουσία σας στο «άβατο».